HELLENOPHONIA

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

 

Ἡ σύλληψις τῆς Ἁγίας Ἄννης, τῆς Μητρὸς τῆς Θεοτόκου, καὶ ἡ ἀνάμνησις τῶν Ἐγκαινίων τοῦ πανιέρου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, Ἄννης τῆς μητρὸς Σαμουὴλ τοῦ Προφήτου (1160), 9 Δεκεμβρίου 2025 (Αριθμ. 55, 1Β)

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

Α. 1. Με την εορτή της συλλήψεως της Αγίας Άννης κλείνει ένας κύκλος, ο οποίος αφορά στη διακονία της Θεοτόκου, των γονέων της, του Προπάτορος και της Προμήτορος, Ιωακείμ και Άννης, των Θεολήπτων[1], και της συγγενικής οικογένειας της Θεοτόκου, ήτοι της οικογένειας της Ελισσάβετ, μητρός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, ο οποίος εχρημάτισε προσημάντωρ και μεσίτης Παλαιάς και Νέας Διαθήκης[2]. Εξάλλου, για τον Άγιο Ιωάννη υπάρχει η συγκεκριμένη καταγραφή στο πρώτο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου που τοποθετεί τη γέννησή του έξι μήνες νωρίτερα από του Χριστού[3]. Εορτολογικά το Γενέθλιο του Ιωάννη στις 24 Ιουνίου είναι ένας είδος προχειρισμού των Χριστουγέννων, ένα διάστημα κατά το οποίο εκδιπλώνονται οι εξαγγελίες των Προφητών «ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν» και όπου στον εορτολογικό κύκλο μέχρι τα Χριστούγεννα σημειώνεται μία βαθμιαία ενότητα με τον καθορισμό των Ευαγγελικών Αναγνωσμάτων, ή και την επανάληψη των αυτών Προφητικών ή Αποστολικών Αναγνωσμάτων εν σχέσει με τα εορταζόμενα γεγονότα της διακονίας της Θεοτόκου πρωτίστως και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Κατά ταύτα, το σημερινό Αποστολικό Ανάγνωσμα είναι το ίδιο με το Αποστολικό Ανάγνωσμα της 23ης Σεπτεμβρίου, της εορτής της Συλλήψεως του Προδρόμου και Βαπτιστή Ιωάννη.

2. α. Στο Τυπικὸν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καταγράφεται η εορτή ως εξής: «Μηνὶ τῷ αὐτῷ θ´, ἡ σύλληψις τῆς ἁγίας Ἄννης, ὅτε συνέλαβεν τὴν ἁγίαν Παρθένον καὶ Θεοτόκον. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῆς σύναξις ἐν τῷ σεβασμίῳ αὐτῆς οἴκῳ τῷ ὄντι ἐν τοῖς Εὐουρανίοις πλησίον τῆς ἁγωτάτης Μεγάλης Ἐκκλησίας». Επιπλέον στο Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως καταγράφεται: «Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῆς σύναξις ἐν τῷ σεβασμίῳ αὐτῆς οἴκῳ τῷ ὄντι ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις, πλησίον τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης ἐκκλησίας» με υποσημείωση: «ἐν τῷ σεβασμιωτάτῳ οἴκῳ αὐτῆς τῷ ὄντι ἐν τοῖς εὐουρανίοις πλησίον τῆς ἁγωτάτης Μεγάλης Ἐκκλησίας». Ένα άλλο απόσπασμα, θεωρώ πολύ σημαντικό, προερχόμενο από το βίο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ευτυχίου (512- 582), γραμμένο από το μαθητή του πρεσβύτερο Ευστράτιο, το οποίο μάς παρέχει μία επιπλέον συναφή πληροφορία. Σημειωτέον ότι ο Άγιος Ευτύχιος είναι ο Πατριάρχης της Ε´ Οικουμενικής Συνόδου και της τελέσεως των εκ δευτέρου Εγκαινίων της Αγίας Σοφίας, ο οποίος ενταφιάσθηκε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων πλάι στα λείψανα του Αγίου Ανδρέα. Ο Άγιος Ευτύχιος καταγόταν από τη Θεία Κώμη της Φρυγίας με πατέρα στην υπηρεσία του στρατηγού Βελισαρίου και δέχθηκε την ευχή του Αναγνώστη από το Μητροπολίτη Αμασείας στην Κωνσταντινούπολη σε μία επίσκεψή του εξ Αμασείας στον «οἶκον τῆς ἁγίας καὶ ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀεὶ Παρθένου Μαρίας, τὸν ἐν τοῖς Οὐρβικίου ἐν τῷ Στρατηγίῳ»[4], όπου εκκλησιαζόταν από μικρό παιδί. Αυτό το μοναστήρι έκειτο σε μικρή απόσταση ΒΔ της Παναγίας των Χαλκοπρατείων. Το ενδιαφέρον σημείο είναι ότι για τη μοναχική του κουρά αναζητήθηκε, κατά την ιστόρηση Ευστρατίου, ιδιαίτερος χώρος τελέσεώς της, και τελέστηκε στο Ἅγιο Βαπτιστήριο: «Παρῆν ὁ ἀποθρίξαι ἐπιτετραμμένος τὴν τιμίαν κεφαλήν·ἐζήτουν ἰδιάζοντα τόπον· εὑρίσκεται ὁ ἄξιος τῷ ἀξίῳ. Τίς οὗτος; Τὸ ἅγιον βαπτιστήριον· εἰσφέρεται εἰς αὐτό, καὶ μὴ εὑρόντες ἐφ᾽ ᾧ καθεσθῆναι ἐχρῆν, προμηθείᾳ τοῦ κρείττονος, εὑρέθη εἰς τὸ κρηπίδωμα τῆς σεπτῆς ἐφεζόμενος κολυμβήθρας· καὶ ἀβουλήτως αὐτοῦ τε καὶ τοῦ κείροντος, θείᾳ δὲ ὅμως βουλῆς, αἱ τρίχες πᾶσαι εἰς τὴν κολυμβήθραν ἐκπεπτώκασιν. Θαύματος ἄξια τὰ συμβάντα τῷ μαγάλῳ ἀνδρί. Ἡ γὰρ ἤδη αὐτὸν ἀναγεννήσασα τιμία κολυμβήθρα, χείρα ἁπλώσασα τρόπον τινά, πάλιν μήτηρ γέγονεν δεξαμένη τὰς τρίχας αὐτοῦ. Καὶ προτύπωσις, ὡς οἶμαι, τοῦτο γέγονεν τοῦ μέλλοντος ἀναγεννᾶσθαι δι᾽ αὐτοῦ τε καὶ τῆς ἁγίας σεπτῆς κολυμβήθρας, ἐν ταύτῃ τῇ βασιλευούσῃ πόλει, ἀναριθμήτου λαοῦ...»[5].

β. Το Άγιο Βαπτιστήριο, στο οποίο γίνεται αναφορά ως κάτι το μοναδικό, δεν μπορεί να είναι άλλο από το πρώτο βαπτιστήριο της Κωνσταντινούπολης, ακόμη και επί εποχής Βυζαντίου, που κάλυπτε ουσιαστικά την έκταση του πρώτου λόφου, μολονότι την τελική μορφή έλαβε αργότερα κρατώντας, ωστόσο, την οκταγωνική μορφή των πρωτοχριστιανικών βαπτιστηρίων. Σήμερα σώζονται μόνο τα θεμέλια αυτού του οκταγωνικού κτίσματος, ενώ η αναπτυχθείσα δίπλα του Παναγία των Χαλκοπρατείων με το Παρεκκλήσιο της Αγίας Σορού και την εικόνα της Παναγίας της Αγιοσορίτισσας είναι πάρκιγκ. Μεταξύ Παναγίας των Χαλκοπρατείων και της Παναγίας ἐν τοῖς Οὐρβικίου, μνημονεύονται μία σειρά παρεκκλησίων, όπως των Θεοπατόρων Αγίων Ιωακείμ και Άννης, στο οποίο θησαυρίσθηκαν και τα τίμια λείψανα των Αγίων Συμεώνος του Θεοδόχου, Άννης της Προφήτιδος και Ιακώβου του Αδελφοθέου. Ο Οίκος της Παναγίας «ἐν τοῖς Εὐουρανίοις», αποτελούσε ιδιαίτερο οικοδόμημα, αμφιβάλλω για τον ταυτισμό με το πολύ μεταγενέστρο κτίσμα της οθωμανικής περιόδου που διασώζεται σήμερα με το όνομα τῆς Θεοτόκου Εὐουρανιωτίσσης, με ισχυρισμούς, μάλιστα ότι πρόκειται για μετάφραση της αντίστοιχης λέξης ουρανός από τα αρμενικά, καθώς κατοίκησαν πέριξ αυτής Αρμένιοι. Αντίθετα συνθέτοντας τις πληροφορίες του Τυπικού, του Συναξαρίου αλλά και την υμνολογία της εορτής της Συλλήψεως με τους δύο Κανόνες των Αγίων Ανδρέα Κρήτης και Γεωργίου Νικομηδείας, όπου κυριαρχεί ο όρος οὐρανός για τη Θεοτόκο, ως καθέδρα του βασιλέως Χριστού, πράγμα που δικαιολογεί πρώτον τη μετατόπιση από την εορτή των Θεοπατόρων, που εορτάζονται, εξάλλου, και κατά την Κυριακή των Θεοπατόρων, προς την ίδια τη Θεοτόκο, ως τέκνο κυρίως της Αγίας Άννας μετά από χρόνια ατεκνίας, για να τονισθεί η κλήση της Θεοτόκου ως νέου ουρανού για την άσπορη κύηση του Ενανθρωπήσαντος Λόγου, κάτι που επισημαίνεται και στο συναξάρι της εορτής κατά το Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως.

 

Β. Το Αποστολικό Ανάγνωσμα άπτεται του προτυπικού γεγονότος της στειρότητος και της θαυματουργικής υπερβάσεως των φυσικών όρων, όπως στην περίπτωση της Σάρας και της Ελισσάβετ, και της συνεορταζομένης σήμερα μητρός του Προφήτου Σαμουήλ, αλλά με μία αναγωγή (ἀλληγορούμενα) στον παλαιό και το νέο Ισραήλ, τους οποίους ενοποιεί ο ίδιος ο Ενανθρωπήσας. Είναι ο παλαιός Ισραήλ ο υιός, τα τέκνα που προήλθαν από το Σινά, με τη Διαθήκη, το Νόμο του Μωϋσέως, και της ελευθέρας είναι τα τέκνα της ἄνω Ἰερουσαλήμ, δηλαδή, της Εκκλησίας, ως μητέρας όλων των ανθρώπων, αφού ο Λόγος δυνάμει και πραγματικά ανακαίνισε με την Ενανθρώπησή του όλο το ανθρώπινο γένος, κατά την εαυτού και υπ᾽ αυτού κτισθείσα τελεία ανθρώπινη φύση του και όχι ως αυτονομημένο πρόσωπο εκτός της ανθρώπινης ιστορίας. Επ᾽ αυτού ο λόγος του Αποστόλου Παύλου είναι συγκλονιστικά οικουμενικός προς τους Γαλάτας, οι οποίοι είχαν χωρισθεί σε ομάδες ανάλογα με την προέλευσή τους, εξ Ιουδαίων και σε εξ εθνών, επισημαίνοντας ότι οι επαγγελίες αφορούν στον υιό της ελευθέρας, την Εκκλησία, την Ἄνω Ἰερουσαλήμ: «26 ἡ δὲ ἄνω Ἰερουσαλὴμ ἐλευθέρα ἐστίν, ἥτις ἐστὶ μήτηρ πάντων ἡμῶν». Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί εμφατικά ότι ο Απόστολος Παύλος δεν υπονοεί κάποια αντίθεση μεταξύ Σινά, που συστοιχεῖ με την νῦν Ιερουσαλήμ, και την ἄνω Ἰερουσαλήμ, που είναι μητέρα όλων των ανθρώπων, γιατί ο Χριστός ανακεφαλαιώνει με την ενανθρώπησή του το γένος των ανθρώπων, ως Νέος Αδάμ, πάσχει δι᾽ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν, υφίσταται το σταυρικό θάνατο σαρκί, παρέχων την Ανάσταση σε όλο το ανθρώπινο γένος, εισάγοντάς το στην εκ δεξιών καθέδρα του Πατρός. Πρόκειται για ανακεφαλαίωση της του κόσμου ζωής, ήτοι ανάπλαση και αναδημιουργία, και γι᾽ αυτό η επίκληση της μαρτυρίας και της πίστης του Αβραάμ, ως θεόπτη Πατριάρχη της ανθρωπότητος και όχι μόνο του Ισραήλ, συντρίβει τις αποκλειστικότητες και αντιθέσεις της ιστορίας. Εξάλλου, ο Ισραήλ και ο ὄχλος, όλοι, δηλαδή, οι άνθρωποι, κλήθηκαν να αποδεχθούν το λόγο του Χριστού ως πίστη, καθώς ο Χριστός ταύτιζε την πίστη ότι είναι ο Θεός Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ κατά τις Προφητικές επαγγελίες με τη σωτηρία, ανακεφαλαιώνοντας πάσαν την προς ημάς οικονομία απ᾽ αιώνος και μέχρις τους αιώνας των αιώνων, στον απ᾽ αιώνος ἐκκλησιασμό των πάντων. Γι᾽ αυτήν την παιδαγωγία μάς ετοιμάζει η Εκκλησία το διάστημα που απομένει μέχρι τα Χριστούγεννα αναμιμνησκόμενη όλη την ιστορία της κτίσης και της ανθρωπότητος κατά το πρώτο δημιουργικό πρόσταγμα του Κυρίου της Δόξης!

 

Γ. Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα είναι το σύνηθες του Σαββάτου στ´ Λουκά. Έχω να επισημάνω μόνο την παρατήση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου ότι ο λύχνος του Χριστού είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος!

 

Δ. 1. Συναφής με την εορτή της Συλλήψεως της Αγίας Άννης είναι και ο εορτασμός των Εγκαινίων του πανιέρου Ναού της Αναστασέως, ο οποίος ανηγέρθη στον τόπο ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού επί Πατριάρχη Μακαρίου Ιεροσολύμων με τη μεγάλη συμβολή της Αγίας Ελένης και του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Η αντιστοιχία μεταξύ των δύο εορτών καθίσταται καταφανής στην υμνολογία της ημέρας σε ένα πλαίσιο εξαγγελιών και ανακεφαλαιώσεως με την Παναγία ως Ναό, νέο ουρανό, τόπο του αναμενομένου εν σαρκί Λόγου και ανακαινίσαντος το ανθρώπινο: «Τῶν Προφητῶν αἱ προρρήσεις ἐκπληροῦνται· Ὄρος γὰρ τὸ ἅγιον, λαγόσιν ἵδρυται· Κλῖμαξ ἡ θεία φυτεύεται, θρόνος ὁ μέγας, τοῦ Βασιλέως προετοιμάζεται. Τόπος εὐτρεπίζεται ὁ θεοβάδιστος. Βάτος ἡ ἄφλεκτος ἄρχεται, ἀναβλαστάνειν, ἡ Μυροθήκη τοῦ ἁγιάσματος, ἤδη πηγάζει τῆς στειρώσεως, τοὺς ποταμοὺς ἀναστέλλουσα, τῆς θεόφρονος Ἄννης, ἣν ἐν πίστει μακαρίσωμεν» (Στιχηρό Προσόμοιο γ´, της Αγίας, ἦχος δ´), και : «Πάλαι Σολομών, τὸν Ναὸν οἰκοδομήσας, ζῴων αἵματα, εἰς θυσίαν σοι προσῆγεν, εἰς τύπον τοῦ Ναοῦ σου, οὗ ἐκτήσω Φιλάνθρωπε, τῷ ἰδίῳ αἵματι βουλήσει, μεθ᾽ οὗ καὶ νῦν σε δυσωποῦμεν, τὸν μόνον εὔσπλαγχνον, ὅπως τὸ Πνεῦμα τὸ εὐθές, πέμπῃς ἐν τούτῳ ἀεί» (Στιχηρό Προσόμοιο β´, των Εγκανίων, ἦχος πλ. β´), όπως επίσης: «Δεῦτε ἀδελφοί, εὐφρανθῶμεν φιλεόρτως, καὶ πνευματικήν συστησώμεθα χορείαν, ψυχῆς δὲ τὴν λαμπάδα, τῷ ἐλαίῳ φαιδρύνωμεν·οὕτω γὰρ Ἐγκαίνια τιμῶνται, οὕτω δοξάζεται ὁ Κτίστης, ᾧ πάντες ἄνθρωποι, ἀνακαινίζονται ψυχήν, πρὸς ὕψος οὐράνιον» (Στιχηρό Προσόμοιο γ´, των Ἐγκαινίων, ἦχος πλ. β´).

2. Το γεγονός της Συλλήψεως της Παναγίας από την Αγία Άννα τίθεται στην υμνολογία ως η αρχή της εκπλήρωσης των Προφητικών προρρήσεων για τη έλευση του Λόγου ενσάρκως και όχι ως ένα ανεξάρτητο γεγονός ακινητίσεως των νόμων της φύσεως. Το μέγα θαύμα και απόρρητο μυστήριο είναι αυτή καθεαυτή η Ενανθρώπηση. Οι Προφητικές εξαγγελίες, δηλαδή, οι Θεοφάνειες του Λόγου του Θεού Πατρός ασάρκως, υποδεικνύουν εξαιρέτως το πρόσωπο της Θεόπαιδος, ως της δούλης Κυρίου, που θα διακονήσει στο μυστήριο της νέας κτίσης, αλλά κέντρο είναι ο ίδιος ο Θεός, ο ένσαρκος Λόγος, ενώ η προφητική διακονία και όλη η θεοφανική προετοιμασία είναι έργο του συμπαρομαρτούντος τον άσαρκο Λόγο Αγίου Πνεύματος. Γι᾽ αυτό στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε για το Άγιο Πνεύμα: «τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν». Γι᾽ αυτό και η Σύλληψη της Αγίας Άννης είναι θεοφανικό γεγονός: «Ἀναβόησον Δαυΐδ, τί ὤμοσέ σοι ὁ Θεός; Ἅ μοι ὤμοσε φησί, ἐκπεπλήρωκεν ἰδού, ἐκ τοῦ καρποῦ τῆς κοιλίας μου δοὺς τὴν Παρθένον· ἐξ ἧς ὁ πλαστουργός, Χριστὸς ὁ νέος Ἀδάμ, ἐτέχθη Βασιλεύς, ἐπὶ τοῦ θρόνου μου, καὶ βασιλεύει σήμερον, ὁ ἔχων τὴν βασιλείαν ἀσάλευτον. Ἡ στεῖρα τίκτει, τὴν Θεοτόκον, καὶ τροφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν» (Κάθισμα μετά τη β´ Στιχολογία, ἦχος δ´), και «Τὸ κάλυμμα τοῦ σκιώδους διαιρεῖται σήμερον, Νόμου καὶ τῆς χάριτος, ἡ εὐλογία προκύπτουσα, λάμπει τηλαυγέστατα, τῇ προκηρύξει τοῦ τόκου τῆς θεόπαιδος» (Κανών γ´, ὠδὴ δ´, τροπάριο α´, ἦχος β´).

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: (Της Αγίας) Γαλ. δ´, 22-27: «22 Γέγραπται γὰρ ὅτι Ἀβραὰμ δύο υἱοὺς ἔσχεν, ἕνα ἐκ τῆς παιδίσκης καὶ ἕνα ἐκ τῆς ἐλευθέρας. 23 ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἐκ τῆς παιδίσκης κατὰ σάρκα γεγέννηται, ὁ δὲ ἐκ τῆς ἐλευθέρας δι᾽ ἐπαγγελίας. 24 ἅτινά ἐστιν ἀλληγορούμενα. αὗται γάρ εἰσι δύο διαθῆκαι, μία μὲν ἀπὸ ὄρους Σινᾶ, εἰς δουλείαν γεννῶσα, ἥτις ἐστὶν Ἄγαρ· 25 τὸ γὰρ Ἄγαρ Σινᾶ ὄρος ἐστὶν ἐν τῇ Ἀραβίᾳ, συστοιχεῖ δὲ τῇ νῦν Ἰερουσαλήμ, δουλεύει δὲ μετὰ τῶν τέκνων αὐτῆς· 26 ἡ δὲ ἄνω Ἰερουσαλὴμ ἐλευθέρα ἐστίν, ἥτις ἐστὶ μήτηρ πάντων ἡμῶν. 27 γέγραπται γάρ· εὐφράνθητι στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα, ῥῆξον καὶ βόησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα· ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: (Της Αγίας) Λουκ. η´, 16-21: «16 Οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει ἢ ὑποκάτω κλίνης τίθησιν, ἀλλ᾿ ἐπὶ λυχνίας ἐπιτίθησιν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι βλέπωσι τὸ φῶς. 17 οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ ἀπόκρυφον ὃ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ. 18 βλέπετε οὖν πῶς ἀκούετε· ὃς γὰρ ἐὰν ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῷ, καὶ ὃς ἐὰν μὴ ἔχῃ, καὶ ὃ δοκεῖ ἔχειν ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. 19 Παρεγένοντο δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠδύναντο συντυχεῖν αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον.20 καὶ ἀπηγγέλη αὐτῷ λεγόντων· ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ἰδεῖν σε θέλοντες. 21 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς· μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν».



[1]. Βλ. Απόλυση Παρακλητικού Κανόνος στους Αγίους Θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα, 9 Σεπτέμβρη: «Δεῦτε φιλοδίκαιοι πιστῶς, δεῦτε οἱ Ὀρθόδοξοι πάντες, συνεορτάσωμεν, τὴν σεπτὴν πανήγυριν, τῶν Προπατόρων Χριστοῦ, καὶ συμφώνως ὑμνήσωμεν, αὐτοὺς ἐκβοῶντες ῥύσασθε, Θεόληπτοι, ἡμᾶς ἐκ θλίψεων, νόσων καὶ πολλῶν ἐγκλημάτων, καὶ λιταῖς ὑμῶν εὐτοκίαν πάσαις ταῖς ἐπίτευξιν δωρήσασθαι».

[2]. Μικρός Εσπερινός, Στιχηρό, ἦχος δ´: «ὁ προσημάντωρ ὁ μεγαλόφωνος, καὶ Παλαιᾶς τε καὶ τῆς Νέας, θεῖος μεσίτης σαφῶς γνωριζόμενος».

[3]. Λουκ. α´, 26: «Ἐν δὲ τῷ μηνὶ τῷ ἕκτῳ ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ, 27 πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου Δαυῒδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ»,

[4]. PG 86b, 2289A.

[5]. PG 86b, 2289BC.

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι´ ΛΟΥΚΑ, Τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀμβροσίου, ἐπισκόπου Μεδιολάνων,

 7 Δεκεμβρίου 2025 (Αριθμ. 56Β)

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

 

Α. 1. Η Κυριακή Ι´ Λουκά συμπίπτει εφέτος με τη μνήμη του Αγίου Αμβροσίου. Κατά τὸ Τυπικὸν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας η σύναξη αυτού γινόταν στη Μεγάλη Εκκλησία, ενώ η εορτή παρουσιάζει πλούσιο υμνογραφικό πλούτο με δύο Κανόνες των σπουδαίων υμνογράφων Ιωσήφ και Θεοφάνους με τονισμό της Ορθοδοξίας του και της ερμηνείας περί των δύο φύσεων του Χριστού κατά τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων Γ´-Ζ´. Συνωδά με την υμνογραφία θα πρέπει να τονισθεί ὅτι απόσπασμα του Αγίου Αμβροσίου θησαυρίζεται μεταξύ άλλων στο σύντομο Ανθολόγιο Πατερικών χρήσεων της Γ´ εν Εφέσω Οικουμενικής Συνόδου (431), μία πρακτική που θα υιοθετηθεί από τη συνοδική πράξη έκτοτε, δίνοντας καίρια βάση στην επίκληση των εγκύρων χρήσεων, ή εγκρίτων Αγίων Πατέρων για την ερμηνεία της πίστεως, που σε αδρές γραμμές περιστρεφόταν στις διατυπώσεις του Συμβόλου Πίστεως Νικαίας- Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Άγιος Αμβρόσιος, λοιπόν, αναφέρεται ως έγκριτος Πατέρας στα Πρακτικά των Συνόδων μαζί με τους Άγιους Αθανάσιο, Καππαδόκες Πατέρες, Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας και τον Πρόκλο Κωνσταντινουπόλεως, όθεν και η εορτή της μνήμης του στη Μεγάλη Εκκλησία.

 

Β. Το Αποστολικό Ανάγνωσμα είναι από το πέμπτο κεφάλαιο της Προς Εφεσίους Επιστολής. Είναι συνέχεια της θεματολογίας του τέταρτου κεφαλαίου μετά τη διδαχή για τον καινό, το νέο άνθρωπο «τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιότητι τῆς ἀληθείας». Έτσι, στην αρχή του πέμπτου κεφαλαίου (στιχ. 1-7) επισημαίνει ο Απόστολος Παύλος τα χαρακτηριστικά της καθημερινής ζωής των ειδωλολατρών, και, μάλιστα, προς τους κατοίκους μιας πόλης που είχαν ως κέντρο της δημόσιας ζωής τους τη λατρεία της Εφεσίας Αρτέμιδος με ιερείς και ιέρειες ενταυτώ και ναό ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Η επανάληψη της φράσης «ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ», όπως επίσης και η ορολογία περί σοφίας, ως θεογνωσίας, δηλαδή «τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου», είναι η απάντηση προς τους αποδέκτες της Επιστολής με το ειδωλολατρικό ελληνικό υπόβαθρο, ανθρώπων, δηλαδή, που αναζητούσαν την αλήθεια και τη σοφία μέσω της άσκησης της ανθρώπινης σκέψης, ακόμη και μιας ασκητικής που κατέληγε, παρά την προσπάθεια της λατρείας της Αρτέμιδος, σε ό,τι κατονομάζει στην αρχή του κεφαλαίου: «τοῦτο γάρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἢ ἀκάθαρτος ἢ πλεονέκτης, ὅς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ. Μηδεὶς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις...» (στίχ. ε´, 5-6). Η επίμονη αναφορά στο φως κατ᾽ αντίθεση στις κρύφιες ενέργειες, που ενείχαν τα ελληνικά μυστήρια και η λατρεία του Δωδεκαθέου, οδηγούν τον Απόστολο Παύλο εν συνεχεία σε προτροπές και συμβουλές που μπορούν να φαίνονται πολύ αυστηρές, εάν δεν δοθεί ιδιαίτερη σημασία στον προϋποθετικό στίχο 21: «ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ», που είναι και το κατά Θεόν κριτήριο για κάθε χριστιανό ανεξαρτήτως φύλου και οικογενειακής κατάστασης.

 

Γ. 1. Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα έπεται του κηρύγματος του Χριστού περί μετανοίας και της παραβολής περί της ακάρπου συκής, περί της οποίας ο κύριος του αμπελώνος μακροθύμησε, για να δει, μήπως και παράξει καρπό. Επίσης, το σημερινό Ανάγνωσμα έχει αντιστοιχία προς το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Ζ´ Κυριακής του Λουκά, όπως επίσης προς το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο περί της αιμορροούσης γυναικός, επαναφοράς στη ζωή της κόρης του Αρχισυνάγωγου και του κηρύγματος του Χριστού στις συναγωγές. Όπως έχει ήδη επισημανθεί ο Χριστός κηρύσσει τόσο στις συναγωγές τα Σάββατα αλλά και ανοιχτά στον ὄχλο, αδιακρίτως, όπως διενεργεί τις θεοσημίες αδιακρίτως φυλετικής προελεύσεως των αιτούντων και πιστευόντων.

2. Στο σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα ο νοηματικός άξονας κινείται στον έλεγχο της υποκρισίας των Φαρισαίων, οι οποίοι υπό το πρόσχημα της αργίας του Σαββάτου κατά την τέταρτη εντολή του Μωσαϊκού Νόμου: «8 μνήσθητι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν. 9 ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου» (Ἐξόδ. 20, 8-9), αμφισβητούσαν τις θεοσημίες του Χριστού, ουσιαστικώς αρνούνταν να αναγνωρίσουν τη θεότητά του, μετατρέποντας τη θεοφανική παράδοση των Προφητών σε στερεότυπες διατάξεις και έλεγχο της δημόσιας ζωής του Ισραήλ από κλειστές ομάδες κατεξουσίασης, όπως κάνουν οι άνθρωποι σε όλες τις εποχές, που κατασπαράσσουν το κοινό σώμα των κοινωνιών προς ίδιον όφελος, χρησιμοποιώντας την εξουσία προς εξόντωση των συνανθρώπων τους. Γι᾽ αυτό ο Χριστός υπερβαίνει την επιχειρηματολογία των Φαρισαίων με δύο τρόπους: α) επικαλούμενος το πότισμα του βοδιού, ή του γαϊδουριού, που, αν δεν ποτισθούν μπορεί να ψοφήσουν, πλην, όμως, αυτά τα ζώα συνδέονται και με την προφητική παράδοση των εξαγγελιών περί του ελευσομένου Υιού του Θεού, και β) με την προσφυγή στον Πατριάρχη Αβραάμ, ο οποίος δεν υπέκειτο στο Μωσαϊκό Νόμο, ως προηγηθείς χρονικά του Μωϋσέως και χρηματίσας πατέρας όλων των εθνών.

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Ἐφεσ. ε´, 8-19: «8 ἦτε γάρ ποτε σκότος, νῦν δὲ φῶς ἐν Κυρίῳ· ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε· 9 ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ· 10 δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. 11 καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· 12 τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ᾽ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν· 13 τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστι. 14 διὸ λέγει· ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός.15 Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί, 16 ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. 17 διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. 18 καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι,19 λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ,».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ. ιγ´, 10-17: «10 Ἦν δὲ διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακύψαι εἰς τὸ παντελές. 12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. 14 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· Ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. 15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· Ὑποκριτά· ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; 16 ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; 17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ' αὐτοῦ».

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ

 

 

[Ἀπόσπασμα ἀπό: Δέσπω ἈΘ. Λιάλιου, Ἑρμηνεία τῶν Δογματικῶν καὶ Συμβολικῶν Kειμένων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. A΄, Ἑρμηνεία τῶν Oἰκουμενικῶν Συμβόλων καὶ τῶν συναφῶν ἱ. κανόνων (Θεολογικὴ ἀνάλυση μὲ ἀναφορὲς στὶς πηγές), Θεσσαλονίκη 1992. Νέα έκδοση εν ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ- 9, εκδ. Κυριακίδη: Θεσσαλονίκη 2017, σσ. 25- 37.]

 

[ σ. 25. Ἀπό τά πολλά ἀρχαῖα, ἰδίως βαπτιστήρια[1], Σύμβολα τρία διακρίνονται γιά τό γενικότερο κύρος μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν. α) Τό Σύμβολο τῆς Νικαίας, πού οὐσιαστικά εἶναι Σύμβολο τῶν Οἰκ. Συνόδων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως, β) τό Ἀποστολικό[2] καί γ) Τό λεγόμενο Ἀθανασιανό[3]. Ἀπό αὐτά θά ἐξετασθῆ τό Σύμβολο τῆς Νικαίας καί γιά τήν προέλευσή του καί γιά τήν ἀναγνώρισή του ἀπό τίς μετέπειτα Οἰκ. Συνόδους καί τήν προσφυγή σ’ αὐτό τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί γιά τήν ἀδιάκοπη λειτουργική χρήση του ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μέχρι σήμερα, γεγονός πού τό τοποθέτησε στό ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος κατά τό διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους.

Μέ τό Σύμβολο τῆς Νικαίας παρατηρεῖται ἐξέλιξη ἐν σχέσει πρός τά προγενέστερα τοῦ 4ου αἰ. Σύμβολα, τά ὁποῖα εἶχαν τοπικό χαρακτήρα καί σχετίζονταν μέ τή λειτουργική πράξη τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν ὡς βαπτισματικές ὁμολογίες πίστεως ἤ ὡς συνοπτικά ὑπομνήματα γιά τήν προετοιμασία τῶν κατηχουμένων. Μέ τό Σύμβολο τῆς Νικαίας καθιερώνεται πέραν τῶν τοπικῶν συνόδων ὁ τύπος τῶν οἰκουμενικῶν συνοδικῶν Συμβόλων[4].

Ὁ ἰσχυρισμός βέβαια τοῦ J. N. D. KELLY ὅτι μέ τό Σύμβολο Νικαίας εἰσάγεται γιά πρώτη φορά ὁ τύπος τῶν συνοδικῶν Συμβόλων δέν εἶναι ἀκριβής, γιατί καί πρίν ἀπό τή Σύνοδο τῆς Νικαίας παρατηρεῖται ὕπαρξη συνοδικῶν Συμβόλων. Τέτοιο π.χ. εἶναι τό Σύμβολο τῆς συνόδου τοῦ 268 στήν Ἀντιόχεια[5], διά τῆς ὁποίας καταδικάσθηκε ἡ διδασκαλία τοῦ Παύλου Σαμοσατέως. Πολύ πιό χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ τό Σύμβολο τῆς συνόδου τοῦ 324/25 στήν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία συνδέεται πολύ περισσότερο μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, καθώς συγκλήθηκε ὡς προσυνοδική πράξη, γιά νά ληφθοῦν ἀποφάσεις περί τῆς ἀρειανικῆς διαμάχης, ἀλλά καί γιατί τό Σύμβολό της, βασισμένο στό βαπτιστήριο Σύμβολο τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας, παρέχει βάσιμες ἐνδείξεις ὅτι εἶναι μία ἀπό τίς πηγές τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας, μάλιστα στό τελευταῖο τμῆμα τῶν ἀναθεματισμῶν[6]. Παρόμοιο παράδειγμα δίδεται στήν ἐπιστολή τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἀλεξανδρείας πρός τόν Ἀλέξανδρο Θεσσαλονίκης[7] τοῦ 324 καί εἰδικότερα τό τμῆμα πού παρατίθεται καί ἀπό τόν Α. ΗΑΗΝ[8]. Τά Σύμβολα αὐτά συχνά κατακλείονται ἀπό μιά σειρά ἀναθεμάτων, τά ὁποῖα ἐπέχουν θέση κριτηρίου τῆς ὀρθοδοξίας γιά ὅλους τούς χριστιανούς. Αὐτή ἡ μορφή ἀντικαθιστᾶ τόν παλαιότερο τύπο ἐρωταποκρίσεων[9] τῶν βαπτιστηρίων Συμβόλων τοῦ 2ου αἰ., πού εἶναι γνωστά μέ τό ὄνομα «ἐκκλησιαστικός κανών», «κανών πίστεως», «κανών ἀληθείας».

Μέ τήν ἐκδήλωση τῆς ἀρειανικῆς διαμάχης ἡ μορφή αὐτή τῶν Συμβόλων, ἐν εἴδει ἐκθέσεως τῆς πίστεως ἀνεξάρτητα ἀπό τή λειτουργική πράξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, θά χαρακτηρίση τόν δ΄ αἰ. Ἡ ἀρχή ἔγινε μέ τόν Ἄρειο πού ὑπερήσπισε τίς θέσεις του ὑποβάλλοντας πρός τόν Ἀλέξανδρο Ἀλεξανδρείας μία περίληψη των θέσεών του[10]. Ὁ ἅγ. Ἀλέξανδρος ἀνταπάντησε μέ ἕνα Σύμβολο, σχόλια καί ἐπεξηγήσεις[11]. Χωρίς νά παραθεωρεῖται ἡ σημασία τῶν βαπτιστηρίων ὁμολογιῶν - Συμβόλων θά πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι μέ τό νέο τύπο τῶν Συμβόλων διαφαίνεται ἔντονα ὡς σκοπός ἡ διατύπωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Στήν περίπτωση μάλιστα του Συμβόλου τῆς Νικαίας κατεβλήθη προσπάθεια, ὥστε τό κύρος του νά εἶναι οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα καί ἡ αὐθεντία του καθολική. Ἐξάλλου ὁ σκοπός, γιά τόν ὁποῖο συγκαλέσθηκε ἡ σύνοδος τῆς Νικαίας, ἀφοροῦσε ὄχι μόνο τή νέα θέση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στό κράτος ἀλλά τήν κατά τό δυνατό εὐρύτερη ἑνότητα τῆς πίστεως καί εἰρήνη μεταξύ τῶν ἐπισκόπων, ὥστε νά ὑπάρχη λειτουργική ἑνότητα ὡς προϋπόθεση τῆς ἑνότητος τῆς μιᾶς Ἁγίας Ἐκκλησίας[12].

Ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας συνῆλθε, σύμφωνα μέ μαρτυρία του ἱστορικοῦ Σωκράτους[13], στίς 30 Μαΐου 325 μέ μία ἀπόκλιση μέχρι τίς 19 Ἰουνίου. Πρέπει νά τονισθῆ τό γεγονός ὅτι δέν διασώθηκαν τά πρακτικά ἤ ἀκόμη μπορεῖ νά εἶναι σωστή καί ἡ ἄποψη ὅτι δέν κρατήθηκαν κἄν πρακτικά. Ἔτσι δέν μᾶς εἶναι ἐπακριβῶς γνωστή ἡ σειρά τῶν γεγονότων, πού ὁδήγησαν τούς πατέρες τῆς Συνόδου στή διατύπωση τοῦ Συμβόλου[14]. Ἀκόμη μέ περίσκεψη θά πρέπει νά ἐξετασθοῦν οἱ μαρτυρίες τῶν τριῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων, ἤτοι τοῦ Eὐσταθίου Ἀντιοχείας, ἑνός ἐκ τῶν προέδρων τῆς Συνόδου, τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος γράφει γιά τά γεγονότα τῆς Συνόδου περίπου τριάντα χρόνια μετά καί τοῦ Eὐσεβίου Καισαρείας[15], ὁ ὁποῖος σέ ἐπιστολή πρός τό ποίμνιό του ἀπολογεῖται γιά τή στάση πού κράτησε κατά τή διάρκεια τῆς Συνόδου[16]. Μάλιστα στή διερεύνηση τῶν πηγῶν τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας τό Σύμβολο τῆς ἐκκλησίας Καισαρείας ὡς βαπτιστήριο Σύμβολο, τοῦ ὁποίου ἡ χρονολόγηση ἀνάγεται στά μέσα τοῦ 3ου αἰ., ἀπετέλεσε ἐνδεχομένως πολύτιμη πηγή πλάϊ στά Σύμβολα τῶν ἐκκλησιῶν Ἱεροσολύμων καί Ἀντιοχείας[17]. Πάντως καί μετά τή δημοσίευση τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας συνεχίσθηκε ἡ χρήση τῶν βαπτιστηρίων συμβόλων τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν.

Αὐτό πού κατονομάζεται ὡς Σύμβολο Νικαίας[18] εἶναι στήν πραγματικότητα μία σύνθεση, ἡ ὁποία περιλαμβάνει ἑπτά ἄρθρα, τά πρῶτα, πού ἐγκρίθηκαν ἀπό τούς πατέρες τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, καί τά ὁποῖα ἐπαναβεβαιώθηκαν ἀπό τή Β΄ Οἰκ. Σύνοδο, καί πέντε ἄρθρα, τά ὁποῖα προσετέθησαν ἀπό τή Β΄ Οἰκ. Σύνοδο Κων/πόλεως, ἡ ὁποία διετύπωσε τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τό Ἅγ. Πνεῦμα πιό λεπτομερῶς ἀπ’ ὅ,τι ἡ Α΄ Οἰκ. Σύνοδος, ἤτοι «Καί εἰς τό Πνεῦμα...» μέχρι τέλους.

Ἄν καί δέ μᾶς εἶναι γνωστά, ὅπως ἔχει ἤδη ἀναφερθῆ, τά ἀκριβή γεγονότα, πού ὁδήγησαν τούς πατέρες στή διατύπωση ἑνός νέου Συμβόλου, εἶναι βέβαιο ὅτι ὑπῆρξαν καθοριστικές οἱ συζητήσεις πού διεξήχθησαν μεταξύ τῶν εἴκοσι ἀρειανῶν ἐπισκόπων μέ ἀρχηγούς τούς Eὐσέβιο Νικομηδείας καί Καισαρείας Eὐσέβιο καί τῶν ὀρθοδόξων. Ὁ Eὐσέβιος Καισαρείας ἦταν οὐσιαστικά ὑπό κατηγορίαν, καθώς δέν εἶχε ὑπογράψει τήν ὁμολογία πίστεως τῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας του 325 (Ἰαν. ἤ Φεβρ.)[19] ὑπό τόν Eὐστάθιο Ἀντιοχείας. Οἱ ἀρειανοί, ὅταν προκλήθηκαν, ὑπέβαλαν ὁμολογία πού ἀπορρίφθηκε, ἐνῶ στή συνέχεια ὁ Eὐσέβιος Καισαρείας ὑπέβαλε ἕνα Σύμβολο, βασισμένο στό βαπτιστήριο Σύμβολο, πού χρησιμοποιοῦσε ἡ τοπική ἐκκλησία τῆς Καισαρείας, τό ὁποῖο δέν ἱκανοποίησε τούς αὐστηρούς ὀρθοδόξους, γιατί, ὅπως ἦταν φυσικό, δέν ἀναιροῦσε τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ἡ ὁποία εἶχε ἀναστατώσει πολύ πρόσφατα τήν Ἐκκλησία. Γιά τό σκοπό αὐτό, δηλ. τήν ἐπιγραμματική ἀναίρεση τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως, ἡ σύνοδος προχώρησε στή διατύπωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ὑπερβαίνοντας τήν ἀσάφεια, πού παρουσίαζαν τά παλαιότερα βαπτιστήρια Σύμβολα, τά ὁποῖα ὑπῆρχαν ἐν χρήσει στίς διάφορες κατά τόπους ἐκκλησίες. Ἔτσι προστέθηκαν οἱ φράσεις, «ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», «γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα», «ὁμοούσιον τῷ Πατρί». Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ τελευταία φράση δέν ἀποτελεῖ πλεοναστική ἐπανάληψη τῆς πρώτης. Ὑπό τόν ὅρο «ὁμοούσιον», ὁ ὁποῖος ἔκτοτε ἀπετέλεσε τό κριτήριο τῆς ὀρθοδοξίας, ἐθεώρησαν οἱ πατέρες τῆς Νικαίας ὅτι ἐξεφράζετο τό ταὐτούσιο Πατρός καί Υἱοῦ καί ἀπεφεύγετο κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ κίνδυνος τῆς διθεΐας...]

Συνεχίζεται μέχρι σ. 86



[1]. Ἡ ἀρχή τῶν βαπτιστηρίων Συμβόλων δύναται νά ἀναχθῆ στό χωρίο Ματθ. 28, 19-20. Πάντως τό βέβαιο εἶναι ὅτι τά νέα μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὄφειλαν νά ὁμολογήσουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Χριστός, καί ἑπομένως ἐβαπτίζοντο στό ὄνομά του. Στήν Κ. Διαθήκη γίνεται λόγος περί “διδαχῆς βαπτισμῶν” (Ἕβρ. 6,2), “ὁμολογίας” (Ἑβρ. 3.1, 4.14, 10.23) περί “ὑγιαινούσης διδασκαλίας” (Β΄ Τιμ. 1.13, 4.3) ἤ περί “παραθήκης” ἤ “καλῆς παραθήκης” (Α΄ Τιμ. 6, 20. Β΄ Τιμ. 1,14), τήν ὁποία ἔπρεπε νά φυλάττουν οἱ πιστοί. Πρός τούτοις στά χωρία Φιλιπ. 2.5-11, Α΄ Τιμ. 3,16, Α΄ Πέτρ. 3,18-22 ὑπάρχει, σύντομα πλήν ὅμως σαφῶς, ἡ διδασκαλία περί τοῦ προσώπου καί τοῦ ἔργου τοῦ Ἰησοῦ ὡς Κυρίου καί Θεοῦ. Παράλληλα πρός τίς μονομερεῖς χριστολογικές φράσεις-σύμβολα ἀπαντοῦν στήν Κ. Διαθήκη οἱ διμερεῖς ὁμολογίες-σύμβολα, πού ἀναφέρονται στόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Τό χωρίο Α΄ Κορ. 8, 6 θά χρησιμοποιηθῆ ἀργότερα ἀπό τούς τροπικούς μοναρχιανούς - καθώς τά Α΄ Τιμ. 6,13-14, Β΄ Τιμ. 4,1 καί πλεῖστα ἄλλα). Στήν Κ. Διαθήκη ὑπάρχει ἐπίσης ὁ πυρήνας τῶν τριμερῶν ἤ τριαδικῶν συμβολικῶν τύπων μέ ἀναφορά δηλ. καί στό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐξέλιξη τῶν ὁποίων ἀποτελοῦν τά πολυμερή βαπτιστήρια σύμβολα τῆς μεταποστολικῆς περιόδου (π.χ. Β΄ Κορ. 13,13, Α΄ Κορ. 12, 4-6, Β΄ Κορ. 1,21-22, Γαλ. 3,11-14, Α΄ Πέτρ. 1,2). Πρβλ. J. N. D. KELLY, μν. ἔργ. σ. 23 ἑξ.

Μέ τήν ἐμφάνιση τῶν πρώτων αἱρετικῶν καί δή τῶν γνωστικῶν καί ἀντιτριαδικῶν ἡ Ἐκκλησία ἀφ’ ἑνός μέν προέβη σέ διασαφηνίσεις, μέ τίς ὁποῖες καταπολεμοῦσε τούς αἱρετικούς, ἀφ’ ἑτέρου ἐπέμεινε ἔτι περαιτέρω στή διαφύλαξη τοῦ κανόνος τῆς πίστεως ἤ ἀληθείας ἀποκλείοντας τούς αἱρετικούς καί τούς ἐθνικούς ἀπό τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, πρακτική πού ἐτηρήθη ἀπό τήν Ἐκκλησία τουλάχιστο μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 5ου αἰ. (Πρβλ. ΑΓ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἱεροσολύμων Κατήχ. 6,28 PG 33, 589Β, ΑΓ. ΒΑΣΙΛEΙΟΥ, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κεφ. 27, 66 PG 32, 189Β, ΣΩΖΟΜEΝΟΥ, Ἐκκλ. Ἱστ. Ι, 20 PG 67, 920Β-921Α). Μαρτυρίες γιά ὕπαρξη ἀρχαίων ὁμολογιῶν ἀποστολικῆς προελεύσεως δίδονται ἀπό ἀρχαίους ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, ὅπως ΑΓ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ, Πρός Τραλλιανούς 9 PG 5, 788C-789Α. Μαγν. 8 PG 5, 969Α, Σμυρν. 1 PG 5, 840Α, ΑΓ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ, Α΄ Απολ. Ι, 13 PG 6, 345Β-348Α. 61 PG 6, 420C, ΑΓ. EΙΡΗΝΑΙΟΥ, Κατὰ αἱρέσεων Ι, 10, 12 PG 7, 549Α-553Α. Βιβλ. Ι 9.4. PG 7, 545Β.

Τοῦ β΄ ἤ γ΄ αἰ. διασώθηκαν ἐπίσης τρία βαπτιστήρια Σύμβολα, προδρομικά κατά τινα τρόπο τῶν μετέπειτα πολυμερῶν βαπτιστηρίων Συμβόλων, ἤτοι: Τό περιλαμβανόμενο στό πάπυρο Dêr Balyzeh (1907), τό διασωθέν στήν Ἀποστολική παράδοση τοῦ Ἱππολύτου καί τό χρησιμοποιούμενο ἀπό τήν ἐκκλησία τῆς Ρώμης.

[2]. Τό Ἀποστολικό εἶναι μία παραλλαγή τοῦ βαπτιστηρίου Συμβόλου τῆς Ρώμης, ἐνδεχομένως μετά ἀπό μία περαιτέρω ἀνατολική ἐπίδραση καί μέ τόπο καταγωγῆς τή ΝΔ Γαλλία τόν 6ο ἤ 7ο αἰ. Χρησιμοποιήθηκε στή Δύση καί ἔγινε γνωστό στήν Ἀνατολή κατά τή σύνοδο τῆς Φερράρας (1438). Τό Σύμβολο αὐτό, τοῦ ὁποίου ἤ ἀποστολική καταγωγή ἀσφισβητήθηκε τό 17ο αἰ. καί στή Δύση, ἐπανῆλθε στήν ἐπικαιρότητα μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως. Πάντως ἐξακολουθεῖ νά παραμένη ἄγνωστο μεταξύ τῶν πιστῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί γι’ αὐτό μόνο καταχρηστικά δύναται νά καλεῖται οἰκουμενικό.

Ἐξάλλου καί στό Παγκόσμιο Συμβούλιο στό Τμῆμα “Πίστη καί Τάξη” στή Λωζάνη στά 1927 οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διεχώρισαν τή θέση των, ἀμφισβητήσαντες τήν οἰκουμενικότητα του. J. QUASTEN, Patrology, Ultrecht-Antwerp. 19755, τομ. 1, σσ. 23-29. Πρβλ. J.N.D. KELLY, μν. ἔργ. σ. 368, σημ. 2. Τό κείμενο τοῦ Ἀποστολικοῦ Συμβόλου παρά A. HAHN, Bibliotek der Symbole und Glaubensregeln der alten Kirche (ἀνατ.), Hildesheim 1962, σσ. 29-34, παρά J.N.D. KELLY, μν. ἔργ. σ. 369 καί ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά δογματικά..., μν. ἔργ. σσ. 46-47. Ἀπό τήν πλουσία βιβλιογραφία οἱ σημαντικότερες μελέτες εἶναι: H. LIETZMANN, “Die Anfänge des Glaubensbekenntnisses”, ἐν Festgabe für A. HARNACK, Tübingen 1921, σσ. 226-242. R. SEEBERG, “Zur Geschiche der Entstehung des apostolischen Symbols”, ἐν ZKG 40 (1922), σσ. 1-41 F.J. BADCOCK, “The Old Roman Creed”, ἐν JThSt 23 (1922), σσ. 362-389. Τοῦ ἰδίου, “The Apostles' Creed”, ἐν CH-118(1934), σσ. 40-56. K. LAKE, “The Apostles' Creed”, ἐν HThR 17 (1924), σσ. 173-183. J. de GHELLINCK, “L’ histoire du sumbole des apôtres. A propos d’ un texte d’ Eusèbe”, ἐν RSR 18 (1928), σσ. 118-125. J. LEBRETON, “Les origines du symbole baptismal”, ἐν RSR 20 (1930), σσ. 97-124. R. ABRAMOWSKI, “Symbol des Amphilochius”, ἐν ZNW 29 (1930), σσ. 129-135. E. DOBSCHÜTZ, Das Apostolicum in biblisch – theologischer Beleuchtung, Giessen 1932. C. N. MOEHLMAN, “The Origin of the Apostles’ Creed”, ἐν JR 13 (1933), σσ. 301-319. J. LEBON, “Les anciens symboles dans la définition de Chalcédoine”, ἐν RHE 32: 1 (1936), σσ. 809-876. J. CARPENTER, “Creeds and Baptismal Rites in the first four Centuries”, ἐν JThSt. 44 (1943), σσ. 1-11.

[3]. Ἐπίσης καταχρηστικά οἰκουμενικό πρέπει νά καλεῖται καί τό λεγόμενο Ἀθανασιανό Σύμβολο καί γιατί δέν προέρχεται ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο καί γιατί ἦταν ἄγνωστο στήν Ἀνατολή τουλάχιστο μέχρι τόν 12ο αἰ. καί γιατί οὐδέποτε τοῦ ἀποδόθηκε ἰδιαίτερη αὐθεντία ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, πρᾶγμα πού δικαιολογεῖ τή δήλωση τῶν Ὀρθοδόξων στή σύνοδο τῆς Φερράρας (1438) ὅτι δέν ἐγνώριζαν τίποτε περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Συμβόλου αὐτοῦ. Μολονότι τό Σύμβολο αὐτό ἐκφράζει τή δογματική διδασκαλία τῶν τεσσάρων πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων σχετικά μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τήν Ἁγία Τριάδα –καί γι’ αὐτό ἡ ἀρχή του θά πρέπει νά ἀναχθῆ περίπου στά τέλη τοῦ ε΄ αἰ.– ἐν τούτοις ἡ παρεμβολή τοῦ Filioque μειώνει τό ἐνδιαφέρον γιά τή θεολογική του σημασία. Βλ. J. QUASTEN, Patrology, Westminster 1960, τόμ. 3, σσ. 32-33 καί ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, μν. ἔργ. 95-104.

Γιά τό κείμενο τοῦ Ἀθανασιανοῦ Συμβόλου βλ. C. H. TURNER, “A Critical text of the Quicumquevult”, ἐν JThSt 11 (1910), σσ. 401-411. H. LIETZMANN, Apollinaris von Laodicea und seine Schule I. Tübingen 1904, σσ. 250-253. Τοῦ ἰδίου, Symbole der alten Kirche (Kleine Texte 17/18) Berlin 19312, σσ. 16-18. Α. ΗΑΗΝ, μν. ἔργ. σσ. 174-177. Τό ἑλληνικό καί λατινικό κείμενο σέ παράλληλες στῆλες ἐν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, μν. ἔργ. σσ. 101-104. Μία σειρά ἄρθρων στό Journal of the Theological Studies ἔδωσε τό ἔναυσμα γιά συζητήσεις καί συγγραφές γιά τό χρόνο συντάξεως καί τίς πηγές τοῦ Ἀθανασιανοῦ Συμβόλου. Βλ. Η. ΒRADSHAW, “The Use of the Quicumquevult in the Book of Common Prayer”, ἐν JThSt 5 (1904), σσ. 458-460. R.H. MALDEN, “Quicumque vult salvus esse”, ἐν JTh St 8 (1907), σσ. 301-303. A. MORIN, “L’ origine du symbole d’ Athanase”, ἐν JTh St 12 (1911), σσ. 161-190 καί 337-361. A.E. BURN, “The Authorship of the ‘Quicumque vult’”, ἐν JTh St 27(1925-26), σσ. 19-28. Τοῦ ἰδίου,The Athanasian Creed”, Oxford 1912. J. STIGLMAYR, “Das ‘Quicumque’ und Fulgentius von Ruspé”, ἐν ZKTh 49 (1925), σσ. 341-357. M.J. RYAN, “The Date of the Athanasian Creed”, ἐν AER 88 (1933), σσ. 625-627. V. LAURENT, “Le symbole Quicumque et l’ Église byzantine Notes et documents”, ἐν EΟ 39 (1936), σσ. 385-404 F. J. BADCOCK, The History of the Creeds, London 19382. E. SCHILTZ, “La comparaison du Symbole Quicumque vult”, ἐν ETL 24 (1948), σσ. 440-445. Καί J. F. BETHUNE-BAKER, An Introduction to the Early History of Christian Doctrine, London 19519, σσ. 252-254.

[4]. N. D. KELLY, μν. ἔργ. σ. 205. Ἑρμηνεία τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας ἀπό τόν ἅγ. Κύριλλο Ἀλεξ. Eἰς τό Ἅγιον Σύμβολον, παρά E. Schwartz, ACO 1.1.4, σσ. 49-61.

[5]. Α. ΗΑΗΝ, μν. ἔργ. σσ. 178-182, R. L. SAMPLE, “The Christology of the Council of Antioch (268C.E) reconsidered”, ἐν CH 48 (1979), σσ. 18-26.

[6]. E. SEEBERG, Die Synode von Antiochien im Jahre 324/25, Ein Beitrag zur Geschichte des Konzils von Nicäa, (ἀνατ.), Darmstadt 19732, σ.σ. 11-12. Πρβλ. ἐπίσης τή μετάφραση ἀπό τά συριακά τοῦ E. SCHWARTZ ἐν H.T. OPITZ, Athanasius Werke, Urkunden zur Geschihte des arianischen Streites, Berlin-Leipzig 1934, τόμ. 3,1 (Urkunde 18), σσ. 36-41, μέ τίτλοἈντίγραφον τῶν ὑπό τῆς συνόδου γεγραμμένων τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ συνηθροισμένης πρός Ἀλέξανδρον ἐπίσκοπον τῆς Θεσσαλονίκης”. Αὐτ. σ. 36.

[7]. H.G. OPITZ, Athanasius Werke, μν. ἔργ. (Urkunde 14), σσ. 19-29.

[8]. Μν. ἔργ. σσ. 19-20 “Πιστεύομεν, ὡς τῇ ἀποστολικῇ ἐκκλησίᾳ ... καθήμενος ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης”. Ἀκριβέστερα παρατίθεται τό κείμενο παρά H. G. OPITZ, Athanasius Werke, μν. ἔργ. (Urkunde 14), σσ. 26, 46-28, 54.

[9]. Τέτοια μορφή παρουσιάζει τό Σύμβολο πού περιέχεται στήν Ἀποστολική Παράδοση τοῦ Ἱππολύτου (ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, μν. ἔργ. σσ. 44-45) τοῦ τέλους τοῦ β΄ ἤ τῶν ἀρχῶν τοῦ γ΄ αἰῶνος. D.L. HOLLAND, “The third Article of the Creed: A Study in Second - and Third-Century Theology”, ἐν SP 13:2 (1975), Berlin 1989. Πρβλ. Τοῦ ἰδίου,The Earliest Text of the Old Roman Symbol: A Debate with Hans Lietzmann and J. N.D. Kelly”, ἐν CH 34 (1965), σσ. 262-281. Τοῦ ἰδίου,The Baptismal Interrogation concerning the Holy Spirit in Hippolytus Apostolic Tradition” ἐν SP 10 (1970) Berlin, σσ. 360-365 καί τοῦ ἰδίου «“Credis in spiritum sanctum et sanctam ecclesiam et resurrectionem carnis?” Ein Beitrag zur Geschichte des Apostolikums», ἐν ZNW 61 (1970), σσ. 126-144.

[10]. J. N. D. KELLY, μν. ἔργ. σ. 206. C. KANNENGIESSER, “Arius and Arians”, ἐν TS 44 (1983), σσ. 456-475. T.A. KOPECEK, A History of Neo-Arianism (2 τόμοι), ἐν Patristic Monograph Series 8, Cambridge (Mass). 1979. R. LORENZ, Arius judaizans? Untersuchungen zur dogmengeschichtlichen Einordnung des Arius, Göttingen 1980. H. - I. MARROU, “L’ arianisme comme phénomène alexandrien”, ἐν Académie des inscriptions et Belles Lettre. Comptes rendu 1973, σσ. 533-542. T.E. POLLARD, “The Origins of Arianism”, ἐν JTh St (N.S.) 9 (1958), σσ. 103-111. W. SCHNEE-MELCHER, “Zur Chronologie des arianischen Streites”, ἐν ThLZ 79 (1954), σσ. 393-400. W. TELFER, “When did the Arian Controversy begin?”, ἐν JTh St 47 (1946), σσ. 129-142.

[11]. J. N.D. KELLY, μν. ἔργ. σ. 206 καί Η. Δ. ΜΟΥΤΣΟΥΛΑ, Ἡ ἀρειανική ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μέρος α΄, Ἀθῆναι 1982.

[12]. Ἔνθ. ἀνωτ. σ. 207.

[13]. Ἐκκλ. Ἱστορία, I, 13 PG 67, 109A.

[14]. J. N. D. KELLY, μν. ἔργ. σ. 212. Οἱ πρῶτες συζητήσεις τῶν πατέρων τῆς Συνόδου πρέπει νά εἶχαν ὡς θέμα τή διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς περί τοῦ Λόγου, τῆς Σοφίας καί τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ βάση τά χωρία Παρ. 8,22. Ματθ. 19,17. Μάρκ. 13,32. Λουκ. 2,52. Ἰω. 5,19.10, 30.14, 28. Πράξ. 2,36. Α΄ Κορ. 15,28 Φιλιπ. 2,7 Κολ. 1, 15 Ἑβρ. 1,3, τά ὁποῖα ἐπανέρχονται στίς συγγραφές τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου. Βλ. T.H. BINDLEY - F. W. GREEN, The Oecumenical Documents of the Faith, London 19504, σ. 14. Eἰδικά γιά τά χωρία πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἀρειανοί βλ. J. F. BETHUNE-BAKER, μν. ἔργ. σ. 161 ἑξ. Ἐπί τοῦ θέματος πολύ σημαντική εἶναι ἡ μελέτη τοῦ T. E. POLLARD, Johanniene Christology and the Early Church, Cambridge 1970, ἰδίως στίς σελίδες 141-165 καί τοῦ ἰδίου, “The Exegesis of Scripture and the Arian Cοntroversy”, ἐν BJRL 41 (1959), σσ. 414-429. C. KANNENGIESSER, Holy Scripture and Hellenistic Hermeneutics in Alexandrian Christology: The Arian Crisis (Protocol of the Colloquy of the Center for Hermeneutical studies in Hellenistic and Modern Culture 41), Berkley 1982. H. J. SIEBEN, “Herméneutique de l’ exégèse dogmatique d’Athanase”, ἐν Politique et Théologie chez Atanase d’ Alexandrie. Actes de colloque de Chantilly 23-25 Semtembre 1973, ἐκδ. C. KANNENGIESSER, Paris 1974, σσ. 195-214. H. A. WINSLOW, “Christology and Exegesis in the Cappadocians”, ἐν CH 40 (1971), σσ. 389-396.

[15]. Αὐτόθι. Πρβλ. καί Β. ΦEΙΔΑ, “Ἡ προεδρία τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου”, ἐν EΦ 57 (1975), σσ. 218-268 καί 407-446.

[16]. PG 20, 1536 D-1544C, Ἐπιστολή πρός τούς τῆς παροικίας αὐτοῦ, καί H.G. OPITZ, Athanasius Werke, μν. ἔργ. (Urkunde 22), σσ. 42-47.

[17]. Θέση πού διατυπώθηκε κυρίως ἀπό τόν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, “Τό Σύμβολον Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως”, ἐν Θεολογία 22 (1951), σ. 629. Ὁ Β. ΣΤEΦΑΝΙΔΗΣ δέχεται ὡς πηγή τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας τήν ὁμάδα ἐκείνην τῶν Συμβόλων, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς ἱεροσολυμητική (Ἐκκλ. Ἱστορία, Ἀθῆναι 19784, σ. 178) καί πάντως καταρρίπτει ἐπαρκῶς τήν ἄποψη περί προελεύσεως ἀπό τό Σύμβολο τῆς ἐκκλησίας Καισαρείας (αὐτόθι). Πρός τήν ἱεροσολυμητική κατά κύριο λόγο προέλευση τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας συντείνει βέβαια καί τό γεγονός ὅτι τά Ἱεροσόλυμα καί ἡ γύρω περιοχή ὑπῆρξε ἡ ἀφετηρία δράσεως τῶν Ἀποστόλων καί ἐξαπλώσεως τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦτο σέ συνδυασμό μέ τόν ζ΄ καν. τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας ἀλλά καί μέ τήν ἔκκληση γιά συμφωνία πρός τήν “ἀποστολική πίστη” ἤ τή “διδασκαλία τήν καθολική”, τόν “κανόνα τῆς ἀληθείας” ἤ τόν “κανόνα τῆς πίστεως” (regula veritatis fidei). Πρβλ. καί ΑΓ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἱεροσολύμων, Κατήχ. 5,12 PG 33, 520B-524A, Κατήχ. 18,31 PG 33, 1053Α, Κατήχ. 17,3 PG 33, 972A. Παράλληλα θά πρέπει νά τονισθῆ ἡ σημασία τῆς παρουσίας τοῦ Eὐσταθίου Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος προσῆλθε στή Σύνοδο τῆς Νικαίας μέ τίς ἀποφάσεις τῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας τῶν ἀρχῶν τοῦ 325, ὅπου εἶχε καταδικασθῆ ὁ ἀρειανισμός καί ἐπί πλέον εἶχε καταρτισθῆ ἐπίσης συνοδικό Σύμβολο (Πρβλ. E. SEEBERG, “Die Synode von Antiochen im Jahre 324/25”, μν. ἔργ. σ. 11-12), τό ὁποῖο κατακλείεται μέ τούς ἀναθεματισμούς, ἐν εἴδει ἀνασκευῆς τῶν θέσεων τοῦ Ἀρείου, “ἀναθεματίζοντας ἐκείνους, οἵ λέγουσιν ἤ νομίζουσιν ἤ κηρύττουσι τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ κτίσμα ἤ γενητόν ἤ ποιητόν καί οὐκ ἀληθῶς γέννημα εἶναι ἤ ὅτι ἦν ὅτε οὐκ ἦν. Ἡμεῖς γάρ ὅτι ἦν καί ἔστι καί ὅτι φῶς ἐστιν, πιστεύομεν. προσέτι δέ κἀκείνους, οἵ τῇ αὐτεξουσίῳ θελήσει αὐτοῦ ἄτρεπτον εἶναι αὐτόν ἡγοῦνται, ὥσπερ καί οἱ ἐκ τοῦ μή ὄντος παράγοντες τήν γέννησιν, καί μή φύσει ἄτρεπτον κατά τόν πατέρα. Eἰκών γάρ ὡς ἐν πᾶσιν, οὕτως καί μάλιστα ἐν τῷδε τοῦ πατρός ἐκηρύχθη ὁ σωτήρ ἡμῶν” (αὐτ.), ὅπως καί τό Σύμβολο τῆς Νίκαιας. Κατά ταῦτα ἡ ὑπόθεση ὅτι οἱ πηγές τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας θά πρέπει νά ἀναζητηθοῦν στήν παράδοση τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Ἀντιοχείας εἶναι ἡ πλέον ἐνδεχόμενη μέ βάση τά ὑπάρχοντα στοιχεῖα, χωρίς ὅμως νά ὑποβαθμίζεται καί ὁ ρόλος τῆς Ἀλεξανδρείας, σέ συνδυασμό μάλιστα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας πρό τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας.

[18]. Τό αὐθεντικό κείμενο τοῦ Συμβόλου Νικαίας διασώζει ὁ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ἐπιστολή ὅτι ἡ ἐν Νικαίᾳ σύνοδος..., παρ. 19-20 PG, 456D-460D (ἡ ἀρίθμηση τῶν σελίδων τῆς PG στό σημεῖο αὐτό εἶναι λανθασμένη), Ἐπιστολή πρός τούς ἐν τῇ Ἀφρικῇ τιμιωτάτους ἐπισκόπους ..., παρ. 3, PG 26, 817B (νόθα), ἔνθα παρατίθεται αὐτούσιο. Πρβλ. ἐπίσης ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ἐκκλ. Ἱστ. I 8.29 PG 67, 68AC καί ΑΓ. ΒΑΣΙΛEΙΟΥ, Ἐπιστ. 125, 2 PG 32, 548 BD. Καί μετά τή διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας παρέμειναν σέ χρήση, ὅπως προαναφέρθηκε, τά βαπτιστήρια Σύμβολα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ λειτουργική του χρήση γενικεύθηκε στήν Ἀνατολή μετά τή Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος καί μέ τήν ἑνιαία μορφή ὡς Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Ἔκτοτε φέρει καί τήν ὀνομασία Σύμβολο, ἐνῶ στήν ἀρχή ὀνομαζόταν “πίστις” ἤ “μάθημα”. Πρβλ. H. M. G. WATKIN, Studies of Arianism, Cambridge 19002, σ. 40, σημ. 1.

[19]. Τά γεγονότα τῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας τῶν 325 παρέμειναν ἄγνωστα μέχρι τίς ἀρχές τοῦ αἰώνα μας, ὁπότε ὁ E. SEEBERG στή μελέτη του Die Synode von Antiochien im Jahre 324/25, Ein Beitrag zur Geschichte des Konzils von Nicäa, (ἀνατύπ), Darmstadt 1973, δημοσίευσε ἀπό τόν παρισινό κώδικα (Cod. Par. Syr. 62) τή συνοδική ἐπιστολή τῶν πενήντα ἐννέα ἐπισκόπων αὐτῆς τῆς συνόδου πρός τόν Ἀλέξανδρον ἐπίσκοπον τῆς Νέας Ρώμης (αὐτ. σ. 9) καί ὁ ὁποία ἐπιστολή ἔχει πολλά κοινά σημεῖα μέ τήν ’Eγκύκλιο ἐπιστολή τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἀλεξανδρείας, πού διασώζει ὁ ἱστορικός Σωκράτης (Ἐκκλ. Ἱστ. I, 6 PG 67, 44-53C), ὅπως ἀπέδειξε ὁ E. SEEBERG μέ παράλληλη παράθεση (αὐτ. σσ. 120-121, 127-128, 142-143) τοῦ τμήματος πού ἐμπεριέχει τό Σύμβολο, τό ὁποῖο σημειωτέον πρέπει νά εἶναι ἕνα ἀπό τά πρῶτα συνοδικά Σύμβολα. ὁρολογία τοῦ Συμβόλου τῆς Συνοδικῆς Ἐπιστολῆς σαφῶς ἀνήκει σέ περίοδο πρό τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, οἱ δέ δομικές ὁμοιότητές του μέ τό Σύμβολο ἐπιτρέπουν συσχετισμούς, πού ὀφείλονται ἀναμφισβήτητα στήν παρουσία τοῦ Eὐσταθίου Ἀντιοχείας. Στή Συνοδική Ἐπιστολή ὑπάρχει ἀναφορά στήν ἄρνηση τῶν Θεόδοτος Λαοδικείας, Ναρκίσσου Νερωνεάδος καί Eὐσεβίου Καισαρείας νά καταδικάσουν τόν Ἄρειο καί γι’ αὐτό οἱ ἐπίσκοποι τῆς συνόδου διέκοψαν τήν “κοινωνία” μ’ αὐτούς– πρώτιστα ἐννοεῖται εὐχαριστιακή κοινωνία– “ὅθεν τοσοῦτον σκληρυνθέντων αὐτῶν καὶ οὐκ αἰδεσθέντων τήν ἁγίαν σύνοδον ταῦτα παραιτουμένην καὶ δυσωπουμένην, κεκρίκαμεν πάντες ἡμεῖς οἱ ἐν τῇ συνόδῳ συλλειτουργοὶ μὴ κοινωνεῖν τούτοις μηδὲ ἀξίους αὐτούς εἶναι κοινωνίας διὰ τὴν πίστιν αὐτῶν ἀλλοτρίαν οὖσαν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας. καὶ ἵνα εἰδῇς γράφομέν σοι, ὅπως καὶ σύ φυλάττῃ ἀπό τῆς πρὸς αὐτοὺς ἢ δέχεσθαι παρ’ αὐτῶν ἐπιστολὰς κοινωνικάς” (E. SEEBERG, αὐτ. σ. 12). Πρβλ. ἐπίσης H. G. OPITZ, Athamasius Werke, μν. ἔργ. σ. 41. Ἐπίσης F. L. CROSS, “The council of Antioch in 324AD”, ἐν ChQR 128(1939), σσ. 49-76. H. CHADWICK, “Ossius of Cordova and the Presidency of the Council of Antioch(325)”, ἐν JThSt 9(1958), σσ. 292-304. J. N. D. KELLY, μν. ἔργ. σσ. 208-211. D. L. HOLLAND, “Die Synode von Antiochen (324/25) und ihre Bedeutung für Eusebius von Caesarea und das Konzil von Nicäa", ἐν ZK 81(1970), σσ. 163-181. L. ABRAMOWSKI, “Die Synode von Antiochen 324/25 und ihr Symbol”, ἐν ZK 86(1975), σσ. 356-366. J. R. NYMAN, “The Synod at Antioch (324-325) and the Council of Nicaea”, ἐν SP 4(1961), σσ. 483-489. Πάντως δέν ἔχει μελετηθῆ ἐπαρκῶς ἡ ἐννοιολογική ἑνότητα τοῦ Συμβόλου τῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας τοῦ 325 σέ συσχετισμό πρός τό βαπτιστήριο Σύμβολο τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας. Βλ. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά..., μν. ἔργ., τόμ. 1, σσ. 66-67, ὁ ὁποῖος δημοσιεύει τήν πληρέστερη ἀποκατασθεῖσα μορφή αὐτοῦ τοῦ βαπτιστηρίου Συμβόλου. Πρβλ καί J. N. D. KELLY, Early Christian Creeds, London 19723, σσ. 184 -186.