HELLENOPHONIA

Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

 

Σύναξις τῶν Ἁγίων ἐνδόξων Δώδεκα Ἀποστόλων,

Δευτέρα 30 Ἰουνίου 2025-(30/6/ 2023) (Αριθμ. 25N)

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

 

Α. 1. Η Εκκλησία σήμερα, ως συνέχεια της χθεσινής εορτής, τιμά τη μνήμη των Δώδεκα Αποστόλων. Όπως με τη μνήμη των Αγίων Πάντων, που τίθεται στο τέλος του Πεντηκοσταρίου, έτσι και τώρα με την αρχή του εορτολογίου της ένσαρκης Θείας Οικονομίας η Εκκλησία ανοίγει τον αυτό κύκλο της ιεράς παιδείας προβάλλοντας μετά τον μεθόριο Παλαιάς και Καινής Διαθήκης Προφήτη και Πρόδρομο Άγιο Ιωάννη, τους Δώδεκα Αποστόλους, χωρίς να παύσει να διακρίνει και πάλι τους Απόστολο Πέτρο και Παύλο, όπως λέγεται στο Θεοτοκίο, ἦχος β´, μετά το Ἐξαποστειλάριον της χθεσινής εορτής: «Τὸ μέγα καὶ παράδοξον, τοῦ τόκου σου μυστήριον, θεοχαρίτωτε Κόρη, καὶ Θεομῆτορ Παρθένε, Προφῆται προεκήρυξαν, Ἀπόστολοι ἐδίδαξαν, Μάρτυρες ὡμολόγησαν, Ἄγγελοι δὲ ἀνυμνοῦσι, καὶ ἄνθρωποι προσκυνοῦσιν», ενώ οι Πρωτοκορυφαίοι, μαζί με τον αδελφό του Πέτρου Ανδρέα παρουσιάζονται και στη σημερινή ακολουθία του Όρθρου ως προσαγωγοί στο Χριστό όλου του ανθρώπινου γένους, Ιουδαίων και εθνικών αντιστοίχως, ως εξής:

Κανών α´, ᾨδὴ γ´, τῶν Κορυφαίων, Ἦχος δ´, τροπάρια α´και β´: «Ὁ σύγγονος Πέτρε σοι Ἀνδρέας, προφαίνει Μεσσίαν τὸν Χριστόν, ᾧ πίστει προσεπέλασας. Καὶ σὺ Παῦλε θεσπέσιε, τῷ θεουργῷ Βαπτίσματι, δι᾽ Ἀνανίου πεφώτισαι»: «Νωθρῶς τοὺς τῷ γράμματι τοῦ Νόμου, προσπταίοντας γόνους, Ἰσραήλ, τῷ φωτισμῷ τῆς χάριτος, ὁ Πέτρος προσενήνοχε· Τὰς τῶν ἐθνῶν ἀγέλας δέ, ὁ Παῦλος πλάνης ἐῤῥύσατο».

Κανών α´, ᾨδὴ ζ´, τῶν Κορυφαίων, Ἦχος δ´, τροπάρια β´ και γ´: «Νομολάτρας μέν, ὁ Πέτρος ἐσυνέτιζεν, ὡς προσετέτακτο, ὁ Παῦλος δὲ ἐθνικούς, τούτους τε τῇ χάριτι, Χριστοῦ προσέφερον, ἀνακράζοντες· ὁ τῶν Πατέρων Κύριος, καὶ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ»: «Ὡς πανάριστος, ὁ Πέτρος τοῦ Χριστοῦ ποιμήν, τὴν ποίμνην εἴληφε, τῆς δ᾽ Ἐκκλησίας αὐτοῦ, ὁ Παῦλος διδάσκαλος, ἔνθεος γέγονεν, ἄμφω κράζοντες· ὁ τῶν Πατέρων Κύριος, καὶ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ».

2. α. Στον Κανόνα τῶν Κορυφαίων, οὗ ἡ Ἀκροστιχίς: Πέτρον γεραίρω, Παῦλον ὑμνῶ προφρόνως, ᾨδὴ α´, Ἦχος δ´, τροπάριο γ´, αμφότεροι φέρονται ως να είναι παρόντες στο γεγονός της Πεντηκοστής, όπως και οι άλλοι Απόστολοι: «Τὴν χάριν Ἀπόστολοι, οὐσιωδῶς ἐνδημήσασαν, ἡμῖν εἰσδεξάμενοι, τοῦ θείου Πνεύματος, διενείμασθε, τῆς γῆς ἁπάσης, Πέτρε καὶ Παῦλε, διδάσκοντες, πάντα τὰ πέρατα». Στην Πατερική Ερμηνευτική, ιδίως κατά τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, με τον όρο ενδημία του Αγίου Πνεύματος σημαίνεται η Πεντηκοστή, ενώ το «οὐσιωδῶς» σημαίνει το πραγματικώς, πραγματικά, αληθινά, και δεν έχει καμία σχέση με τον όρο οὐσία, όταν τον χρησιμοποιούμε για να επισημάνουμε ότι ο Θεός είναι απρόσιτος κατά την ουσία του, ως άκτιστος.

β. Με τη σημασία του Νεοελληνικού επιρρήματος πραγματικά, πραγματικώς, οι Αλεξανδρινοί Πατέρες χρησιμοποιούν τα δοτικοφανή επιρρήματα φύσει, οὐσίᾳ, ἀληθείᾳ. Επισημαίνω, ιδίως, τη χρήση και ερμηνεία του όρου «οὐσιωδῶς», γιατί υπήρξε αντικείμενο θεολογικής κριτικής στο πλαίσιο της ερμηνευτικής του γεγονότος της Πεντηκοστής από τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, τον οποίο ακολουθούν όλοι οι Πατέρες και, ιδίως ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς. Το τροπάριο αυτό στηρίζεται πάνω σε κείμενο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.

Β. 1. Η διανομή της χάριτος του Αγίου Πνεύματος στα πέρατα της γης συνάδει με την Ευαγγελική περικοπή, η οποία προέρχεται από το ένατο και δέκατο κεφάλαιο του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. Στο όγδοο κεφάλαιο έχουμε μία σειρά θεοσημιών από μέρους του Χριστού. (Χρησιμοποιώ τον όρο θεοσημ(ε)ία, που είναι ένας όρος που χρησιμοποιεί κατεξοχήν ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, για να δηλώσει όχι μόνο τα θαύματα του Χριστού αλλά και όλα τα γεγονότα της παρουσίας του ενανθρωπήσαντος Λόγου ως του αυτού τελείου Θεού της προφητικής αναμονής). Ο Χριστός, λοιπόν, αποστέλλει τους Αποστόλους δωρούμενος τη θεϊκή του εξουσία ως δημιουργού και ανακαινιστή του πεπτωκότος ανθρώπου, να ενεργήσουν κατά χάρη τα αυτά θαύματα, ενώ σε άλλο σημείο, που απέτυχαν στην αποστολή αυτή, τούς λέγει ότι είναι ολιγόπιστοι. Αρχίζει, δηλαδή, ο Χριστός να ετοιμάζει τους Αποστόλους να αναγνωρίσουν ότι είναι ο Θεός των Πατέρων τους, τους ετοιμάζει προς την Πεντηκοστή, (ουσιαστικώς όλους μας σε ένα ενιαύσιο κύκλο), όπου με τη μόνιμη ενδημία του Αγίου Πνεύματος όλο το ανθρωπινο γένος γίνεται δυνάμει δεκτικό της θεώσεως.

2. Συγχρόνως με το παράδειγμα των δύο Πρωτοκορυφαίων συνοψίζεται η κοινή πορεία όλων μας, παλαιού και νέου Ισραήλ, μία πορεία δοκιμασίας από τα αντίθεα πνεύματα, που απαιτεί όχι μόνο πνεύμα υπακοής, προς ανατροπή της προπατορικής αποστασίας, αλλά και μία σχέση εντάξεως και οικειώσεως των σχέσεων του εκκλησιαστικού σώματος σαν εκείνη του Πατέρα προς το παιδί του, όπως λέγει στο Αποστολικό Ανάγνωσμα ο Απόστολος Παύλος.

3. Στην Εκκλησία γνωρίζουμε τους Πατέρες, που κράτησαν και κρατούν την Αποστολική πίστη του Ευαγγελίου του Χριστού σε μία συνέχεια και παράδοση μαζί με τους Προφήτες, πράξη και λειτουργική ενότητα, χωρίζουν από αυτήν μόνο όσοι νομίζουν ότι η θεία χάρη διανέμεται έτσι μαγικά σ᾽ αυτούς άνευ της ζωντανής συνέχειας της Εκκλησίας, οπότε διεκδικούν εγωκεντρικά και αποστατικά να πάρουν τη θέση των Πατέρων της Εκκλησίας, λυμαινόμενοι τα κοινά αγαθά και επισωρεύοντες δεινά στον εαυτό τους και τους χριστιανούς που τους ακολουθούν σα σύγχρονους προφήτες, ερήμην του κοινού εκκλησιαστικού σώματος από κτίσεως κόσμου.

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Α´ Κορ. δ´, 9-16: «9 δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. 10 ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. 11 ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν 12 καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, 13 βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι. 14 Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾽ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ· 15 ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾽ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. 16 παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. θ´, 36- ι´, 1-8: «36 Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα. 37 τότε λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι· 38 δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ– 1 Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. 2 Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά ἐισι ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, 3 Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἁλφαίου καὶ Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος, 4 Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς αὐτόν. 5 Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε, καὶ εἰς πόλιν Σαμαριτῶν μὴ εἰσέλθητε· 6 πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. 7 πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι Ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 8 ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε».

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

 

    Πέτρου καὶ Παύλου τῶν Πρωτοκορυφαίων,  
       Κυριακή 29 Ἰουνίου 2025- (29 Ἰουνίου 2023)- (Αριθμ. 24N)

  

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

Α. 1. Τιμά σήμερα η Εκκλησία τη μνήμη των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου αναδεικνύοντας την καρποφορία των Μαθητών του Χριστού στην Εκκλησία της χάριτος. Η προβολή των δύο Αποστόλων ως προοίμιο της αυριανής εορτής της Συνάξεως τῶν Ἁγίων ἐνδόξων Δώδεκα Ἀποστόλων δεν έχει γίνει τυχαία, καθώς ο ένας αυτόπτης μάρτυρας, ως ο πρεσβύτερος των Μαθητών του Χριστού, ομιλούσε εκ μέρους όλων, ενώ ο Απόστολος Παύλος κατέστη θεόπτης εν Αγίω Πνεύματι του Αναστάντος Χριστού.

2. α. Κατά το Τυπικὸ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας η σύναξη γινόταν «ἐν τοῖς Ἁγίοις Ἀποστόλοις τοῖς μεγάλοις καὶ ἐν τῷ Ὀρφανοτροφείῳ καὶ ἐν τῷ πανσέπτῳ ἀποστολείῳ τοῦ ἁγίου καὶ πανευφήμου ἀποστόλου Πέτρου τῷ συγκειμένῳ τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ». Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι προσερχόταν η λιτανεία με το Σταυρό από το Ορφανοτροφείο στο ναό του Αγίου Πέτρου, ψάλλονταν τα σχετικά τροπάρια, εν συνεχεία προέπεμπε τη λιτή ο Πατριάρχης μέχρι τη φιάλη της Μεγάλης Εκκλησίας και επέστρεφε στο Αποστολείο του Αγίου Πέτρου για την παννυχίδα, ενώ η λιτανεία «τοῦ ὑπάρχου καὶ τοῦ ὀρφανοτρόφου καὶ πάσης τῆς πολιτικής καὶ δημοτικῆς τάξεως» κατερχόταν στο Ορφανοτροφείο. Την κυριώνυμη ημέρα η σύναξη γινόταν στο Αποστολείο του Αγίου Πέτρου με τον Πατριάρχη. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι και η σύναξη για τη μνήμη των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων την επομένη ημέρα με τον Πατριάρχη στη λιτή γινόταν στο Ορφανοτροφείο και όχι στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

β. Ως προς το αναφερόμενο Ορφανοτροφείο με ναό εντός αυτού του Αποστόλου Παύλου θα πρέπει να σημειωθεί ότι ευρίσκετο πλησίον της Αγίας Σοφίας και του Παλατίου, είτε προς την πλευρά της Ακροπόλεως και πλησίον του Χριστού του Φιλανθρώπου, ή από την αντίθετη πλευρά πλησίον του ναού των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, με την πρώτη εκδοχή περισσότερο πιθανή και πάντως πλησίον του Παλατίου, καθώς η φροντίδα των ορφανών ήταν αυτοκρατορική καθαρά υποχρέωση, όπως επίσης και το οφίκιο του ορφανοτρόφου ανήκε στην αυτοκρατορική τάξη και ασκείτο από πρόσωπο με υψηλή νομική κατάρτιση.

 

Β.Τρεις επισημάνσεις για τη σημερινή εορτή:

1. Στο Μεγάλο Εσπερινό τα Αγιογραφικά Αναγνώσματα, που συνήθως τα λέμε Προφητικά, γιατί η Παλαιά Διαθήκη, η καταγραφή, δηλαδή, για την Αποκάλυψη του Άσαρκου Λόγου, διαβαζόταν στον Εσπερινό, ως προοίμιο της ἐν σαρκί, δι᾽ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν Αποκαλύψεως του ένσαρκου Υιού και Λόγου, που είναι τα της Θείας Λειτουργίας, προέρχονται κατεξαίρεση από την α´ Καθολική Επιστολή του Πέτρου (κεφ. α´, 3-9: α´, 13-19, β´, 11-24). Πρόκειται για μία άκρως ισχυρά λειτουργική υπόμνηση ότι βρισκόμαστε ενώπιον της συνεχιζόμενης Πεντηκοστής, δηλ. του αυτού Πνευματικώς ορωμένου Λόγου, πράγμα το οποίο απηχούν τα τρία Αναγνώσματα. Κατεξαίρεση, δηλαδή, ήδη από τον Εσπερινό της σημερινής εορτής, συμπεριλαμβανομένης και της αυριανής, είναι σα να πλημμυρίζεται η εκκλησιαστική κοινότητα από τη χάρη του ενδημούντος στην Εκκλησία Αγίου Πνεύματος γευόμενη την παρουσία τού εν δεξιά του Πατρός καθημένου Χριστού ως ενιαίο γεγονός, γι᾽ αυτό ο Απόστολος Πέτρος ομιλεί περί της τιμής του Βασιλέως Χριστού, περί της ημέρας της επισκοπής και περί της κλήσεως των χριστιανών, ανεξαρτήτως κοινωνικών και φυλετικών συμβάσεων, και γι᾽ αυτό η πίστη ταυτίζεται με τη χάρη, επειδή είναι η πίστη της Εκκλησίας της χάριτος.

 

2. α. Διασαφηνίζω ότι δεν μπορούμε να ομιλούμε περί της χάριτος του Χριστού και παράλληλα περί της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Αυτά γράφονται από τεχνολόγους της Πνευματικοκεντρικότητας, Χριστοκεντρικότητας, Εκκλησιοκεντρικότητας και ποικίλων άλλων ανοησιών, με τις οποίες βασανίζονται οι φοιτητές, και παράγονται ημιμαθείς θεολόγοι. Μία είναι η χάρη, διαφορετικό το έργο των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Το λέω όσο πιο απλά γίνεται: Στην Εκκλησία της χάριτος το έργο του Αγίου Πνεύματος είναι η συναγωγή στην Εκκλησία και η συσσωμάτωση όλων των ανθρώπων μετά την Πεντηκοστή, που ο Χριστός είναι απών σωματικά, (ἀοράτως συνών), ώστε να αναχθούν κι αυτοί, όπως ο παλαιός Ισραήλ στο Μυστικό Δείπνο, στο αυτό γεγονός της οράσεως και ομολογίας του Χριστού, ο οποίος τώρα είναι Πνευματικώς ορώμενος, εξού και η αναγκαιότητα της ευχής της Επικλήσεως κατά τη Θεία Λειτουργία, ως συνεχιζόμενη Πεντηκοστή και κέντρο του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας, που διενεργεί ο Λόγος ασάρκως, ενσάρκως και Πνευματικώς. Μία και η αυτή είναι η χάρη της ομοούσιας Αγίας Τριάδος, διαφορετικό το έργο των προσώπων. Η αναφορά μας οικονομείται στο πρόσωπο του Χριστού, γιατί Αυτός εποίησε, (δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο) ενηνθρώπησε και ανήγαγε το ανθρώπινο στη ζωή της Αγίας Τριάδος. Αυτόν, δηλ. που είδαν οι Προφήτες άσαρκο, αυτόν που άγγιξαν και είδαν με τα μάτια τους ένσαρκο οι Μαθητές, αυτόν και βλέπουν και γεύονται τώρα οι χριστιανοί μετά πάντων των Αγίων, εξαιρέτως δε της Υπεραγίας Θεοτόκου, Πνευματικά με τη μία και την αυτήν άκτιστη χάρη εν τη βασιλεία του «νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων!». Οι θεολόγοι μιλούν ενπολλοίς για τη χάρη και τη χάρη των μυστηρίων τελείως θεωρητικά, σαν μάγοι, γιατί ομιλούν για τη χάρη ανεξάρτητα από το πρόσωπο του οικονομήσαντος την υπέρ ημών σωτηρία, του αεί παρόντος Πνευματικώς ορωμένου Λόγου. Οι ησυχαστές μοναχοί με τη μονολόγιστη ευχή αυτό κάνουν πράξη, γι᾽ αυτό επικαλούνται το όνομα του Χριστού, στην προσπάθειά τους να φτάσουν στην κατάσταση της θεωρίας -θεώσεως, ώστε να έχουν Πνευματικώς όραση διαρκή του Λόγου, όπως οι Προφήτες και οι Απόστολοι. Οι άκτιστες ενέργειες ανεξάρτητες από το πρόσωπο του Χριστού, που αποκαλύπτει τον Πατέρα και δίνει τη μαρτυρία για τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, είναι στα κεφάλια των τεχνολόγων θεολόγων.

 

2. β. Οι δύο Απόστολοι, οι οποίοι καταλήγουν στη Ρώμη, έχουν κατά την υμνολογία της Εκκλησίας δύο κοινά χαρακτηριστικά: Ο ένας, ο Πέτρος, αρνήθηκε τρις το Χριστό, ο Παύλος υπήρξε διώκτης (Κανών α´, ᾨδὴ ε´, τῶν Κορυφαίων, Ἦχος δ´, τροπάριο β´, «Πέτρος ἀρνησάμενος, ἐκ τρίτου τὸν διδάσκαλον, τριττῇ τοῦ φιλεῖν συγκαταθέσει, προσῳκειώθη, Παῦλος δ᾽ ὁ πρὶν βλασφημῶν, σοβαρῶς τε θλίβων τοὺς πιστούς, ὕστερον ἐκήρυττεν, ὃν ἐδίωκε πρότερον». Και οι δύο μετενόησαν και είναι θεόπτες, ο ένας παρών στη Μεταμόρφωση και πρώτος που είδε τον Αναστάντα Χριστό, ο δεύτερος στη θεοπτία του αρπαγμού στον τρίτο ουρανό ορά το Χριστό Πνευματικώς, όπως και οι άλλοι Απόστολοι, «9 καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου» (Β´ Κορ. 21-ιβ´, 9). Η θεοπτία του Αποστόλου Παύλου είναι το βάπτισμά του στην Πεντηκοστή ως κλήση, με ολοκλήρωση του βαπτίσματος κατά τις Πράξεις των Αποστόλων: «Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, Ἰησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καὶ πλησθῇς Πνεύματος ἁγίου. καὶ εὐθέως ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὡσεὶ λεπίδες, ἀνέβλεψέ τε, καὶ ἀναστὰς ἐβαπτίσθη, καὶ λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν».

 

γ. Σύμφωνα με την υμνολογία της Εκκλησίας, όπως θα φανεί και με την αυριανή εορτή, ουδόλως αποδεικνύονται οι αξιώσεις περί της καθέδρας Πέτρου και πρωτοκαθεδρίας από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Και οι δύο Απόστολοι μαρτύρησαν στη Ρώμη και οι δύο έδρασαν στην Αντιόχεια κατά την πρώτη ανθοφορία της Αποστολικής κοινότητας και αμφότεροι είναι επίσης οι προστάτες του μαρτυρικού Πατριαρχείου Αντιοχείας, όπου ανεφάνη το πρώτον και ο όρος χριστιανός!

 

ΣΗΜ.: Τώρα, η μελέτη του έργου του Αποστόλου Παύλου ως εργολαβία από τους βιβλικούς θεολόγους, που έχει γίνει αποδεκτή και από την ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποδεικνύει μόνο ανεπάρκεια κειμενική και θεολογική, διάσπαση της ερμηνευτικής συνέχειας, και αυτονόμηση της μελέτης της Αγίας Γραφής από τη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος πάντων των Αγίων του Θεού και της συνέχειας του εκκλησιαστικού βίου με ποικίλες εκφράσεις ζωής, αν και τελευταία το σχήμα επαγγελία- ανακεφαλαίωση άρχισε να ξεπροβάλει κατ᾽ αντιγραφή, χωρίς ικανές μετατοπίσεις ως προς το μείζον θέμα της προσλήψεως από όλη ζωή της Εκκλησίας αδιάκοπα. Αρκεί κι αυτό!

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Β´ Κορ. ια´, 21-ιβ´, 9: «21 κατὰ ἀτιμίαν λέγω, ὡς ὅτι ἡμεῖς ἠσθενήσαμεν. ἐν ᾧ δ᾽ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ. 22 Ἑβραῖοί εἰσι; κἀγώ· Ἰσραηλῖταί εἰσι; κἀγώ· σπέρμα Ἀβραάμ εἰσι; κἀγώ· 23 διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ· ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις· 24 ὑπὸ Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, 25 τρὶς ἐραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθήμερον ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· 26 ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις· 27 ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι· 28 χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπίστασίς μου ἡ καθ' ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. 29 Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; 30 εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι. 31 Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. 32 ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, 33 καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ- 1 Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. 2 Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. 3 καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· 4 ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. 5 ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. 6 ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. 7 Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. 8 ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα, ἵνα ἀποστῇ ἀπ' ἐμοῦ· 9 καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ' ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ».

 

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. ιστ´, 13-19: «13 Ἐλθὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων· Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; 14 οἱ δὲ εἶπον· Οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἰερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν. 15 λέγει αὐτοῖς· Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; 16 ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. 17 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾽ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 18 κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. 19 καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

 

Τὸ γενέθλιον τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, 24 Ἰουνίου 2025 (Αριθμ. 23ΝΒ1)

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

 

Α. 1. Καθώς ο εορτασμός της γέννησης του Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου κείται σε καθημερική, η ακολουθία ψάλλεται δίχα Παρακλητικής, εκτελείται, δηλαδή, μόνο με βάση το Μηναίο. Επιπλέον, και τα Παλαιοδιαθηκικά Αναγνώσματα του Μεγάλου Εσπερινού έχουν επιλεγεί με το κριτήριο της προφητικής αναφοράς στο γεγονός της γέννησης του Ιωάννη, όπως και το Ευαγγέλιο του Όρθρου είναι καθορισμένο (Λουκ. α´, 24-25, 57-68, 76,80).

2. Κατά το Τυπικὸ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, (με τη μορφή που διασώθηκε του 10ου αι.) η σύναξη γινόταν στο Προφητείο του «ἐν τοῖς Σπαρακίου», ή Σφαρακίου (πλησίον, δηλαδή, της Παναγίας των Χαλκοπρατείων), με λιτανεία που ξεκινούσε από την Αγία Σοφία, ενώ την επομένη, κατά την οποία εορτάζεται η άθληση της Οσιομάρτυρος Φεβρωνίας, και πάλι υπήρχε σύνδεση, καθότι η σύναξη γινόταν στο Προφητείο του Αγίου Προφήτου και Βαπτιστού Ιωάννου «τῷ ὄντι ἐν τῇ Ὀξείᾳ», που σημαίνει ότι πρόκειται ή για την ερημική ησυχαστική εγκατάσταση στη μικρότατη νήσο Οξεία των Πριγκιποννήσων, ή στο αρχικό Προφητείο εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου στον έβδομο λόφο (στο τρίτο διαμέρισμα) πλησίον του ναού και της Κινστέρνας του Αγίου Μωκίου, που απετέλεσε αρχικό κέντρο της εορτής των Μεγαλομαρτύρων μαζί με τα εγκαίνια της Κωνσταντινουπόλεως κατά την 11η Μαΐου.

 

Β. Θα πρέπει να σημειώσω ότι η επιλογή των στίχων του σημερινού Ευαγγελικού Αναγνώσματος από το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο με παράληψη, τουλάχιστον, των στίχων 39-45 και 56 («39 Ἀναστᾶσα δὲ Μαριὰμ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἐπορεύθη εἰς τὴν ὀρεινὴν μετὰ σπουδῆς εἰς πόλιν Ἰούδα, 40 καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον Ζαχαρίου καὶ ἠσπάσατο τὴν Ἐλισάβετ. 41 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ἡ Ἐλισάβετ τὸν ἀσπασμὸν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησεν τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς· καὶ ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ 42 καὶ ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καὶ εἶπεν· Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. 43 καὶ πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρὸς μέ; 44 ἰδοὺ γὰρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τὰ ὦτά μου, ἐσκίρτησεν τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου. 45 καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου- 56 Ἔμεινε δὲ Μαριὰμ σὺν αὐτῇ ὡσεὶ μῆνας τρεῖς καὶ ὑπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς»), δημιουργεί αφενός σύγχυση στην παρακολούθηση της υμνολογίας της εορτής, η οποία ερμηνεύει όλο το πρώτο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου, πλήν του καθεαυτού γεγονότος του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αφετέρου αδυνατίζει σφόδρα την ερμηνεία και ένταξη του Ευαγγελικού γεγονότος της γεννήσεως του Αγίου Προδρόμου στο κατεξχήν γεγονός της προφητικής επαγγελίας της γεννήσεως του Χριστού έξη μήνες πριν.

Είναι μία δυσαρμονία, που μπορεί να δικαιολογείται από το μάκρος της περικοπής, ή από μία προσπάθεια αναδείξεως της εορτής καθεαυτής, αλλά το γεγονός της γεννήσεως του Αγίου Προδρόμου δεν μπορεί να ιδωθεί καθεαυτό ως ανάδειξη απλώς ενός γεγονότος υπερβάσεως των νόμων της φύσεως, ή ενός παραδείγματος ιδιαίτερης πίστεως από το Ζαχαρία και την Ελισάβετ, ή προσωπικών κατορθωμάτων ασκήσεως και μαρτυρικού τέλους από τον Άγιο Πρόδρομο. Εδώ πρόκειται για πρόγευση του γεγονότος της Γεννήσεως του Χριστού. Βρισκόμαστε ενώπιον του τέλους της μεταπατορικής πορείας του ανθρώπινου γένους, στο μεθόριο της ανατολής του νέου κόσμου, του νέου λαού του Θεού, έξη μήνες προ των Χριστουγέννων, όπως σημειώνεται από τον Ευαγγελιστή Λουκά στο ίδιο κεφάλαιο (Λουκ. α´, 26 Ἐν δὲ τῷ μηνὶ τῷ ἕκτῳ ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ, 27 πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου Δαυῒδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ»).

Η υμνολογία είναι σαφής, όπως θα φανεί και παρακάτω, η αγιογραφία της Εκκλησίας ακόμη σαφέστερη, αφού η εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου τοποθετείται πάντα δεξιά του Χριστού στο βημόθυρο των ναών. (Σύγχρονες υπερβάσεις, ή υπερβάσεις στους νεότερους χρόνους, απλώς αποτυπώνουν τη βαθειά αλλοίωση που υπέστη ο εκκλησιαστικός λόγος στην ερμηνεία του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας μεταβαλλόμενος σε μία θεωρητική κατασκευή. Συνωδά σ᾽ αυτά υπογραμμίζω ότι στην Ευχή της απολύσεως, μετά την επίκληση του ονόματος του Χριστού, της Παναγίας, την αναφορά στη δύναμη του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού (υπόμνηση των δι᾽ ημάς γενομένων Παθών) και την προστασία των τιμίων και επουρανίων δυνάμεων ασωμάτων (σύμπας, δηλ. ο κόσμος εν περιλήψει), υπάρχει η διατύπωση «ἱκεσίαις τοῦ τιμίου, ἐνδόξου, προφήτου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου», μάλιστα και προ των πανευφήμων Αποστόλων, γιατί, όπως είπα και παραπάνω, ο Άγιος Ιωάννης είναι το μεθόριο, η συμπεριληπτική ομολογία της θεότητος του ενανθρωπήσαντος Λόγου, του παλαιού και του νέου Ισραήλ.

 

Γ. Πρόκειται ουσιαστικά για μια εορτή- σήμανση προεόρτια της Αποκαλύψεως του Λόγου. Ο Ιωάννης, ο οποίος προήλθε εξ ατεκνίας γονέων, ένα θαύμα γέννησης, είναι δοσμένος στη διακονία της επαγγελίας του Χριστού εκ κοιλίας μητρός, ζει απαλλαγμένος από το ίδιο θέλημα, πέραν από όποια δική του εμπειρία και βίωμα, υποδεικνύει μόνο τον Αίροντα τις αμαρτίες του κόσμου, ζει μόνο γι᾽ αυτήν τη ζωντανή μαρτυρία. Είναι σα να μην έχει τίποτα δικό του, κι η ζωή του είναι ένας ακραίος περιορισμός ακόμη και των βιολογικών αναγκών.

Έτσι, ο Ιωάννης, ο οποίος κηρύττει τη μετάνοια, όπως και οι Προφήτες του Ισραήλ, που είναι η αρχή της σωτηρίας- με την ίδια λέξη αρχίζει το κήρυγμά του και ο Χριστός- ονομάζεται:

1. Μεσίτης Παλαιάς και Καινής Διαθήκης (Μικρός Εσπερινός, Στιχηρό, ἦχος δ´: «ὁ προσημάντωρ ὁ μεγαλόφωνος, καὶ Παλαιᾶς τε καὶ τῆς Νέας, θεῖος μεσίτης σαφῶς γνωριζόμενος»), και Κανὼν β´, ᾨδὴ η´, ἦχος δ´, τροπάριο β´: «Ἤνοικται ταμεῖα τῶν χαρίτων, τῆς Νέας τε Διαθήκης Χριστοῦ Πρόδρομε, καὶ θυσιῶν ἔθιμα, ἐν τῇ ἀποτέξει σου, τῶν παλαιῶν ἐκλείσθησαν καὶ ἀπεπαύθησαν· ὁ νέος δὲ λαὸς ἀναμέλπει, καὶ ὑπερυψοῖ τὸν Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας». Γι᾽ αυτό και το Θεοτοκίο, ἦχος β´, μετά το Εξαποστειλάριο του Προδρόμου συνοψίζει την ομολογία όλων των Αγίων του Θεού: «Προφῆται προεκήρυξαν, Ἀπόστολοι ἐδίδαξαν, καὶ Μάρτυρες θεοφρόνως, τὸν σὸν Υἱὸν Θεοτόκε, τρανῶς καθωμολόγησαν, Θεὸν τῶν ὅλων, πάναγνε, μεθ᾽ ὧν σε μεγαλύνομεν, οἱ διὰ σοῦ λυτρωθέντες, τῆς παλαιᾶς καταδίκης».

2. Στρατιώτης του Βασιλέως Χριστού, Πρόδρομος της χάριτος, γιατί προμηνύει τον ερχομό του Χριστού, τη Καινή Διαθήκη της χάριτος, που αφορά σ᾽ όλο τον κόσμο (Μικρός Εσπερινός, Δοξαστικό, ἦχος πλ. δ´: «οὗτος γὰρ ἐκήρυξε τὴν ἀπαρχὴν τῆς ἡμῶν σωτηρίας, ὁ σκιρτῶν ἐν κοιλίᾳ, καὶ βοῶν ἐν ἐρήμῳ, Μετανοεῖτε, τοῦ Βασιλέως ὁ στρατιώτης, ὁ Πρόδρομος τῆς χάριτος, ὁ τὸν ἀμνὸν προμηνύων, καὶ τὸν Σωτῆρα πρεσβεύων»). Όπως έχω ήδη σημειώσει η παράληψη στίχων δημιουργεί πρόβλημα στην κατανόηση της υμνολογίας της εορτής, γιατί π. χ. το «ὁ σκιρτῶν ἐν κοιλίᾳ» μένει ξεκρέμαστο.

3. Στο Στιχηρό Ἰδιόμελο α´, του Μεγάλου Εσπερινού, ἦχος δ´, ποίημα του Αγ. Ανδρέα Κρήτης, γίνεται λόγος για τον Ιωάννη ως Προφήτη, μείζονα πάντων των Προφητών, το βάπτισμα του ως προκάθαρση για την έλευση του βαπτίσματος του Αγίου Πνεύματος, όπως έχω ήδη σημειώσει στα «κηρύγματα» της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος, ενώ ο θάνατός του προ των Παθών του Χριστού παρουσιάζεται ως ευαγγελισμός στους εν Άδη της εκ νεκρών Αναστάσεως. («ὁ μείζων πάντων τῶν Προφητῶν Προφήτης, οὗ ἕτερος οὐκ ἔστιν, οὐδὲ ἐγήγερται· ὅτι τῷ Προδρόμῳ λύχνῳ, τὸ φῶς ἀκολουθεῖ τὸ ὑπέρλαμπρον καὶ τῇ φωνῇ ὁ Λόγος, καὶ τῷ νυμφαγωγῷ ὁ νυμφίος, κατασκευάζοντι Κυρίῳ λαὸν περιούσιον, καὶ προκαθαίροντι ἐπὶ τὸ Πνεῦμα διὰ τοῦ ὕδατος, τοῦ Ζαχαρίου ὁ βλαστός, καὶ τῆς ἐρήμου τὸ κάλλιστον θρέμμα, τῆς μετανοίας ὁ κήρυξ, ἡ κάθαρσις τῶν ἀμπλακημάτων, ὁ τοῖς ἐν ᾍδῃ εὐαγγελιζόμενος, τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασιν»), ενώ στο Θεοτοκίο, μετά το Δοξαστικό του ἤχου πλ. β´, ποίημα Βυζαντίου, η συνάντηση της Ελισάβετ με την Παναγία αναδύει τη μαρτυρία αμφοτέρων Προδρόμου και της μητρός του, όπου, μάλιστα, ο Ιωάννης καλείται Πρόδρομος της χάριτος: «Ἡ Ἐλισάβετ συνέλαβε τὸν Πρόδρομον τῆς χάριτος, ἡ δὲ Παρθένος τὸν Κύριον τῆς δόξης. Ἠσπάσαντο ἀλλήλας αἱ μητέρες, καὶ τὸ βρέφος ἐσκίρτησεν· ἔνδοθεν γὰρ ὁ δοῦλος ᾔνει τὸν Δεσπότην, θαυμάσασα ἡ μήτηρ τοῦ Προδρόμου, ἤρξατο βοᾶν· Πόθεν μοι τοῦτο, ἵνα ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου μου ἔλθῃ πρὸς με; ἵνα σώσῃ λαὸν ἀπεγνωσμένον».

4. Ελισάβετ και Ιωάννης είναι υπηρέτες στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας, αποδέχονται το ρόλο τους σε συμφωνία με τη μαρτυρία περί του ασάρκως αποκαλυφθέντος Υιού και Λόγου του Πατρός στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Γι᾽ αυτό και τα Προφητικά Αναγνώσματα αναφέρονται στην Αποκάλυψη του Θεού στον Αβραάμ (παράλληλο παράδειγμα ατεκνίας) και τη σύναψη της Διαθήκης με τον Ισαάκ (Γεν. Κεφ. 17,15-17,19 - 18,11-14 - 21,1-2,4-8), την εξ ατεκνίας γέννηση του Σαμψών από το Μανωέ, του πλέον επιφανούς εκ των κριτών (Κριτ. Κεφ. 13, 2-8, 13-14, 17-18, 21) και την ευθεία αναφορά στον Ιωάννη και το Χριστό από τον Ησαΐα με ένα δραματικό σπάσιμο της ιουδαϊκής αποκλειστικότητος και της υπέρβασης όποιας ατεκνίας, αφού η φωνή της ευφροσύνης αφορά μία αναγγελία «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» («Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ. Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ, πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται, καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν, καὶ αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας, καὶ ὄψεται πᾶσα σάρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ. Ἐπ᾽ ὅρους ὑψηλοῦ ἀνάβηθι ὁ εὐαγγελιζόμενος Σιών, ὕψωσον ἐν ἰσχύϊ τὴν φωνήν σου, ὁ εὐαγγελιζόμενος Ἱερουσαλήμ, ὑψώσατε, μὴ φοβεῖσθε. Ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός, ἐγὼ ἐπακούσομαι, ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, καὶ οὐκ ἐγκαταλείψω αὐτούς» - «Εὐφρανθήτω ὁ οὐρανὸς ἄνωθεν, καὶ αἱ νεφέλαι ῥανάτωσαν δικαιοσύνην, ἀνατειλάτω ἡ γῆ, καὶ βλαστησάτω ἔλεος, καὶ δικαιοσύνην ἀνατειλάτω ἅμα. Φωνὴν εὐφροσύνης ἀναγγείλατε ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς, καὶ ἀκουστὸν γενέσθω τοῦτο », Ἡσ. Κεφ. 40,1-5, 9 : 41,17-18 : 45,8 : 48,20-21 : 54,1).

5. (Άλλες παρόμοιες διατυπώσεις: «Ἡ θεοσήμαντος φωνή, τοῦ φωτὸς ὁ λύχνος, ὁ τοῦ Κυρίου Πρόδρομος, ὁ χριστομαρτύρητος πρῶτος τῶν Προφητῶν», «Κήρυξ γέγονας τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου, Ἰωάννη Προφῆτα καὶ Πρόδρομε. Προφητεύεις τὰ μέλλοντα, καὶ προλέγεις τοῖς πέρασιν», «Τὸν ἐν Προφήταις ὅρον, καὶ ἀρχὴν Ἀποστόλων, τὸν ἐπίγειον ἄγγελον, καὶ οὐράνιον ἄνθρωπον, τὴν φωνὴν τοῦ Λόγου, τὸν στρατιώτην καὶ Πρόδρομον Χριστοῦ, τόν ἐξ ἐπαγγελίας προσκιρτήσαντα, καὶ προκηρύξαντα πρὸ τόκου τὸν ἥλιον τῆς δικαιοσυνης», «Σὺ γάρ, παιδίον, Προφήτης Ὑψίστου κληθήσῃ, καὶ προπορεύσῃ ὁδούς ἑτοιμάσαι αὐτῷ. Διὸ Ἄγγελε, Προφῆτα, Ἀπόστολε, Στρατιῶτα, Πρόδρομε, Βαπτιστά, καὶ Κήρυξ τῆς μετανοίας, καὶ ὁδηγὲ τοῦ φωτός, ὡς φωνὴ τοῦ Λόγου, ἀπαύστως πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν», «Ἡσαΐου νῦν τοῦ Προφήτου ἡ φωνή, σήμερον ἐν τῇ τοῦ μείζονος Προφητῶν κυήσει Ἰωάννου πεπλήρωται. Ἰδοὺ γὰρ φησιν ἀποστελῶ τὸν Ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου. Οὗτος οὖν ὁ τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως στρατιώτης προδραμών, ὡς ἀληθῶς εὐθείας ἐποίει, τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἄνθρωπος μέν τῇ φύσει, Ἄγγελος δὲ τὸν βίον ὑπάρχων», «Κοσμεῖται τὴν χάριν νῦν, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Πνεύματος, καὶ καταφαιδρύνεται καὶ ὡραΐζεται, τὴν γενέθλιον, ἡμέραν τοῦ Προδρόμου, εὐφροσύνως ἄγουσα, καὶ ἀναμέλπουσα». «Ὁ Κήρυξ τῆς χάριτος, καὶ ἑωσφόρου φαιδρότερος, τῆς δόξης τὸν Ἥλιον, μηνύει σήμερον, καὶ τὴν ἔλλαμψιν, αὐτοῦ νῦν προκηρύττει, ἐν πᾶσι τοῖς πέρασιν, αὐγάζειν μέλλουσαν», «Μυστηρίων ἀπορρήτων, προοδεύει μυστήριον, τῇ καινοτομίᾳ, τῆς θεσμοθεσίας τῆς φύσεως, τῆς ἀρρωστίας ἡ λύσις προμηνύουσα, τὴν διόρθωσιν, ταύτης Χριστὲ καὶ τὴν θέωσιν», «Φίλος καὶ Ἀπόστολος τοῦ Κτίστου καὶ κήρυξ καὶ Βαπτιστὴς καὶ θεῖος Πρόδρομος, μάρτυς καὶ διδάσκαλος, μεσίτης καὶ ἄγγελος, καὶ λειτουργὸς καὶ πρεσβευτὴς ἡμῶν πανεύφημε, ὑπάρχων, ἐκ τῆς στείρας προῆλθες, ταῦτα προμηνύων, ἐν λόγοις τε καὶ ἔργοις»).

6. Προβάλλοντας, λοιπόν, η Εκκλησία το θαυμαστό τρόπο γεννήσεως του Ιωάννη, την πίστη του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, αλλά και τη συνάντηση με την Παναγία, μας καλεί σε μία πορεία άρσης των αντιθέτων, όπου κυριαρχεί η άπαυτη χάρη του Παντοδύναμου Θεού, που προνοεί για όλους, όπως για όλους είναι η μαρτυρία του Ιωάννη κατά το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας του Άσαρκου, Ένσακου και Πνευματικώς ορωμένου εν τη Εκκλησία της χάριτος του ενανθρωπήσαντος Λόγου.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ: Ρωμ. ιγ´, 11-ιδ´, 4: «11 Καὶ τοῦτο, εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι· νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. 12 ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. 13 ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, 14 ἀλλ᾽ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας - 1 Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. 2 ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. 3 ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. 4 σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν».

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ: Λουκ. α´, 1-25, 57-68, 76, 80: «1 Ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων, 2 καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾽ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου, 3 ἔδοξε κἀμοὶ παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν ἀκριβῶς καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, 4 ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης λόγων τὴν ἀσφάλειαν. 5 Ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας ἱερεύς τις ὀνόματι Ζαχαρίας ἐξ ἐφημερίας Ἀβιά, καὶ γυνὴ αὐτῷ ἐκ τῶν θυγατέρων Ἀαρών, καὶ τὸ ὄνομα αὐτῆς Ἐλισάβετ. 6 ἦσαν δὲ δίκαιοι ἀμφότεροι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, πορευόμενοι ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασιν τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι. 7 καὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς τέκνον, καθότι ἡ Ἐλισάβετ ἦν στεῖρα, καὶ ἀμφότεροι προβεβηκότες ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν ἦσαν. 8 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἱερατεύειν αὐτὸν ἐν τῇ τάξει τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ ἔναντι τοῦ Θεοῦ, 9 κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἱερατείας ἔλαχε τοῦ θυμιᾶσαι εἰσελθὼν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου· 10 καὶ πᾶν τὸ πλῆθος ἦν τοῦ λαοῦ προσευχόμενον ἔξω τῇ ὥρᾳ τοῦ θυμιάματος. 11 ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἑστὼς ἐκ δεξιῶν τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ θυμιάματος. 12 καὶ ἐταράχθη Ζαχαρίας ἰδών, καὶ φόβος ἐπέπεσεν ἐπ' αὐτόν. 13 εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος· Μὴ φοβοῦ, Ζαχαρία· διότι εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, καὶ ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ γεννήσει υἱόν σοι, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην· 14 καὶ ἔσται χαρά σοι καὶ ἀγαλλίασις, καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γενέσει αὐτοῦ χαρήσονται. 15 ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ οἶνον καὶ σίκερα οὐ μὴ πίῃ, καὶ Πνεύματος ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ, 16 καὶ πολλοὺς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπιστρέψει ἐπὶ Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν. 17 καὶ αὐτὸς προελεύσεται ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλίου, ἐπιστρέψαι καρδίας πατέρων ἐπὶ τέκνα καὶ ἀπειθεῖς ἐν φρονήσει δικαίων, ἑτοιμάσαι Κυρίῳ λαὸν κατεσκευασμένον. 18 καὶ εἶπε Ζαχαρίας πρὸς τὸν ἄγγελον· Κατὰ τί γνώσομαι τοῦτο; ἐγὼ γάρ εἰμι πρεσβύτης καὶ ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς. 19 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ· Ἐγώ εἰμι Γαβριὴλ ὁ παρεστηκὼς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπεστάλην λαλῆσαι πρός σε καὶ εὐαγγελίσασθαί σοι ταῦτα. 20 καὶ ἰδοὺ ἔσῃ σιωπῶν καὶ μὴ δυνάμενος λαλῆσαι ἄχρι ἧς ἡμέρας γένηται ταῦτα, ἀνθ᾽ ὧν οὐκ ἐπίστευσας τοῖς λόγοις μου, οἵτινες πληρωθήσονται εἰς τὸν καιρὸν αὐτῶν. 21 καὶ ἦν ὁ λαὸς προσδοκῶν τὸν Ζαχαρίαν, καὶ ἐθαύμαζον ἐν τῷ χρονίζειν αὐτόν ἐν τῷ ναῷ. 22 ἐξελθὼν δὲ οὐκ ἠδύνατο λαλῆσαι αὐτοῖς, καὶ ἐπέγνωσαν ὅτι ὀπτασίαν ἑώρακεν ἐν τῷ ναῷ· καὶ αὐτὸς ἦν διανεύων αὐτοῖς, καὶ διέμενεν κωφός. 23 καὶ ἐγένετο ὡς ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τῆς λειτουργίας αὐτοῦ ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 24 Μετὰ δὲ ταύτας τὰς ἡμέρας συνέλαβεν Ἐλισάβετ ἡ γυνὴ αὐτοῦ· καὶ περιέκρυβεν ἑαυτὴν μῆνας πέντε, 25 λέγουσα ὅτι Οὕτω μοι πεποίηκεν ὁ Κύριος ἐν ἡμέραις αἷς ἐπεῖδεν ἀφελεῖν τό ὄνειδός μου ἐν ἀνθρώποις- 57 Τῇ δὲ Ἐλισάβετ ἐπλήσθη ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἐγέννησεν υἱόν. 58 καὶ ἤκουσαν οἱ περίοικοι καὶ οἱ συγγενεῖς αὐτῆς ὅτι ἐμεγάλυνε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ μετ᾽ αὐτῆς, καὶ συνέχαιρον αὐτῇ. 59 Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ ἦλθον περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκάλουν αὐτὸ ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ζαχαρίαν. 60 καὶ ἀποκριθεῖσα ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπεν· Οὐχί, ἀλλὰ κληθήσεται Ἰωάννης. 61 καὶ εἶπον πρὸς αὐτὴν ὅτι Οὐδείς ἐστιν ἐν τῇ συγγενείᾳ σου ὃς καλεῖται τῷ ὀνόματι τούτῳ· 62 ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῦ τὸ τί ἂν θέλοι καλεῖσθαι αὐτόν. 63 καὶ αἰτήσας πινακίδιον ἔγραψε λέγων· Ἰωάννης ἐστὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐθαύμασαν πάντες. 64 ἀνεῴχθη δὲ τὸ στόμα αὐτοῦ παραχρῆμα καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει εὐλογῶν τὸν Θεόν. 65 καὶ ἐγένετο ἐπὶ πάντας φόβος τοὺς περιοικοῦντας αὐτούς, καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ὀρεινῇ τῆς Ἰουδαίας διελαλεῖτο πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα, 66 καὶ ἔθεντο πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν, λέγοντες· Τί ἄρα τὸ παιδίον τοῦτο ἔσται; καὶ χεὶρ Κυρίου ἦν μετ᾽ αὐτοῦ. 67 Καὶ Ζαχαρίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου καὶ προεφήτευσε λέγων· 68 Εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ- 76 Καὶ σὺ, παιδίον, προφήτης ὑψίστου κληθήσῃ· προπορεύσῃ γὰρ πρὸ προσώπου Κυρίου ἑτοιμάσαι ὁδοὺς αὐτοῦ, 80 Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι, καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ».

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

 

Κυριακή Β´ Ματθαίου, 22 Ιουνίου 2025 (18/6/2023), (Αριθμ. 21Ν1)

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

 

Α. 1. Μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων επανερχόμαστε σε μία λειτουργική τάξη Εορτολογίου, η οποία συνδυάζει τις ακίνητες εορτές του Αγιολογίου της Εκκλησίας με την περίοδο προς την εορτή των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων, οπότε γίνεται συνδυαστική χρήση του Μηναίου, της Παρακλητικής, ή Οκτωήχου, η οποία είχε διαμορφωθεί στα χρόνια, ή λίγο μετά- με κάποια πρόσθετα στοιχεία- από τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, και συγκεκριμένων Αποστολικών και Ευαγγελικών Αναγνωσμάτων. Το σημειώνω, γιατί με την Παρακλητική η Εκκλησία μας αφομοιώνει υμνολογικά τις αποφάσεις των επτά Οικουμενικών Συνόδων (και δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να πω τις Οκτώ Οικουμενικές Συνόδους, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτές και τη Γενική Σύνοδο της αδιαίρετης Εκκλησίας του 879-80 επί Αγίου Μεγάλου Φωτίου). Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι μετά οι Ησυχαστές Πατέρες του 14ου αιώνα, κυρίως με τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, προσφεύγουν στη λειτουργική μαρτυρία ως ισότιμη με την Αγία Γραφή, το Σύμβολο της Πίστεως, τους Όρους των Οικουμενικών Συνόδων και τις χρήσεις των εγκρίτων, ή εγκύρων Πατέρων, που συνήθως θησαυρίζονται στα συνοδικά Ανθολόγια, ή αποτελούν μέρος της συνοδικής ερμηνευτικής. Όταν λέω Όρους, εννοώ όλα τα Πρακτικά και όχι μόνο λεξούλες.

2. Παράλληλα έχουμε μία ανθοφορία με παραγωγή Βίων των Αγίων μας Πατέρων, Μαρτύρων, Ομολογητών και εν ασκήσει και νήψει τελειωθέντων εν ερημίαις και όρεσι και ταις οπαίς της γης με παράλληλη υμνολόγηση διά των Κανόνων εξαιρετικών υμνογράφων. Μετά, δηλαδή, την ερμηνεία του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας (που είπαμε ότι είναι η Αποκάλυψη του αϊδίου εκ του Πατρός γεννηθέντος Υιού και Λόγου, ασάρκου, ενσάρκου και Πνευματικώς ορωμένου και μετεχομένου Πνευματικώς από τα μέλη της Εκκλησίας), οι Πατέρες της Εκκλησίας μας καταγράφουν το βίο των Αγίων, εντάσσοντάς τους συστηματικά στον ενιαύσιο εορτολογικό κύκλο, ως παραδείγματα ενθέου ζωής, αλλά και ως ευχαριστία προς το Θεό, που χαριτώνει το βίο των χριστιανών με την παρουσία του, εξαιρέτως, εν τοις Αγίοις αυτού, γι᾽ αυτό η Δόξα ανήκει στον Δοξάσαντα αυτούς Χριστό κι όχι στην αξιοσύνη μας.

3. Επανέρχομαι, λοιπόν, στην Παρακλητική, που χρησιμοποιείται ευρέως στα μοναστήρια μας, όπου οι ακολουθίες δεν είναι συντετμημένες και έχουν και Ακολουθία του Μεσονυκτικού. Η Παρακλητική δομείται υπό ένα διπλό άξονα με ύμνους α) προς τον Τριαδικό Θεό, προς το Χριστό, ως ενεργούντα το μυστήριο της προς εμάς φιλανθρώπου Θείας Οικονομίας, προς το Άγιο Πνεύμα, που μάς συγκροτεί ως Εκκλησία από κτίσεως κόσμου και μάς δωρίζει τη ζωοποίηση, το αεί κτίζεσθαι και τη συμπαρέκταση της Θείας Οικονομίας στους άπειρους αιώνες του Θεού Πατρός, β) προς την Παναγία Θεοτόκο, που αποτελεί τον πρώτο καρπό της φανέρωσης της αγιότητος του Θεού στο ανθρώπινο γένος, τη μάρτυρα της πραγματικής ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός, το εξαίρετο πρόσωπο που μάς αντιπροσωπεύει, δέεται και μεσιτεύει για όλους μας.

4. Η Παρακλητική, μπορούμε να πούμε ότι είναι η ποιητική αποτύπωση των ερμηνευτικών προτάσεων της βαπτισματικής μας ομολογίας («Πιστεύω εἰς Πατέρα, Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα», όπως και «Βαπτίζεται... εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»), όπως ερμηνεύθηκε η βαπτισματική ομολογία από τους Θεοφόρους Πατέρες κατά τις Οικουμενικές Συνόδου (2+5). Επιπρόσθετο στοιχείο είναι η αναφορά στο Απολυτίκιο του εορταζομένου Αγίου, το οποίο προέρχεται από το Μηναίο. Τέλος τα Αναγνώσματα συνάδουν με μία σχετική εορτολογική σταθερότητα με την επιλογή από το Κατὰ Ματθαῖο Εὐαγγέλιο από την εορτή των Αγίων Πάντων (κινητή εορτή) μέχρι και την προηγούμενη Κυριακή αυτής της Προ της Ὑψώσεως του Τιμίου Σταυρού.

 

Β. 1. Η εικόνα της εορτής των Αγίων Πάντων είναι παρόμοια με εκείνη της κρίσεως. Ο Χριστός εν δόξη ως βασιλεύς και κριτής, κατά το Σύμβολο της Πίστεως «οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος», συνήθως με ανεωγμένο βιβλίο, είναι μία εικόνα της Όγδοης Ημέρας, της ατελεύτητης. Πρέπει να σημειώσω εδώ ότι η επιλογή των Ευαγγελικών περικοπών της περιόδου δεν ακολουθεί μία χρονική εξέλιξη, αφού κατά την πρώτη Κυριακή του Ευαγγελίου του Ματθαίου, των Αγίων Πάντων, το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα προέρχεται από το δέκατο κεφάλαιο, και σήμερα, κατά την Κυριακή Β´ Ματθαίου, επανερχόμαστε σε μία περικοπή από το Ματθ. δ´, 18-23, για να μας μυήσει η Εκκλησία και πάλι στην κλήση των Αποστόλων, στην εκδίπλωση του Μυστηρίου της ένσαρκης παρουσίας του Υιού και Λόγου του Πατρός, όπως πραγματοποιήθηκε βαθμιαία στην Αποστολική κοινότητα.

2. α. Το Ευαγγελικό, λοιπόν, Ανάγνωσμα μάς ανάγει στα γεγονότα αμέσως μετά τη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη από τον Άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή (τρίτο κεφάλαιο) και τους πειρασμούς του Χριστού μετά από σαρανταήμερη νηστεία, γεγονότα που καταγράφονται στην αρχή του τέταρτου κεφαλαίου. Όλως παρενθετικά να πω ότι η εκδήλωση των αδιαβλήτων παθών, «χωρὶς ἁμαρτίας», ως συνέπεια της τελείας ανθρώπινης φύσης του Χριστού, γίνεται «δι᾽ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν», κατὰ το Σύμβολο της Πίστεως, για να αναχθεί και πάλι το ανθρώπινο γένος μόνιμα και χάριτι ἐν τῇ δεξιᾷ τοῦ Πατρός, ὅπως το ακούμε στο β´ τροπάριο, ᾨδὴ ε´, Κανόνας Σταυροαναστάσιμος- Ὀκτώηχος (Παρακλητική), ἦχος α´: «Θεὸς ὢν ἑνοῦται, σαρκὶ δι’ ἡμᾶς, καὶ σταυροῦται καὶ θνῄσκει καὶ θάπτεται, καὶ αὖθις ἐξανίσταται, καὶ ἄνεισι φαιδρῶς, σαρκὶ σὺν τῇ ἰδίᾳ, Χριστὸς πρὸς τόν Πατέρα, μεθ’ ἧς ἤξει καὶ σώσει, τοὺς εὐσεβῶς αὐτῷ λατρεύοντας».

β. Ο Χριστός, λοιπόν, μετά τους πειρασμούς, κι ενώ ο Ιωάννης ο Πρόδρομος είχε συλληφθεί, άρχισε το κήρυγμά του από τη Γαλιλαία των εθνών (Ματθ. δ´, 15 «Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν»), μία περιοχή που δεν εθεωρείτο η γνήσια έκφραση του Ισραήλ από τους Ισραηλίτες της Ιουδαίας- Ιεροσολύμων, λόγω επιμειξίας με άλλους λαούς και μάλιστα και με παρουσία Ελληνικού στοιχείου στην περιοχή. Πάντως, ο Χριστός διάλεξε αυτήν την περιοχή ως αρχή της διά του κηρύγματος και των θαυμάτων ανάκλησης του ανθρώπινου γένους, μία περιοχή δηλ. ανοιχτή και προς τα άλλα έθνη, γιατί η σωτηρία και το κήρυγμα του Χριστού, όπως και οι θεοσημίες, τα θαύματα, αφορούν δυνάμει σε όλους τους ανθρώπους.

γ. Την περιοχή κατοίκησαν οι φυλές των υιών Ιακώβ Νεφθαλείμ, Ασήρ, Ζαβουλών και Ισσάχαρ, ονόματα που τα ακούμε στην υμνολογία της Εκκλησίας μας. Γνωστά μας τοπωνύμια της περιοχής είναι Ναζαρέτ, Καπερναούμ, Βηθσαϊδά, Ναΐν, Κανά, όπως και η λίμνη Γεννησαρέτ (Τιβεριάδα), μέρη από όπου κάλεσε τους περισσότερους Αποστόλους (Ανδρέας, Φίλιππος, Πέτρος, Ιωάννης, Ιάκωβος, Ναθαναήλ). Στη σημερινή περικοπή καλούνται οι τέσσερις ψαράδες Πέτρος και Ανδρέας (οι Πρωτόκλητοι) και Ιάκωβος και Ιωάννης, παδιά του Ζεβεδαίου και της Μυροφόρου Αγίας Σαλώμης, και συγγενείς της Παναγίας, οι τρεις εκ των οποίων (ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης) είναι παρόντες και κατά τη Μεταμόρφωση. Φαίνεται ότι αυτή η τετράδα αποτελείται από τον πρεσβύτερο και το νεότερο από τους Αποστόλους, και δύο φορές ακούσαμε στο Αποστολικό Ανάγνωσμα ότι «εὐθέως» ανταποκρίθηκαν στην κλήση του Χριστού και τον ακολούθησαν.

 

Γ. Με τη δράση του Χριστού στη Γαλιλαία και τις θεοσημίες του, που έσπαζαν την Ιουδαϊκή αποκλειστικότητα, συνάδει και το Αποστολικό Ανάγνωσμα, για την άρση οποιασδήποτε «προσωποληψίας», που επιθέτουν στο Θεό οι άνθρωποι, για να παρουσιάζονται ως οι αγαπημένοι του, όπως επίσης να απορρίπτουν τους ανθρώπους που δεν είναι χριστιανοί. Και, όπως είπα παραπάνω, η εικόνα των Αγίων Πάντων μοιάζει πολύ με την εικόνα της κρίσεως, γι᾽ αυτό από την αρχή κατά τη σειρά των Ευαγγελίων η Εκκλησία διαβάζει αυτό το Αποστολικό Ανάγνωσμα που μιλάει για την κρίση όλων των ανθρώπων ανάλογα με τους νόμους του κάθε λαού. Εξάλλου, δεν πρέπει να περιφρονείται κανένας άνθρωπος, γιατί στο Μυστήριο της Θείας Οικονομίας εμπερικλείεται όλο το ανθρώπινο γένος, γιατί αφορά την ευλογία της κοινής μας δημιουργίας και αναδημιουργίας εν Χριστώ. Ασφαλώς οι γνώντες το νέφος των Αγίων και των Μαρτύρων της Αποκαλύψεως του Θεού οφείλουμε μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη στο Θεό και στους Πατέρες μας, και γι᾽ αυτό ο Απόστολος Παύλος λέγει «Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι».

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Ρωμ. β´, 10-16: «10 δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι· 11 οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ. 12 ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται. 13 οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾽ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται. 14 ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, 15 οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων, 16 ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. δ´, 18-23: «18 Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδεν δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. 19 καὶ λέγει αὐτοῖς· Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. 20 οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ. 21 Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν· καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. 22 οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ. 23 Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς, διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ».

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

 

ΝΙΚΟΥ ΑΘ. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, «Οἰκονομία καί κυβέρνηση»

 

Ἀπόσπασμα ἀπό: Νίκου Ἀθ. Ματσούκα, Ὀρθοδοξία καί αἵρεση στούς ἐκκλησιαστικούς ἱστορικούς τοῦ Δ´, E´, ΣT´ αἰώνα, (Θεολογία και Οικουμένη 14), Εκδόσεις Κυριακίδη: Θεσσαλονίκη 2017, σσ. 228-238, Κεφάλαιο Γ´, 3. (Πρώτη ἔκδοση 1981, δεύτερη 1992). Ἠλεκτρονική ἐπεξεργασία, ἄδεια καὶ ὑπογραμμίσεις ἀπὸ Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

 

«Ἤδη στούς ἐκκλησιαστικούς ἱστορικούς, πού ἐξετάζουμε, καί στά ἴδια τά γεγονότα καί τίς καταστάσεις, πού περιγράφονται, διαφαίνεται καθαρά αὐτό πού λέμε βυζαντινό πολίτευμα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας. Φυσικά εἶναι εὐκρινής καί ἡ μεταξύ τους σχέση, ἐκκλησιαστικῆς καί πολιτικῆς ἐξουσίας. Ἴσως ἐδῶ, γιά νά καταλάβουμε καλά τούτη τή σχέση, ὅπως παρουσιάζεται στά ἴδια τά διαδραματιζόμενα γεγονότα, δέν εἶναι ἀνάγκη ν᾽ ἀναλύσουμε τά δυό ἐκκλησιαστικοπολιτικά σχήματα, τά ὁποῖα ἀπό τούς νεότερους ἱστορικούς ἔχουν καθιερωθεῖ ὡς τεχνικοί ὅροι, ἀνεξάρτητα ἀπό τό κατά πόσο ἐκφράζουν τήν πραγματικότητα σέ ὅλες τίς λεπτομέρειες. Τό πρῶτο εἶναι ἡ λεγόμενη παποκρατία, κατά τήν ὁποία ἡ πολιτική ἐξουσία εἶναι στά χέρια τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων· τό δεύτερο εἶναι ὁ καισαροπαπισμός, κατά τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ὑποτάσσεται στήν κοσμική ἐξουσία. Δέν εἶναι λίγοι οἱ σύγχρονοι ἱστορικοί πού ἀποδίδουν τό πρῶτο στή Δυτική Ἐκκλησία τοῦ Μεσαίωνα, καί τό δεύτερο στό Βυζάντιο. Δέν θά συζητήσουμε ἐδῶ λεπτομέρειες ἤ ἄν οἱ παραπάνω ἐκτιμήσεις εἶναι σωστές. Εὐθύς ἐξαρχῆς, ὡστόσο, λέμε ὅτι ὁ καισαροπαπισμός μόνο ὡς τάση ἤ κατάχρηση μπορεῖ νά παρατηρηθεῖ στήν περίοδο πού ἐξετάζουμε, ὅπως φυσικά καί στίς ἑπόμενες φάσεις τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Στήν προκειμένη περίπτωση, ἤδη στήν περίοδο, πού περιγράφουν οἱ ἐκκλησιαστικοί ἱστορικοί, διαμορφώνεται γιά καλά τό πρότυπο ἑνός «συστήματος», τό ὁποῖο καθορίζει τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Χρειάζεται, ὅμως, νά καταλάβουμε ὅτι αὐτό τό πρότυπο, πού δημιουργεῖται, πρέπει νά κατανοηθεῖ μέσα στά εὐρύτερα πλαίσια τοῦ νέου πολιτισμοῦ πού ἤδη ἔφτανε τότε στήν ἄνδρωσή του. Δέν ἦταν μόνο ὁ ρωμαϊκός καί ὁ ἑλληνικός πολιτισμός μέ ἀρκετά στοιχεῖα τῆς Ἀνατολῆς· ἦταν καί ἡ χριστιανική ζωή πού μέ τήν Ἐκκλησία διαποτίζει καί συνθέτει ἕνα καταπληκτικό ἀμάλγαμα ἑνός νέου πολιτισμοῦ.

Πρῶτα πρῶτα ἡ αὐτοκρατορική ἐξουσία ἔχει μιά καταφάνερη ἰδιοτυπία, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ μόνο μέ τά στοιχεῖα τοῦ πολιτισμοῦ πού προηγήθηκε ἀπό τό Χριστιανισμό. Εἶναι σαφής ἡ θεοκρατική μορφή, ἀλλά σαφής ἐπίσης καί ἡ ἰδιαιτερότητα. Ὁ Εὐσέβιος ὑποστηρίζει, βασισμένος σέ μιά πραγματικότητα, πού τήν ξέρει καί τήν ἑρμηνεύει πετυχημένα, ὅτι ὁ βασιλιάς εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ καί κυβερνάει κατά μίμηση τῆς θείας φιλανθρωπίας[65]. Ἡ ἄποψη αὐτή μπορεῖ νά παρεξηγηθεῖ ἀπό πρόχειρες ἐκτιμήσεις καί a priori προκαταλήψεις. Ἐδῶ, βέβαια, ἡ ἐξουσία ἔχει τό χρίσμα ἀπό τό Θεό[66], ἀλλά ἡ φιλία τούτη τοῦ αὐτοκράτορα πρός τό Θεό τόν ὑποχρεώνει νά εἶναι πάντοτε μαζί μέ τό λαό, ὁ ὁποῖος τελικά, ὡς χριστιανικός, εἶναι ὁ κατεξοχήν φίλος τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεοκρατία τούτη, ὅσο καί νά φαίνεται παράδοξο κάτι τέτοιο, ἔχει λαϊκή βάση. Δέν μπορεῖ ὁ αὐτοκράτορας νά κάνει κάτι πού δέν ταιριάζει στό λαό ἤ δέν τό θέλει ὁ λαός. Ἔτσι μόνο μποροῦμε νά καταλάβουμε, γιά ποιό λόγο στό Βυζάντιο οὔτε στήν πράξη οὔτε στή θεωρία ὑπῆρξε κληρονομική βασιλεία. Ἡ αὐτοκρατορική ἐξουσία δυνάμει καί θεωρητικά, μιά καί ἀνῆκε ὀργανικά σέ ὅλο τό σῶμα τοῦ λαοῦ, μποροῦσε νά περάσει στά χέρια ὁποιουδήποτε ὑπηκόου τῆς Αὐτοκρατορίας[67]. Ἡ βασική τούτη ἀρχή, πού στήν ἱστορία πάμπολλες φορές πραγματώθηκε, σίγουρα δέν εἶναι κάτι τό τυχαῖο, ἀλλά ἀποτελεῖ τό πεντόσταγμα αὐτοῦ τοῦ πολιτεύματος πού λέγεται θεοκρατική αὐτοκρατορική ἐξουσία. Ἡ διαφορά της εἶναι ἴσως ριζική σέ σχέση μέ ἄλλες τέτοιες ἐξουσίες τῆς Ἀνατολῆς.

Ἄν δέν πάρουμε σωστά τούτη τή βάση, δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε τόσο τήν ἰδιοτυπία τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας ὅσο καί τή σχέση της πρός τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία. Ὅλη, λοιπόν, ἡ Αὐτοκρατορία εἶναι ἡ Ἐκκλησία[68], μιά καί ὁ λαός, ὡς κυρίαρχο σῶμα, εἶναι αὐτός πού ἀνήκει στό κράτος καί συνάμα στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα. Ἡ κυβέρνησή του καταρχήν γίνεται ἀπό τό Θεό. Ὁ αὐτοκράτορας, πού ἔχει τό χάρισμα νά κυβερνήσει, εἶναι χρισμένος ἀπό τό Θεό καί συνάμα ἀπό τό λαό, γιατί ὅλοι μαζί, λαός καί αὐτοκράτορας, εἶναι φίλοι τοῦ Θεοῦ[69]. Ἔτσι καί ἡ κυβέρνηση, κατά μίμηση τῆς θείας κυβέρνησης εἶναι ἕνα κομμάτι ἀπό τή θεία οἰκονομία. Ἡ θεία οἰκονομία δέν εἶναι τίποτα ἄλλα παρά ἡ κυβέρνηση τοῦ σύμπαντος καί τῆς ἱστορίας μέ μιά τέτοια τάξη, ἡ ὁποία ὅλα τά διευθετεῖ κατά τό συμφέρον, καί ἑπομένως σημασία δέν ἔχει ἡ ἀκαμψία τῆς τάξης– ἡ ὁποία ἀκαμψία, βέβαια, κυριαρχεῖ– ἀλλά ἡ θεραπεία κάθε δυσκολίας καί ἡ τελείωση τῶν πάντων. Ὁ Εὐσέβιος στίς ἀρχές τοῦ ἔργου του κιόλας τονίζει πώς κέντρο τῆς ἱστορίας του εἶναι ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ σωτήρα, ἡ ὁποία εἶναι αὐτή πού διευθετεῖ τά πάντα μέ φιλανθρωπία καί εὐμένεια[70].

Ἑπομένως ἡ κυβέρνηση τόσο τῆς Πολιτείας ὅσο καί τῆς Ἐκκλησίας μιμεῖται τήν τάξη τῆς θείας φιλανθρωπίας· τό καθετί πρέπει νά γίνεται γιά τήν προκοπή τοῦ λαοῦ. Οἱ δυό, λοιπόν, ἐξουσίες, ἡ αὐτοκρατορική καί ἡ ἐκκλησιαστική, ἔχουν καταρχήν αὐτή τήν κοινή βάση ἀπό τό ἕνα μέρος, καί δέν διαφοροποιοῦνται, βέβαια, ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ πρώτη ἐνδιαφέρεται γιά τά ἐγκόσμια καί ἡ δεύτερη γιά τά οὐράνια ἀπό τό ἄλλο. Τέτοιες «σχιζοφρενικές» διασπάσεις μόνο στή σκέψη σύγχρονων ἐρευνητῶν ὑπάρχουν καί ὄχι φυσικά στό πρότυπο πού ἐξετάζουμε. Ἡ διαφοροποίηση ἀναφέρεται σέ δυό βασικές λειτουργίες· ἡ ἐκκλησιαστική ἐξουσία εἶναι καθαρά χαρισματική, θεραπευτική καί ἑπομένως ἀσκεῖται μέ ἰαματικούς κανόνες[71], ἐνῶ ἡ αὐτοκρατορική ἐξουσία ἀσκεῖται μέ νόμους. Καί ὅλοι ξέρουμε τί εἶναι νόμος. Ἐπίσης, ἐνῶ καί οἱ δυό ἐξουσίες τή θεία οἰκονομία ἀκολουθοῦν, ἡ ἐκκλησιαστική εἶναι εὐέλικτη, εὔκαμπτη καί ἐφαρμόζει τό κατ’ οἰκονομίαν μέ κίνητρα τήν ἀγάπη καί τήν ἐπιδίωξη γιά διόρθωση καί ὄχι φυσικά γιά κατάλυση τῆς τάξης· ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ αὐτοκρατορική ὡς πρός τήν οἰκονομία ἀκολουθεῖ τήν ἀπαρασάλευτη ἐφαρμογή τοῦ νόμου μέ τέτοιες μόνο ἐξαιρέσεις, οἱ ὁποῖες δέν ἀλλοιώνουν τήν τάξη καί προέρχονται ἀπό ἕνα «λαϊκό» δίκαιο κατ’ ἐπιταγή ἑνός καθολικοῦ συμφέροντος. Ἔτσι διαχωρίζονται σαφῶς οἱ δυό ἐξουσίες καί εἶναι παράλληλες, ὥστε ἡ μιά νά μήν ἐπιτρέπεται (καί νά μή μπορεῖ) νά μεταπηδάει στήν ἄλλη. Οὔτε ὁ αὐτοκράτορας σφετερίζεται ἀτιμώρητα καί ἀνεξέλεγκτα τήν ἱερατική ἐξουσία, οὔτε κατά τόν ἴδιο λόγο καί ὁ ἱερέας σφετερίζεται τήν πολιτική. Ἡ Ἐκκλησία αὐτοδιοικεῖται σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν προκοπή τοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία εἶναι συνυφασμένη καί μέ τήν πολιτική ζωή καί ὄχι μόνο μέ τήν οὐράνια, καί ἡ Πολιτεία ἀσκεῖ ἐξουσία σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν πολιτική ζωή.

Τό παράλληλο τοῦτο τῶν ἐξουσιῶν, ἕνα ρωμαλέο καί θαυμάσιο πρότυπο, ἐξασφαλίζει καταρχήν τήν ἀνεξαρτησία τῆς κάθε ἐξουσίας, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη μεριά διευκολύνει ἄνετα τήν ἐπίδραση τοῦ ἑνός κόσμου πάνω στόν ἄλλο. Ἔτσι ἡ Πολιτεία παίρνει πάμπολλα πνευματικά στοιχεῖα, ὥστε νά βελτιώνει τίς δομές της στήν ὅλη ὀργάνωση[72]· ἀπό τό ἄλλο μέρος καί ἡ Ἐκκλησία αὐτή τήν πνευματική καλλιέργεια, πού ἀσκεῖ στό λαό, δέν τήν περικλείει σέ μιά ζωή μόνο γιά τόν οὐρανό– πώς μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ ἱστορικά κάτι τέτοιο–; ἀλλά τήν ἐπεκτείνει σέ ὅλες τίς κοινωνικές δραστηριότητες. Θεωρητικά καί πρακτικά, λοιπόν, αὐτό εἶναι τό βυζαντινό πρότυπο (καί ὄχι ὁ καισαροπαπισμός) μέ πολλές ἴσως τάσεις καί ἀρκετές καταχρήσεις στήν πράξη καί ἀπό τίς δυό μεριές. Ἡ κατάχρηση, ὅμως, μαζί μέ τίς τάσεις δείχνει ἀκριβῶς ὅτι κεῖται ἕνα πρότυπο, ἕνας κανόνας, κάποιο «σύνταγμα». Ἀλλιώτικα εἶναι ἀδιανόητο νά συζητοῦμε γιά καταχρήσεις καί παραβάσεις. Καί οἱ καταχρήσεις αὐτές, ὅπως ξέρουμε ἀπό τήν ὅλη ἱστορία τῆς Αὐτοκρατορίας, προκάλεσαν ἐξεγέρσεις, σκληρές ἀναμετρήσεις, ταραχές καί ἐπαναστάσεις. Ἀλλά ἀκριβῶς ὅλα αὐτά πείθουν γιά τήν ὕπαρξη τοῦ προτύπου. Διαφορετικά δέν θά μπορούσαμε νά ἐξηγήσουμε αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς ποικιλόμορφες ἀντιδράσεις. Ἤδη τήν ἐποχή τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ὑπῆρχαν τέτοιες τάσεις καταστρατήγησης τοῦ προτύπου. Καί φυσικά οἱ εὐκαιρίες ὑπῆρχαν νά συντελεστεῖ κάτι τέτοιο. Θά μποροῦσε κανείς σχηματικά καί μέ δυό κουβέντες νά πεῖ ὅτι, ἄν ἐξετάσουμε μικροσκοπικά τήν ἱστορική σχέση αὐτοκρατορικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, μποροῦμε νά ἐντοπίσουμε καισαροπαπισμό. Ἄν, ὅμως, δοῦμε τά ἱστορικά δεδομένα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὡς συνολικοῦ σώματος σ’ ὅλες τίς ἐκφάνσεις, μέ ἄλλα λόγια μακροσκοπικά, τότε δέν μποροῦμε νά ἐντοπίσουμε καισαροπαπική κυριαρχία. Ἐπί παραδείγματι σέ θέματα πολύ σοβαρά, ζωῆς καί θανάτου θά λέγαμε, πού ἀφοροῦσαν ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς αὐτοκρατορίας, τόν τελικό λόγο τόν εἶχε τοῦτο τό συνολικό σῶμα. Ἡ αὐτοκρατορική ἐξουσία, λόγου χάρη, δέν μπόρεσε νά ἐπιβάλει τήν ἑνότητα μέ διατάγματα «μονοφυσιτικά» καί «μονοθελητικά», δέν ἐπέβαλε τήν εἰκονοκλαστική φιλοσοφία, μήτε τήν ἕνωση Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.

Στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἐπιστολή τοῦ Ὁσίου Κορδούης, ὁ ὁποῖος γράφει καί συμβουλεύει τόν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο νά προσέχει πολύ, ὥστε νά μήν παραβεῖ τήν ἴδια τή θεία τάξη. Γιατί ὁ αὐτοκράτορας τήν ἐξουσία πού ἔχει, ἀπό τό Θεό τήν πῆρε, τό ἴδιο καί οἱ ἐπίσκοποι πῆραν τήν ἐξουσία ἀπό τό Θεό γιά τά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως, λοιπόν, ἡ εἰσπήδηση στήν αὐτοκρατορική ἐξουσία εἶναι παράβαση θείας τάξης, ἔτσι καί ὁ ὁποιοσδήποτε σφετερισμός ἀπό τό μέρος τοῦ αὐτοκράτορα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας θά εἶναι μεγάλο παράπτωμα[73]. Ξέρουμε ἀπό ἄλλες ἀφορμές ὅτι ὁ Ὅσιος Κορδούης εἶχε χρηματίσει μεσολαβητής, μέ τήν ἔγκριση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ἀνάμεσα στή διαμάχη Ἀλέξανδρου καί Ἀρείου. Πρόκειται γιά πρόσωπο σεβαστό καί ἔμπιστο στούς αὐτοκράτορες. Ἑπομένως ἡ ἐπέμβασή του σημαίνει δυό ξεκάθαρα πράγματα· ὅτι ὑπῆρχε τουλάχιστον ἡ τάση γιά εἰσπήδηση τῆς αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας στήν ἐκκλησιαστική καί τό δεύτερο ὅτι μιά τέτοια συμβουλή θά ἦταν ἀδιανόητη, ἄν δέν ὑπῆρχε ἤδη στήν πράξη διαμορφωμένο τό παραπάνω πρότυπο τῆς παράλληλης σχέσης τῶν δύο ἐξουσιῶν κατά τήν τάξη τῆς θείας οἰκονομίας.

Παράλληλες, λοιπόν, ἦταν οἱ δυό ἐξουσίες, μέ ἰδιαίτερο τρόπο κυβέρνησης καί συνάμα μέ μιά θαυμαστή ἀλληλοπεριχώρηση σέ τόσα θέματα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ἄλλωστε, καί ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀλληλοπεριχώρησης προκαλοῦνταν κατά αὐτονόητο τρόπο πολλές συγκρούσεις. Ὡστόσο, στήν κυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀσκεῖται κατά βάση μέ τούς κανόνες, ὑπάρχει τάση ἡ ἀκρίβεια τοῦ κανόνα νά σπάζει καί νά προβάλλει ἡ φιλανθρωπία τοῦ κατ’ οἰκονομίαν ὄχι, βέβαια, γιά καταστρατήγηση τῶν κανόνων· κάθε καταστρατήγηση ἀποτελεῖ παράβαση καί ὁποιαδήποτε ἐπίκληση τοῦ κατ’ οἰκονομίαν ἀποτελεῖ καρικατούρα τῆς παραπάνω ἀρχῆς. Ἡ οἰκονομία, λοιπόν, στήν Ἐκκλησία ἔχει εὔκαμπτα καί διευρυνόμενα ὅρια στό ἔπακρο. Ἔτσι ἡ ἀκρίβεια πολλές φορές γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι βλάβη. Ἔχουν μείνει περιώνυμοι οἱ λόγοι τοῦ Παφνούτιου στήν ὁμήγυρη τῶν πατέρων τῆς πρώτης οἰκουμενικῆς συνόδου ἐξαιτίας μιᾶς πρότασης νά καθιερωθεῖ ἡ γενική ἀγαμία τοῦ κλήρου: «Μή τῇ ὑπερβολῇ τῆς ἀκριβείας, μᾶλλον τήν Ἐκκλησίαν προσβλάψωσιν»[74]. Σημασία ἐδῶ ἔχει ὄχι τόσο τό περιστατικό ὅσο οἱ λόγοι τοῦ μοναχοῦ Παφνούτιου. Ἡ ἀκρίβεια καί ἡ ὑπερβολή της περισσότερο μποροῦν νά βλάψουν τήν Ἐκκλησία. Τό ἔργο της εἶναι καθαρά ἰαματικό· παρέχει ἰαματικά φάρμακα καί συμβουλές ὄχι νόμους καί κατ’ ἀκρίβειαν ἐφαρμογή τῶν νόμων. Ἀπεναντίας ἡ Πολιτεία, μολονότι βρίσκεται στήν ἴδια θεία τάξη τῆς οἰκονομίας, ἀσκεῖ ρόλο κυβερνήτη καί δικαστῆ μέ κατ’ ἀκρίβειαν ἐφαρμογή τῶν νόμων.

Σέ μιά συνεστίαση ἐπισκόπων τῆς Αὐτοκρατορίας ὁ Μ. Κωνσταντίνος εἶπε τά ἑξῆς περιώνυμα, πολυσυζητημένα καί ὄχι λίγο παραποιημένα ἀπό τούς ἑρμηνευτές καί ἐρευνητές λόγια: «Ἀλλ᾽ ὑμεῖς μέν τῶν εἴσω τῆς Ἐκκλησίας, ἐγώ δέ τῶν ἐκτός ὑπό Θεοῦ καθεσταμένος ἐπίσκοπος ἄν εἴην»[75]. Συζητήθηκαν πολύ οἱ ἑρμηνεῖες τούτης τῆς φράσης. Εἶπαν ὅτι πρόκειται γιά τούς ἐθνικούς ἤ τούς ὑπηκόους ἤ τά ἐκτός πράγματα τῆς Ἐκκλησίας καί ἄλλα παρόμοια. Νομίζουμε ὅτι ἡ φράση αὐτή πρέπει νά ἐξηγηθεῖ ἁπλά, πάντοτε, ὅμως, σύμφωνα μέ ὅσες προϋποθέσεις εἴπαμε παραπάνω. Στή συνείδηση τῶν τότε ἀνθρώπων ἡ Ἐκκλησία, ὡς κοινότητα λαοῦ, ταυτιζόταν μέ τήν Αὐτοκρατορία. Τελικά καί ἡ ἴδια ἡ Αὐτοκρατορία ἦταν Ἐκκλησία. Ἡ αὐτή, λοιπόν, Ἐκκλησία ἔχει δυό βασικές λειτουργίες, παράλληλες, ἀλληλοπεριχωρούμενες καί συνάμα ὀργανικές ἐκφάνσεις ἑνός καί τοῦ ἴδιου σώματος, πού εἶναι ἡ Αὐτοκρατορία καί ἡ Ἐκκλησία. Ἑπομένως «τά εἴσω» καί «τά ἐκτός» εἶναι οἱ δυό ἐξουσίες, ὅπως παραπάνω τίς καθορίσαμε καί ὅπως τίς προσδιόριζε τό τότε ἤδη διαμορφωμένο πρότυπο τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας. Τό πρότυπο τοῦτο ἄλλαζε καί τό χαρακτήρα τῆς θεοκρατίας, ἔτσι ὥστε νά διαφοροποιεῖται ἀπό ἄλλες σκοτεινές ἀποχρώσεις τῶν ἀνατολικῶν ἀντιλήψεων γιά παρόμοιου εἴδους ἐξουσίες. Ἐδῶ ἡ θεοκρατία ἔχει ὡς βάση τό θρησκευόμενο πλήρωμα καί τίς ἐφέσεις του. Γι᾽ αὐτό ἡ ἐκκλησιαστική ἐξουσία προάγει καί προστατεύει αὐτό τό πλήρωμα σέ ὅλες του τίς σχέσεις καί τίς ἐξαρτήσεις του ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία. Ὅπως ἤδη τό τονίσαμε, εἶναι ἀνιστόρητος καί φυσικά ἔξω ἀπό τά πράγματα ὁ πρόχειρος ἰσχυρισμός ἱστορικῶν ὅτι ἡ Αὐτοκρατορία αὐτή εἶχε ὑπηκόους πού ζοῦσαν γιά τό ὑπερπέραν καί τόν οὐρανό. Ἡ κρίση μας αὐτή δέν πρέπει νά νομιστεῖ ὡς ἀπολογητική, ἀλλά ὡς καθαρή προσπάθεια γιά μιά σωστή ἐπιστημονική τοποθέτηση τῶν πραγμάτων. Ἄλλωστε, δέν χρειάζονται καί πολλά ἐπιμέρους ἐπιχειρήματα. Ἕνας πολιτισμός, μέσα σέ ἀπίστευτες ἀναστατώσεις, συγκρούσεις καί ἀναρίθμητες ἐξωτερικές προσβολές, δέν θά μποροῦσε νά ζήσει χίλια χρόνια, ἄν ἦταν πολιτισμός τοῦ ὑπερπέραν καί τοῦ οὐρανοῦ.



[65]. Εὐσεβίου, Εἰς Κωνσταντῖνον τόν βασιλέα τριακονταετηρικός 2 PG 20, 1325AB.

[66]. Σωζομένου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία (Λόγος πρός τόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιον) PG 67, 845ΑΒ. «Σύ δέ, ὦ κράτιστε βασιλεῦ Θεοδόσιε, συλλήβδην εἰπεῖν, πᾶσαν ἐπήσκησας ἀρετήν διά Θεοῦ, ἀλουργίδα δέ καί στέφανον πρός τούς θεωμένους σύμβολον τῆς ἀξίας περικείμενος, ἔνδοθεν ἀεί τόν ἀληθῆ κόσμον τῆς βασιλείας ἠμφίεσαι τήν εὐσέβειαν καί τήν φιλανθρωπίαν».

[67]. Ἡ βασιλική ἐξουσία κρίνεται μέ αὐστηρά κριτήρια. Βλ. Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 7, 22 PG 67, 785Α: «Πρῶτον μέν γάρ ἐν βασιλείᾳ τεχθείς καί τραφείς οὐδέν ἐκ τῆς ἀνατροφῆς εἶχε βλακῶδες». Πρόκειται γιά τό Θεοδόσιο τόν Μικρό. Μέ τήν ἴδια κριτική διάθεση γιά τά βασιλικά πράγματα γράφει καί ὁ Μ. Βασίλειος. Βλ. Εἰς τήν Ἑξαήμερον PG 29, 173Α: «Καί ἔστιν ἐν αὐταῖς οὐ χειροτονητός ὁ βασιλεύς (πολλάκις γάρ ἀκρισία δήμου τόν χείριστον εἰς ἀρχήν προεστήσατο), οὐδέ κληρωτήν ἔχων τήν ἐξουσίαν (ἄλογοι γάρ αἱ συντυχίαι τῶν κλήρων ἐπί τόν πάντων ἔσχατον πολλάκις τό κράτος φέρουσαι), οὐδέ ἐκ πατρικῆς διαδοχῆς τοῖς βασιλείοις ἐγκαθεζόμενος (καί γάρ καί οὗτοι ἀπαίδευτοι καί ἀμαθεῖς πάσης ἀρετῆς διά τρυφήν καί κολακείαν ὡς τά πολλά γίνονται), ἀλλ’ ἐκ φύσεως ἔχων τό κατά πάντων πρωτεῖον». Ἐδῶ ὁ Μ. Βασίλειος, κάνοντας λόγο γιά τό βασίλειο τῶν μελισσῶν, ἀναπτύσσει τίς πολύ ἐνδιαφέρουσες ἀπόψεις μιᾶς πολιτικῆς φιλοσοφίας.

[68]. Εὐσεβίου, Εἰς τόν βίον τον μακαρίου Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως 4, 56 PG 20, 1208ΑΒ. Σέ ἐκστρατεία του ἐναντίον τῶν Περσῶν ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἔφερε μαζί του σκηνή σέ σχῆμα ἐκκλησίας· εἶχε ἐπίσης καί ἐπισκόπους. Αὐτό μοιάζει σάν τή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Ἰσραήλ.

[69]. Ἡ εἰρήνη εἶναι πολύτιμο ἀγαθό τόσο στό χῶρο τῆς Πολιτείας ὅσο καί τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διασάλευση τῆς εἰρήνης καί τῆς τάξης δέν εἶναι κάτι πού ἀναφέρεται σ’ ἕνα μικρό μέρος τῆς Αὐτοκρατορίας· τή συγκλονίζει ὁλάκερη. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς οἱ αὐτοκράτορες ἐπεμβαίνουν σέ κάθε ἐκκλησιαστική ταραχή. Βλ. Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 1, 8 PG 67, 60D-61A: «Δι᾽ ἀμφότερα τοίνυν ὁρῶν ὁ βασιλεύς ταραττομένην τήν Ἐκκλησίαν σύνοδον οἰκουμενικήν συνεκρότει».

[70]. Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 1, 1 PG 20, 49Α: «… καί τήν ἐπί πᾶσιν ἵλεω καί εὐμενῆ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἀντίληψιν γραφῇ παραδοῦναι προηρημένος, οὐκ ἄλλοθεν ἤ ἀπό πρώτης ἄρξομαι τῆς κατά τόν Σωτήρα καί Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν τόν Χριστόν τοῦ Θεοῦ οἰκονομίας».

[71]. Ὁ δεύτερος κανόνας τῆς Πενθέκτης καθορίζει ἐπιγραμματικά τό σκοπό τῶν ἱερῶν κανόνων: «Πρός ψυχῶν θεραπείαν καί ἰατρείαν παθῶν».

[72]. Ἐδῶ θά ἀναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα, παρμένα ἀπό τούς ἱστορικούς. Εὐσεβίου, Εἰς τόν βίον τοῦ μακαρίου Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως 2, 13 PG 20, 992BC. ὁ Μ. Κωνσταντίνος ἔδειξε ἔμπρακτα τά ἀνθρωπιστικά του αἰσθήματα, τά ὁποῖα ἔτσι μποροῦσαν νά γίνουν ἀρχές, πρός τούς αἰχμαλώτους πολέμου. Πρόκειται γιά ἕνα ζήτημα πού ἀπασχόλησε μέ συμβάσεις τό δικό μας φωτισμένο αἰώνα. Βλ. ἐπίσης στό ἴδιο ἔργο 4, 26 PG 20, 1173Β-Β. Τούς ἄτεκνους τιμωροῦσε νόμος, τόν ὁποῖο κατάργησε ὁ αὐτοκράτορας. Βλ. Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 5, 18 PG 67, 609B-612A-C. Ὑπῆρχαν στή Ρώμη οἱ λεγόμενοι «μάγκιπες» (mancipes), οἱ ὁποῖοι στά προάστια τῆς πόλης εἶχαν οἰκήματα, ὅπου παρασκεύαζεν τό ψωμί. Στά ἐνδότερα εἶχαν καπηλιά μέ πόρνες, ὅπου παγίδευαν κυρίως τούς ξένους, τούς αἰχμαλώτιζαν καί τούς χρησιμοποιοῦσαν ὡς δούλους γιά τίς δουλειές τῶν μύλων. Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος, ὅταν βρέθηκε στή Ρώμη, ἔμαθε τήν ὕπαρξη αὐτῶν τῶν οἰκημάτων ἀπό ἕνα στρατιώτη πού εἶχε δραπετεύσει. Ἀμέσως διέταξε νά καταργηθοῦν ἐκεῖνα τά ἄντρα τῆς τυραννίας καί τῆς ἐκμετάλλευσης. Ἴδιες ἀπάνθρωπες συνθῆκες ἐπικρατοῦσαν καί γιά τίς μοιχαλίδες, οἱ ὁποῖες ἀναγκαστικά ἔπρεπε νά ἐγκλειστοῦν σέ πορνεία τῶν προαστίων. Ἔξω ἀπό τίς πόρτες τους ὑπῆρχαν κουδούνια (τά λεγόμενα σείστρα), τά ὁποῖα, γιά λόγους ἑλκυστικῆς διαφήμισης, χτυποῦσαν κάθε φορά πού πήγαιναν πελάτες πρός αὐτές τίς πόρνες. Καί τό τυραννικό τοῦτο καθεστώς, σάν τό ἔμαθε, τό κατάργησε ἀμέσως ὁ Θεοδόσιος.

[73]. Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Πρός μοναχούς PG 25, 745D: «Μή τίθει σεαυτόν εἰς τά ἐκκλησιαστικά μηδέ σύ περί τούτων ἡμῖν παρακελεύου, ἀλλά μᾶλλον παρ’ ἡμῶν σύ μάνθανε ταῦτα. Σοί βασιλείαν ὁ Θεός ἐνεχείρισεν, ἡμῖν τά τῆς Ἐκκλησίας ἐπίστευσε· καί ὥσπερ ὁ τήν σήν ἀρχήν ὑποκλέπτων ἀντιλέγει τῷ διαταξαμένω Θεῷ, οὕτω φοβήθητι μή καί σύ τά τῆς Ἐκκλησίας εἰς ἑαυτόν ἕλκων ὑπεύθυνος ἐγκλήματι μεγάλῳ γένῃ».

[74]. Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 1, 11 PG 67, 104Α: «Μή βαρύν ζυγόν ἐπιθεῖναι τοῖς ἱερωμένοις ἀνδράσι· τίμιον εἶναι καί τήν κοίτην καί αὐτόν ἀμίαντον τόν γάμον λέγων...».

[75]. Εὐσεβίου, Εἰς τόν βίον τοῦ μακαρίου Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως 4, 24 PG 20, 1172ΑΒ».