ELLENOPHONIA

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Δέσπω Αθ. Λιάλιου, Αντίο στον 20ο αι.

Αντίο στον 20ο αι.
Μετά από 719 χρόνια παραίτησης πάπα ο πάπας Βενέδικτος ο 16ος, εφαρμόζοντας τον 332 κανόνα, παράγραφο 2, του Κώδικα του Κανονικού Δικαίου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, με μια αιφνίδια κίνηση δημιούργησε παροξυσμό στη διεθνή ειδησεογραφία και συζητήσεις επί συζητήσεων για την απόφαση να αποσυρθεί από την ενεργό διακονία του, για να χαρεί την προσευχή, τα γηρατειά και το ipad του. Είτε πάει το μυαλό μας στη Θεία Κωμωδία, είτε στη συνωμοσιολογία της σκληρής εποχής μας πάντα μένει το περιθώριο του προσωπικού ρομαντισμού και της υποκλήσεως απέναντι σε ένα άνθρωπο που ανήκει στον πολυτάραχο περασμένο αιώνα, που ο Θεός όμως του επέτρεψε να σφραγίσει την είσοδο του 21ου αι. και να δώσει ένα παράδειγμα πίστης και αφοσίωσης στην Εκκλησία με μία συνέπεια αυτοθυσίας και μεγαλείου, αν κρίνουμε με τα αντίμετρα των καθημερινών ανθρώπων που γαντζώνονται στην παντός είδους εξουσία. Από την άποψη αυτή ο πάπας Βενέδικτος, δηλ. ο καθηγητής Γιόζεφ Ράτσινγκερ, (που δεν έπαψε ποτέ τη συγγραφική του παραγωγή με δύο από τους τρεις τόμους του έργου του «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» κατά τη διάρκεια της παποσύνης του) ενεργοποίησε το δημόσιο λόγο για τα ηλικιακά όρια των προσώπων που αναλαμβάνουν δημόσια λειτουργήματα και καθορίζουν με τις αποφάσεις τους την πορεία των λαών και την ιστορία της ανθρωπότητας. Κατά τούτο αποτελεί ηθικό παράδειγμα ή σημείο αναστοχασμού που διαπέρασε διεθνώς τις κοινωνίες.
Είναι επίσης βέβαιο, όταν πρόκειται για προσωπικότητες παγκόσμιας εμβέλειας, ότι ενέργειές τους κρίνονται και ανακρίνονται συνεχώς, κι η ιστορία έχει τον τελευταίο λόγο, όπως για όλα τα πράγματα. Εξ επόψεως Ορθοδόξου Εκκλησίας παραίτηση από τον επισκοπικό θρόνο δεν επιτρέπεται, σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας (23ο κανόνα της συνόδου Αντιοχείας και 16ο της Πρωτοδευτέρας), καθότι η διακονία του επισκόπου προς το ποίμνιο της συγκεκριμένης επισκοπής θεωρείται σχέση πνευματική ακατάλυτη, μυστήριο δηλ. οικοδομής και παρακλήσεως, που επιτελείται με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, παρεκτός κι αν συντρέχουν λόγοι υγείας. Γι᾽ αυτό, εξάλλου, αν υπάρξει παραίτηση, χωρίς τη συνδρομή κανονικών λόγων, ακολουθεί επιτιμία από μέρους της συνόδου, ο δε παραιτούμενος οφείλει να εγκαταβιώσει σε μοναστήρι, επανερχόμενος κατά ένα τρόπο στην τάξη των μοναχών, κάτι που προτίθεται να κάνει και ο πάπας Βενέδικτος, εφαρμόζοντας με το δικό του τρόπο την παράδοση της Εκκλησίας, που διαπιστωμένα γνωρίζει.
Στο πλαίσιο των πολυποίκιλων σχέσεων Εκκλησίας –Πολιτείας στο νεοελληνικό κράτος το θέμα του ηλικιακού ορίου συνταξιοδοτήσεως των επισκόπων και της πρόβλεψης των ιερών κανόνων περί ισοβιότητος καλά κρατεί από το 1923, η δε παραίτηση του πάπα το ξαναφέρνει στην επικαιρότητα... με το ερώτημα, αν έχει χρονικό όριο η πνευματική πατρότητα να επαναλαμβάνεται από τα στόματα των φοιτητών μας στη Θεολογική Σχολή μαζί με πλείστα όσα αντίθετα.

http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=1&artid=169135, 17-2-13

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Δέσπω Αθ. Λιάλιου, Παράδοση καὶ ἀνανέωση κατὰ τὸν Ἅγιο Φώτιο




Παράδοση καὶ ἀνανέωση κατὰ τὸν Ἅγιο Φώτιο

Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Πατέρες, μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
Θεοφιλέστατε ἅγιε Ἡγούμενε τῆς Ἱ. Μονῆς Πεντέλης,
Ἅγιοι Πατέρες παντὸς βαθμοῦ,
Κύριε πρ. Πρύτανη,
Σεβαστοὶ καθηγητὲς ἐν ὁμοτιμία,
Ἀγαπητὲς συναδέλφισσες καὶ συνάδελφοι πάσης βαθμίδος,
Ἀγαπητοὶ φοιτητὲς καὶ φοιτήτριες, πάντες καὶ πάσες ἐν Χριστῶ ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές!
Ἐπιτρέψατέ μου νὰ ἐκφράσω τὶς εὐχαριστίες μου πρὸς τὸ Μακαριώτατο καὶ τὴν περὶ αὐτὸν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τῆς προτάσεως τοῦ Τμήματός μου, τῆς Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ, γιὰ τὴ σημερινὴ εἰσήγηση, ἐνταυτῶ δὲ μεταφέρω τὸν προσήκοντα χαιρετισμὸ τοῦ Πρυτάνεως τοῦ ΑΠΘ καθ. κ. Ἰωάννη Μυλόπουλου, ἐπισημαίνουσα καὶ τὴν εὐσέβεια ποὺ χαρακτηρίζει τὴν πλειονοψηφία τῶν διδασκόντων τοῦ ΑΠΘ.
Ὁ τίτλος τῆς εἰσηγήσεώς μου ἀφορᾶ στὴν ἐξέταση τοῦ ζεύγους δύο ὁρισμῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς μὲ ἐπίκεντρο τὶς περὶ αὐτοὺς διατυπώσεις τοῦ ἁγ. Φωτίου ἢ ἕνα πλαίσιο προϋποθέσεων ἢ ἐκκλησιστικῆς δράσης ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τοὺς δύο ὅρους τοῦ τίτλου.
1. Στὸ νεοελληνικὸ βίο μας, καὶ ἰδίως μεταπολεμικἀ, ὁ ὅρος παράδοση φορτίσθηκε ἐν πολλοῖς μὲ ἀρνητικὸ περιεχόμενο, καθώς ταυτίσθηκε μὲ μία στατικὴ ἐπανάληψη τῶν ρημάτων εἴτε τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἴτε τῆς πατερικῆς γραμματείας τῶν πρώτων αἰώνων. Πέραν τῆς κοινωνιολογικῆς ἢ πολιτικῆς ἀνάλυσης ὁ ὅρος παράδοσις ἔχασε τὴν παραστατική του δυναμική, τοῦ παραδίδοντος δηλ. καὶ τοῦ ἀποδέκτη, ποὺ ἐν τῆ πορεία γιὰ τὴν προαγωγὴ τοῦ κοινοῦ σώματος μεταλλάσσεται ὁ ρόλος καὶ ὁ ἀποδέκτης καθίσταται παραδίδων.
2. Περίπου τὰ αὐτὰ μποροῦμε νὰ σημειώσουμε καὶ γιὰ τὸν ὅρο ἀνανέωσις, ποὺ ἐπίσης ἔχει φορτισθεῖ μὲ μία χρειὰ προοδευτικότητος σ᾽ ἕνα πλαίσιο κοινωνικοῦ προφητισμοῦ μὲ ρήξη πρὸς ὅ,τι χαρακτηρίζει μονοσήμαντα ἑρμηνεῖες καὶ δράσεις τοῦ παρελθόντος, κοντινοῦ ἢ μακρυνοῦ.
Πρέπει νὰ σημειώσω ἐπιγραμματικὰ ὅτι ἡ ἐννοιολογικὴ διάσπαση τῶν ὅρων τῆς μακρᾶς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας ἀνάγεται στὶς ἀρχὲς τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους μὲ τὴν ὀργάνωση τῶν δημοσίων πραγμάτων καὶ τῆς ἐκπαιδεύσεως κατὰ τοὺς δυτικοευρωπαϊκοὺς θεσμούς. Μετά, λοιπόν, ἀπὸ 180 ἔτη ἐλεύθερου βίου καὶ ἔχοντες ὑπόψιν τὴν ὅλη συζήτηση περὶ τοῦ πῶς τοποθετούμεθα ἔναντι τῆς πατερικῆς παραδόσεως καὶ παραγωγῆς, καὶ πῶς ἀξιοποιεῖται αὐτὴ ὡς ἑρμηνευτικὸ γεγονὸς τῆς λατρεύουσας κοινότητας τῶν Ὀρθοδόξων σ᾽ ἕνα κόσμο τόσο ἀνοικτό, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται ὡς πρὸς τὴ συλλογικότητά μας, ποὺ αἰσθάνεται ἀφενὸς μὲν τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ διαλόγου, ἀφετέρου δὲ τὸ χρέος κατὰ βεβαιότητα νὰ περιφρουρήσει τὴ συνέχεια τῶν παραδοθέντων, ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ψηλαφεῖ τὶς ἀμφισημεῖες, ποὺ χαρακτηρίζουν ἐκ τῶν πραγμάτων ὅλες τὶς περιόδους τῆς ἱστορίας ποὺ ὠδίνουν καὶ τίκτουν, κάτι ποὺ χαρακτηρίζει ἀναμφισβήτητα καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγ. Φωτίου. Ἐπισημαίνω ἐπ᾽ αὐτοῦ τὰ ἑξῆς καίρια σημεῖα:
α) Τὴν ἀποκοπὴ τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν, λόγω τῶν ἀραβικῶν κατακτήσεων καὶ τὸν πρωτεύοντα ρόλο τοῦ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως γιὰ τὴ σύγκληση Γενικῆς Συνόδου, ἀντὶ τοῦ αὐτοκράτορα.
β) Τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη τοῦ Κωνσταντινουπόλεως σὲ χώρες της «Βαρβαρικῆς» (σύμφωνα μὲ τὸν 28ο κανόνα τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς), οἱ ὁποῖες εἶχαν ἐπιπλέον τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καὶ πολιτικὸ ἐνδιαφέρον, ὅπως ἡ περιοχὴ τῆς Βουλγαρίας.
γ) Τὴ θεολογικὴ ἑρμηνεία τῶν ἀποφάσεων τῆς Ζ´ Οἰκ. Συνόδου, καὶ
δ) Τὴν ἀνάδειξη τῶν θεολογικῶν διαφοροποιήσεων μεταξὺ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως, καὶ κατ᾽ ἐπέκταση τῶν Ὀρθοδόξων θρόνων τῆς Ἀνατολῆς, πού, λόγω τῆς ἀραβικῆς κατοχῆς, συμμετεῖχαν στὴ συνοδικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας μὲ ὀλιγομελὴ ἕως ἐνδεικτικὴ ἐκπροσώπηση.
Ἡ νέα κατάσταση, λοιπόν, πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστική, ἀπαιτοῦσε μία γενικὴ ἐπανατοποθέτηση ἐπὶ τῶν ἤδη διαμορφωθεισῶν σχέσεων ἔναντι ὅλων καί, ἀσφαλῶς, ἀξιοποίηση ὅλης τῆς προγενέστερης ἐκκλησιαστικῆς πράξης καὶ ἐμπειρίας ζωῆς τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ δὲν ἐκτεινόταν πιὰ σ᾽ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Εἶναι π.χ. χαρακτηριστικὴ ἡ χρήση τοῦ ὅρου Ἕλλην ἀπὸ τὸν ἅγ. Φώτιο, ἡ ὁποία ἀποφορτίζεται ἀπὸ τὸ παγανιστικό της περιεχόμενο καὶ σχετίζεται μὲ ἄνεση μὲ τὴ γλωσσικὴ ἐκφορὰ τῶν Ἑλληνόφωνων πληθυσμῶν τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Μεσογείου, τὶς ἑλληνικὲς φυλὲς ἢ τοὺς κατοίκους τῆς αὐτοκρατορίας ποὺ μιλοῦσαν καὶ ἔγραφαν στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Ἀσφαλῶς στὰ ἑρμηνευτικὰ ἔργα τοῦ ἁγίου οὶ διακρίσεις σὲ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐθνικῶν, ὑφίστατα σὲ συμφωνία μὲ τὴν μακρὰ πατερικὴ ἑρμηνευτικὴ παράδοση. Ἐξάλλου ἡ ἀντιπαράθεση μὲ τὸ Ρώμης Νικόλαο καὶ ἡ ἀνάδυση τῶν θεολογικῶν διαφοροποιήσεων ὁδήγησαν τὸν ἅγ. Φώτιο στὴν προσφυγή του νὰ ἀξιοποιήσει τὴν προγενέστερη πατερικὴ παράδοση ὡς μεθοδολογία, ἀλλὰ καὶ περιεχόμενο, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν πρὸ αὐτοῦ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τὰ ρήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, προβάλλοντας τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὸν ἔλεγχο τῆς ὀρθότητος μιᾶς βαθμιαῖα διαμορφούμενης ἐπιχειρηματολογίας.
Τὸ ἔναυσμα τῆς συζήτησης μεταξὺ ἁγ. Φωτίου καὶ Νικολάου Ρώμης δόθηκε μὲ τὴν Κοινωνικὴ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγ. Φωτίου μὲ τὴν ὁποία ἀνακοίνωνε στον πάπα Νικόλαο τὴν ἐκλογή του, (858), στὸν ἀρχιερατικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης, ἐπισημαίνοντας ὅτι παρακλήθηκε νὰ ἀναλάβει τὴν «ἐπιστασία» καὶ ὑπέκυψε μετὰ απὸ ἄσκηση ἀφόρητων πιέσεων.
Κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἡ ἐπιστολὴ συνιστᾶ ἔκθεση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἢ «Ὁμολογία», ὅπως ὁ ἴδιος σημειώνει. Οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ σύντομη ἐπεξήγηση τῶν ὅρων τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, χωρὶς κανένα εὐθὺ ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴ σύγχρονή του ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, ἐκτὸς τῆς φράσεως «θεὸν…πᾶσαν δὲ σκανδάλων ῥίζαν, καὶ πέτραν προσκόμματος, ἐκ ποδῶν γεγηνημένα τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας».
Ὁ πάπας Νικόλαος ἀρνήθηκε, ὡς γνωστόν, τόσο τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ πατριάρχη Ἰγνατίου ὅσο καὶ τὴν κανονικότητα τῆς «εἰς ἀθρόον» χειροτονίας τοῦ ἁγ. Φωτίου. Ὁ ἅγ. Φώτιος ἐπανῆλθε ἐκ δευτέρου μὲ τὴ λεγόμενη  «Ἀπολογητικὴ Ἐπιστολὴ» τοῦ 861, ὄχι ὡς «ἀντιλογία», ἀλλὰ ἐμμένων στὴν «ἐκκλησιαστικὴ τάξη» ἢ «εὐταξία», ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπογραμμίσει ὅτι ὁ ἴδιος  «ἄκων» ἤχθη στὸ ζυγό: «Συνεσχέθημεν ἄκοντες, κακούργοις ἴσα καθείρχθημεν, ἐτηρούμεθα φυλασσόμενοι, ἐψηφίσθημεν ἀνανεύοντες, ἐχειροτονήθημεν κλαίοντες ὀδυρόμενοι κοπτόμενοι, ἴσασι ταῦτοι πάντες».
