ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ ΛΟΥΚΑ, 5 Οκτωβρίου 2025 (4-10-20) (Αριθμ. 45Β2)
Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.
Α. 1. Εχθές και προχθές η Εκκλησία εόρτασε τη μνήμη δύο Αγίων των αποστολικών χρόνων της Εκκλησίας στην πόλη της Αθήνας, του τόσο σημαντικού κέντρου της κλασικής και ελληνορωμαϊκής περιόδου, των Αγίων Ιεροθέου και Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Εξ αυτών ο Κανόνας του Αγίου Ιεροθέου, έργο του Οσίου Θεοφάνους του Γραπτού (778-845), βασίζεται στο βίο του Αγίου, όπως αποτυπώθηκε στην παράδοση της Εκκλησίας, αλλά συγχρόνως απηχεί τη νηπτική πράξη και τη συνοδική ερμηνεία των συνεπειών του άρρητου έργου του Χριστού στους θεηγόρους Αγίους της Αποστολικής περιόδου της Εκκλησίας και την έκλαμψη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος επ᾽ αυτών κατά τη λειτουργική πράξη της δεύτερης περιόδου της Εικονομαχίας με την παραγωγή Κανόνων και Στιχηρών Προσομοίων.
2. Ο Άγιος Ιερόθεος μαζί με τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και τη γυναίκα του δεύτερου Αγία Δάμαρι, ανήκει στον πυρήνα της πρώτης εκκλησίας των Αθηνών, που προήλθε από το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στην Πνύκα κατά τη μαρτυρία των Πράξεων: «Τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς». (Πράξ. ιζ΄, 34). Αμφότεροι ήσαν μέλη της Γερουσίας του Αρείου Πάγου, ενώ φαίνεται ότι ο Άγιος Διονύσιος υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος και εν συνεχεία προχείρισε τον Άγιο Ιερόθεο, έχοντας αναλάβει ο ίδιος ιεραποστολική δράση.
3. Ο Όσιος Θεοφάνης ο Γραπτός, ο οποίος συγκρότησε και τον Κανόνα στον Άγιο Διονύσιο, διασώζει την παράδοση της Εκκλησίας ότι αμφότεροι, μαζί με τον αγαπημένο ακόλουθο του Αποστόλου Παύλου Απόστολο Τιμόθεο, παραβρέθηκαν στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Αυτήν την παράδοση αποτυπώνει το Θεοτοκίο, ήχ. β´, μετά το Εξαποστειλάριο του Ιερομάρτυρος Διονυσίου: «Ἐν τῇ σεπτῇ κοιμήσει σου, Παναγία Παρθένε, παρῆν ὁ Διονύσιος, σὺν τῷ Ἱεροθέῳ, καὶ Τιμοθέῳ τῷ θείῳ, ἅμα τοῖς, Ἀποστόλοις, ἕκαστος ὕμνον ᾄδοντες, πρόσφορον τῇ σῇ μνήμῃ· μεθ᾽ ὧν καὶ νῦν, πᾶσα γλῶσσα βρότειος ἀνυμνεῖ σε, τὴν τοῦ Θεοῦ λοχεύτριαν, καὶ τοῦ κόσμου προστάτιν».
