ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ´ ΛΟΥΚΑ, Ἁγίων Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου, Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας, 18 Ἰαναουρίου 2026, (20/1/2019), (Αριθμ. 64Β)
Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.
Α. 1. Με την Απόδοση της εορτής των Θεοφανείων κλείνει η περίοδος κατά Κυριακάς, που άρχισε με την Κυριακή Προ της Γεννήσεως του Χριστού, και επανέρχεται και πάλι η αρίθμηση των Κυριακών εκ του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου, η οποία είχε διακοπεί με την ΙΑ´ Λουκά, Τῶν Ἁγίων Προπατόρων, Ἀγγαίου Προφήτου, 14 Δεκεμβρίου 2025. Από τη 15η Ιανουαρίου έως την 9η Φεβρουαρίου, Απόδοση της εορτής της Υπαπαντής, η περίοδος σημαίνεται από τις Καταβασίες της Υπαπαντής ως προχειρισμός της εορτής, ως εξαγγελία ενός γεγονότος που έρχεται, και η Εκκλησία προετοιμάζει τους χριστιανούς γι᾽ αυτό. Τον προχειρισμό της Υπαπαντής σημαίνουν επίσης οι διπλές καταβασίες κατά τις εορτές των μεγάλων Αγίων, οι εἱρμοί των Καταβασιών της Υπαπαντής «Χέρσον ἀβυσσοτόκον πέδον ἥλιος, ἐπεπόλευσέ ποτε· ὡσεὶ τεῖχος γὰρ ἐπάγη, ἑκατέρωθεν ὕδωρ, λαῷ πεζοποντοποροῦντι, καὶ θεαρέστως μέλποντι. ᾌσωμεν τῷ Κυρίῳ· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται[1]», ο κανόνας της Μικράς Παρακλήσεως και το Κοντάκιο τηςΥπαπαντής «Ὁ μήτραν παρθενικὴν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου, καὶ χεῖρας τοῦ Συμεὼν εὐλογήσας ὡς ἔπρεπε, προφθάσας καὶ νῦν ἔσωσας ἠμᾶς Χριστὲ ὁ Θεός. Ἀλλ᾽ εἰρήνευσον ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα, καὶ κραταίωσον Βασιλεῖς οὖς ἠγάπησας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος», γεγονότα και σημεία ενός συνεχούς υπομνηματισμού του μυστηρίου της Θείας Ενανθρωπήσεως και της μαρτυρίας της Θεοτόκου περί του σωματουμένου[2] Λόγου, οὐσιωδῶς, ήτοι πραγματικώς, κατά τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας. Υπογραμμίζεται για μια φορά ακόμη ότι στον ενιαύσιο κύκλο της λατρευτικής πράξης της Εκκλησίας καμία ημέρα δεν είναι αυτονομημένη, τα πάντα συνέχονται από το Λόγο του Θεού, καθώς εκδιπλώνεται το μυστήριο της Θείας Οικονομίας «σήμερον» και στους ατέλειωτους αιώνες μετά πάντων των απ᾽ αιώνος Αγίων, ως μία διαρκής εξαγγελία και επαγρύπνηση «ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστίν».
2. Μετά τα Φώτα και μέχρι την Υπαπαντή η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη μιας σειράς εγκρίτων Πατέρων και ασκητών και Μαρτύρων της Εκκλησίας της περιόδου των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίοι ερμήνευσαν τη βαπτισματική ομολογία στον Τριαδικό Θεό και την ένσαρκη οικονομία του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός, με συμμετοχή στις Οικουμενικές Συνόδους, ή με ερμηνευτική χρήση των υπομνημάτων τους από τη συνοδική πράξη της Εκκλησίας, όπως οι Άγιοι Γρηγόριος Νύσσης, Όσιος Αντώνιος ο Μεγάλος, καθηγητής των μοναστών Αιγύπτου, οι Άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος, πατριάρχες Αλεξανδρείας, οι Άγιοι Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Άγιοι από όλες τις περιοχές, όπου αναδύθηκαν εν πολλοίς οι πρώτες εκκλησιαστικές κοινότητες, και λαμπρύνονται από τη δράση αυτών των Αγίων. Εδώ, ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ- ΠΡΟΘΕΩΡΙΑ, παρατίθεται κατωτέρω, μετά το σχολιασμό της εορτής των δύο Πατριαρχών, και ένα σημείωμα για την εορτή του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή (21-1-26).