Γιὰ τὸ θέμα τῆς ἀντιρρήσεως τοῦ πάπα ὡς πρὸς τὴν κανονικότητα τῆς «εἰς ἀθρόον» χειροτονίας του ἀφενὸς ἐκφράζει τὴν ἄποψη ὅτι ὑπάρχουν «διαβολές», μὲ σκοπὸ τὴν ὑποτίμηση «τοῦ κύρους τοῦ θρόνου», ἀφετέρου τεκμηριώνει τὸ γεγονὸς στὴν πράξη καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πρόσφατη καὶ παλαιότερη.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἐπίκληση τῆς πράξεως τῆς Ἐκκλησίας δὲν γίνεται γιὰ τὴν παγίωση μιᾶς παραδόσεως ὡς τυποποιημένης διαδικασίας, πράγμα ποὺ θὰ ἀποτελοῦσε ἕνα εἶδος ἐπαναλαμβανόμενου στερεότυπου, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖται ὡς ἑρμηνευτικὸ πρότυπο τῆς λειτουργίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σῶματος. Ἔτσι, ἐνῶ τὸ μεῖζον θέμα εἶναι ἡ κανονικότητα ἢ μὴ τῆς «εἰς ἀθρόον» χειροτονίας, ὁ ἅγ. Φώτιος προβαίνει σὲ μία εὐρύτερη ἀνάλυση γιὰ τὴ λειτουργία τῶν κανόνων, ὡς ὁρισμῶν τῆς ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἡ ὁποία ὅμως δὲν καλύπτεται πλήρως ἀπὸ ὁρισμούς. Πρὸς τοῦτο ἐπικαλεῖται τὸ παράδειγμα τοῦ «ἐμπερίτομου» Ἀβραάμ καὶ τοῦ «ἀπερίτμητου» Μελχισεδέκ, ἐπισημαίνοντας ὅτι ἀμφότεροι «τὴν εἰς τὸν κοινὸν Δεσπότην εὐγνωμοσύνην τὲ καὶ λατρείαν παραπλησίως ἀλλήλοις διέσωζον, ἐξ ὧν οὐδετέρω παρὰ θατέρου μῶμος προσήπτετο». Ὁ ἅγ. Φώτιος δικαιολογεῖ τὴ διαφορὰ ὑπὸ τὸ ζεῦγος τῆς παραβάσεως-παραλήψεως, τοῦ ἐπιζημίου καὶ τοῦ ἀκατακρίτου, ἐὰν δὲν πρόκειται γιὰ ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Καὶ τὰ μὲν οἰκουμενικαῖς καὶ κοιναῖς τυπωθέντα ψήφοις, πᾶσι προσήκει φυλάττεσθαι. Ἅ δέ τις τῶν Πατέρων ἰδίως ἐξέθετο, ἢ τοπικὴ διωρίσατο σύνοδος, τῶν μὲν φυλαττόντων τὴν γνώμην οὐ παρίστησι δεισιδαίμονα, οὐ μὴν τοῖς γὲ μὴ παραδεξαμένοις τὸ παρορᾶν ἐπικίνδυνον. Οὕτω ξυρᾶσθαι μὲν ἄλλοις πάτριον, ἑτέροις δὲ καὶ συνοδικοῖς ὅροις ἀπόβλητον».
Ἐπειδὴ ἡ δεύτερη ἐπιστολὴ πρὸς τὸ Νικόλαο Ρώμης χρονολογεῖται στὴν ἀρχὴ τῆς σύγκρουσης μεταξὺ τῶν δύο θρόνων, νομίζω ὅτι οἱ παραπάνω δηλώσεις τοῦ ἁγ. Φωτίου ἔχουν μεγάλη σημασία, γιατὶ ἀποδεικνύουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ στρατηγικὴ τοῦ ἁγ. Φωτίου ὡς πρὸς τὰ μείζονα καὶ τὰ ἐλάσσονα θέματα, ὡς πρὸς τὶ θεωρεῖ ὡς κοινὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὶ ἐκφράσεις ζωῆς καὶ ἐπιμέρους καρποφορία τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν. Ἔτσι δικαιολογεῖται ἡ ἐπιμονή του στὸν τονισμὸ τῆς ἀπαρέγκλητης τηρήσεως τῶν ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, θέτοντας οὐσιαστικῶς διακριτικὰ τὸ κύριο ἐπιχείρημα κατὰ τῆς καινοτομίας τῶν λατίνων ὡς πρὸς τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, πράγμα ποὺ θὰ ἀποτελέσει κεντρικὸ θέμα κατὰ τὴν πρώτη πατριαρχεία τοῦ ἁγ. Φωτίου καὶ τὴ σύνοδο τοῦ 867.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἀπαριθμήσει τὴ διαφορετικὴ πράξη τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν ὡς πρὸς τὴ νηστεία τοῦ Σαββάτου, τὴν ἀγαμία τῶν πρεσβυτέρων, τὴν ἀνάρρηση στὸν ἐπισκοπικὸ βαθμὸ ἀπὸ τοῦ πρεσβυτέρου ἢ τοῦ διακόνου, τὴν κρεοφαγία τῶν μοναχῶν ἢ τὸν τρόπο εἰσόδου μοναχοῦ στὴν τάξη τῶν κληρικῶν, μὲ ἀναφορὰ ἀκόμη καὶ στὶς «τὰς τῶν λειτουργικῶν ἑτερότητας τὰς ἐν ταῖς εὐχαῖς, τὰς ἐν ταῖς ἐπικλήσεσι, τὰς ἐν τάξει καὶ ἀκολουθίας», ποὺ ἀφοροῦν ἀκόμα καὶ στὴ θεία λειτουργία, τὴν ἐμφάνιση τῶν κληρικῶν, ποὺ γιὰ τὸν ἅγ. Φώτιο «ὁ μὲν γὰρ τρόπος τὸν ἄνδρα καὶ πρὸ τῆς ἱερωσύνης δείκνυσιν ἄξιον» καὶ «τῶν τρόπων μᾶλλον τῶν τῆς ἱερωσύνης ἀξίων», ἐκθέτει ὁ ἅγ. Φώτιος ἐν συνεχεία τὴ θέση του γιὰ τὴν «εἰς ἀθρόον» χειροτονία του, κάνοντας ἀναδρομὴ σὲ ἀντίστοιχα παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἑνιαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ὅπως τῶν ἁγίων Ἀμβροσίου Μεδιολάνων, Νεκταρίου Κωνσταντινουπόλεως, Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, Θαλασσίου Καισαρείας ἀλλὰ καὶ τῶν προκατόχων του Νικηφόρου καὶ Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ τελευταίου ὄντος καὶ πατροθείου του. Μάλιστα ἰσχυρίζεται ὅτι, ὅποιος μέμφεται αὐτοὺς τοὺς ἁγίους, εἶναι πατροκτόνος: «πατραλοίας ὑπέχειν γραφὴν», ἄν καὶ δίδει τὴν πληροφορία ὅτι ὑπῆρξε συνοδικὴ ἀπόφαση κατὰ τὴν ἐκλογή του νὰ μὴν ξαναχρησιμοποιηθοῦν αὐτὰ τὰ παραδείγματα ὡς πατερικὴ μαρτυρία γιὰ κάποια χειροτονία «εἰς ἀθρόον» στὸ μέλλον, πρὸς ἄρση παρομοίων συζητήσεων καὶ φιλονεικιῶν: «μηκέτι τοῦ λοιποῦ πρὸς τὸ τῆς ἐπισκοπῆς ὕψος ἀθρόως ἀνάγεσθαι τοὺς ἐκ λαϊκῶν, ἢ μοναχῶν ψηφιζομένους, εἰ μὴ διὰ τῶν ἐφεξῆς ἱερατικῶν βαθμῶν διοδεύσωσιν».
Ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο τῆς Ἐπιστολῆς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνοδικὴ ἔκφραση καὶ ἀπόφαση, θὰ πρέπει νὰ τονισθοῦν ἐπίσης τρία ἀκόμη στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα συνυφαίνονται μὲ τὸν ὑπὸ ἐξέταση θεματικὸ ἄξονα:
α) Τὸ θέμα τῶν καινοτομιῶν στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ὁ ἅγ. Φώτιος τὶς ἀποδίδει στὸν τρόπο αὐτῶν ποὺ δροῦν ἀνελαίως καὶ ἔχουν ἀρρωστημένα μυαλά, μὲ ἀποτέλεσμα «ταῖς καινοτομίαις τὲ καὶ ταὶς νεωτεροποιίαις προσκεχηνέναι μᾶλλον, ἢ τοῖς καθεστηκόσι καὶ καλῶς κειμένοις προσεπερείδεσθαι»,
β) Τὸ θέμα τῆς συμμεταβολῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν σύμφωνα μὲ τὶς πολιτικὲς ἐπικράτειες καὶ διοικήσεις, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ἅγ. Φώτιος ὑπενθυμίζει στὸν πάπα τὰ ὅρια τῆς νέας πολιτικῆς κατάστασης, καὶ
γ) Τὸ θέμα τῆς ἐνημερώσεως τοῦ πάπα, ἢ τῆς ἐπικοινωνίας μόνο μὲ κληρικοὺς ποὺ θὰ ἔχουν «συστατικὰ» γράμματα, γιὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ δράσουν ἄνθρωποι συκοφάντες καὶ δόλιοι.
Στὸ ἴδιο ἱστορικὸ πλαίσιο μὲ τὶς δύο Ἐπιστολὲς πρὸς Νικόλαο ἀνήκουν δύο ἀκόμη κείμενα, ἡ Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς τῆς ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους του 867 καὶ ἡ ΙΗ´ Ὁμιλία, λεχθεῖσα ἐν τῷ ἄμβωνι τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἡνίκα τοῖς ὀρθοδόξοις καὶ μεγάλοις ἡμῶν βασιλεῦσι Μιχαὴλ καὶ Βασιλείῳ ὁ κατὰ πάσης αἱρέσεως ἐστηλογραφήθη θρίαμβος, ἐπίσης τοῦ ἔτους 867 ἐπὶ τῆ λήξει τῆς συνόδου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἡ ὁποία α )κατεδίκασε τὴ δράση τῶν καθολικῶν ἱεραποστόλων στὴ Βουλγαρία, β) ἐξήτασε τὶς κατηγορίες τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἰταλίας κατὰ τοῦ πάπα Νικολάου καὶ γ) ἀναγνώρισε τὴν εἰκονόφιλη σύνοδο τοῦ 787 ὡς ἕβδομη Οἰκουμενική.
Κατὰ τὴ συνήθεια τῶν Προσφωνητικῶν λόγων πρὸς βασιλεῖς ὁ ἅγ. Φώτιος δηλώνει ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου συνιστοῦν «τὸν θρίαμβον τὸν κατὰ τῶν αἱρέσεων», γιατὶ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου δὲν ὑπῆρχε κάποια νέα θεολογικὴ παραγωγή, «οὐκ ἔχων (ὁ χρόνος) ὠδίνα», ἐνῶ μὲ τὰ ἔργα, δηλ. τὴ στήριξη ἑνὸς ἀθλητῆ, δηλ. τοῦ Μιχαήλ, ὁ χρόνος «καὶ νεαζούσαις ὠδῖσιν ἐγκαλλωπίζεται», μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπάρξει «ἀνανέωσις», καὶ οὐσιαστικὰ ἐνίσχυση τῶν παλαιῶν διατυπώσεων. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἀνανέωσις» ὡς συνώνυμης μὲ μία σειρὰ τύπων ἀπὸ τὰ ρήματα «νεάζω» καὶ «νεανιεύομαι», χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν ἅγ. Φώτιο μὲ τὴν ἔννοια τῆς δημιουργικῆς συμβολῆς, τῆς πνευματικῆς καρποφορίας, τῆς νέας γέννας, μὲ συνεπαγόμενο τὸν πόνο τοῦ τοκετοῦ, τὴν ὠδίνα τῆς δημιουργίας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅροι, ὅπως «νεωτεροποιός», «καινοτομία», «καινολογῶ», «καινουργῶ» ταυτίζονται μὲ τὴν αἵρεση καὶ τὶς ἐνέργειες τῶν αἱρετικῶν.
Τὸ ἐνδιαφέρον στοιχεῖο ποὺ προκύπτει ἀπὸ μία πρώτη σύγκριση μεταξὺ τῆς ἀναφερόμενης ὡς «Ἀπολογητικῆς» ἐπιστολῆς πρὸς τὸν πάπα Νικόλαο καὶ τῆς «Ἐγκυκλίου ἐπιστολῆς», καὶ ποὺ μᾶς ξαφνιάζει, εἶναι ἡ διαφορετικὴ ἐκτίμηση ὡς πρὸς τὶς ὑπάρχουσες διαφορὲς μεταξὺ ἀνατολῆς καὶ δύσης ἐν σχέσει πρὸς τὴ νηστεία τοῦ Σαββάτου, τὴ γαλακτοποσία, τὸν ἔνθεσμο γάμο τῶν πρεσβυτέρων, καὶ κοντὰ σ᾽ αὐτὰ τὴν τέλεση τοῦ μυρισμοῦ καὶ τοῦ χρίσματος ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν ἀναφορὰ στὴν καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: Ὅ,τι δηλ. στὴν πρώτη περίπτωση θεωρεῖ ὁ ἅγ. Φώτιος ὡς ἔθος, ποὺ δὲν παραβλάπτει τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως, στὴ δεύτερη περίπτωση, μὲ μία συστηματικῶς κορυφούμενη ἔκθεση, κατακρίνεται, καθὼς συνδέει τὸ ἔθος μὲ τὴν ἀκύρωση τῆς λειτουργικῆς πράξης καὶ τῆς πλημελοῦς ἐκφωνήσεως τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως (τὸ ὁποῖο, σημειωτέον, εἶχε ἤδη ἐνσωματωθεῖ στὴ θ. Λειτουργία) καὶ ἐντέλει μὲ τὴν κατάλυση τῆς «πατροπαράδοτης» πίστης τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι: σὲ ποιά ἀπὸ τὶς δύο περιπτώσεις ἐκφράζεται ἡ παράδοση τῶν Πατέρων; Ἡ ἀνεκτικὴ προσέγγιση τῆς διαφορότητας μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας λόγος ἀνανεώσεως; ἢ ὑπὸ ποῖες συνθῆκες μπορεῖ να κρατηθεῖ ἡ ἰσορροπία ἀνάμεσα σὲ μία ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τῶν ρημάτων τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων καὶ ἑνὸς λόγου ποὺ θὰ συμβάλει στὴν ἑρμηνεία κατ᾽ ἀρχὰς τῆς ἴδιας τῆς διαφορότητας καὶ θὰ ἀναλύσει τὶς συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἡ χριστιανοσύνη βιώνει τὴ διάσπαση ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν. Μήπως ἡ διαφορετικὴ προσέγγιση ἀπὸ τὸν ἅγ. Φώτιο τῶν προαναφερθέντων θεμάτων τῶν δύο κειμένων μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας λόγος παράδοσης ἀλλὰ καὶ ἀνανέωσης τῆς μεθοδολογίας ὡς πρὸς τὴ χρήση μιᾶς μακραίωνης παράδοσης, ποὺ εἶναι ἐνεστηκυία μαρτυρία ζωῆς;
Ἀθήνα 6/2/13