HELLENOPHONIA

Τρίτη 19 Αυγούστου 2025

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, 24 Αυγούστου 2025 (20 /8/2023), (Αριθμ. 34Ν1)

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

Α. Όπως η Ι´ Κυριακή του Ματθαίου, ιδίως η ΙΑ´ Κυριακή του Ματθαίου παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα να βρίσκεται στο διάστημα μεταξύ Μεταμορφώσεως του Χριστού, Κοιμήσεως της Θετόκου ή της Αποδόσεως της εορτής της Κοιμήσεως με τα Αναγνώσματα στον απόηχο της Μεταμορφώσεως του Χριστού, ή στην αρχή της περιόδου για την Παγκόσμια Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Υμνολογικά μετά την Απόδοση της Κοιμήσεως κυριαρχούν οι Καταβασίες «Σταυρὸν χαράξας Μωσῆς...» (μέχρι 21η Σεπτεμβρίου) και το Κοντάκιο «Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα» (μέχρι τη 12η Σεπτεμβρίου- εκτός την 31η Αυγούστου, 1η και 7η Σεπτεμβρίου, λόγω των εορτών της Ινδίκτου αλλά και της Θεοτόκου). Πάντως πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός για το πόση σπουδαιότητα έχει για τη λειτουργική πράξη και την πίστη της Εκκλησίας η μνήμη των Αγίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης, γονέων της Θεοτόκου, καθώς το σχετικό Κοντάκιο καλύπτει εν συνόλω σχεδόν ένα εικοσαήμερο.

 

Β. Εξ επόψεως Ευαγγελικού Αναγνώσματος υπάρχει μία εσωτερική σύνδεση με το γεγονός της Μεταμορφώσεως, μολονότι ενδιάμεσα συνέβησαν και άλλα γεγονότα, τα οποία, ωστόσο, ενισχύουν αυτήν τη σύνδεση.

1. Ο Χριστός μεταμορφώθηκε στο όρος Θαβώρ, που ήταν σχετικώς κοντά στην πατρίδα του τη Ναζαρέτ, όπου οι κάτοικοί της τον είχαν απορρίψει, ένα όρος που επίσης δεν φημιζόταν καθόλου για το καλό του όνομα, αφού ο Προφήτης Ωσηέ αναφέρει ότι ήταν κέντρο ειδωλολατρίας (Ὠσηέ 5:1). Το παλαιοδιαθηκικό του όνομα ήταν Ιταβύριον. Εξάλλου, η περιοχή της Γαλιλαίας, όπου δρα ο Χριστός, με τα τελευταία γεγονότα να συμβαίνουν σε μία γραμμή από την Καισάρεια της Φιλίππου, βόρεια του όρους Ερμών, διαμέσου του Θαβώρ με κατάληξη την Καπερναούμ, ήταν μία περιοχή που για τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους της Ιουδαίας δεν εξέφραζε την καθαρή ιουδαϊκή πίστη, λόγω της επιμειξίας των κατοίκων, όπως επίσης και λόγω του Ελληνορωμαϊκού στοιχείου. Ο Χριστός, όμως, ενεργεί τις θεοσημίες του προς όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, ακόμη και προς τους εθνικούς, όπως με το δούλο (υιό) του ρωμαίου εκατόνταρχου, μάλιστα επήνεσε την πίστη του εκατόνταρχου, ότι δεν συνάντησε, δηλαδή, τέτοια πίστη ούτε στον Ισραήλ.

2. Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν, με τη Μεταμόρφωσή του το μυστήριο της Θείας Οικονομίας από κτίσεως κόσμου και μέχρις των εσχάτων όχι μόνο σε σχέση με το ανθρώπινο γένος αλλά και με όλη τη δημιουργία, αναιρεί, θρυμματίζει την ιουδαϊκή αποκλειστικότητα ακόμη και των ιερών τόπων, αναδεικνύοντας ολόκληρη την κτίση «λίαν καλή», ανάγοντας τα πάντα στο αρχέτυπο κάλλος τους, φωτοειδή ενεργήματα, αποτελέσματα, δηλαδή, κατά την οικεία τάξη έκαστο, της άκτιστης μεταμορφωτικής ενέργειας της Αγίας Τριάδος. Είναι σαν να συμπυκνώνεται ο χρόνος και ο χώρος στην πρώτη στιγμή της δημιουργίας, σαν το «γενηθήτω» της δημιουργίας να συμπίπτει με το «Ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» της κατακλείδος της Αποκαλύψεως.

 

Γ. Γι᾽ αυτό τα επόμενα φέρουν ένα συγκλονισμό, παρά τη λύπη που προκαλεί ο προχειρισμός των Παθών, αλλά και η ένταση για το διαχειρισμό της πορείας των Μαθητών στην ιστορία.

1. Το πρώτο παράδειγμα δίδεται με τη συζήτηση του Χριστού με τον Πέτρο για την πληρωμή του φόρου των διδράχμων, που εισπράττουν οι βασιλείς της γης «ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων», «ἵνα μὴ σκανδαλίσωμεν αυτούς» στην κατακλείδα του δέκατου έβδομου κεφαλαίου, στο οποίο καταγράφεται και το γεγονός της Μεταμορφώσεως. Τελικά, ο Πέτρος καλείται να ψαρέψει ένα ψάρι, προφανώς στη λίμνη της Τιβεριάδος, αφού βρίσκονταν ήδη στην Καπερναούμ, και να πληρώσει με το στατήρα, ένα Μακεδονικό νόμισμα, που θα έβρισκε στο στόμα του ψαριού. Πάντως, δεν ήταν Ρωμαϊκός κῆνσος!

2. Το δεύτερο παράδειγμα, που παραθέτει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος προέρχεται από την αρχή του δέκατου όγδοου κεφαλαίου, πριν από το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα. Ο Ματθαίος, που δεν ήταν παρών στη Μεταμόρφωση, καταγράφει: «Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες· Τίς ἄρα μείζων ἐστὶν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν;». (Ματθ. 18,1). Φαίνεται ότι οι τρεις Μαθητές που ήταν στη Μεταμόρφωση, μολονότι ο Χριστός τούς είχε προτρέψει: «9 καὶ καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ» (Ματθ. 17, 9), αυτοί δεν κρατήθηκαν και το συζήτησαν με τους υπόλοιπους. Εξάλλου, ότι αμέσως μετά την κάθοδο από το Θαβώρ θέτουν για συζήτηση το θέμα της ελεύσεως του Ηλία, προ, δηλαδή, της ελεύσεως του Μεσσία, τον οποίο ο Ισραήλ περίμενε να εγκαταστήσει τη βασιλεία του, βασιλεία του Ισραήλ επί όλων των εθνών, δείχνει ότι άναψε όχι τυχαία η συζήτηση για τη βασιλεία του Θεού.

3. Σ᾽ αυτό το πλαίσιο και με δεδομένο ότι ο Ιησούς είχε επιλέξει τους τρεις στην άνοδό του στο Θαβώρ, οι υπόλοιποι ίσως και γιατί θεώρησαν ότι ήσαν «ριγμένοι» και ως προς την ερχόμενη βασιλεία, θέτουν την ερώτηση περί του ποιός θα έχει το μεγαλύτερο αξίωμα στη βασιλεία των ουρανών. Ο Χριστός καλεί ένα παιδί από το πλήθος, το στήνει στη μέση και τους λέει ότι, όποιος θα είναι ταπεινός σαν παιδί, αυτός θα είναι ο μείζων στη βασιλεία του Θεού και εν συνεχεία φέρει το παράδειγμα του ποιμένα που αφήνει τα ενενήντα εννέα πρόβατα, για να σώσει το «ἀπολωλός», μία απώλεια, αμαρτία, που είναι κυρίως αποκοπή από το κοινό σώμα, λόγω ιδιοτέλειας. Ο Πέτρος υποβάλλει την ερώτηση μέχρι πόσες φορές μπορεί κάποιος να συγχωρεί τον άνθρωπο που μας βλάπτει, μέχρις επτά φορές; Φαίνεται ότι ο Πέτρος είχε κάνει, πάντως, πρόοδο με το ἑπτάκις, εν σχέσει με το Μωσαϊκό Νόμο του οδόντος αντί οδόντος. Ο Χριστός του απαντάει: «Οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις ἀλλ᾽ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά», δηλαδή, αμέτρητες φορές και συνεχίζει με το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα για τη βασιλεία των ουρανών στον απόηχο, ασφαλώς της Μεταμορφώσεως και της ερωτήσεως των Μαθητών «Τίς ἄρα μείζων ἐστὶν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν;» με μία παραβολή περί του βασιλέα που από μακροθυμία και ευσπλαχνία χάρισε στο δούλο τα χίλια τάλαντα, ένα τεράστιο, δηλαδή, ποσό, ενώ ο ίδιος ο πονηρός δούλος έφτασε να στείλει το σύνδουλό του στη φυλακή για εκατό δηνάρια, ένα ασήμαντο ποσό (50 με 60Ε). Ο πονηρός δούλος επιφέρει την οργή του κυρίου του, που απαιτεί να ξεπληρώσει όλο το χρέος άπαξ. Και, όπως στην αρχή της παραβολής έχουμε ένα λόγο παραδειγματικό: «ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», έτσι πάλι ο Χριστός χρησιμοποιεί για τη διδαχή του ένα λόγο παραβολικό: «Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν». Είναι μία γλώσσα συγκαταβατική, για να καταλάβουν οι ακροατές, όχι γιατί ο Θεός οργίζεται.

 

Δ. Μετά τη Μεταμόρφωση οι Μαθητές δοκιμάζονται από την έκπληξη του γεγονότος και προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στην ιστορία και τα συνεπαγόμενά της, πληρωμή φόρων, νομικό πλαίσιο νέων κοινωνικών σχέσεων, στο όραμά τους για ένα νέο βασίλειο του Ισραήλ, όπως είχαν αρχίσει να το συζητούν μεταξύ τους και προς τα έξω, όμως ο Χριστός, χωρίς να αναιρεί την ιστορία, τους επαναφέρει σε μία πνευματικά οικουμενική όραση του ανθρώπου, κατά την οποία οι νομικές διατάξεις καταργούνται, γιατί ο άνθρωπος συμφιλιώνεται όχι νομικά αλλά στην ίδια την ύπαρξή του, εν τη καρδία αυτού, με το συνάνθρωπό του, όχι τυπικά αλλά πραγματικά, φιλάνθρωπα και ανιδιοτελώς, σε τέτοιο σημείο που ακόμη και το δικαίωμα να μην χρησιμοποιείται, για να μην αποτελεί εμπόδιο για το Ευαγγέλιο, όπως επισημαίνει ο Απόστολος Παύλος στο Αποστολικό Ανάγνωσμα: «ἀλλ᾽ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ». Πάντως, η τιμωρία του πονηρού δούλου, ιδιοτελή και παρατρεχάμενου απατεώνα, και μετά κατεξουσιαστή και απεχθούς ιδιοποιητή των κοινών αγαθών, στιγματίζεται με διαρκή τιμωρία «ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ». Αυτό για όλα τα κακόμοιρα ιδιοτελή πλάσματα, που νομίζουν ότι μπορούν εν τη αγαθότητι, ή τη αδυναμία, των συνανθρώπων να τους εκμεταλλεύονται δαιμονικώς, ή να ιδιοποιούνται το κοινό της Εκκλησίας, ή της πολιτείας, ή συνοπτικώς τα θέσμια.

 

Ε. Αργότερα οι Πατέρες της Εκκλησίας θα ερμηνεύσουν την πορεία των ανθρώπων από τη κατάσταση της δουλείας, της μισθίας προς αυτήν της υιότητας και της αδελφοσύνης, όπως και τη νηπτική πράξη, καρπός της οποίας είναι και η υμνολογία της Εκκλησίας, σε μία πορεία προς τη θεοπτία και πρόγευση της βασιλείας του Θεού με αποκορύφωμα την ησυχαστική μας πράξη και παράδοση, που έχει κέντρο της τη Μεταμόρφωση του Χριστού, το Σταυρό και την Ανάσταση.

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Α´ Κορ. 9, 2-12: «2 εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. 3 ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί. 4 Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; 5 μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; 6 ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι; 7 τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; ἢ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει; 8 Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει; 9 ἐν γὰρ τῷ Μωϋσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα. μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; 10 ἢ δι᾽ ἡμᾶς πάντως λέγει; δι᾽ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ᾽ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ᾽ ἐλπίδι. 11 Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; 12 εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; ἀλλ᾽ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. 18, 23-35: «23 Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ ὃς ἠθέλησεν συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. 24 ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. 25 μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. 26 πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε μακροθύμησον ἐπ᾽ ἐμοί, καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. 27 σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. 28 ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγεν λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. 29 πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾽ ἐμοί, καὶ ἀποδώσω σοι· 30 ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. 31 ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. 32 τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· 33 οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγὼ σὲ ἠλέησα; 34 καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. 35 Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν».

Σάββατο 16 Αυγούστου 2025

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, 17 Αυγούστου 2025 (13 /8/2023), Κυριακὴ μετὰ τὴν ἑορτήν, (Αριθμ. 32Ν1)

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

 

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

Α. 1. H Κυριακή Ι´ Ματθαίου είναι μία από τις ιδιαίτερες Κυριακές, γιατί συναρτάται με την εορτή της Μεταμορφώσεως του Χριστού ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, δηλαδή, ανάλογα με τον εορτασμό του Πάσχα και την Πεντηκοστή, καθορίζεται εορτολογικά στο διάστημα πριν την εβδομάδα της Μεταμορφώσεως μέχρι την εβδομάδα της Αποδόσεως της Κομήσεως της Θεοτόκου, οπότε και οι Καταβασίες, το Κοντάκιο και το Απολυτίκιο αλλά και όλη η υμνολογία καθορίζονται από την ημερομηνία τελέσεως. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, όπως είναι φυσικό, αλλά ιδίως το Αποστολικό, παραμένουν τα ίδια και είναι νοηματικά και κειμενικά συνυφασμένα με το γεγονός της Μεταμορφώσεως.

2. α. Κατά το Τυπικὸν τῆς Μεγάλης Εκκλησίας τη 17η Αυγούστου ετελείτο η μνήμη «τῆς ἁγίας καὶ ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας ἐν τοῖς Ἀρματίου». Πρόκειται για μία από τις πρώτες οριοθετημένες περιοχές της Κωνσταντινούπολης, και η εκκλησία αυτή, ή μοναστήρι, πρέπει να ήταν από τα αρχαιότερα τα αφιερωμένα στη Θεοτόκο περί το τέλος του 5ου αι.

β. Ας σημειωθεί και ενταύθα εν παρενθέσει ότι από τις παραμονές της Γ´ Οικουμενικής Συνόδου στην Έφεσο (431) και εντεύθεν και ιδίως μετά τη Δ´ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνος (451) και τη στέψη του αυτοκράτορος από τον Πατριάρχη (457) σημειώνεται μία πρωτόγνωρη λειτουργική και αρχιτεκτονική έκρηξη στην Κωνσταντινούπολη με εκκλησίες προς τιμήν της Θεοτόκου και του Χριστού με πρωτεργάτισσες τις ελληνομαθείς βασίλισσες Αγίες Ευδοκία και Πουλχερία. Πρώτο δείγμα είναι η Αγία Σοφία, 425, την ίδια ημερομηνία με το Πανδιδακτήριο, που είναι το πρώτο αυτοκρατορικό πανεπιστημίο, εντός του συγκροτήματος του Παλατίου. Η Αγία Σοφία, επί του χώρου της Κωνσταντίνειας Σοφίας, πλάι στην Ειρήνη,- αμφότερες θεότητες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας- ανακατασκευάζεται εκ βάθρων ως χριστιανικός ναός αφιερωμένος στη Σοφία και Λόγο, το Χριστό, τον τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο κατά την επί μακρόν προηγηθείσα ερμηνεία του αποσπάσματος των Παροιμιών 8,22-25: «22 Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ, 23 πρὸ τοῦ αἰῶνος ἐθεμελίωσέ με ἐν ἀρχῇ, πρὸ τοῦ τὴν γῆν ποιῆσαι 24 καὶ πρὸ τοῦ τὰς ἀβύσους ποιῆσαι, πρὸ τοῦ προελθεῖν τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, 25 πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι, πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ με» - 9, 1-6 : «...Η σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον καὶ ὑπήρεισε στύλους ἑπτά· 2 ἔσφαξε τὰ ἑαυτῆς θύματα, ἐκέρασεν εἰς κρατῆρα τὸν ἑαυτῆς οἶνον καὶ ἡτοιμάσατο τὴν ἑαυτῆς τράπεζαν· 3 ἀπέστειλε τοὺς ἑαυτῆς δούλους συγκαλοῦσα μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματος ἐπὶ κρατῆρα λέγουσα· 4 ὅς ἐστιν ἄφρων, ἐκκλινάτω πρός με· καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρενῶν εἶπεν· 5 ἔλθετε φάγετε τῶν ἐμῶν ἄρτων καὶ πίετε οἶνον, ὃν ἐκέρασα ὑμῖν· 6 ἀπολείπετε ἀφροσύνην, ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε, καὶ ζητήσατε φρόνησιν, καὶ κατορθώσατε ἐν γνώσει σύνεσιν» (αποτέλεσε, εξάλλου, όλη η ενότητα και ένα από τα κύρια Προφητικά Αναγνώσματα των εορτών της Θεοτόκου και του Χριστού), το πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του Ευαγγελιστού Ιωάννη και ασφαλώς το βιβλίο της Γενέσεως, καθότι ο Λόγος του Πατρός είναι ο Δημιουργός, «δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο», κατά το Σύμβολο της Πίστεως. Κεντρική εορτή ήταν η Γέννηση του Χριστού, 25 Δεκεμβρίου, κατά την οποία κατεξοχήν ομολογείται και η αΐδιος γέννηση εκ του Πατρός και η ομοουσιότητα. Και ασφαλώς η Αγία Σοφία δεν είναι ο «οίκος της ενανθρωπήσεως», γιατί η ενανθρώπηση αφορά σε όλο το μυστήριο της Θείας Οικονομίας και προ των αιώνων- απροϋπόθετος η βουλή του Τριαδικού Θεού- και εις τους αιώνας των αιώνων! Και ασφαλώς ουδέποτε υπήρξε κάποια εορτή της ενανθρωπήσεως.

 

Β. 1. Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα κείται ως εισαγωγή και ως προς το Αποστολικό Ανάγνωσμα ως κλήση, γιατί η αποκάλυψη του Λόγου του Θεού Πατρός, του ενός και του αυτού άσαρκου, ένσαρκου και Πνευματικώς ορωμένου, γίνεται «δι᾽ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν»και όχι για να γράφουν περί εννοιών και αξιών οι σύγχρονοι θεολόγοι. Συγκεκριμένα, η ευαγγελική περικοπή κατά την καταγραφή του Ματθαίου έπεται του γεγονότος της Μεταμορφώσεως, όπως ακούγεται στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα αυτής της εορτής. Οι πρόκριτοι των Μαθητών, τρεις και όχι ένας και δύο, που ήσαν ήδη έμπειροι του γεγονότος της Μεταμορφώσεως, ότι, δηλαδή, ο συνών με αυτούς είναι ο Θεός των Πατέρων τους, ο Κύριος της Δόξης, κατά τη μαρτυρία των συμπαρόντων Ηλιού και Μωϋσέως, παρακλήθηκαν από τον πατέρα του σεληνιαζομένου υιού, να τον θεραπαύσουν, αλλά «οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι». Ο Χριστός αντιδρά εν αγανακτήσει, αφήνει οικονομικώς να φανούν τα αδιάβλητα πάθη, ως τέλειος άνθρωπος δι᾽ ἡμᾶς, και λέγει: «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;», όχι αδίκως, γιατί παρουσιάζονται ολιγόπιστοι εν τη πράξει μετά την προς αυτούς δωρεά της θεοπτίας κατά τη Μεταμόρφωση. Ίσως, μάλιστα, καθώς αντελήφθησαν από την προσλαλιά μεταξύ Χριστού, Μωϋσέως και Ηλία ότι η πορεία προς τα Πάθη είναι εγγύς και δεν ήθελαν να το πιστέψουν, ολιγοπίστησαν, και ίσως σκέφθηκαν ότι και η δική τους πορεία θα είναι, όπως την περιγράφει ο Απόστολος Παύλος στο Αποστολικό Ανάγνωσμα, ως «ἐπιθανατίων». Εξάλλου, ο Χριστός επανέρχεται μετά το γεγονός της θεραπείας του σεληνιαζομένου στον προχειρισμό του σταυρικού του θανάτου, αλλά και της τριημέρου Αναστάσεως: «22 Ἀναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων 23 καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται». Και ο Ματθαίος σημειώνει ότι μετά από αυτό: «καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα».

2. Ας σημειωθεί επιπλέον ότι ο Απόστολος Παύλος είναι σαν και να συνεχίζει με λόγο συγκλονιστικό το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα ομιλών για την κλήση των Αποστόλων εν Χριστώ, που είναι ανατροπή και της ιουδαϊκής περιφρούρησης με μία πίστη στερεότυπων, που η ευθύνη μεταβιβαζόταν από τον Ισραήλ στους Προφήτες και τους Πατριάρχες τους κατά το Νόμο και τις εντολές, αλλά και ως προς τα έθνη, που είχαν ως αρετή την ισχύ, προβάλλοντας ο Απόστολος Παύλος την πνευματική πατρότητα εν Χριστώ, που δεν έχει καν σχέση με υλικές απολαβές, αφού ακόμη και η ίδια η ζωή του οικονομείται «ταῖς ἰδίαις χερσί»! Σκληρή είναι και η μίμηση, ασφαλώς, που προτείνει ο Απόστολος Παύλος στους Κορίνθιους, εάν θέλουν να είναι πράγματι τέκνα του και όχι απλώς να υπερηφανεύονται χρησιμοποιώντας το όνομά του.

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Α´ Κορ. δ´, 9-16: «9 Δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. 10 ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. 11 ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν 12 καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, 13 βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι. 14 Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾽ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ· 15 ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. 16 παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. ιζ´, 14-23: «14 Καὶ ἐλθόντων αὐτῶν πρὸς τὸν ὄχλον προσῆλθεν αὐτῷ ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· 15 Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. 16 καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι. 17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾽ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε. 18 καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν ἀπ' αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. 19 Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ᾽ ἰδίαν εἶπον· Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; 20 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται· καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. 21 τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. 22 Ἀναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων 23 καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται. καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα».

Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

 

Μνήμη τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, 15 Αυγούστου 2025 (15/8/2023),

(Αριθμ. 35Ν2)

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

Α. 1. Στο Εορτολόγιο της Εκκλησίας μας κατά τις πολύ μεγάλες εορτές στην κυρίως εορτή συναρτώνται τα Προεόρτια και τα Μεθέορτα, πράγμα που υφίσταται και στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Μάλιστα, η υμνολογία των Προεορτίων είναι εξαιρετικά σημαντική, γιατί δίδεται το έναυσμα για τον αναστάσιμο εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Έτσι, αφού στην αρχή του Εσπερινού με τα Στιχηρά Προσόμοια αθροίζονται με παράδοξο τρόπο εκ περάτων οι Απόστολοι, για να ψάλλουν τον εξόδιο ύμνο και την επιτάφιο ωδή μαζί με τους αγγέλους, αλλά και με όλο το σύστημα της Εκκλησίας (Προσόμοιο β´, ἦχος δ´: «Ἀποστόλων ὁ θίασος, παραδόξως ἀθροίσθητε, ἐκ περάτων σήμερον· ἡ γὰρ ἔμψυχος, πόλις τοῦ πάντων δεσπόζοντος, ἀπαίρειν ἐπείγεται, πρὸς τὰ κρείττω εὐκλεῶς, συγχορεύειν βασίλεια, τῷ Υἱῷ αὐτῆς, ἧς τῇ θείᾳ κηδείᾳ ὁμοφρόνως, σὺν ταῖς ἄνω στρατηγίαις, ὕμνον ἐξόδιον ᾄσατε»), (Προσόμοιο γ´, ἦχος δ´: «Ἱερέων ὁ σύλλογος, βασιλεῖς τε καὶ ἄρχοντες, σὺν παρθένων τάγμασι νῦν προφθάσετε, ἅπας λαός τε συνδράμετε, ᾠδὴν ἐπιτάφιον, ἀναπέμποντες ὁμοῦ· ἡ γὰρ πάντων δεσπόζουσα, μέλλει αὔριον, τὴν ψυχὴν παραθέσθαι εἰς τὰς χεῖρας, τοῦ Υἱοῦ μεθισταμένη, πρὸς αἰωνίαν κατοίκησιν», με το Θεοτοκίο και το Προεόρτιο Απολυτίκιο ερμηνεύεται το γεγονός της μεταστάσεως της Θεοτόκου με παράθεση της ψυχής στα χέρια του Χριστού και προς τα άνω μετάθεσημέλλει τῶν ἐπιγείων, πρὸς τὰ ἄνω ἀπαίρειν») ως «Ἡ τῶν οὐρανῶν ὑψηλοτέρα ὑπάρχουσα, καὶ τῶν Χερουβὶμ ἐνδοξοτέρα, καὶ πάσης κτίσεως τιμιωτέρα»[1].

2. Κατά το Τυπικὸν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ο εορτασμός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ετελείτο σε όλες τις Εκκλησίες. Στην Κωνσταντινούπολη ετελείτο με ιδιαίτερη έμφαση στην Παναγία των Βλαχερνών με παρουσία και του αυτοκράτορα, όπου κατά την παραμονή άρχιζε ο εορτασμός, ή οργανωνόταν, στην εκκλησία της Αγίας Ευφημίας στο Πέτριο, απ᾽ όπου ξεκινούσε και η λιτή την κυριώνυμη ημέρα, ενώ ο Πατριάρχης την παραμονή παρίστατο στην Παναγία των Χαλκοπρατείων για το λυχνικόν μέχρι την αρχή της παννυχίδος, ενώ το πρωί ήταν παρών στον όρθρο μέχρι την απόλυση και μετά απερχόταν κι αυτός «εἰς τὴν Πανεύφημον ἐν τῷ Πετρίῳ», δηλαδή στην Αγία Ευφημία, ώστε εν λιτή όλοι να εισέλθουν στις Βλαχέρνες, όπου η ακολουθία συνεχιζόταν με το Προκείμενο, το Αποστολικό Ανάγνωσμα και τα υπόλοιπα της Θείας Λειτουργίας. Την επομένη, περίπου ως μεθέορτο γεγονός, ειδικά στην Κωνσταντινούπολη και πάντα κατά το Τυπικὸν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ετελείτο η ανάμνηση της απόκρουσης της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως από τους άραβες (15 Αυγούστου 717- 15 Αυγούστου 718), και ο εορτασμός κάλυπτε το χώρο από το Φόρο, την Πύλη του Αττάλου, προφανώς η αυτή με του Μ. Κωνσταντίνου,  μέχρι τη Χρυσή Πύλη και την εκκλησία της Θετόκου Μαρίας με την επωνυμία Ιερουσαλήμ, πιθανόν να είναι η Παναγία η Αγία Μαρία η Περίβλεπτος, στα δυτικά, πλησίον της Χρυσής Πύλης.

 

Β. Εν συνεχεία, χωρίς άλλη παρεμβολή, στον Όρθρο, μετά την α´ Στιχολογία, στο Κάθισμα της Θεοτόκου, ἦχος γ´, ερμηνεύεται η γνωστή αγία εικόνα της Κοιμήσεως, όπου η Θεοτόκος εικονίζεται σε εξόδιο κρεβάτι αλλά και αναλαμβανομένη στα χέρια του εν δόξη κατελθόντος Χριστού, ενώ δίδεται και η πληροφορία ότι κάποιος Ιουδαίος (Ιεφωνίας) στην προσπάθειά του να ανατρέψει το φέρετρο πατάσσεται υπό αγγέλου. Το πλέον σημαντικό σημείο είναι ότι η εις τους ουρανούς άνοδος της Παναγίας είναι μετά ψυχής και σώματος: «Εἰς τὰ οὐράνια, μετὰ τὴν κοίμησιν, ἀνῆλθες Πάναγνε, ψυχῇ καὶ σώματι, τοῦ σοῦ Υἱοῦ θεοπρεπῶς, ἄνωθεν καταβάντος, τὸν δὲ ἐφορμήσαντα, ἀνατρέψαι σὸν φέρετρον, ἀνοσιουργότροπον, θεία δίκη ἐπέταξε. Διὸ σὺν τῷ Ἀγγέλῳ βοῶμέν σοι· Χαῖρε ἡ Κεχαριτωμένη». Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ετάφη, αλλά ότι η ταφή είναι η βεβαίωση της μεταστάσεως με τη διαπίστωση του κενού τάφου: «Ὁ τάφος σου κηρύττει Πανάμωμε, τὴν ταφήν σου, καὶ τὴν μετὰ σώματος, πρὸς οὐρανοὺς νῦν Μετάστασιν» (Κανὼν α´, ᾨδὴ ε´, ἦχος πλ. δ´). Στον Οἶκο μετά το Κοντάκιο των Προεορτίων περιγράφεται η ευφρόσυνη συμμετοχή ουρανού και πάσης κτίσεως στο γεγονός της από της γης στον Παράδεισο μεταβάσεως της Θεοτόκου, που βεβαιώνεται και με τη θαυμαστή παρουσία των Αποστόλων, οι οποίοι έφθασαν στα Ιεροσόλυμα εκ περάτων επί νεφελών. Με τα ρήματα ἀπαίρει και μολεῖ δηλώνεται το γεγονός ότι σωματικά εισήλθε στον Παράδεισο η Θεοτόκος, μολονότι ετάφη πραγματικά: «Νῦν εὐφραινέσθω οὐρανός, σκιρτάτω πᾶσα κτίσις· ἰδοὺ γὰρ ἡ Παρθένος ἀπὸ γῆς ἀπαίρει, καὶ πρὸς Παράδεισον μολεῖ, πᾶσι σωτηρία ἐπεφάνη ἐκ Θεοῦ, πρεσβεύουσα καὶ σκέπουσα. Διὸ καὶ Ἀποστόλων ἐπέδραμε πᾶσα ἡ χορεία, ἐκ περάτων ἀθροισθεῖσα· νεφέλαι γὰρ ἐφάνησαν ἄφνω ἁρπάσασαι αὐτούς, ἐπέστησαν ἅμα τῇ Μητρὶ καὶ τῷ Υἱῷ, καὶ ἀνεβόων· Χαῖρε θησαυρὲ τοῦ Μάννα τῆς διαθήκης, Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα».

 

Γ. Εξάλλου,

α) με τα τροπάρια της στ´ Ωδής, ἦχος πλ. δ´, επισημαίνονται ο κενός τάφος και η παράδοξη κοίμηση, μία κοίμηση που είναι συγχρόνως ζωή, δωρηθείσα από το χορηγό της ζωής Λόγο εξαιρέτως στη Θεοτόκο, όπως εξαιρέτως μνημονεύεται στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας:

«Νόμους τῆς φύσεως λαθοῦσα, τῇ κυήσει σου τῷ ἀνθρωπίνῳ νόμῳ, θνῄσκεις μόνη Ἁγνή, ζωώσασα τοὺς πάλαι, νενεκρωμένους ἄχραντε, τοκετῷ σου.

Μένει κενὸς ὁ θεῖος τάφος, σοῦ τοῦ σώματος, τῆς χάριτος δὲ πλήρης· ποταμοὺς γὰρ ἡμῖν, πηγάζει ἰαμάτων, καὶ ἀποπαύει ῥεύματα, Παναγία Θεοτόκε.

Ἤρθη τὸ σῶμα μὲν τοῦ τάφου παραμένει δὲ ἡμῖν ἡ εὐλογία, σοῦ Παρθένε ἁγνή, τυφλοὺς φωταγοῦσα, καὶ σοῦ τὸ εὐσυμπάθητον, ὑπεμφαίνουσα πλουσίως.

Τόμε καινὲ ἐν ᾧ ὁ Λόγος, ἀναγέγραπται συνόδῳ ξενωτάτῃ, βίβλῳ πάντας ζωῆς, ἱκέτευε γραφῆναι, τοὺς τὴν σεπτήν σου Κοίμησιν, καὶ παράδοξον ὑμνοῦντας».

 

β) Με τα τροπάρια της η´ Ωδής και το Θεοτοκίο, ἦχος πλ. δ´, ερμηνεύεται το γεγονός της εν σώματι μεταστάσεως της Θεοτόκου, γιατί είναι ο θρόνος του Κυρίου:

«Ἐκ τῶν περάτων ἐλθόντες, οἱ περάτων φωτοειδέστατοι στῦλοι πρὸς τὴν Σιὼν παρεγένοντο, πέρας βίου λαβοῦσαν, κηδεῦσαί σε Ἄχραντε.

Ῥητορευόντων οὐ σθένει πᾶσα γλῶσσα, οὐδὲ Ἀγγέλων ἀξίως, ἀνευφημῆσαί σε τάγματα· ἀσυγκρίτως γὰρ πάντων, ὑπέρκεισαι Δέσποινα.

Ἀγαλλιάσθω ἡ κτίσις αἱ νεφέλαι ἐν τῇ παρούσῃ ἡμέρᾳ, δικαιοσύνην ῥανάτωσαν, τῆς Παρθένου τιμῶσαι, τὴν θείαν Μετάστασιν».

Θεοτοκίον: «Ἴδε ὁ θρόνος Κυρίου ὑπερέχων, τὰ Χερουβὶμ καὶ τοὺς θρόνους, γῆθεν ὑψοῦται τεθήσεσθαι, εἰς βασίλεια θεῖα, ἡ μόνη πανάμωμος».

 

γ) Το γ´ Στιχηρό Προσόμοιο των Προεορτίων των Αίνων κλείνει με την ομολογία ότι το σώμα της Θεοτόκου είναι θεῖον καὶ ἀκήρατον: «Ἤθροισται ὁ χορός, Μαθητῶν παραδόξως, ἐκ τῶν περάτων κόσμου, κηδεῦσαί σου τὸ σῶμα, τὸ θεῖον καὶ ἀκήρατον», μία ομολογία που διατρέχει όλα τα Στιχηρά Προσόμοια των Αίνων μέχρι την εορτή της Αποδόσεως.

 

Δ. 1. Επομένως δεν τίθεται θέμα αναστάσεως και κρίσεως για την Παναγία, όπως για την υπόλοιπη κτίση, που βρίσκεται σε αναμονή. Η ομολογία της μητέρας του ενανθρωπήσαντος Λόγου ως Θεοτόκου, που είναι ο Όρος της Γ´ Οικουμενικής Συνόδου, μαζί με όλες τις ερμηνευτικές διατυπώσεις και επεξηγήσεις μέχρι και τις ησυχαστικές συνόδους της εποχής του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, προβάλλει την ευφροσύνη της Εκκλησίας για τον πρώτο καρπό του ανακαινισμού της κτίσεως, ως νέας ζωής και παραδείσου της δόξης του Θεού. Οι Πατέρες της Εκκλησίας με τη συνοδική και υμνολογική πράξη ερμήνευσαν το μυστήριο της Θείας Οικονομίας με βάση την αγιογραφική καταγραφή των Θεοφανειών του Λόγου από κτίσεως κόσμου, όπου οι οράσεις των Προφητών και η μαρτυρία των Αποστόλων αναπαύονται στην Κόρη Κυρίου, η οποία μεσιτεύει διαρκώς ως δούλη Κυρίου υπέρ πάντων ημών, αναιρώντας με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος την προπατορική αποστασία, γενόμενη γέφυρα, ὄρος, κιβωτός, οἶκος, και πύλη στη χαρά του Κυρίου, όπως τοποθετείται και η παράσταση ακριβώς πάνω από την είσοδο των ιερών ναών στον τοίχο απέναντι από το Ιερό Βήμα.

2. Ως απόδειξη της νέας ζωής εν Χριστώ η Παναγία εν τη κοιμήσει, που είναι συγχρόνως και εν σώματι μετάσταση, συνοψίζει εξαιρέτως τον άνθρωπο της Βασιλείας του Θεού, όπως την προγεύθηκαν οι Απόστολοι κατά τη Μεταμόρφωση. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο το γεγονός ότι ήδη από τον 7ο αιώνα (ίσως και νωρίτερα) οι δύο εορτές απέκτησαν και λειτουργική σύνδεση με την κοινή νηστεία.

3. Δεν πρέπει να τίθεται θέμα υστερόχρονης απαλλαγής της Θεοτόκου από το προπατορικό αμάρτημα. Άμα τη άκρα συλλήψει του Λόγου στη μήτρα της Παρθένου επήλθε και η απαλλαγή, γιατί η ενανθρώπηση είναι ανάπλαση του ανθρωπίνου γένους. Η κατάφαση της Παναγίας να γίνει η δούλη Κυρίου αμέσως την κατέστησε Θεοτόκο, εξ άκρας συλλήψεως, δημιουργώντας ο Λόγος την ιδία αυτού ανθρώπινη φύση (ἐν ἑαυτῷ, όπως εξηγεί ο Άγιος Κύριλλος) στη μήτρα της. Γι᾽ αυτό γίνεται τράπεζα και καθέδρα του Παμβασιλέως Χριστού και ο Χριστός λέγεται ὁμοούσιος τη Μητρί αυτού κατά την ανθρωπότητα, όπως είναι ὁμοούσιος τω Πατρί κατά τη θεότητα, δρών ως Θεός και άνθρωπος, ενεργών τις θεοσημίες και τα θαύματα και επιτρέπων ἑκουσίως την εκδήλωση των αδιαβλήτων παθών, όπως πείνα, δίψα, πόνο, το Σταυρό και την ταφή, ως απόδειξη ότι αληθώς ενηνθρώπησε, ανέπλασε την ανθρώπινη φύση, «δι᾽ ἡμᾶς», και γι᾽ αυτό είναι δεδομένη δωρεάν, χάριτι, δυνάμει για κάθε άνθρωπο η σωτηρία. Δρών είναι ο Υιός και Λόγος, ο «δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο», ο εις και αυτός, ο προ των αιώνων Θεός ενανθρωπήσας, που χαρίζει την αφθαρσία αμέσως στο ανθρώπινο γένος, με πρώτο μέτοχο την Παναγία. Και γι᾽ αυτό είναι ανόητη η συζήτηση περί του πότε κατέστη αδιάφθορη η ανθρώπινη φύση του Χριστού. Η απάντηση είναι εξ άκρας συλλήψεως, καθότι ο Λόγος ήνωσε ἐν ἑαυτῷ ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως την ανθρώπινη φύση στη μήτρα της Παρθένου, παραμένων ο Ων ευλογητός Θεός, παραδεικνύων τη θεότητά του, πέραν της Θεοτόκου, ή οποία έχει την υψίστη εμπειρία της ίδιας της Ζωής, στους Μαθητές και Αποστόλους βαθμιαία, «ὅσον ἐχώρουν». Κοινοποίηση των ιδιωμάτων δεν είναι αυτό που συνήθως λέγεται από τους θεολόγους με μία τάχα θεολογική, τεχνική, γλώσσα, αλλά ότι ο Χριστός δρά ως Θεάνθρωπος, δρα, δηλαδή, τόσο τα θεία όσο και τα ανθρώπινα, ο εις και ο αυτός. Συνήθως οι θεολόγοι αρχίζουν και μιλούν για τις δύο φύσεις του Χριστού, ξεχνώντας τον ίδιο το Χριστό, το σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού Πατρός! Γι᾽ αυτό, εξάλλου, σ᾽ όλη την εκκλησιαστική ερμηνευτική, Προφητική, Αποστολική, συνοδική, πατερική, νηπτική, υμνολογική οι χριστιανοί καλούνται να αποκτήσουν νουν Χριστού και να εισέλθουν στη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, όπως η Θεοτόκος, γενόμενοι κατά χάρη, ό, τι ο Χριστός κατά φύση, άκτιστοι και ατελεύτητοι κατά χάρη. Η Θεοτόκος κατέστη καθέδρα και οίκος του Παμβασιλέως ενανθρωπήσαντος Λόγου, γιατί εξ άκρας συλλήψεως κατέστη η μήτρα της ανθρώπινης ανακαινισμένης φύσεως του Λόγου, την οποία δημιούργησε ο Λόγος ἐν ἑαυτῷ, όχι εκ προϋπαρχούσης φύσεως, για να τελειώνουμε με τις ανοησίες και τους αυτοσχεδιασμούς των θεολόγων, που αγνοούν τις ερμηνευτικές προτάσεις του Αγίου Κυρίλλου και της Γ´ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίες διατρέχουν ολόκληρη τη συνοδική, ερμηνευτική, υμνολογική και εικονόφιλη πράξη της Εκκλησίας.

4. Και το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπως και όλα τα γεγονότα της ζωής της, θα πρέπει να προσεγγίζεται με την ενιαία όραση της Προφητικής και Αποστολικής παραδόσεως και γνώσεως, δηλαδή της των πάντων Εκκλησίας, σε άμεσο συσχετισμό με τις επαγγελίες περί του αναμενόμενου εν σαρκί Λόγου, για να μην υποκύπτει η κηρυγματική της Εκκλησίας στις απόκρυφες παιδαριώδεις διηγήσεις.

 

Ε. Ερχόμενη στα Αναγνώσματα της κυρίως εορτής έχω να παρατηρήσω τα εξής:

1. Συμπίπτουν με τα Αναγνώσματα του Γενεθλίου τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου στις 8 Σεπτεμβρίου, ακόμη και τα Προφητικά του Εσπερινού, γιατί, κατά τα παραπάνω εκτεθέντα, η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι η κατεξοχήν ζωή, η απόδειξη του νῦν της Βασιλείας του Θεού.

2. Η τιμή στη Θεοτόκο έχει ως κέντρο της τον ενανθρωπήσαντα Λόγο, γι᾽ αυτό όλη η υμνολογία της εορτής και τα Αναγνώσματα δομούνται με τις επαγγελίες των Προφητών για τον εν σαρκί ερχόμενο εκ παρθένου και το χαιρετισμό του Μεγάλου Στρατηγού των Αρχαγγέλων Γαβριήλ Κεχαριτωμένη Χαῖρε!

3. Στο αυτό πλαίσιο είναι ενταγμένο το Αποστολικό Ανάγνωσμα, το οποίο απετέλεσε μαζί με το πρώτο κεφάλαιο του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, (ιδίως ο στίχος 1, 14: «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας») το αγιογραφικό πλαίσιο των ερμηνευτικών διατυπώσεων του άρθρου του Συμβόλου της Πίστεως: σαρκωθέντα καὶ ἐνανθρωπήσαντα, για την κατά θεία οικονομία φιλάνθρωπη φανέρωση του Λόγου σαρκί, τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ Κυρίου της Δόξης του παλαιού και του νέου Ισραήλ.

4. Η ιδιαίτερη διακονία της Θεοτόκου στο μυστήριο της Θείας Ενανθρωπήσεως καταγράφεται στην κατακλείδα του Ευαγγελικού Αναγνώσματος, όπου ο μακαρισμός της απλής γυναίκας εκ του όχλου, κάπως έτσι: Χαρά στη μάνα που σε γέννησε και τρεις φορές χαρά της, φέρνει την απάντηση από το Χριστό για κλήση του κάθε ανθρώπου να ακούσει και να τηρήσει το λόγο του Θεού, μία πρόταση, που υπονοεί αφενός τη μίμηση του τρόπου της Παναγίας ως δούλης Κυρίου, αφετέρου ότι ο εις και ο αυτός είναι ο Λόγος του Θεού ο παρέχων τη σωτηρία και την ανάσταση.

5. Μία μεταγενέστερη μίμηση επιταφίων και εγκωμίων για την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου δεν έχει σχέση με το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας, το οποίο διενεργείται από τον Ενανανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού, ενώ συγχρόνως αναιρεί την ευφροσύνη του κενού τάφου της Παναγίας, που πλημμυρίζει με αναστάσιμη μεταμορφωτική χαρά άπασα την κτίση, και παλαιότερα είχε απαγορευτεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο η λειτουργική χρήση αυτού του αντιφιλόκαλου κειμένου (ευτυχώς που επιθέτουν μόνο κάποια τελείως ανορθολογική εικόνα του σκηνώματος της Παναγίας και δεν επιθέτουν και εικόνα της μετά του Χριστού... Καθότι θέατρον καταντήσαμε ακόμη και στα έθνη...).

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα (ίδιο με την εορτή του Γενεθλίου τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, 8 Σεπτεμβρίου): Φιλιπ. 2, 5-11: «5 τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, 6 ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, 7 ἀλλ᾽ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, 8 καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. 9 διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, 10 ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, 11 καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: (ίδιο με την εορτή του Γενεθλίου τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, 8 Σεπτεμβρίου): Λουκ. 10, 38-42- 11, 27-28: «38 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. 39 καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ. 40 ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται. 41 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· 42 ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾽ αὐτῆς. - 27 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. 28 αὐτὸς δὲ εἶπε· Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν».



[1]. Θεοτοκίο Εσπερινού, ἦχος β´: «τῶν οὐρανῶν ὑψηλοτέρα ὑπάρχουσα, καὶ τῶν Χερουβὶμ ἐνδοξοτέρα, καὶ πάσης κτίσεως τιμιωτέρα, ἡ δι᾽ ὑπερβάλλουσαν καθαρότητα, τῆς ἀϊδίου οὐσίας δοχεῖον γεγενημένη, ἐν ταῖς τοῦ Υἱοῦ χερσί, σήμερον τὴν παναγίαν παρατίθεται ψυχήν, καὶ σὺν αὐτῇ πληροῦται τὰ σύμπαντα χαρᾶς, καὶ ἡμῖν δωρεῖται τὸ μέγα ἔλεος», και Απολυτίκιο Προεόρτιο, ἦχος δ´: «Λαοὶ προσκιρτήσατε, χεῖρας κροτοῦντες πιστῶς, καὶ πόθῳ ἀθροίσθητε, σήμερον χαίροντες, καὶ φαιδρῶς ἀλαλάζοντες, πάντες ἐν εὐφροσυνῃ· τοῦ Θεοῦ γὰρ ἡ Μήτηρ, μέλλει τῶν ἐπιγείων, πρὸς τὰ ἄνω ἀπαίρειν, ἐνδόξως ἣν ἐν ὕμνοις ἀεί, ὡς Θεοτόκον δοξάζομεν».

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2025

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, 10 Αυγούστου 2025 -(9/8/2020), Κυριακὴ μετὰ τὴν ἑορτήν, (Αριθμ. 31Ν1)

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

Α. Πρέπει να τονισθεί ότι η υμνολογία της περιόδου πριν και μετά τη Μεταμόρφωση παρουσιάζει μία θεολογική ενότητα που εκφαίνεται είτε ως προχειρισμός της εορτής μία εβδομάδα πριν, είτε με την εβδομάδα της Αποδόσεως μετά. Η εορτή της Μεταμορφώσεως, που κυριαρχεί επί δεκαπενθήμερο, ως ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας κατά την ενότητα της προφητικής και αποστολικής «ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν» μαρτυρίας και καταγραφής, αντικατοπτρίζεται στα Θεοτοκία της εορτής αλλά και όλου του δεκαπενθήμερου, ως επαγγελία και ανακεφαλαίωση, όπως ερμηνεύθηκε το γεγονός της Μεταμορφώσεως από τους ησυχαστές Πατέρες, όπως και οι συνέπειες για τη ζωή των χριστιανών αλλά και όλου του κόσμου, «πᾶσιν ἀνθρώποις». Είναι σαν και να υποδεικνύουν την προσεχή εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της κατ᾽ εξοχήν διακόνου του μυστηρίου της Θείας Ενανθρωπήσεως με τις οράσεις των Προφητών και τη μαρτυρία των Αποστόλων.

 

Β. Θεοφανικά είναι και τα Αναγνώσματα της σημερινής Κυριακής, τα οποία σε γενικές γραμμές πέφτουν σ᾽ αυτήν την περίοδο του προχειρισμού ή της Αποδόσεως της Μεταμορφώσεως. Στο Αποστολικό ανάγνωσμα τίθεται ως κέντρο ο Χριστός, ως Δημιουργός (σοφὸς ἀρχιτέκτων), ενώ οι χριστιανοί ονομάζονται «συνεργοί». Σημειώνω παρενθετικά ότι αυτή η λέξη εκπηγάζει από το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει δωρηθεί από το Θεό κατά τη δημιουργία του με το χάρισμα της προαιρέσεως, μιας ελευθερίας ευθύνης και καταφάσεως στην κοινή δημιουργία, συμμετοχής και προχωρήματος. Γι᾽ αυτό ο Απόστολος Παύλος καλεί τους χριστιανούς συνεργούς, γιατί ο Χριστός κι η Εκκλησία δεν αναγκάζει κανέναν, «εἴ τις θέλει», οι δυνάστες και οι κατεξουσιαστές του κόσμου αναγκάζουν, ή ξεγελούν τους ανθρώπους, μετερχόμενοι χίλια ψεύτικα πράγματα, τάζοντας χίλιες ψεύτικες ελπίδες. Εξάλλου, αφού την περασμένη Κυριακή τους είχε «παρακαλέσει» να μην κομματιάζουν το κοινό σώμα, με τη σημερινή περικοπή τούς ξαναθυμίζει ότι έχουν ιδιαίτερη χάρη να είναι γεώργιο του Θεού (οι γεωργοί ξέρουν ότι όλα τους είναι κοινά, βρέχει για όλους, ή καίγονται τα σπαρτά όλων...) και ότι είναι οἰκοδομή, που όλα τα στοιχεία της οἰκοδομῆς είναι εξίσου χρήσιμα, όπως κι όλα τα διακονήματα της Εκκλησίας κι όποιου κοινού σώματος. Το αποκορύφωμα του Αποστολικού Αναγνώσματος είναι ο στίχος 16: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;», όπου ο Απόστολος Παύλος επισημαίνει ότι οι χριστιανοί οφείλουν να γίνουν κατά χάρη ναοί του Αγίου Πνευματος, ό,τι είναι ο Χριστός κατά φύση, να γίνουν αυτοί κατά χάρη, Πνευματοφόροι, αυτό που αποκαλύπτει και ο Μεταμορφωθείς Χριστός, να γίνουν κατά χάρη άκτιστοι και ατελεύτητοι, όπως οι Άγιοι Προφήτες, Απόστολοι και Μάρτυρες, κατά την υμνολογία της σημερινής εορτής.

 

Γ. 1. Στην ίδια γραμμή της παράδειξης της θεότητος του Χριστού, ως προετοιμασίας των Μαθητών για την ομολογία της θεότητός του, είναι και το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, το οποίο είναι συνέχεια του «ευχαριστιακού» Ευαγγελικού Αναγνώσματος της προηγούμενης Κυριακής, της «κλάσεως» του άρτου και του χορτασμού των πέντε χιλιάδων ανθρώπων. Μετά την απόλυση, το χαιρετισμό των ανθρώπων από το δείπνο, οι μαθητές μπαίνουν στο πλοίο, για να πάνε στην άλλη όχθη της λίμνης Τιβεριάδος, να ξαναπάνε στη Γεννησαρέτ, σαν «πρόδρομοι» κοντά στα μέρη του (ήδη ο Ιωάννης είχε θανατωθεί), απ᾽ όπου τον είχαν διώξει οι συμπατριώτες του. Αποσύρεται στο όρος «κατ᾽ ἰδίαν προσεύξασθαι» (πάλι ένας προχειρισμός της Μεταμορφώσεως), επιμένοντας στο γεγονός ότι είναι και τέλειος άνθρωπος και όχι φάντασμα, όπως σημειώνεται στη συνέχεια της περικοπής, επιτρέποντας, δηλαδή, να εκδηλωθεί, «δι᾽ ἡμᾶς», ως τέλειος άνθρωπος, που έχει, μάλιστα, ανάγκη προσευχής, αλλά συγχρόνως περπατά στα κύματα, σώζει τον ολιγοπιστούντα Πέτρο και κυριαρχεί επί του ανέμου, της κτίσης, ως Θεός.

2. Η φρασεολογία της περικοπής είναι άκρως σημαντική, γιατί ο Χριστός αποκαλύπτεται ενεργών ως Θεός, ταυτίζοντας εαυτόν ευθέως με τον αποκαλυφθέντα άσαρκο Λόγο στους Προφήτες, ότι είναι ο Ὤν, «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε», μία στιχομυθία που παραπέμπει στη στιχομυθία του Μωϋσέως με τον Άγγελο (άσαρκο Λόγο), τον εξερχόμενο από τη φλεγόμενη αλλά μη κατακαιόμενη βάτο. Εξάλλου, ότι δεν πρόκειται για μία τυπική φράση, αλλά για ευθεία παραπομπή στην πίστη Αβράμ και Ισαάκ και Ιακώβ, επιβεβαιώνεται από την εναγώνια έκφραση του Πέτρου: «Κύριε, εἰ σὺ εἶ», που είναι επίσης ευθεία παραπομπή στην πρώτη εντολή του Δεκαλόγου του Μωϋσέως. Και πάλι η ομολογία της θεότητος του Χριστού προέρχεται από τους ανώνυμους επιβάτες του πλοίου: «οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ». Στην Πατερική Γραμματεία ο όρος Υἱὸς Θεοῦ, αναφέρεται στον επαγγελλόμενο από τους Προφήτες και ἐν σαρκὶ ελευσόμενο Λόγο του Θεού, τον ένα και τον αυτόν.

3. Η υπόμνηση της προφητικής και αποστολικής μαρτυρίας δεν είναι μία θεωρητική κατασκευή, αλλά είναι η κατεξοχήν υπόμνηση της ενότητος παντός του γένους ανθρώπων και πάσης της κτίσεως, κάλεσμα για να καταυγασθούν όλα τα όντα, ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία και τα έσχατα από τον ανακαινισμό του Λόγου του Θεού, που προχειρίζεται με τη Μεταμόρφωσή του, παραδεικνύοντας τη θεότητά του με όλες τις θεοσημίες σ᾽ όλους τους ανθρώπους, στον «όχλο».

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Α´ Κορ. γ´, 9-17: «9 Θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. 10 Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· 11 θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός. 12 εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, 13 ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. 14 εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· 15 εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός. 16 Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; 17 εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. ιδ´, 22-34: «22 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. 23 καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾽ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. 24 τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. 25 τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. 26 καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. 27 εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. 28 ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα· 29 ὁ δὲ εἶπεν, Ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. 30 βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. 31 εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; 32 καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος. 33 οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. 34 Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ».

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

 

 

 

«Ἡ ἑρμηνεία τῶν διατυπώσεων "διὰ πίστεως" καὶ "ἐκ πίστεως" τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο»

 

(Διεθνές Συνέδριο Ιωάννης Χρυσόστομος-1600 χρόνια από τον θάνατό του, 22-25 Νοεμβρίου του 2007, Θεσσαλονίκη, προς τιμήν του π. Θεοδώρου Ζήση. (Μήπως, για να τιμωρήσουν τον καθηγητή τους- μας αυλοκόλακες- εγώ έλεγα τη γνώμη μου ευθέως, όπως πάντα, πλειστάκις διαφωνώντας- τιμωρούν και το Μεγάλο Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που λείψανά του ήδη είναι στην Πόλη;). Τα Πρακτικά πληρωμένα από το Α.Π.Θ. με 12.000Ε περιμένω να τα βγάλουν. Τώρα το δημοσιεύω σ᾽ αυτήν τη μορφή, να μην πιάσει εικοσαετία και παραγραφούν!)

 

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

Ἡ σημασία τοῦ ὅρου πίστις, ἐνταγμένη στὸ θρησκευτικὸ πλαίσιο τοῦ Ἀπ. Παύλου, ἔχει τύχει εὐρείας ἔρευνας[1]. Ἀπὸ τὶς δύο κύριες ἑρμηνευτικὲς τάσεις προτείνεται διαφορετικὴ προσέγγιση τοῦ ὅρου καὶ κατ᾽ ἀκολουθία καὶ τῶν προθετικῶν συνόλων του[2]: α) Ἡ πίστη, θεωρούμενη ὡς συνώνυμο τῆς μαρτυρίας, τεκμαίρεται τὴν ἀντικειμενικότητα, β) ἡ γνήσια πίστη, εἶναι ἀσύμβατη μὲ τὴ μαρτυρία, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσάγεται ὡς ἀντικειμενικὴ ἀπόδειξη. Ὡστόσο στὴν πατερικὴ γραμματεία, ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὸ ἰουδαϊκὸ καὶ τὸ ἑλληνορωμαϊκὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς[3], ὁ ὅρος χρησιμοποιήθηκε ἑρμηνευτικὰ μὲ τὴ σημασία ἐπακριβῶς τῆς μαρτυρίας, τῆς ἀποδείξεως, ἐπὶ τῆς ὁποίας βασίζεται ἡ ὑποκειμενικὴ πίστη, ὅμως ὡς βεβαιότητα γιὰ τὴν ἀλήθεια ἢ γιὰ τὴν ἀξιοπιστία μιᾶς ὑποσχέσεως. Οἱ πατέρες ἀκολουθώντας τὸν Ἀπ. Παῦλο φαίνεται νὰ ἀναπτύσσουν μία περαιτέρω διχοτομία στὴ σημασία τοῦ ὅρου μὲ διάκριση δηλ. ἀπὸ τὸν ἰουδαϊκὸ νόμο καὶ παράλληλη διεύρυνση τῆς σημασίας μὲ ἐφαρμογή στὴ χριστιανικὴ πίστη-χάρη, ἀνεξαρτήτως φυλετικῆς προελεύσεως τῶν πιστευόντων μὲ βάση τὴν τυπολογία Ἀβραὰμ-Χριστός[4]. Αὐτὴ ἡ τελευταία σημασία μᾶς εἰσάγει στὴν ἐμπρόθετη μορφὴ «διὰ πίστεως» τῶν χωρίων Ρωμ. 3, 22: Γαλ. 2, 16: Φιλιπ. 3, 9 με ἀντιστοιχία πρὸς τὸν ὁριστικὸ προσδιορισμὸ «διὰ τῆς πίστεως» τῶν χωρίων Ρωμ. 3, 25: 3, 30- 31: Γαλ. 3, 14 καὶ 3, 26[5].

Ἐντάσσοντες τὰ προαναφερθέντα χωρία στὴν ἄμεση συνάφειά τους παρατηροῦμε ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ Γ´ κεφ. τῆς Πρὸς Ρωμαίους καὶ το Β´ καὶ Γ´ κεφ. τῆς Πρὸς Γαλάτας. Ἐπιπλέον ἀπαντᾶ ἡ διατύπωση «ἐκ πίστεως»,  ἐνῶ ἀπουσιάζει ἡ μορφὴ τοῦ ὁριστικοῦ προσδιορισμοῦ «ἐκ τῆς πίστεως», ὅπως καὶ ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν Ἁγία Γραφή. Στὴν Πρὸς Γαλάτας ἡ διατύπωση «ἐκ πίστεως» ἀπαντᾶ στὰ κεφ. Β´ καὶ Γ´ (Γαλ. 2, 16: 3, 8- 9: 3, 11- 12, 3, 24) [6] καὶ μία φορὰ στὸ 5, 5, ἐνῶ στὴν Πρὸς Ρωμαίους ἔχει εὐρύτερη χρήση (Ρωμ. 1, 17: 3, 26: 3, 30: 4, 16: 5, 1: 9, 30: 9, 32: 10, 6: 14, 23), καὶ γι᾽ αὐτὸ θὰ χρησιμοποιηθεῖ στὴν παρούσα ἀνακοίνωση μόνο τὸ παράδειγμα τῆς Πρὸς Ρωμαίους, ποὺ συνιστᾶ ἐξάλλου μία ἀπηρτισμένη θεολογικὴ ἑνότητα[7].

Οἱ σύγχρονοι βιβλικοὶ ἑρμηνευτὲς τῶν Ἐπιστολῶν Πρὸς Ρωμαίους καὶ Πρὸς Γαλάτας ἔχουν ἐπισημάνει τὴ χρήση τῶν προθετικῶν συνόλων «ἐκ πίστεως» καὶ «διὰ πίστεως» ἢ «διὰ τς πίστεως» μὲ παρατηρήσεις διὰ τῶν ὁποίων παρέχονται στυλιστικὲς ἢ ρητορικὲς ἑρμηνεῖες, ἢ ἀκόμη προτείνεται ἡ λύση τῆς διακρίσεως τῶν ἰουδαίων χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς[8]. Πάντως καὶ στὶς δύο περιπτώσεις μετατοπίζεται τὸ κέντρο βάρους ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸ «πίστις» στὴν ἐξέταση στυλιστικῶν στοιχείων ἢ ἱστορικῶν συμφραζομένων, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐξαιρετικὰ χρήσιμα, ὥστε νὰ καθιστοῦν σχεδὸν ἀπογορευτικὴ τὴ συνεξέταση κειμένων παρὰ τὶς ταυτὲς ἢ συναφεῖς λεκτικὲς διατυπώσεις[9].

Ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἑρμηνευτές, ὅπως ἔχει ἐπισημάνει ὁ Stowers[10], ὁ Ὠριγένης σχολίασε τὴ χρήση τῶν προθέσεων «ἐκ» καὶ «διά», παραπέμποντας τὸ «ἐκ» στὴν περιτομή, δηλ. στοὺς ἰουδαίους χριστιανοὺς καὶ τὸ «διὰ» στὴν ἀκροβυστία, δηλ. στοὺς ἐξ ἐθνῶν[11], ἐνῶ ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας σημειώνει πιὸ κατηγορηματικά: «Ἐπὶ τῶν Ἰουδαίων τό, ἐκ πίστεως, τέθεικεν, ὡς ἂν ἐχόντων μὲν καὶ ἑτέρας ἀφορμὰς πρὸς δικαίωσιν, οὐ δυναμένων δὲ αὐτῆς μετέχειν πλὴν ἐκ τῆς πίστεως· ἐπὶ δὲ τῶν Ἑλλήνων διὰ τῆς πίστεως»[12].

Ἡ πλέον λεπτομερὴς ἀνάλυση ἀπαντᾶ βέβαια στὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο, ποὺ προσφέρει ἀφενὸς μὲν ποικιλία ἀναγνώσεως τοῦ ὅρου «πίστις» ἀφετέρου δὲ καὶ διαστρωμάτωση στοχεύσεων, κυρίως στὶς Ὁμιλίες του στὶς Πρὸς Ρωμαίους καὶ Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολές, ὑπομνηματίζων τὰ προμνημονευθέντα κεφάλαια. Τοῦτο βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι ἡ ὁρολογία, ποὺ παράγεται ἀπὸ τὴν πίστη, εἶναι ἀπούσα στὸ ὑπόλοιπο ἑρμηνευτικό του ἔργο.

Τὸ κεφ. 1, 16- 17 τῆς Πρὸς Ρωμαίους ἀποτελεῖ τὸν προγραμματικὸ λόγο τοῦ Ἀπ. Παύλου γιὰ ὅλη τὴν Ἐπιστολή, ὅπου προβάλλεται τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ὡς τὸ κοινὸ κήρυγμα, ὡς ἡ ἀντικειμενικὴ βάση γιὰ ὅλους, ἀλλὰ καὶ ἡ λογικὴ προκειμένη πρόταση, καθὼς ὁ λόγος ἀφορᾶ, κατὰ τὸν ἅγ. Ἰωάννη, σ᾽ ὅλους τοὺς χριστιανούς, σ᾽ Ἕλληνες καὶ Ἰουδαίους: «κοινὸν γὰρ τὸ κήρυγμα πρόκειται πᾶσιν»[13]. Ἡ διάκριση σὲ Ἰουδαῖο καὶ Ἕλληνα δὲν τίθεται ὡς διάκριση πίστεως καὶ χάριτος, «ἀλλὰ τάξεώς ἐστι τιμὴ μόνον τὸ πρῶτος... οὐ χάριτος πλεονασμός»[14], ὅπως συμβαίνει μὲ τὸ χρόνο προσελεύσεως τῶν χριστιανῶν στὸ βάπτισμα, ποὺ δὲν διαφοροποιεῖ κατ᾽ ἀξίαν τοὺς χριστιανούς. Ἡ συμπάθεια τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Χρυσόστομου πρὸς τοὺς ἐξ ἰουδαίων χριστιανοὺς δὲν ὀφείλεται μόνο στὴ μεγάλη κοινότητά τους στὴν Ἀντιόχεια, ἀλλὰ κυρίως στὴ θέαση ἀπό μέρους του τῆς ἑνότητας τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας καὶ τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ διενεργεῖται ἐν τῆ ἱστορία, στοὺς πατριάρχες, στοὺς προφῆτες, στοὺς ἀποστόλους. Μόνο, λοιπόν, ὑπὸ τὴν ἱστορικὴ ἀκολουθία γίνεται ἡ διάκριση σὲ ἰουδαίους καὶ σὲ ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς, καὶ σ᾽ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἐπισημάνσεως τοῦ ἱστορικοῦ χαρακτήρα τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ δικαιολογεῖται μία ἰδιαίτερη προτίμηση πρὸς τοὺς ἰουδαίους[15].

Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ἐξάλλου ἀκολουθεῖ τὴν κοινὴ γραμμὴ τῶν προηγουμένων πατέρων καὶ τῶν ἀπολογητῶν, ποὺ διακρίνουν τὴν προφητικὴ παράδοση ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμὸ καὶ τοὺς ἰουδαΐζοντες τῆς φυλετικῆς ἢ θρησκευτικῆς ἀποκλειστικότητας. Ἔτσι στὸ ὑπὸ ἐξέταση ἀπόσπασμα, ἑρμηνεύοντας τὴ διατύπωση «ἐκ πίστεως εἰς πίστιν», τὴ συνδυάζει μὲ τὸ Ἑβρ. 11, 17 καὶ 31, προκειμένου νὰ ἀναιρέσει τὴ συμβατικὴ δικαιοσύνη τῶν ἰουδαίων, ὅπου ἡ πόρνη ῾Ραὰβ μνημονεύεται πλάϊ στὸν πατριάρχη Ἀβραάμ, ὡς παράδειγμα πίστεως: «ἐπὶ τὰς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ τὰς ἐν τῇ Παλαιᾷ γενομένας... καὶ τοὺς δικαίους καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς οὕτω δικαιωθέντας δείκνυσι καὶ τότε»[16]. Συγχρόνως ὁ ἅγιος ἐντάσσει τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἀμβακοὺμ στὴν κατακλείδα: «ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται»[17], σ᾽ ἕνα πλαίσιο ἐσχατολογικό: «περὶ τῆς μελλούσης λέγων ζωῆς»[18], μὲ ὑπόβαθρο τὴν πίστη, ὡς ὑπέρβαση ὅλων τῶν ἐπιμέρους συμβάσεων, μία πίστη ὅμως ποὺ θεμελιώνεται στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναιρεῖ τὴν ἀντίθεση ὑποκειμενικότητας καὶ ἀντικειμενικότητας: «ἐπειδὴ γὰρ ἅπερ ὁ Θεὸς χαρίζεται, πάντα ὑπερβαίνει λογισμόν, εἰκότως πίστεως ἡμῖν δεῖ»[19].

Στὴν πρώτη προσέγγιση τῆς περὶ πίστεως ὁρολογίας ὁ ἅγ. Ἰωάννης θέτει τὸ θέμα τῆς ἑνότητος τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, καθὼς θεωρεῖ ὅτι οἱ διατυπώσεις «ἐκ πίστεως» καὶ «διὰ τῆς πίστεως» εἶναι συνώνυμες, σημειώνοντας: «Αὐτῆς γὰρ τῆς κατὰ τὸν παρόντα βίον πονηρίας οὐδαμόθεν ἀπηλλάγημεν ἄλλοθεν, ἀλλ᾽ ἢ διὰ πίστεως... οὕτω καὶ ἡ πόρνη ἐσώθη, καὶ ἡ ἐν τῇ Παλαιᾷ καὶ ἡ ἐν τῇ Καινῇ»[20], πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ πίστη ποὺ προσφέρεται ὡς ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ αἴρει κάθε εἶδος ἀποκλειστικότητας, ἐνῶ ἡ παρεχόμενη σωτηρία ὑπερβαίνει  τὶς ἀνθρώπινες συμβάσεις καὶ ἀφορᾶ στὸν κάθε ἄνθρωπο, καθὼς «Τοσαύτη τῆς Παλαιᾶς πρὸς τὴν Καινὴν ἡ συμφωνία, ὅτι καὶ αἱ κατηγορίαι καὶ οἱ ἔλεγχοι διὰ τοῦτο πάντως ἐγένοντο, ἵνα λαμπρὰ παρὰ τοῖς ἀκούουσιν ἀνοιγῇ τῆς πίστεως ἡ θύρα»[21].

Τὸ Γ´ κεφ. τῆς Πρὸς Ρωμαίους ἀπαρτίζεται ἀπὸ δύο νοηματικὲς ἐνότητες· ἡ πρώτη (στ. 1-20) ἔχει ὡς θέμα της τὴν ἁμαρτία, ὡς κοινὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, «ἕως ἑνός»[22], δηλ. πρόκειται γιὰ τὶς μεταπατορικὲς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ποὺ ἀφοροῦν σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Κατ᾽ αὐτὴν τὴν περίοδο τῆς θείας Οἰκονομίας ἡ διαφορὰ μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Ἑλλήνων ἔγκειται στὴν ὕπαρξη τοῦ νόμου, ποὺ ὠφέλησε τὸν Ἰσραὴλ στὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας, ὄχι ὅμως καὶ στὴν ἐξάλειψή της, ἢ τὴ θεραπεία τῶν ἀνθρώπων, καθὼς «διὰ γὰρ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας»[23].

Στὴ δεύτερη ἑνότητα (στ. 21- 31) τὸ θέμα εἶναι ἡ πίστη, ὅπου ἀπαντᾶ ἡ διατύπωση «διὰ πίστεως» «διὰ τῆς πίστεως» σὲ ἀντιπαραβολὴ μὲ τὴ διατύπωση «ἐκ πίστεως». Στὸ κεφ. Δ´ σὲ μία συνέχεια προβάλλεται ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ παραδειγματικά, ὡς πρόσωπο - τύπος, διὰ τοῦ ὁποίου αἴρονται οἱ διακρίσεις κατὰ τὴν πίστη, χωρὶς νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ τελικὸς φορέας τῆς πίστης ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Οἱ δύο, λοιπόν, διατυπώσεις χρησιμοποιοῦνται πρὸς μία ἑνιαία στοχοθεσία[24].

Ἀπὸ τὸν πρῶτο στίχο τῆς περὶ τῆς πίστεως ἑνότητας ὁ ἅγ. Ἰωάννης προσδιορίζει ὡς κεντρικὸ θέμα τὶς δύο ἀκραῖες καταστάσεις «καὶ τὸ δικαιοῦσθαι καὶ τὸ χωρὶς νόμου τούτων τυγχάνειν τῶν ἀγαθῶν»[25]. Τὸ ρῆμα «πεφανέρωται» ἐκλαμβάνεται ὡς συνδετικός, ἑρμηνευτικὸς κρίκος μεταξὺ τῶν δύο καταστάσεων, ποὺ σηματοδοτοῦν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, καθότι «τὸ γὰρ πεφανερωμένον, ὡς παλαιὸν καὶ κρυπτόμενον φανεροῦται»[26]. Ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, περὶ τῆς ὁποίας παρέχουν μαρτυρία- βεβαιότητα- ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες, εἶναι ἡ ἴδια δικαιοσύνη, ποὺ ἐπισπᾶται «διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ»[27]. Στὸ σημεῖο αὐτό, ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Ἀπ. Παῦλο ἡ διατύπωση «διὰ πίστεως», ὁ ἅγ. Ἰωάννης ἐπανέρχεται στὴν προμνημονευθείσα μαρτυρία τοῦ Ἀμβακοὺμ καὶ συγχρόνως προαναγγέλλει τὴ μαρτυρία τοῦ Ἀβραὰμ καὶ Δαυὶδ τοῦ Α´ κεφ. τῆς Πρὸς Ρωμαίους, τοὺς ὁποίους συνδέει μὲ τὴ γενεαλογία τοῦ Α´ κεφ. τοῦ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, ὅπου καταγράφεται ἡ φανέρωση τῶν προφητικῶν ἐπαγγελιῶν «εἰς πάντας τοὺς πιστεύοντας», πράγμα ποὺ σπάει τὴν ἰουδαϊκὴ ἀποκλειστικότητα, ὁπότε καὶ «ὁ Ἰουδαῖος, οὐδὲν ἐξαίρετον  παρὰ τοὺς λοιποὺς ἔχων, μετὰ τῆς οἰκουμένης ἀριθμούμενος ἁπάσης»[28], παρὰ μόνο «τὸ εἰδέναι τὴν ἁμαρτίαν, οὐ τὸ φεύγειν αὐτήν»[29]. Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ἐντάσσει τὴ διατύπωση «διὰ πίστεως» στὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία διενεργεῖται ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἐνῶ ὑπογραμμίζει τὴν ἀλήθεια τῆς προσφερόμενης σωτηρίας «διὰ πίστεως Ἰησοῦ» α) ἀπὸ τὴν ἀξία τοῦ ἐνεργοῦντος προσώπου, δηλ. τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ὁ Θεός «ὁ πάντα δυνάμενος»[30], β) ἀπὸ τὸ νόμο καὶ τοὺς προφῆτες[31], καὶ γ) ἀπὸ τὶς θυσίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὡς τύπο τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, «διὰ τῆς πίστεως ἐν τῷ αὐτοῦ αἵματι»[32]. Ἐντέλει ἡ «ἔνδειξη» τῆς δικαιοσύνης τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ σωτηρία «ἐκ πίστεως Ἰησοῦ», ποὺ εἶναι ὁ νόμος τῆς χάριτος «ἐν τῷ νῦν καιρῷ»[33].

Φαίνεται ὅτι ὁ ἅγ. Ἰωάννης ἑρμηνεύει παραπληρωματικὰ τὶς δύο διατυπώσεις «ἐκ πίστεως» καὶ «διὰ πίστεως», μὲ ἀναγωγὴ τῆς πρώτης στὴν προέλευση τῆς πίστεως ἀπὸ τὸ Θεό, ἐνῶ τῆς δεύτερης στὸ ἰδιαίτερο ἔργο τοῦ Ἰησοῦ   Χριστοῦ. Ἡ ἄρση κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον τῆς ἀντίθεσης μεταξὺ νόμου ἢ ἔργων (δηλ. ἔργων, ὅπως ἐξάγονται ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καὶ ὄχι τῶν καλῶν ἔργων τῆς συζήτησης στοὺς κόλπους τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης) καὶ «νόμου πίστεως», αἴρει τὶς κάθε εἴδους ἀποκλειστικότητες, γι᾽ αὐτὸ σημειώνει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὅτι ὁ Ἀπ. Παῦλος «ἐξαγαγὼν τὸν λόγον εἰς εὐρυχωρίαν, καὶ τῇ οἰκουμένῃ τὰς θύρας ἀνοίξας τῆς σωτηρίας, φησίν, Ἄνθρωπον (Ρωμ. 3, 28), τὸ κοινὸν τῆς φύσεως ὄνομα θείς»[34].

Γιὰ τὸν ἅγ. Ἰωάννη δὲν ὑφίσταται ἀντίθεση, ἢ ἔστω διαφοροποίηση κατὰ τὴν ἀξία τῶν πιστευόντων, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ παραχθεῖ ἀπὸ μία ἀντιπαραβολὴ μεταξὺ τῶν διατυπώσεων «ἐκ πίστεως» καὶ «διὰ πίστεως» σὲ συνδυασμὸ μάλιστα μὲ τὴν περιτομὴ καὶ τὴν ἀκροβυστία, γιατὶ βάση ἀμφοτέρων εἶναι ἡ πίστη, «ἑκάτερον τῆς πίστεως δεόμενον»[35]. Ἡ καταληκτικὴ ἐρώτηση τοῦ Ἀπ. Παύλου ὅτι «νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως; μὴ γένοιτο, ἀλλὰ νόμον ἱστῶμεν»[36] παρέχει στὸν ἅγ. Ἰωάννη τὴ δυνατότητα ἐφαρμογῆς τοῦ παραδόξου σχήματος ἑνὸς ἐννοιαλογικοῦ ταυτισμοῦ τῶν δύο ὅρων (νόμος-πίστις) διὰ τῆς ἐκβολῆς των στὴν κατάσταση τῆς χάριτος: «Ἰδοὺ καὶ τὴν πίστιν νόμον ἐκάλεσεν, ἐμφιλοχωρῶν τοῖς ὀνόμασιν, ὥστε παραμυθεῖσθαι τὴν δοκοῦσαν εἶναι καινοτομίαν. Τίς δὲ ὁ τῆς πίστεως νόμος; Διὰ χάριτος σώζεσθαι»[37].

Στὸ τμῆμα τῶν στ. Ρωμ. 3, 27-31, ὅπου οἱ δύο διατυπώσεις φαίνεται νὰ χρησιμοποιοῦνται διακριτά, φωτίζεται ἡ δραματικὴ προσπάθεια τοῦ Ἀπ. Παύλου νὰ ἐπιλύσει τὸ θέμα τῆς μετοχῆς στὴν παρεχόμενη ἐν Χριστῶ σωτηρία ἄνευ τῶν προϋποθέσεων τῶν γνωστῶν θρησκευτικῶν σχημάτων τῆς ἐποχῆς του, εἴτε ἐπρόκειτο γιὰ τὴν παράδοση τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καὶ τῶν Συναγωγῶν τῶν προσηλύτων, εἴτε ἀκόμη καὶ γιὰ ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς, ποὺ ἦταν φυσικὸ νὰ ἔτειναν πρὸς μία υἱοθέτηση τῶν στερεοτύπων τῆς Συναγωγῆς[38]. Εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διασώζει μὲ μεγαλύτερη ἑρμηνευτικὴ ἀκρίβεια τοὺς ἀπόηχους καὶ τοὺς προβληματισμοὺς τῶν ἱστορικῶν καὶ θεολογικῶν συμφραζομένων τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς, καταγράφοντας τὰ συμπεράσματά του γιὰ τὴν ἐκδηλωθείσα διαίρεση μεταξὺ χριστιανῶν ἐξ Ἰουδαίων καὶ ἐξ ἐθνῶν, προβάλλοντας ὡς συνεκτικὸ ἱστορικὸ δεσμό τους τὸν ἀπερίτμητο πατριάρχη Ἀβραάμ: «Τρία τοίνυν ἐνταῦθα ἀπέδειξε (ὁ Ἀπ. Παῦλος), καὶ ὅτι χωρὶς νόμου δυνατὸν δικαιωθῆναι, καὶ ὅτι τοῦτο οὐκ ἴσχυσεν ὁ νόμος, καὶ ὅτι ἡ πίστις αὐτῷ οὐ μάχεται. Ἐπειδὴ γὰρ τοῦτο μάλιστα τοὺς Ἰουδαίους ἐθορύβει, τὸ δοκεῖν ἀπεναντίας αὐτῷ τὴν πίστιν εἶναι, δείκνυσι πλέον οὗ βούλεται ὁ Ἰουδαῖος, οὐ μόνον οὐκ οὖσαν ἐναντίαν, ἀλλὰ καὶ σφόδρα σύμμαχόν τε καὶ συνεργὸν οὖσαν. ὃ μάλιστα ἐπόθουν ἀκοῦσαι»[39]. Ἐπαναφέρων, λοιπόν, ὁ ἅγ. Ἰωάννης τὸ νῆμα τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος στὸν Ἀβραὰμ[40] αἴρει τὴ διάκριση ἀκροβυστία-περιτομή, γιατὶ ὁ Ἀβραάμ, μολονότι εἶναι πατριάρχης τῶν Ἰουδαίων, ἦταν ὁ ἴδιος ἀπερίτμητος, ὅπως ὅλοι οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοί. Ἐξάλλου, ἀκολουθώντας τὸν Ἀπ. Παῦλο καὶ προβάλλοντας τὴν πίστη τοῦ Ἀβραὰμ ὡς τὸ κοινὸ χαρακτηριστικὸ τῶν χριστιανῶν[41], ὁ ἅγ. Ἰωάννης δομεῖ τὸ τυπολογικὸ ὑπόβαθρο τῶν ζευγῶν Ἀβραὰμ-Χριστός, πίστις-χάρις,

Σὲ σύγκριση μὲ τὸν Ὠριγένη καὶ τὸ Θεόδωρο Μοψουεστίας, οἱ ὁποῖοι εἶναι πολὺ συνοπτικοί, ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος ἐντάσσει τὶς διατυπώσεις «ἐκ πίστεως» καὶ «διὰ πίστεως» στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ Ἰσραήλ, αἴροντας τὶς ὅποιες ἀντιθέσεις ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὴ φυλετικὴ προέλευση τῶν χριστιανῶν, ποὺ στὴν Ἀντιόχεια συγκροτοῦσαν ἕνα ἀκροατήριο ἰσχυροῦ ἑλληνικοῦ-ἐθνικοῦ καὶ ἰουδαϊκοῦ στοιχείου.


 

 

ABSTRACT

This article constitutes an attempt on composing the biblical hermeneutic on the expression of Apostle Paul "διὰ" (through) the faith, having a reference to the hermeneutic of St. John Chrysostom. In comparison with Origen and Theodore of Mophouestias, St. John includes the phrases «ἐκ πίστεως» ("from the faith") and «διὰ πίστεως» ("through the faith") in the broader frames of the human history, not excluding Israel, in such a degree that he brings out the fact, having as his base the faith, that the uncircumcised (ἀπερίτμητος) patriarch Abraham is the primogenitor of all the Christians, of jewish and pagan origin. That dimension signifies the abrogation of the discrimination between the circumcision and the state of uncircumcision, whilst it expands the combined understanding of the terms law- faith (the law of the faith) presenting the new datum for the salvation through the grace of Christ. St. John actully introduces the typology of the couple Abraam-Christ, faith-grace in order to surpasses the racial discriminations between  the Christians, but meanwhile this typology is in the offing as a new spiritual situation.



[1]. Ὁ D. M. HAY, «Pistis as “ground for faith” in Hellenized Judaism and Paul», ἐν Journal of Biblical Literature (JBL) 108:3(1989), σσ. 461-470, ποὺ ἔχει προβεῖ σὲ μία ἀνάλυση τοῦ ὅρου πίστις στοὺς θύραθεν καὶ στὸν ἑλληνιστικὸ ἰουδαϊσμὸ (Φίλων καἰ Ἰώσιππος), ὑποστηρίζει τὴν ἀνάδυση τῶν ἑρμηνευτικῶν προτάσεων τοῦ Ἀπ. Παύλου ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκὴ γραμματεία τῆς ἐποχῆς του, τείνοντας πρὸς τὴν υἱοθέτηση μιᾶς «ἀντικειμενικῆς» νοηματοδοτήσεως τῆς πίστης, κατὰ τὴν ὁποία ἡ δράση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο προκαλεῖ τὴν ἀπάντηση τοῦ πιστοῦ, υἱοθετώντας ὁ Hay κατὰ βάση τὴν τυπικὰ προτεσταντικὴ διαλεκτικὴ Θεοῦ-πιστοῦ ἀνθρώπου. Αὐτόθι, σσ. 475-476. Πρβλ. D. A. CAMPBELL, «The Meaning of πίστις and νόμος in Paul: A Linguistic and Structural Perspective», ἐν JBL 111:1(1992), σσ. 91-103.

[2]. Ὁ D. A. CAMPBELL, «Romans 1:17- A Crux Interpretum for the πίστις Χριστοῦ debate», ἐν JBL 113:2(1994), σσ. 265-266, συνοψίζει τὴν πλούσια συζήτηση ἐπὶ τοῦ ὅρου πίστις καὶ τὴν προεκτείνει μὲ τὴν ἀνάλυση τῆς διατυπώσεως πίστις Χριστοῦ σὲ συσχετισμὸ μὲ τὴ διατύπωση ἐκ πίστεώς μου τοῦ χωρίου Ἀμβακ. 2, 4, καὶ ἐπισημαίνει ἀσφαλῶς τὶς μεσσιανικὲς ἢ χριστολογικὲς προεκτάσεις. Aὐτόθι σσ. 284-285.

[3]. Πρβλ. D. M. HAY, «Pistis as “ground for faith” in Hellenized Judaism and Paul», μν. ἔργ., σσ. 461-476.

[4]. Γιὰ μία λεξιλογικὴ ἀνάλυση τῆς διατυπώσεως πίστις Χριστοῦ,Ἰησοῦ Χριστοῦ βλ. τὸ ἄρθρο τοῦ A. J. HULTGREN, «The Pistis Christou Formulation in Paul», ἐν Νovum Testamentum (NT) 22:3(1980), σσ. 248-263. Γιὰ τὴ χρήση τῆς διατυπώσεως ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας βλ. R. A. HARRISVILLE, «Πίστις Χριστοῦ: Witness of the Fathers», ἐν NT 36, 3(1994), σσ. 233-241. Μία νεότερη ἀναζωπύρωση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς διατυπώσεως σηματοδοτοῦν δύο ἄρθρα, τῶν B. DODD, «Romans 1:17: A Crux Interpretum for the πίστις Χριστοῦ Debate», ἐν JBL 114:3(1995), σσ. 470-473, καὶ D. A. CAMPBELL, «False Presuppositions in the πίστις Χριστοῦ Debate: A Response to Brian Dodd», ἐν JBL 116 :4(1997), σσ. 713-719, ἐνῶ ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν ἄλλα τρία ἄρθρα τόσο γιὰ τὴ λεξιλογικὴ σημαντικὴ τῆς διατυπώσεως ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἐπιμελημένη συνόψιση τῆς σύγχρονης βιβλιογραφίας μὲ μία διάθεση γιὰ ἀξιοποίηση ὅλων τῶν παραλλήλων ἀλλὰ καὶ τοῦ ἰουδαϊκοῦ καὶ ἑλληνιστικοῦ ὑποβάθρου τῶν βιβλικῶν διατυπώσεων. Βλ. R. B. MATLOCK, «Detheologizing the πίστις Χριστοῦ Debate: Cautionary Remarks from a Lexical Semantic Perspective», ἐν ΝΤ 42, 1 (2000), σσ. 1-23, «“ Even the Demons Believe”: Paul and πίστις Χριστοῦ», ἐν The Catholic Biblical Quarterly 64:2(2002), σσ. 300-318, καὶ HUNG–SIK CHOI, «Πίστις in Galatians 5:5-6: A Neglected Evidence for the Faithfulness of Christ», ἐν JBL 124:3(2005), σσ. 467-490.

[5]. Πρβλ. Ἑβρ. 6, 12 καὶ 11, 33 καὶ 39: Ἐφ. 3, 7 καὶ Κολ. 2, 12.

[6]. Μία ἐνδιαφέρουσα ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τοῦ ὅρου πίστις Χριστοῦ μὲ ἀναφορὲς στὸν Ἀβραάμ, ὡστόσο ὅμως ἀρκούντως δικαιϊκή, προτείνεται ἀπὸ τὸν G. M. TAYLOR, «The Function of  in Galatians», ἐν JBL 85:1(1966), σσ. 58-76. Ὡς συνέχεια μπορεῖ νὰ ἐκτιμηθεῖ ὁ σχολιασμὸς τοῦ G. HOWARD, «On the “Faith of Christ”», ἐν Harvard Theological Review (HThR) 60:4(1967), σσ. 459-484, ὁ ὁποῖος θέτει ἔντονα τὸ θέμα, ἐὰν ἡ γενικὴ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ ὡς ἀντικειμενικὴ ἢ ὑποκειμενική. Ὁ G. HOWARD, «Romans 3, 21–31 and the Inclusion of the Gentiles», ἐν (HThR) 6:2(1970), σσ. 223-233, ἐπανέρχεται ἀξιοποιώντας γιὰ μία φορὰ ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου (αὐτόθι, σσ. 232-233), προκειμένου μὲ βάση τὸ στ. Ρωμ. 3, 28: «πίστει δικαιοῦσθαι ἄνθρωπον» νὰ προτείνει τὸν παναθρώπινο χαρακτήρα τοῦ περιεχομένου τῶν στ. Ρωμ. 3, 21-31, χωρὶς νὰ ἀπεγκλωβίζεται σὲ ἕνα δικαιϊκὸ ἑρμηνευτικὸ πλαίσιο.

[7]. Ἡ ἑρμηνευτικὴ αὐτὴ μέθοδος τῆς ἐξέτασης τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου καὶ τῶν ἀποδεκτῶν κατὰ πρῶτο λόγο καὶ κατὰ δεύτερο τῶν παραλλήλων λεκτικῶν διατυπώσεων ἐφαρμόζεται καὶ ἀπὸ βιβλικοὺς θεολόγους. Βλ. π.χ. τοῦ M. C. de BOER, «Paul’s Use and Interpretation of a Justification Tradition in Galatians 2.15–21», ἐν Journal for the Study of the New Testament 28:2(2005), σσ. 189-216, καὶ ἰδίως σ. 216. Μὲ τὴ διδ. διατριβή του ὁ R. J. LOVETT, The metaphorical character of Justification by Faith in Galatians and Romans, Deerfield, Illinois 2001, ἔχει ἀποδείξει, ἐπὶ τῆ βάσει τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου καὶ τῶν ἀποδεκτῶν, τὶς ἐπιμέρους στοχεύσεις, μολονότι τυπικὲς προτάσεις ἔχουν γραφεῖ, γιὰ νὰ κατανοηθοῦν ἀπὸ τὸν κάθε ἀναγνώστη, ἐθνικὸ ἢ ἰουδαῖο. Πρβλ J. W. LEE, Paul and the Politics of Difference: A Contextual Study of the Jewish-Gentile Difference in Galatians and Romans, Union Theological Seminary, New York City 2001. Πάντως θὰ ἦταν παράλειψη νὰ μὴ σημειωθεῖ τὸ γεγονὸς τῆς ἑρμηνευτικῆς ἔκριξης ποὺ δημιούργησε τὸ Ὑπόμνημα στὴν Πρὸς Ρωμαίους τοῦ K. Barth στὰ 1919. Βλ. KARL BARTH, Der Römerbrief (Erste Fassung) 1919, ἐκδ. Hermann Schmidt: Theologischer Verlag, Zürich 1985.

[8]. Βλ. S. K. STOWERS, «’Εκ πίστεως and διὰ τῆς πίστεως in Romans 3:30», ἐν JBL 108:4(1989), σ. 665 ἑξ.

[9]. Βλ. τὴ διδ. διατριβὴ τοῦ R. B. HAYS, The Faith of Jesus Christ: An Investigation on the narrative Substructure of Paul’s Theology in Galatians 3:1-4,11, Emory University, Atlanta, Georgia 1981, σσ. 1-3.

[10]. Βλ. S. K. STOWERS, «’Εκ πίστεως and διὰ τῆς πίστεως in Romans 3:30», μν. ἔργ., σ. 665.

[11]. Ὁ S. K. STOWERS, «’Εκ πίστεως and διὰ τῆς πίστεως in Romans 3:30», μν. ἔργ.,  σ. 666.

[12]. Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολήν, στ. 3, 30, PG 66, 796Α. Θεόδωρος Μοψουεστίας καὶ ἅγ. Ἰωάννης προέρχονται ἀπὸ τὴν ἴδια ἑρμηνευτικὴ παράδοση, ἀλλὰ τὸ ἔργο τοῦ Θεοδώρου δὲν διασώθηκε λόγω τῆς καταδίκης στὴν Ε´ Οἰκουμενικὴ σύνοδο. Βλ. P. E. PAPAGEORGIOU, A Theological Analysis of Selected Themes in the Homilies of St. John Chrysostom on the Epistle of St. Paul to the Romans, Graduate School of Arts and Sciences of The Catholic University of America σ. 7.

[13], Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, Ὁμ. β´, PG 60, 407.

[14]. Ὁμ. β´, PG 60, 409.

[15]. Πρβλ. J. C. BEKER, «The Faithfulness of God and the Priority of Israel in Paul’s Letter to the Romans», ἐν HThR 79:1/3, Christians among Jews and Gentiles: Essays in Honor of Krister Stendahl on His Sixty – Fifth Birthday (Jan.–Jul. 1986), σσ. 10-16.

[16]. Ὁμ. β´, PG 60, 409.

[17]. Ἀμβακ. 2, 4.

[18]. Ὁμ. β´, PG 60, 409.

[19]. Ὁμ. β´, PG 60, 409.

[20]. Ὁμ. β´, PG 60, 410.

[21]. Ὁμ. ζ´, PG 60, 441-442.

[22]. Ρωμ. 3, 12.

[23]. Ρωμ. 3, 20.

[24]. Πρβλ. P. J. GORDAY, The place of chapters 9-11 in the argument of the Epistle to the Romans: A study of the Romans exegesis of origen John Chrysostom and Augustine, Vanderbilt University U.S.A. 1980, σσ. 173-175.

[25]. Ὁμ. ζ´, PG 60, 443.

[26]. Ὁμ. ζ´, PG 60, 443. Πρβλ. J. L. V. TELLO, The Righteousness of God revealed in the Gospel of Jesus Christ in the Letter of Paul to the Romans, Regent University, Virginia Beach 2007, σ. 35, σημ. 93.

[27]. Ρωμ. 3, 22. Πρβλ. Α. J. GUERRA, Romans and the apologetic Tradition. The purpose, genre and audience of Paul’s letter, Cambridge University Press 1995.

[28]. Ὁμ. ζ´, PG 60, 443.

[29]. Ὁμ. ζ´, PG 60, 444.

[30]. Ὁμ. ζ´, PG 60, 444.

[31]. Βλ. L. L. MARTIN, The righteousness of God in Romans: A study in Pauls use of Jewish tradition, Marquette University1991.

[32]. Ρωμ. 3, 25.

[33]. Ὁμ. ζ´, PG 60, 446.

[34]. Ὁμ. ζ´, PG 60, 446. Βλ. ἐπίσης G. HOWARD, «Romans 3, 21–31 and the Inclusion of the Gentiles», ἐν (HThR) 6:2(1970), σσ. 232-233.

[35]. Ὁμ. ζ´, PG 60, 447.

[36]. Ρωμ. 3, 31.

[37]. Ὁμ. ζ´, PG 60, 446.

[38]. Βλ. τ διδ. διατριβ το F. A. GRISSOM, Crysostom and the Jews: Studies in Jewish-Christian Relations in fourth-century Antioch, Faculty of the Graduate School Southern Baptist Theological Seminary, U.S.A. 1978. Ἐπίσης τοῦ W. LeROY MULLEN, The polemical sermons of John Chrysostom against the Judaizers: A dramatistic analysis, The University of Nebraska – Lincoln 1990.

[39]. Ὁμ. ζ´, PG 60, 447.

[40]. Ἡ παλαιοδιαθηκικὴ ἀποκλειστικότητα ἀναδύεται ἀπὸ τὸ ἄρθρο τοῦ  S. K. WILLIAMS, «The “Righteousness of God” in Romans», ἐν JBL 99:2(1980), σσ. 241-290, ὁ ὁποῖος διακρίνει ὡς σκοπὸ συγγραφῆς τῆς Πρὸς Ρωμαίους τὴν ἀνάδειξη τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβραάμ. Πρὸς τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση κινεῖται τὸ ἄρθρο τοῦ ING. HONG, «Does Paul Misrepresent the Jewish Law? Law and Covenant in Gal. 3:1–14», ἐν ΝΤ 36, 2(1994), σσ. 164-182, ὅπως ἐπίσης καὶ τῆς P. EISENBAUM, «A Remedy for Having Been Born of Women: Jesus, Gentiles, and Genealogy in Romans», ἐν JBL 123:4(2004), σσ. 671-702.

[41]. Πρλβ. D. M. RYLAARSDAM, The adaptability of divine Pedagogy: Synkatabasis in the Theology and Rhetoric of John Chrysostom, University of Notre Dame U.S.A. 1999, σσ. 107-108.