Β. 1. Κατά το Τυπικὸν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας η σύναξη της εορτής των δύο ιεραρχών γινόταν στη Μεγάλη Εκκλησία, οι δε Κανόνες αυτών είναι ποιήματα των Αγίων Θεοφάνους του Γραπτού για τον Άγιο Αθανάσιο και του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού για τον Άγιο Κύριλλο, όπως και ο Κανόνας και οι Καταβασίες της Υπαπαντής από τον αυτόδελφο αυτού Κοσμά το Μελωδό.
2. α. Κατά την υμνολογία της εορτής, και ιδίως με τους Κανόνες των δύο Αγίων, προβάλλεται ως κοινό χαρακτηριστικό τους η υπαράσπιση της ορθοδόξου πίστεως, της Ορθοδοξίας, έναντι του Αρείου, του Σαβελλίου και ιδίως του Νεστορίου εν σχέσει με τον Άγιο Κύριλλο, αλλά συγχρόνως και τα καίρια σημεία της συνοδικής τους παρουσίας και των θεολογικών τους διατυπώσεων στο πλαίσιο της επίδρασής τους στην οικουμένη, σε όλο τον κόσμο, ως Πατέρες και οικουμενικοί «διδάσκαλοι»: «Ἱεραρχῶν τοὺς ἀκραίμονας, καὶ παμφαεῖς φωστῆρας τῆς οἰκουμένης», «Ὀρθοδόξων τὸ κλεος», «τὰ τῆς Ὀρθοδοξίας τρόπαια, ἀνεστήσατο καθ᾿ ὅλης τῆς οἰκουμένης», «Ἔργοις λάμψαντες Ὀρθοδοξίας», «τῶν Ὀρθοδόξων τὸ κέρας», «Ὀρθοδοξίας ἀκτῖσι περιλαμπόμενοι»: «ἐπὶ τῇ μνήμῃ τῶν σοφωτάτων Διδασκάλων ἡμῶν, Ἀθανασίου τε καὶ Κυρίλλου», «Πρέσβευε Δέσποινα, μετὰ τῶν Διδασκάλων», «Σὲ διδάσκαλον ὄντως, μέγαν Διδασκάλων σοφὲ Ἀθανάσιε», «Δεῦτε φιλέορτοι πάντες πανηγυρίσωμεν, τὴν μνήμην τῶν ἐνδόξων, Διδασκάλων τιμῶντες», «Τὴν ἱερὰν Ξυνωρίδα τῶν Διδασκάλων», «τὴν ἀεισέβαστον δυάδα τῶν Διδασκάλων ἡμῶν», «οἱ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἱερώτατοι Διδάσκαλοι», «καὶ τῆς οἰκουμένης οἱ Διδάσκαλοι», «Διδάσκαλον κήρυκα, ἱεροφάντην τοῦ τρισηλίου φωτός», «Νομεὺς καὶ διδάσκαλος σοφός, τῆς Ἐκκλησίας δειχθείς».
β. Είναι χαρακτηριστική η ορολογία περί διδασκαλίας των πιστών με συγκεκριμένες ερμηνευτικές διατυπώσεις, όπως για τον Άγιο Αθανάσιο ότι ερμήνευσε την ομολογία της Αγίας Τριάδος και της ομοουσιότητος του Υιού με τον Πατέρα στη Σύνοδο της Νικαίας, δηλαδή την Α´ Οικουμενική Σύνοδο, μία ομολογία που αφορά στο ίδιο το Σύμβολο της Πίστεως και γι᾽ αυτό φέρεται ως δέκατος τρίτος Απόστολος: «Ἀπόστολον δεικνύει, τρισκαιδέκατον Πάτερ, τὴν ὀρθόδοξον Πίστιν κηρύττοντα. Σὺ θεϊκῷ, ζήλῳ σφοδρῶς πυρπολούμενος, τῇ Συνόδῳ συναγωνιζόμενος, καὶ πρὸ τοῦ σέ, Πρόεδρον τελεῖν, ἐν τῇ Νικαέων, κυρύττεις τὸ Ὁμοούσιον· διὸ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Χριστὸς Ποιμενάρχην, καὶ Διδάσκαλον σὲ προχειρίζεται», Κανών Αγ. Αθανασίου, Ωδή δ´, τροπάριο β´. Υπό τον αυτό νοηματικό άξονα έν σχέσει προς τον όρο ὁμοούσιος είναι και το τέταρτο τροπάριο της Ωδής ε´: «Σὲ διδάσκαλον ὄντως, μέγαν Διδασκάλων σοφὲ Ἀθανάσιε, ἀκομψεύτῳ φράσει, μετὰ τοὺς Ἀποστόλους εὐμοίρησεν, Ἐκκλησία Πάτερ, ἡ τοῦ Χριστοῦ διασαφοῦντα, τὸν ἀμώμητον λόγον τῆς Πίστεως», ενώ με το δεύτερο τροπάριο της ζ´ Ωδής βαίνων ο λόγος προς μία ερμηνευτική κορύφωση απηχεί τους Λόγους προς Σεραπίωνα περί Αγίου Πνεύματος, όπως, όμως, προσλήφθηκαν από τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, τη Β´ Οικουμενική