4. Οι Κανόνες των δύο Αγίων φαίνεται ότι έχουν προκύψει από την επίδραση που άσκησαν στη νηπτική πράξη και την ερμηνεία των μυστηρίων της Εκκλησίας τα λεγόμενα Αρεοπαγιτικά κείμενα, κυρίως το Περὶ θείων ὀνομάτων και Περὶ οὐρανίας ἱεραχίας, τα οποία προτάθηκαν ως έργα του Αγίου Διονυσίου στις συζητήσεις του 532 μεταξύ των μοναχών της Κωνσταντινούπολης και του Σεβήρου Αντιοχείας στο πλαίσιο μιας μονοφυσιτικής ερμηνείας βασικών διατυπώσεων του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ώστε να επαναδιατυπωθεί κατά Σεβήρο ο Όρος της Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος (451). Ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς θεολόγων και φιλολόγων για τα Αρεοπαγιτικά κείμενα το βέβαιο είναι ότι είναι τα πρώτα κείμενα που ερμηνεύουν τη Θεία Λειτουργία ως το μυστήριο της Θείας Οικονομίας σε μία ενότητα κτίση-δημιουργία, ιστορία και τελείωση. Ακόμη τίθεται σε συζήτηση σε γενικές γραμμές το ίδιο το κείμενο της Θείας Λειτουργίας, που, ως μυστήριο μόνο των βαπτισμένων μελών, δεν ετίθετο σε κοινό δημόσιο διάλογο παρά μόνο με έμμεσες αναφορές. Η ενέργεια αυτή προήλθε, βέβαια, από το Σεβήρο Αντιοχείας, που από την αμφισβήτηση της Χαλκηδόνος έφτασε στην οργάνωση χωριστής εκκλησιαστικής κοινότητας με θεμελίωση ιδιαίτερης ιεραρχίας, πράγμα που είχε και ως συνέπεια τη χαλάρωση ως προς τη δημοσιοποίηση των λόγων αλλά και της ερμηνείας της Θείας Ευχαριστίας. Το ευεργετικό στοιχείο, ωστόσο, ήταν η εκρηκτική προαγωγή της λειτουργικής και υμνολογικής πράξης της Εκκλησίας, η μετάβαση από το Κοντάκιο στους Κανόνες, διά των οποίων συνοψίζεται Παλαιά και Καινή Διαθήκη, η εικονογραφική αποτύπωση του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας και με μεγαλύτερη ένταση και οργάνωση η νηπτική πράξη, που θα αποτελέσει το φωτοειδή καρπό της αγιοσύνης για όλα τα μέλη της Εκκλησίας, ως κοινή δωρεά και προκοπή βίου. Επ᾽ αυτού ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής με τις ερμηνευτικές του προτάσεις στους Λόγους του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και τα Αρεοπαγιτικά κείμενα φθάνει να συνδέσει το Μυστήριο της Θείας Ενανανθρωπήσεως με την κλήση σε εκκλησιασμό των πάντων, ένα κοινό όραμα για την Εκκλησία ως την Πεντηκοστή των εθνών και σύμπαντος του κόσμου. Είναι αυτό το στοιχείο που θα αξιοποιηθεί σε μία ενότητα λειτουργικής και πατερικής ερμηνείας, συνοδικής πράξης και νηπτικού βίου από τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό και αργότερα εν τη ιστορική πορεία από τους ησυχαστές Άγιους Πατέρες, οι οποίοι συνοψίζουν ολόκληρη τη φιλοκαλική παραγωγή και νηπτική πράξη της Εκκλησίας συμπεριλαμβάνοντας και τους λαϊκούς.
Β. Στο Αποστολικό Ανάγνωσμα ο Απόστολος Παύλος με ένα έντονα προσωπικό τόνο, έχοντας κάνει έκκληση στους Κορίνθιους να κρατήσουν την ενότητα της εκκλησιαστικής τους κοινότητας, ανεξάρτητα από την προέλευση των πιστών, καθώς μάλιστα τους έχει εξηγήσει την ταυτότητα δικαιοσύνης και χάριτος, ως ενότητα πίστης στο Χριστό, προβάλλει τον ανακαινισμένο άνθρωπο κατά την καινή κτίση εν Χριστώ του πέμπτου κεφαλαίου ως κατάσταση υιοθεσίας, ως την καινή επαγγελία της αγιοσύνης και της καθαιρέσεως του αποστατικού πνεύματος της πτώσης, ως ανάπλαση. Είναι ένας λόγος που αίρει είτε τη δουλεία, είτε τη μισθία, κάθε υποκριτική, δηλαδή συμπεριφορά, ή όποια ηθικιστική τακτοποίηση υποχρεώσεων και ανάγει τον άνθρωπο στην τάξη της υιότητος, μιας ζωντανής φωτοειδούς σχέσης ανθρώπου- Θεού αλλά και μεταξύ των ανθρώπων ως αδελφών και όχι ανταγωνιστών ή αδελφοκτόνων. Ουσιαστικά είναι άρση του στίγματος του Αδάμ αλλά και του Κάιν.
Γ. 1. Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα είναι απόσπασμα από την Επί του Όρους Ομιλία. Συνήθως γίνεται προσφυγή, ιδίως, στο παρόν απόσπασμα από χριστιανούς και μη, είτε προς ατομικό έλεγχο των χριστιανών, ή συλλογικό έλεγχο της Εκκλησίας, ως και η Εκκλησία να διαχειρίζεται τα πράγματα ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η Επί του Όρους Ομιλία ειπώθηκε καταρχάς ως έλεγχος του Ισραήλ περί μη τηρήσεως του Νόμου, και γι᾽ αυτό οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, που υποτίθεται ότι γνώριζαν το Νόμο, ήταν οι πρώτοι που αμφισβήτησαν το Χριστό. Δεύτερον ο Χριστός, ο οποίος είχε κάνει την κλήση και εκλογή των Δώδεκα Αποστόλων, όπως πληροφορούμαστε από τους στίχους 13-16 του αυτού κεφαλαίου (13 καὶ ὅτε ἐγένετο ἡμέρα, προσεφώνησε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ, καὶ ἐκλεξάμενος ἀπ᾽ αὐτῶν δώδεκα, οὓς καὶ ἀποστόλους ὠνόμασε, 14 Σίμωνα, ὃν καὶ ὠνόμασε Πέτρον, καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον, 15 Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ἁλφαίου καὶ Σίμωνα τὸν καλούμενον Ζηλωτὴν, 16 Ἰούδαν Ἰακώβου καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώτην, ὃς καὶ ἐγένετο προδότης), ομιλεί ανακεφαλαιώνοντας το Νόμο, τις νομικές, δηλαδή, διατάξεις που αφορούσαν στις σχέσεις μεταξύ των μελών της Συναγωγής, αίροντας την ιουδαϊκή αποκλειστικότητα, προβάλλοντας τον άνθρωπο της χάριτος, τον ανακαινισμένο εν Χριστώ άνθρωπο. Γι᾽ αυτό το κήρυγμά του διενεργείται ενώπιον του ὄχλου, μεταξύ του οποίου συμπεριλαμβάνονται και άνθρωποι αλλόφυλοι, παροικούντες στη Γαλιλαία.
2. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο της δημόσιας παρουσίας του Χριστού, γιατί εξαρχής αποκαλύπτεται προς πάντας ως Θεός και ομιλεί για όλους τους ανθρώπους. Η ευθύνη, ασφαλώς, του Ισραήλ ήταν βαρύνουσα, γιατί αυτοί έχοντες την προφητική παράδοση όφειλαν να αναγνωρίσουν τον εν σαρκί αποκαλυφθέντα Λόγο του Θεού, το διενεργήσαντα τις Θεοφάνειες στον Αβράμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, το Μωϋσή και τους άλλους Αγίους Προφήτες. Αίρονας την ιουδαϊκή αποκλειστικότητα ο Χριστός αίρει και όλες τις συμβάσεις του βίου των ανθρώπων. Έτσι το θέμα δεν είναι απλώς η αγάπη, η αγαθοποιΐα και ο δανεισμός, αλλά η συμφιλίωση ολόκληρου του ανθρώπινου γένους στο πρόσωπο του εν σαρκί αποκαλυφθέντος Λόγου, γιατί «αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς», και γιατί το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας αφορά σε όλο το ανθρώπινο γένος, κατά τη φιλανθρωπία και τον οικτιρμό του Θεού Πατρός. Πρόκειται, λοιπόν, για θεοφανικό κήρυγμα μυσταγωγίας και όχι για ένα κήρυγμα ανθρώπινης ηθικιστικής τακτοποίησης βίου και συμπεριφοράς και υποκρισίας.
3. Διαβάζοντας από την αρχή το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, όπως κατανέμονται οι ευαγγελικές περικοπές κάθε μέρα της εβδομάδος στο Ορθόδοξο εορτολόγιο της περιόδου, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι, πορευόμενοι προς τα Χριστούγεννα, αρχίζει να εκδιπλώνεται εκ των κάτω χρονικά η γενεολογία του Χριστού, παιδαγωγούμενοι εις Χριστόν, παλαιός και νέος Ισραήλ.
Αποστολικό Ανάγνωσμα: Β´ Κορινθ. στ´, 16- ζ´, 1: «16 Τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. 17 διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, 18 καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ.- 1 Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ».
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ. στ´, 31-36: «31 καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. 32 καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. 33 καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. 34 καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾽ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. 35 πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. 36 Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί».