HELLENOPHONIA

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

 

 


Κυριακὴ Ζ´ ἀπὸ τοῦ Πάσχα: Τῶν ἁγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 28 Μαΐου 2025- (28/5/2023)
(Αριθμ. 18Ν)

 
Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

Α. 1. Η έβδομη Κυριακή μετά το Πάσχα, ή η Κυριακή μεταξύ της Αναλήψεως και της Πεντηκοστής, και ιδιαίτερα μεταξύ της Αναλήψεως και της Αποδόσεως της εορτής, είναι αφιερωμένη στους Θεοφόρους Πατέρες της Α´ Οικουμενικής Συνόδου του 325. Η Σύνοδος συνήλθε, για να επιλύσει θέματα κυρίως εκκλησιαστικής ευταξίας μετά την περιπέτεια της Εκκλησίας από τους διωγμούς του Διοκλητιανού και για τον τρόπο καθορισμού κοινού εορτασμού του Πάσχα από όλες τις εκκλησιαστικές διοικήσεις της αυτοκρατορίας σε Ανατολή και Δύση.

2. Μετά τους διωγμούς, που πολλοί ήταν εκείνοι που υπέφεραν κι άλλοι μαρτύρησαν φρικτά, οι περισσότεροι στην Αίγυπτο, τη Βόρεια Αφρική και κάποιοι στη Ρώμη κι αλλού, όσοι υπέμειναν το μαρτύριο, διεκδικούσαν να χειρισθούν τα εκκλησιαστικά πράγματα και να ορίζουν και τις χειροτονίες, σα να τους το χρωστούσε η Εκκλησία, και ρήμαζαν το κοινό σώμα της Εκκλησίας χωρίζοντας τους χριστανούς σε καθαρούς κι ακάθαρτους, στο εμείς οι άγιοι και κατέχοντες την αλήθεια και στους άλλους. Εξάλλου, αυτή η απαίτηση από ασθενή μέλη της Εκκλησίας, που νομίζουν ότι η Εκκλησία τους χρωστά, γιατί διακονούν, ενώ ως ικανότατοι θα μπορούσαν να κατακτήσουν και τον κόσμο, είναι κάτι που δεν εξέλειπε μέχρι τις μέρες μας. Δεν είναι μόνο σημερινή πραγματικότητα, που ανοητεύοντες πάσης φύσεως και υφής διχάζουν τον κοσμάκη, είναι μια πολύ παλιά υπόθεση που επιβιώνει εδώ και αιώνες, και ενισχύεται κατά καιρούς και ξαναφέρνει τον αρχαιοελληνικό μηχανιστικό ηθικισμό ως κανόνα πορείας και σωτηρίας. Το θέμα, λοιπόν, των λεγομένων «ϰαθαρών» (κάτι σαν τους σύγχρονους οργανωσιακούς παρεκκλησιαστικούς κύκλους και τα μέλη τους, τους κριτές της οικουμένης) ήταν που διαιρούσε τις πολύπαθες τοπικές Εκκλησίες, και συνήλθε η Σύνοδος στη Νίκαια. Μαζί τέθηκε ως θέμα ο κοινός εορτασμός του χριστιανικού Πάσχα και το θέμα των παρερμηνειών του πρωτοπρεσβύτερου της Εκκλησίας Αλεξανδρείας Αρείου, ο οποίος είχε κάνει την ομαδούλα του, το έπαιζε επίσης άγιος και πολύ πνευματικός προσελκύοντας αρκετούς «καθαρούς» και είχε τα μάτια του να γίνει Αλεξανδρείας. Αυτοί οι τύποι στην Εκκλησία πάντα υπάρχουν, μολύνοντας προσκαίρως τα ασθενή μέλη της Εκκλησίας και καθιστώντας την περίγελο των ανθρώπων.

 

Β. 1. Η Σύνοδος έβαλε στη θέση τους όλους τους υποκριτές, καταδικάζοντας τις συμπεριφορές τους ως προς την εκκλησιαστική ευταξία, για να μην είναι οι χριστιανοί ξέφραγο αμπέλι από ομαδούλες ευσεβιστών, που έκαναν και το μεγάλο δάσκαλο και προφήτη, αλλά και ήλεγξε την πίστη του Αρείου και των οπαδών του με συγκεκριμένο κείμενο επί τη βάσει μάλλον του βαπτιστηρίου Συμβόλου Πίστεως της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, και επί του οποίου τοποθετήθηκαν όλοι οι 318 συνοδικοί επίσκοποι (ο αριθμός ανάγεται στην Παλαιά Διαθήκη, όπου απαντά ο θεολογικός τύπος στους οικογενείς του Πατριάρχη Αβραάμ, όπως θα δούμε παρακάτω). Έτσι προέκυψε, χωρίς να είναι ο αρχικός σκοπός συγκλήσεως της Συνόδου, το Σύμβολο Πίστεως της Νικαίας. Ήταν ένα κείμενο που προέκυψε, δηλαδή, όχι από πρόθεση αλλά ως έκπληξη, ως έργο του Αγίου Πνεύματος. Από κει και πέρα η Εκκλησία δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να ερμηνεύει το Σύμβολο της Πίστεως σε μία αντιστοιχία με την Αγία Γραφή, με ποικίλους τρόπους, συνοδικά, λειτουργικά, με λόγο, με νήψη, με τέχνη, με πολιτισμό.

2. Κι επειδή οι τριακόσιοι δεκαοκτώ Θεοφόροι Πατέρες ερμήνευσαν τη βαπτισματική πίστη, περί της οποίας ο Χριστός μίλησε στους Μαθητές του κατά την Ανάληψη, γι᾽ αυτό τίθεται ο εορτασμός προ της Πεντηκοστής ως κατήχηση, ως ερμηνεία, δηλαδή, της βαπτισματικής πίστης, που έζησαν οι Απόστολοι την Πεντηκοστή, κι όλοι μας ως μέλη της Εκκλησίας της Πεντηκοστής, όπως εκθέτει τα πράγματα ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στο ομώνυμο έργο και σε μία αντιστοίχηση με τα Προφητικά Αναγνώσματα της εορτής. Επαναλαμβάνω αυτό που γράφτηκε σε προηγούμενο κείμενο για το τί είναι η Πεντηκοστή: Οι Μαθητές προ της Αναλήψεως λαμβάνουν την εντολή από το Χριστό, άμα τε και υπόμνηση περί της «ἐπαγγελίας» του Πατρός, η οποία δεν είναι μία αφηρημένη ιδέα, έννοια, αλλά συγκεκριμένη πράξη. Πρόκειται για το γεγονός του βαπτίσματος ἐν Πνεύματι Αγίω (Πράξ. α´, 6). Εξάλλου, ο Χριστός πρώτα έπραττε και ύστερα δίδασκε, όπως σημειώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο Αποστολικό Ανάγνωσμα «ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν», Πράξ. α´, 1. Μάλιστα, σημειώνεται ότι αυτό το βάπτισμα, το οποίο θα τους συμβεί στα Ιεροσόλυμα, όπου πρέπει να περιμένουν: «καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ᾽ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους», Λουκ. κδ´, 49, είναι υπέρβαση του δι᾽ ύδατος βαπτίσματος του Ιωάννη, υπέρβαση, δηλαδή, του Νόμου, και γι᾽ αυτό τους υποδεικνύεται και η έξοδος προς όλη την Οικουμένη, όπου δεν θα χρειάζονται, δηλαδή, να βαπτίζουν τους χριστιανούς στα ύδατα του Ιορδάνη: «ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾽ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς», Πράξ. α´, 8». Βάπτισμα των Αποστόλων ἐν πυρίναις γλώσσαις είναι η Πεντηκοστή. Γι᾽ αυτό και ονομάζεται παραστατικά γενέθλιος ημέρα της Εκκλησίας. Οι Μαθητές βαπτίσθηκαν στις πύρινες γλώσσες του Αγίου Πνεύματος και γι᾽ αυτό οι Πατέρες της Α´ (και Β´) Οίκουμενικής Συνόδου ερμηνεύουν πρώτιστα τη βαπτισματική ομολογία και μόνο. Η αμφισβήτηση ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού Πατρός ενηνθρώπησε πραγματικά και όχι κατά φαντασία οδήγησε εν συνεχεία τους Πατέρες των επόμενων πέντε Οικουμενικών Συνόδων να ερμηνεύσουν με βάση την ενότητα της αποκαλύψεώς του στους Προφήτες και τους Αποστόλους το πόσο θεμελιακό είναι για τη σωτηρία του ανθρώπου το Σύμβολο της Πίστεως στο άρθρο «σαρκωθέντα... καὶ ἐνανθρωπήσαντα».

 

Γ. Το Αποστολικό Ανάγνωσμα προέρχεται από την τρίτη περιοδεία του Αποστόλου Παύλου, επιστρέφων αυτός από Τρωάδος και διά θαλάσσης από Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο (Τρωγύλιο), Μίλητο προς Ιεροσόλυμα, καθώς ήθελε να βρίσκεται στα Ιεροσόλυμα για την ημέρα της Πεντηκοστής μετά από τρία χρόνια περιοδειών. Και, για να μην καθυστερήσει και δεν φτάσει έγκαιρα στα Ιεροσόλυμα, κάλεσε τους πρεσβυτέρους, τους προεστούς, από την Έφεσο να τους αποχαιρετήσει, καθώς θα παρέκαμπτε την Έφεσο. Το καίριο σημείο του Αναγνώσματος είναι η ευθεία μαρτυρία περί των χαρισμάτων του ιεραρχικού σώματος της Εκκλησίας εν Αγίω Πνεύματι: «ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος», Πράξ. κ´, 28. Τα υπόλοιπα της συναντήσεως μάς εισάγουν σε μία ατμόσφαιρα συγκλονιστική για το πώς έζησε η Αποστολική Εκκλησία τα γεγονότα των Παθών του Χριστού και την Πεντηκοστή. Μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε, έστω και λίγο, την ομολογία για τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Συμβόλου της Πίστεως.

 

Δ. 1. Ερχόμενη στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα επισημαίνω ότι είναι απόσπασμα από την Αρχιερατική Προσευχή του Χριστού, η οποία είναι φανέρωση της ένταξης του παλαιού Ισραήλ στην Εκκλησία την ώρα του Μυστικού Δείπνου, ανακεφαλαιώνοντας στο πρόσωπό του ο Χριστός «δι᾽ ἡμᾶς» το τρισσό χαρισματικό αξίωμα στην ιστορία του περιούσιου λαού από τη δημιουργία του ανθρώπου, ως βασιλεύς, προφήτης και Μέγας Αρχιερεύς, θύτης και θύμα, Πνευματικώς ορώμενος, αοράτως συνών και προσδεχόμενος την αναίμακτη θυσία μετά του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, όπως ερμήνευσαν το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας περαιτέρω οι Πατέρες της Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως του 1157 μετά και την περιπέτεια της Εκκλησίας, λόγω της απαράδεκτης προσθήκης περί της καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος: «Τοῖς λέγουσιν ὅτι τὴν ἐν τῷ καιρῷ τοῦ κοσμοσωτηρίου πάθους τοῦ Κυρίου καὶ θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ προσαχθεῖσαν ὑπὲρ τῆς ἡμῶν σωτηρίας παρ᾽ αὐτοῦ θυσίαν τοῦ τιμίου αὐτοῦ σώματός τε καὶ αἵματος, ὡς ἀρχιερέως, κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, δι᾽ ἡμᾶς χρηματίσαντος, ὅτι περ ὁ αὐτὸς καὶ θεὸς καὶ θύτης καὶ θῦμα, κατὰ τὸν πολὺν ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριον, προσήγαγε μὲν αὐτὸς τῷ θεῷ καὶ πατρί, οὐ προσεδέξατο δὲ ὡς θεὸς μετὰ τοῦ πατρός, αὐτός τε ὁ μονογενὴς καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὡς διὰ τούτων ἀποξενοῦσιν αὐτόν τε τὸν θεὸν Λόγον καὶ τὸ ὁμοούσιον καὶ ὁμόδοξον τούτου παράκλητον πνεῦμα τῆς θεοπρεποῦς ὁμοτιμίας τε καὶ ἀξίας, ἀνάθεμα».

2. Ανακεφαλαιώνει, λοιπόν, ο Χριστός στο πρόσωπό του τις χαρισματικές λειτουργίες του αρχαίου Ισραήλ, ως πλήρωση, ανακεφαλαίωση, δηλαδή, του Νόμου και των Προφητών, σε μία ενότητα με την εν Πνεύματι λειτουργία του χαρισματικού Σώματος της Εκκλησίας της Πεντηκοστής όλων των εθνών, καθώς τύπος και αλήθεια συνιστούν μία και την αυτήν πορεία του ανθρωπίνου γένους, που καταυγάζεται από τη χάρη της διαρκούς φανερώσεως του Τριαδικού Θεού στον κόσμο. Γι᾽ αυτό και η υμνολογία της Εκκλησίας μας αυτήν τη μέρα καταυγάζεται από τη Δόξα του ανακεφαλαιώσαντος την ιστορία του σύμπαντος κόσμου Υιού και Λόγου του Θεού, του Ενανθρωπήσαντος, με το Απολυτίκιο των Πατέρων, ἦχος πλ. δ´, πορευομένων στην αυτήν αγιοπνευματική οδό μαζί με το Θεόπτη Μωϋσή, τους Προφήτες και τον Ψαλμωδό: «Ὑπερδεδοξασμένος εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας, καὶ δι᾽ αὐτῶν πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν, πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας· πολυεύσπλαγχνε, δόξα σοι».

3. α. Κατά ταύτα με την υμνολογία της εορτής τονίζεται η ενότητα της αγιοπνευματικής μαρτυρίας προς αναίρεση όλων των αιρέσεων που διέστρεφαν τη βαπτισματική μαρτυρία και ομολογία του Τριαδικού Θεού και του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εν «τύποις» και εν αληθεία. Γι᾽ αυτό, ενώ υπογραμμίζεται η παρέκκλιση του Αρείου με το τέταρτο Στιχηρό των Πατέρων, ἦχος πλ. β´, ο λόγος μεταβαίνει στο Θεσβίτη Ηλία, γιατί το αυτό Άγιο Πνεύμα λαλεί και στους Προφήτες, και μάλιστα προβάλλεται ο Θεσβίτης ως αρπαγείς στον ουρανό και επανελθών στη Θεοφάνεια της Μεταμορφώσεως: «Ἄρειος ὁ ἄφρων, τῆς Παναγίας τέτμηκε Τριάδος τὴν μοναρχίαν, εἰς τρεῖς ἀνομίους τε καὶ ἐκφύλους οὐσίας· ὅθεν Πατέρες θεοφόροι, συνελθόντες προθύμως, ζήλῳ πυρούμενοι, καθάπερ, ὁ θεσβίτης Ἠλίας, τῷ τοῦ Πνεύματος τέμνουσι ξίφει, τὸν τῆς αἰσχύνης δογματίσαντα βλάσφημον, καθὼς τὸ Πνεῦμα ἀπεφήνατο».

β. Στην ίδια ερμηνευτική γραμμή θησαυρίζονται τα Προφητικά Αναγνώσματα με τον Πατριάρχη Αβραάμ και τους 318 οικογενείς του, προφητικό τύπο των 318 Αγίων Πατέρων της Α´ Οικουμενικής Συνόδου, κατά την οποία με τον όρο ὁμοούσιος για το Θεό Λόγο ομολογείται η θεότητά του ως του Κυρίου του Θεού του Δεκαλόγου κατά το τρίτο Προφητικό Ανάγνωσμα αλλά και του Συμβόλου της Πίστεως, ο οποίος διακρίνεται από την κτίση και τα κτιστά πλάσματά του, του αυτού δε αποκαλυφθέντος και στον Ισαάκ και Ιακώβ. Τη σαφή ευχαριστιακή προέκταση των Προφητικών Αναγνωσμάτων προς την Εκκλησία της Πεντηκοστής προσδίδει η αναφορά στο Μελχισεδέκ, η προκομηδή των άρτων και του οίνου και η επευλόγηση του Αβραάμ από αυτόν στο τέλος του πρώτου Προφητικού Αναγνώσματος. Στο υπόβαθρο των τριών Προφητικών Αναγνωσμάτων ο Αβραάμ ως γενάρχης όλων των ανθρώπων και όχι μόνο του Ισραήλ και η απροσωποληψία του Θεού έναντι ακόμη και των προσηλύτων οδηγούν στην παραδοχή της υπό του Κυρίου παρεχόμενης σωτηρίας σε όλο το ανθρώπινο γένος, σε μία συστοιχία προς το γεγονός ότι ο Χριστός κήρυξε την μίαν και την αυτήν πίστη στον ὄχλο και όχι αποκλειστικά στις Συναγωγές. Έτσι, στο Κοντάκιο της εορτής, ἦχος πλ. δ´, ο δοξασμός ανάγεται στο Μυστήριο της Θείας Οικονομίας, «τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον», κατά την ταυτότητα της αγιοπνευματικής μαρτυρίας, όπως θα προβάλλεται στο εξής και στις συνοδικές ερμηνευτικές προτάσεις της Εκκλησίας και το λειτουργικό της Συνοδικό: «Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τῇ Ἐκκλησίᾳ μίαν τὴν πίστιν ἐκράτυνεν· ἣ καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον».

 

ΥΠΟΣΜΕΙΩΣΗ: Η εξαγωγή επιμέρους θεμάτων και ιδίως η χρήση περικεκομμένως της φράσης «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» για μία θεολογία αποκλειστικής υπερορθοδοξίας, ή αντιδυτικότητας, προκαλεί θυμηδία, γιατί η ευχή της Εκκλησίας για την ενότητα του σύμπαντος κόσμου θεμελιώνεται στο έργο του Επιφανέντος Υιού και Λόγου, ο οποίος αναίρεσε τις διαιρέσεις και χάρισε τη Δόξα και την ειρήνη του και πάλι σε όλο τον κόσμο.

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Πράξ. κ´, 16-18, 28-36: «16 ἔκρινε γὰρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν Ἔφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα. 17 Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς Ἔφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. 18 ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· Ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ’ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν Ἀσίαν, πῶς μεθ᾽ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην. - 28 προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. 29 ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· 30 καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. 31 διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. 32 καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. 33 ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· 34 αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾽ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. 35 πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. 36 καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ἰω. ιζ´, 1-13: «1. Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σέ, 2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. 3 αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. 4 ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελειώσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· 5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6 Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. 7 νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσίν· 8 ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 9 ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσί, 10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. 11 καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12 ὅτε ἤμην μετ᾽ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. 13 νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς».

 

 

 

 

Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, 28 Μαΐου 2025 (25/5/2023)

(Αριθμ. 17Ν)

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ. 


Α. 1. Η εορτή της Αναλήψεως του Χριστού είναι το μεθόριο του Πάσχα (σε μία ενότητα με το Τριώδιο) και της Πεντηκοστής. Εξάλλου, εορτολογικά βρίσκεται σε άμεση συνέχεια με το Άγιο Πάσχα με την Απόδοση της εορτής κατά την προτεραία, η οποία και την προκαταγγέλλει, καθώς εναλλάσσονται ο Προεόρτιος Κανόνας της Αναλήψεως, ο πρώτος Κανόνας του Πάσχα με τις Καταβασίες και του Τυφλού, λόγω της Αποδόσεως της εορτής. Κατά ταύτα, είναι ενδεικτικά τα τρία τροπάρια της πρώτης Ωδής του Προεορτίου Κανόνα της Αναλήψεως με την ανακεφαλαίωση της υπέρ ημών Θείας Οικονομίας του Ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός, αναιρέσαντος την προπατορική αποστασία και διαίρεση, ἦχος πλ. α´: α) «Ἄνω πρὸς τὸν Πατέρα, Χριστὸς ἀνέρχεται, καὶ προσάγει τὴν σάρκα, ἣν ἐξ ἡμῶν ἀνέλαβεν· Αὐτὸν ἀνυμνήσωμεν, ἐν αἰνέσει σήμερον, ἐπινίκιον ὕμνον ᾄδοντες», β) «Βίβλοι γραφῶν ἐνθέων, καὶ τὰ κηρύγματα, τῶν σοφῶν θεηγόρων, πέρας σαφῶς ἐδέξαντο· μετὰ γὰρ τὴν Ἔγερσιν, ὁ Δεσπότης ἄνεισι, μετὰ δόξης εἰς τὰ οὐράνια», γ) «Γῆ μυστικῶς χορεύει, καὶ τὰ οὐράνια, θυμηδίας πληροῦται, ἐπὶ τῇ Ἀναλήψει Χριστοῦ, τοῦ τὰ πρὶν ἑνώσαντος, διεστῶτα χάριτι, καὶ φραγμὸν τὸν τῆς ἔχθρας λύσαντος». Στην ίδια ερμηνευτική γραμμή με τον Κανόνα του Πάσχα και τον Προεόρτιο της Αναλήψεως προβάλλεται η ενότητα της αποκαλύψεως του Λόγου ασάρκως και ενσάρκως στην προοπτική της προετοιμασίας για το ευχαριστιακό δείπνο του Πνευματικώς ορωμένου και αοράτως συνόντος Κυρίου της Δόξης και αεί ερχομένου: Κανώς α´, Ωδή δ´, ἦχος α´, τροπάριο δ´, του Πάσχα: «Ὁ θεοπάτωρ μὲν Δαυΐδ, πρὸ τῆς σκιώδους κιβωτοῦ ἥλατο σκιρτῶν, ὁ λαὸς δὲ τοῦ Θεοῦ ὁ ἅγιος, τὴν τῶν συμβόλων ἔκβασιν, ὁρῶντες, εὐφρανθῶμεν ἐνθέως, ὅτι ἀνέστη Χριστὸς ὡς παντοδύναμος», και Κανών α´ Προεόρτιος της Αναλήψεως, Ωδή ε´, ἦχος πλ. α´, τροπάριο γ´: «Νόμου προσκιάσματα, καὶ τὰ κηρύγματα, τῶν θεηγόρων, Χριστὲ πληρώσας, ἀνῆλθες νεφέλης σε, καθυπολαβούσης, Σωτὴρ πρὸς τὰ οὐράνια», όπως επίσης του αυτού Προεορτίου Κανόνος, Ωδή θ´, τροπάριο γ´ κατά το Αποστολικό Ανάγνωσμα: «Σοῦ τὴν θείαν ἄνοδον, θαυμαζόντων θείων Μαθητῶν, ἐπέστησαν ἐμφανῶς, Ἄγγελοι αὐτοῖς, βοῶντες· ὃν βλέπετε ἀνιόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, οὗτος ἐλεύσεται, μετὰ δόξης κρῖναι ἅπαντας».

2. Με τα Στιχηρά Ιδιόμελα επισημαίνονται η ανακεφαλαίωση του Μυστηρίου της Θείας ενσάρκου Οικονομίας και η προετοιμασία για την έλευση του Αγίου Πνεύματος για την τέλεση του ευχαριστιακού δείπνου. Αυτήν την ερμηνευτική γραμμή αναδεικνύουν τα Προφητικά Αναγνώσματα από τον Ησαΐα και το Ζαχαρία, με τον προφητικό τύπο της Παναγίας ως ὄρους και οἴκου του Θεού[1], και το άκρως ευχαριστιακό δεύτερο Προφητικό Ανάγνωσμα με τον ερχόμενο εξ Εδώμ στα κόκκινα ιμάτια και το πάτημα του ληνού και την ανάδυση του ζώντος ύδατος εξ Ιερουσαλήμ του Κυρίου Βασιλέως «ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν» του τρίτου Προφητικού Αναγνώσματος εκ του Ζαχαρίου, που είναι συγχρόνως ένας προφητικός προχειρισμός και του εν Πνεύματι βαπτίσματος. Εξάλλου, με τις Καταβασίες της εορτής, ήδη με αυτήν της πρώτης Ωδής του δ´ ἤχου, ερμηνεύεται το άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως «Τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν» σε μία ενότητα με τα Θεοφανικά γεγονότα του άσαρκου Λόγου: «Θείῳ καλυφθεὶς ὁ βραδύγλωσσος γνόφῳ, Ἐρρητόρευσε τὸν θεόγραφον νόμον. Ἰλὺν γὰρ ἐκτινάξας ὄμματος νόου, Ὁρᾷ τὸν ὄντα καὶ μυεῖται Πνεύματος, Γνῶσιν, γεραίρων ἐνθέοις τοῖς ᾄσμασιν».

3. Κατά ταύτα, πέραν από τα Αγιογραφικά Αναγνώσματα, στὰ οποία καταγράφεται η μαρτυρία των Αποστόλων και Ευαγγελιστών, η εορτή πλημμυρίζεται από την απάντηση της Εκκλησίας προς τοὺς χριστομάχους όλων των εποχών για την πίστη της στο πρόσωπο του Χριστού, ποὺ διακρατεί και συνέχει το ανθρώπινο γένος από τη δημιουργία και μέχρι τους άπειρους αιώνες. Ο Χριστός ως Αρχή και Μέση και Τέλος, ο αεί Ων, ο Παντοκράτωρ, όπως τον έθεσε συγκλονιστικά στον τρούλλο των εκκλησιών η Ορθόδοξη Αγιογραφία μετά των Προφητών, των Αποστόλων, μετά των Αγγέλων, Φως απρόσιτο, οικών τα σύμπαντα και παρέχων τη διαλλαγή της κτίσης με τον Κύριο και Θεό, τον παρέχοντα την ειρήνη, που υπερβαίνει το νου των λογικών πλασμάτων του.

 

Β. 1. Χρειάστηκαν περίπου χίλια χρόνια, για να ερμηνευθεί μία και μόνο πρόταση του Συμβόλου της Πίστεως («καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός»), η παραγωγή μιας πρωτόγνωρης νηπτικής πράξης και ερμηνευτικής καταγραφής, η εκκαθάριση από τις ανθρώπινες συμπεριφορές μιας άκρως υποκριτικής ηθικής, κατά βάση καταδυναστευτικής και απάνθρωπης, της οποίας οι απαρχές ανάγονται στο ίδιο το γεγονός της αρχέγονης αποστασίας και της θεοποιήσεως του ανθρώπου κατά την ιστορική του περιπέτεια, χρειάστηκαν περίπου χίλια χρόνια, να «πέσει» μία αυτοκρατορία, για να αφομοιωθεί λειτουργικά «ἐν ἀνθρώποις» το γεγονός της εν Αγίω Πνεύματι παρουσίας του Χριστού στην ιστορία και τα έσχατα με κέντρα το Άγιο Όρος, τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Εννοώ, βέβαια, τα κατορθώματα της πίστεως των ησυχαστών Πατέρων με προηγό τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, για να βγει το συμπέρασμα ότι η σωτηρία είναι δωρεά του Θεού και όχι κατάκτηση του ανθρώπου δι᾽ ιδίων μέσων και δυνάμεων, και ιδίως, λόγω μιας υποκριτικής «καθαρότητος», που ήταν ο κύριος πυρήνας της ανθρώπινης αρετολογίας του αρχαίου κόσμου, της αυτοθέωσης του ανθρώπου.

 

Γ. Τόσο το Αποστολικό όσο και το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα συμπίπτουν κατά συγγραφέα, ενπολλοίς και κατά περιεχόμενο, αφού το ένα είναι συνέχεια του άλλου, ή το Αποστολικό λειτουργεί ως εισαγωγική περίληψη του Ευαγγελικού, το οποίο είναι, δηλαδή, και η κατακλείδα του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου.

Τα δύο Αναγνώσματα δομούνται υπό συγκεκριμένο άξονα:

α) την τελευταία όραση του Αναστάντος Χριστού από τους Μαθητές, οι οποίοι σιγά σιγά ξαναμαζεύτηκαν στα Ιεροσόλυμα, στην Ιουδαία, καθώς είχαν σκορπίσει στα προτερινά τους μέρη στη Γαλιλαία μετά την απογοήτευσή τους από το σταυρικό θάνατο του Δασκάλου τους.

β) την παραγγελία, άμα τε και υπόμνηση περί της «ἐπαγγελίας» του Πατρός, η οποία δεν είναι μία αφηρημένη ιδέα, έννοια, (σαν αυτές που γράφονται από θεολόγους), αλλά συγκεκριμένη πράξη. Εξηγούμαι: Πρόκειται για το γεγονός του βαπτίσματος ἐν Πνεύματι Αγίω (Πράξ. α´, 6). Εξάλλου, ο Χριστός πρώτα έπραττε και ύστερα δίδασκε, όπως σημειώνει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο Αποστολικό Ανάγνωσμα «ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν», Πράξ. α´, 1). Μάλιστα, σημειώνεται ότι αυτό το βάπτισμα, το οποίο θα τους συμβεί στα Ιεροσόλυμα, όπου πρέπει να περιμένουν («καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ᾽ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους», Λουκ. κδ´, 49), είναι υπέρβαση του δι᾽ ύδατος βαπτίσματος του Ιωάννη, υπέρβαση, δηλαδή, του Νόμου, και γι᾽ αυτό τους υποδεικνύεται και η έξοδος προς όλη την Οικουμένη, όπου δεν θα χρειάζονται, δηλαδή, να βαπτίζουν τους χριστιανούς στα ύδατα του Ιορδάνη: «ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾽ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς», Πράξ. α´, 8.

γ) Τα «πολλά τεκμήρια» του Αναστάντος Χριστού του Αποστολικού Αναγνώσματος (Πράξ. α´, 3) αντιστοιχούν στα γεγονότα των οράσεων του Αναστάντος Χριστού μέχρι και της εστιάσεώς του με ψάρι και μέλι, σύμφωνα με το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, προκειμένου να αντιληφθούν οι Μαθητές ότι είναι ο Ενανθρωπήσας Θεός, περί του οποίου ομίλησε ο θεόπτης Μωϋσής, οι Προφήτες, οι Ψαλμοί, αλλά και ότι η μαρτυρία τους πρέπει να απλωθεί σ᾽ όλη την Οικουμένη.

δ) Η κατενώπιον των Μαθητών ολοσώματη Ανάληψη του Αναστάντος Χριστού στους ουρανούς και η εκ δεξιών του Πατρός καθέδρα του γίνονται για όλο το ανθρώπινο γένος. Το ανθρώπινο εγγυητικά και προκαταβολικά εισέρχεται στη ζωή της Αγίας Τριάδος. Αυτό το γεγονός ερμήνευσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας σε μία σειρά συνόδων από την Τρίτη Οικουμενική και μέχρι τις Ησυχαστικές Συνόδους του 14ου αιώνα, σε μία συνέχεια νήψεως, δοξολογίας, φωτοχυσίας και υπέρ νουν θεωρίας.

ε) Γι᾽ αυτό η υμνολογία της ημέρας είναι μία υμνολογική ερμηνεία της συνοδικής πράξης της Εκκλησίας, η οποία θα πρέπει να ξαναγίνει το κέντρο της ζωής των χριστιανών, αν δεν θέλουμε να πνιγούμε στις ατέρμονες φλυαρίες, που αφορούν ουσιαστκώς σ᾽ ένα κατακερματισμένο ακόμη και εν εαυτώ άνθρωπο στον ιδιοτελή ιδιασμό του. Παραθέτω ενδεικτικά από τον Κανόνα α´, ᾨδὴ η´, ἦχος πλ. α´, τον εἱρμό, που είναι σύνοψη του εις ημάς μυστηρίου της Θείας Οικονομίας του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός, ως υμνολογική ερμηνευτική συνόψιση του Συμβόλου της Πίστεως και των Όρων των Οικουμενικών Συνόδων: «Τὸν ἐκ Πατρὸς πρὸ αἰώνων, γεννηθέντα Υἱὸν καὶ Θεόν, καὶ ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν χρόνων σαρκωθέντα ἐκ Παρθένου Μητρός, ἱερεῖς ὑμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Τὸν ἐν δυσὶ ταῖς οὐσίαις, ἀναστάντα ζωοδότην Χριστόν, εἰς οὐρανοὺς μετὰ δόξης καὶ Πατρὶ συγκαθεζόμενον, ἱερεῖς ὑμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Τὸν ἐκ δουλείας τὴν κτίσιν, τῶν εἰδώλων λυτρωσάμενον, καὶ παραστήσαντα ταύτην, ἐλευθέραν τῷ ἰδίῳ Πατρί, σὲ Σωτὴρ ὑμνοῦμεν, καὶ σὲ ὑπερυψοῦμεν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Τὸν τῇ αὐτοῦ καταβάσει, καθελόντα τὸν ἀντίπαλον, καὶ τῇ αὐτοῦ ἀναβάσει, ἀνυψώσαντα τὸν ἄνθρωπον, ἱερεῖς ὑμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Πράξ. α´, 1-12: «1 Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν 2 ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· 3 οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾽ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. 4 καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ Ἱεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· 5 ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. 6 οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ; 7 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, 8 ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾽ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. 9 καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. 10 καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, 11 οἳ καὶ εἶπον· Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾽ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. 12 Τότε ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς Ἱερουσαλὴμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: (Ἑωθινὸν στ´): Λουκ. κδ´, 36-53: «36 Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἔστη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. 37 πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. 38 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 39 ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. 40 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. 41 ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; 42 οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου, 43 καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν. 44 εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. 45 τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς, 46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι Οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, 47 καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ. 48 ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. 49 καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ' ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. 50 Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. 51 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾽ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. 52 καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης, 53 καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν».



[1]. Ἡσ. β´, 2: «Ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, ἐμφανὲς τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ ἐπ᾽ ἄκρων τῶν ὀρέων, καὶ ὑψωθήσεται ὑπεράνω τῶν βουνῶν, καὶ ἥξουσιν ἐπ᾽ αὐτῷ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ πορεύσονται λαοὶ πολλοί, καὶ ἐροῦσι· Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ, καὶ ἀναγγελεῖ ἡμῖν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ πορευσόμεθα ἐν αὐτῇ».