Σύνοδο, τη λειτουργική πράξη, τις μετέπειτα Συνόδους και τους Πατέρες και ιδίως την Έκδοση Ακριβή της Ορθοδόξου πίστεως του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού και την ερμηνευτική του υμνολόγηση, ιδίως με τους Κανόνες: «Ὁμότιμον, σύνθρονον, Πατρὶ τὸν Λόγον, μονογενῆ τε Υἱόν, ὀρθοδόξως κηρύξας, ἀθανασίας Πάτερ ἐπώνυμε, αὖθις διδάσκεις, τὸ Πνεῦμα Γεννήτορι, καὶ τῷ Υἱῷ συμφυές καὶ ὁμοούσιον». Είναι σαφές ότι ο όρος ὁμοούσιον για το Άγιο Πνεύμα δεν είναι ένας όρος που τον εισηγήθηκε ο Άγιος Αθανάσιος αλλά ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, οι Λόγοι του οποίου απετέλεσαν το ερμηνευτικό και κειμενικό πρόπλασμα για τη θεολόγηση της ομουσιότητος της Αγίας Τριάδος και το έργο του Αγίου Πνεύματος με την Πεντηκοστή και την υμνολογική έκφραση. Πάντως, με τον Ειρμό της θ´ Ωδής ο όρος Θεοτόκος απηχεί τη χρήση του από τον Άγιο Αθανάσιο, ο οποίος είναι ένας από τους πρώτους Πατέρες της Αλεξάνδρειας που τον χρησιμοποιεί συναφώς με το μυστήριο της Θείας Ενανθρωπήσεως.
Με μία πρώτη προσέγγιση του Κανόνα του Αγίου Αθανασίου μπορούμε να πούμε ότι ο Άγιος Θεοφάνης έχει ως πρότυπο τον Κανόνα του Αγίου Κυρίλλου από τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, γιατί από το θεολογικό υπόβαθρο αναδύεται η προσπάθεια αναδείξεως της θεολογικής ενότητος και ερμηνευτικής ταυτότητος αμφοτέρων, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από την κειμενική τους παραγωγή.
γ. Ο ποιητής του Κανόνα στον Άγιο Κύριλλο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, γνώστης άριστος των κειμένων του Αγίου Κυρίλλου και της συνοδικής επιρροής στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων Γ´- Ζ´, συνοψίζει με ένα τρόπο δωρικό τον πυρήνα της ερμηνευτικής στόχευσης του Αγίου Κυρίλλου για την ενότητα της Θείας Οικονομίας και τον τρόπο της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου, που είναι η ενότητα των δύο Διαθηκών, γιατί είναι ο εις και ο αυτός Λόγος που δρα σε αμφότερες και ο τρόπος της ενανθρωπήσεως που έγινε «δι᾽ ἡμᾶς»: Ωδή η´, τροπάρια δύο και τρία: «Νομεὺς καὶ διδάσκαλος σοφός, τῆς Ἐκκλησίας δειχθείς, τὰς δύω Κύριλλε, σαφῶς ἀνέπτυξας Ὅσιε, Διαθήκας· ὡς γὰρ ἄγκυραν, καὶ πατρικὸν κλῆρον τοὺς σούς, ἔχουσα λόγους βοᾷ· Εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον./ Λόγου σαρκωθέντος δι᾿ ἡμᾶς, τοῦ παντεχνήμονος, σὺ τὴν ἀπόρρητον, διδάσκεις ἕνωσιν Κύριλλε, ἀδιαίρετον ἀσύγχυτον, τὰς ἐφ᾿ ἑκάτερα ῥοπάς, ἴσως ἐκκλίνας βοῶν· Εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον». Την κορύφωση του Κανόνα αποτελούν το πρώτο και δεύτερο τροπάριο της θ´ Ωδής, κυριαρχούμενα με τον όρο Θεοτόκος για την Παναγία, που συνιστά το κριτήριο της Ορθοδοξίας για το μυστήριο της Θείας Οικονομίας, ό,τι συνιστά ο όρος ὁμοούσιος- ομοούσιον για την ομολογία της Αγίας Τριάδος, ως δύο κρίκοι που ενώνουν Άγιο Βάπτισμα και πορεία προς τη Θεία Ευχαριστία: «Ὕψωμα Χριστοῦ κατεπαρθὲν τῆς γνώσεως, καὶ τῆς τούτου Θεομήτορος, Κύριλλε, ἅπαν κατὰ κράτος, καθεῖλες Νεστορίου τὴν ἄθεον, υἱῶν δυάδα ὡσαύτως καὶ σύγχυσιν, τῶν Ἀκεφάλων τὴν τῶν φύσεων./ Ῥώσει τῶν φρενῶν καὶ φωτισμῷ τῆς χάριτος, τὴν Τριάδα ὁμοούσιον, τόν τε Υἱὸν σεσαρκωμένον, Θεὸν θεολογήσας Μακάριε, ὀφθείς τε τῆς Θεοτόκου ὑπέρμαχος, ἐν τοῖς ὑψίστοις νῦν δεδόξασαι».
Γ. 1. Το Αποστολικό Ανάγνωσμα αποτελεί ουσιαστικά τον Επίλογο της Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς. Πρόκειται για ένα από τα συγκλονιστικότερα αποσπάσματα εκ των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου, ενός ζηλωτή Ισραηλίτη, γνώστη κατά πάντα του Νόμου και των λατρευτικών διατάξεων του Ισραήλ, που με οραματικό τρόπο δέχθηκε την κλήση του Αναστάντος Χριστού, εξήλθε προς τα έθνη κηρύττων το Χριστό της αναίμακτης θυσίας, ως το Μεγάλο Αρχιερέα που καλεί όλους τους λαούς «ἔξω τῆς παρεμβολῆς», έξω της πύλης, τον κάθε άνθρωπο στο δείπνο της Βασιλείας του!
Δ. 1. Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα προέρχεται από μία περιοδεία του Χριστού προς τα Ιεροσόλυμα και ενώ περνούσε «διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας» (Λουκ. ιζ´, 11). Στη συνάντηση με τους δέκα λεπρούς στην είσοδο κάποιας κωμόπολης, που ζούσαν σαν εξόριστοι έξω από αυτήν και η θεραπεία τους με το λόγο, όχι γιατί ο Χριστός δεν έδειξε διάθεση προσεγγίσεώς τους, αλλά γιατί οι ίδιοι, καταταλαιπωρημένοι σε άκρα απόγνωση και ταπείνωση για την άσχημη κατάστασή τους, «ἔστησαν πόρρωθεν» ζητώντας με δυνατή φωνή να τους ελεηθεί ο Χριστός: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς», τίθεται το θέμα της αποδοχής του κηρύγματος του Χριστού, όπως και της πραγματικής πίστης τόσο από τους Ιουδαίους όσο και από τους αλλογενείς. Μετά την επίδειξή τους στους ιερείς για την πιστοποίηση ότι είναι καθαροί από τη λέπρα, «ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ» μόνο ένας, που ήταν αλλογενής Σαμαρείτης, πράγμα το οποίο σημειώνει ο Χριστός, επαινώντας την πίστη του, αν και αλλογενής. Το Ανάγνωσμα κατακλείεται με τη συζήτηση του Χριστού με τους Φαρισαίους, οι οποίοι, με ένα τραγικό τρόπο αρνούμενοι τη θεοσημία επί των λεπρών, έπιασαν κουβέντα με το Χριστό, για να τον εξετάσουν τί ξέρει για τα σημεία της ελεύσεως της βασιλείας του Θεού, προφανώς κατά τις προφητικές καταγραφές, ουσιαστικώς, όμως, με ένα άκρως υποκριτικό τρόπο προσπάθησαν να μειώσουν τη θεοσημία, αρνούμενοι ότι ο Χριστός ενήργησε ως Θεός, γι᾽ αυτό και ο Χριστός τους απαντά με ένα σκληρά ειρωνικό τρόπο: «ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν». Είναι σαν και να τους λέγει ότι έχουν αναγάγει σε θεό τον εαυτό τους, όπως έκαναν κατά την αποστασία τους ο Αδάμ και η Εύα, και δεν έχουν καμία ανάγκη από τη βασιλεία του Θεού, όπως όλοι οι εγωπαθείς αρρωστημένοι άνθρωποι. Σε αντίστιξη με τους άρρωστους σωματικά λεπρούς και τη μειωμένη ανταπόκριση στην ευχαριστία ως δωρεά του Θεού κατά τη δεκτικότητά τους, οι πραγματικά άρρωστοι, εμμένοντες στη φθοροποιό αποστασία, αποδεικνύονται οι Φαρισαίοι, οι οποίοι έχουν ειδωλοποιήσει τον εαυτό τους, ενώ ένας αλλογενής Σαμαρείτης δέχεται τη δωρεά της σωτηρίας.
2. Το περιστατικό της θεοσημίας με τη θεραπεία των δέκα λεπρών συνοψίζει αφενός μεν τον οικουμενικό και άνευ συμβατικών διακρίσεων του κηρύγματος του Χριστού, της αποκαλύψεώς του ως του Ζώντος Θεού όλων των ανθρώπων, αφετέρου δε με τη μη ανταπόκριση του παλαιού Ισραήλ κατά την πατρώα κλήση, αρχίζει να συνάγεται ο νέος Ισραήλ της πίστεως εν Χριστώ.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ- ΠΡΟΘΕΩΡΙΑ: α. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662), είναι ένας Άγιος στον οποίο συνδυάζεται η ασκητική πράξη και η ομολογία του Συμβόλου της Πίστεως κατά τις ερμηνευτικές συνοδικές διατυπώσεις των Οικουμενικών Συνόδων Γ´ και Δ´ στην Έφεσο και τη Χαλκηδόνα με τη λειτουργική χρήση του όρου Θεοτόκος για την Παναγία και την ομολογία της ενότητος του μυστηρίου της Αποκαλύψεως του προαιωνίου Υιού και Λόγου του Θεού «σαρκί», του ενός και του αυτού Κυρίου της κτίσεως, αποκαλυφθέντος ασάρκως στους Προφήτες, ενσάρκως, εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου σαρκωθέντα και ενανθρωπήσαντα, στους Μαθητές και Αποστόλους και Πνευματικώς, ορωμένου και μετεχομένου στην Εκκλησία των Αποστόλων της συμπαρεκτεινόμενης Πεντηκοστής.
β. Ο βίος του Αγίου Μαξίμου μάς είναι αρκούντως γνωστός και θαυμαστός, η δε θεολογική του συμβολή συνοψίζεται αφενός μεν στο Κοντάκιο: «Τὸν τῆς Τριάδος ἐραστὴν καὶ Μέγαν Μάξιμον, τὸν ἐκδιδάξαντα τρανῶς πίστιν τὴν ἔνθεον, τοῦ δοξάζειν τὸν Χριστόν, φύσεσιν ἐν δύω, ἐνεργείαις τε διτταῖς ὡς καὶ θελήσεσιν, ἐπαξίως οἱ πιστοὶ ἀνευφημήσωμεν, ἀνακράζοντες· Χαῖρε κήρυξ τῆς Πίστεως», αφετέρου στα τέσσερα τροπάρια του Κανόνα της ζ´ Ωδής («Μίαν φύσιν Τριάδος, μίαν θέλησιν ἔφης, μίαν ἐνέργειαν· Θεοῦ δὲ σαρκωθέντος, δύο φύσεις θελήσεις, ἐνεργείας, ἐκήρυξας· ὁ τῶν Πατέρων Θεός, βοῶν εὐλογητός εἶ./ Οὐ θελήματα δύω, διαιρούμενα γνώμης ἐναντιότητι, ποιότητι δὲ μᾶλλον, ἀνεκήρυξας Πάτερ, φυσικῇ διαφέρόντα· Ὁ τῶν Πατέρων Θεός, βοῶν εὐλογητὸς εἶ./ Στήλην ὀρθοδοξίας, τοὺς ἐνθέους σου λόγους, Πάτερ κατέχοντες, τὸν ἕνα τῆς Τριάδος, ἐν δυσὶ ταῖς οὐσίαις, καὶ θελήσεσι σέβομεν· Εὐλογητὸς εἶ Χριστέ, αὐτῷ ἀναβοῶντες./ Δύο, Πάτερ, εἰδότες, ἐνεργείας τοῦ οἴκτῳ, σεσαρκωμένου Θεοῦ, διττὰς αὐτεξουσίους, θελήσεις διδαχθέντες, ὑπὸ σοῦ ἀναμέλπομεν· Ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητός εἶ»), ποίημα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, όπου συντίθεται η πίστη στον Τριαδικό Θεό και ο τρόπος της ενανθρωπήσεως του Λόγου, ως ερμηνευτική πρόταση του άρθρου του Συμβόλου της Πίστεως «σαρκωθέντα καὶ ἐνανθρωπήσαντα», όπως ερμηνεύθηκε από τον Άγιο Μάξιμο και ενσωματώθηκε στη συνοδική πράξη της ΣΤ´ Οικουμενικής Συνόδου (680/81) κατά του Μονοθελητισμού και του Μονοενεργητισμού.
γ. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον Κανόνα προς τιμήν του Αγίου ονομάζει τον Άγιο Μάξιμο φιλόσοφο και θεόσοφο, που μπορεί να κατανοηθούν ως εξής: ότι ο Άγιος Μάξιμος υπήρξε ένας άνθρωπος με λογιοσύνη ελληνική, όπως καλλιεργείτο αυτή στο Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας, πλάι στο Παλάτι της Κωνσταντινούπολης, αλλά και στα μοναστήρια της, και λογιοσύνη εκκλησιαστική, κατά την οποία η πράξη η νηπτική είναι επίβαση θεωρίας. Μεγαλωμένος ο Άγιος Μάξιμος στην Κωνσταντινούπολη και αρχιγραμματέας του αυτοκράτορα Ηράκλειου γνωρίζει από πρώτο χέρι όλη τη λειτουργική πράξη του Πατριαρχείου και της αυτοκρατορικής αυλής, γι᾽ αυτό δεν είναι τυχαίο ότι γράφει το έργο του «Περὶ διαφόρων ἀποριῶν Διονυσίου καὶ Γρηγορίου πρὸς Θωμᾶν τὸν ἡγιασμένον» ως μία σύνθεση και ερμηνεία της θεολογικής κηρυγματικής του κατεξοχήν Θεολόγου πατέρα Αγίου Γρηγορίου, που οι Λόγοι του διαβάζονταν στις Παννυχίδες στη Μεγάλη Εκκλησία και τους πατριαρχικούς ναούς της Παναγίας των Χαλκοπρατείων και των Βλαχερνών (και ασφαλώς και σε όλες τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της Κωνσταντινούπολης), πράγμα που περνάει, εξάλλου, και στα μεταγενέστερα Μηνολόγια και ιδίως τα αυτοκρατορικά, και της λειτουργικής ερμηνευτικής των Αρεοπαγιτικών κειμένων, καθώς μετά το 532 τα λειτουργικά κείμενα προσάγονται ως κριτήριο Ορθοδοξίας. Έτσι στον Άγιο Μάξιμο η Θεία Λειτουργία, που φέρεται με το όνομα Μυστική Θεολογία σύμφωνα με τα Αρεοπαγικά κείμενα τα αποδιδόμενα στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη (που δεν έχει σχέση ο όρος με τη μυστική θεολογία των μεθοδιστών και των Ρώσων θεολόγων, ούτε με τη μυστική θεολογία κατά παρερμηνεία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης από τους ίδιους κύκλους), εδράζεται στην ερμηνευτική του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, οι Λόγοι του οποίου ήταν οικείοι σε όλο το εκκλησίασμα της Κωνσταντινούπολης, εξ ου και η μουσική αναπαραγωγή τους στους Κανόνες Χριστουγέννων και Πάσχα από τους παραδελφούς Αγίους Ιωάννη το Δαμασκηνό και Κοσμά και η ευρεία διάδοσή τους, όχι κειμενικά, όπως νομίζουν οι σύγχρονοι θεολόγοι του σπουδαστηρίου, αλλά λειτουργικά ως ψάλσιμο από όλους τους Ορθόδοξους, από όλο τον απλό κόσμο και τους μοναχούς. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειώσω ότι με το λειτουργικό εμπλουτισμό των Αρεοπαγιτικών κειμένων από τον Άγιο Μάξιμο διευρύνεται η ερμηνεία της ανατροπής του αρχαιοελληνικού κοσμοειδώλου, όπως είχε ανατραπεί από τον Άγιο Αθανάσιο και τους Καππαδόκες Πατέρες με μία ιεράρχηση των πάντων πέραν του χρόνου, στους άπειρους αιώνες της θείας χάριτος: ο Ενανθρωπήσας Λόγος είναι αρχή και μέση και τέλος και όλα τα όντα μετέχουν στη δημιουργική, τη ζωοποιό, τη σοφοποιό και τη θεοποιό ενέργεια του Τριαδικού Θεού κατά το λόγο υπάρξεως, όμως, του καθένα, εκκλησιαζόμενα στη θεία φωτοείδεια, που για τα αποστατικά λογικά όντα είναι κολασμός ως παρυποστάσεις.
Αποστολικό Ανάγνωσμα: (Των Ιεραρχών, 18 Ιανουαρίου): Ἑβρ. ιγ´, 7-16: «7 Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν. 8 ᾿Ιησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. 9 διδαχαῖς ποικίλαις καὶ ξέναις μὴ παραφέρεσθε· καλὸν γὰρ χάριτι βεβαιοῦσθαι τὴν καρδίαν, οὐ βρώμασιν, ἐν οἷς οὐκ ὠφελήθησαν οἱ περιπατήσαντες. 10 ἔχομεν θυσιαστήριον ἐξ οὗ φαγεῖν οὐκ ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ τῇ σκηνῇ λατρεύοντες·11 ὧν γὰρ εἰσφέρεται ζῴων τὸ αἷμα περὶ ἁμαρτίας εἰς τὰ ῞Αγια διὰ τοῦ ἀρχιερέως, τούτων τὰ σώματα κατακαίεται ἔξω τῆς παρεμβολῆς· 12 διὸ καὶ ᾿Ιησοῦς, ἵνα ἁγιάσῃ διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος τὸν λαόν, ἔξω τῆς πύλης ἔπαθε. 13 τοίνυν ἐξερχώμεθα πρὸς αὐτὸν ἔξω τῆς παρεμβολῆς τὸν ὀνειδισμὸν αὐτοῦ φέροντες· 14 οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν. 15 δι᾽ αὐτοῦ οὖν ἀναφέρωμεν θυσίαν αἰνέσεως διὰ παντὸς τῷ Θεῷ, τοῦτ᾽ ἔστι καρπὸν χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. 16 τῆς δὲ εὐποιΐας καὶ κοινωνίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε· τοιαύταις γὰρ θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός».
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ. ιζ´,
12-19: «12 καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς
τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ
ἔστησαν πόρρωθεν, 13 καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. 14 καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες
ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ
ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. 15 εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, 16 καὶ
ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. 17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς
εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; 18 οὐχ εὑρέθησαν
ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς
οὗτος; 19 καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀναστὰς πορεύου· ἡ
πίστις σου σέσωκέ σε. 20 Ἐπερωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν Φαρισαίων πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπεκρίθη αὐτοῖς καὶ
εἶπεν· Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, 21 οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ
ὧδε ἤ ἰδοὺ ἐκεῖ· ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς
ὑμῶν ἐστιν».
[1]. Πολύ χαρακτηριστική του προχειρισμού της εορτής της Υπαπαντής η Καταβασία μετά την Ὠδὴ δ´: «Ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετή σου, Χριστέ· τῆς κιβωτοῦ γὰρ προελθών, τοῦ ἁγιάσματός σου, τῆς ἀφθόρου Μητρός, ἐν τῷ ναῷ τῆς δόξης σου, ὤφθης ὡς βρέφος ἀγκαλοφορούμενος, καὶ ἐπληρώθη τὰ πάντα τῆς σῆς αἰνέσεως».
[2]. «Ὡς εἶδεν Ἡσαΐας συμβολικῶς, ἐν θρόνῳ ἐπηρμένῳ Θεόν, ὑπ᾿ Ἀγγέλων δόξης δορυφορούμενον, ὦ τάλας! ἐβόα, ἐγώ, πρὸ γὰρ εἶδον σωματούμενον Θεόν, φωτὸς ἀνεσπέρου, καὶ εἰρήνης δεσπόζοντα», Καταβασία Υπαπαντής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου