HELLENOPHONIA

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ ΛΟΥΚΑ, 5 Οκτωβρίου 2025 (4-10-20) (Αριθμ. 45Β2)

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

Α. 1. Εχθές και προχθές η Εκκλησία εόρτασε τη μνήμη δύο Αγίων των αποστολικών χρόνων της Εκκλησίας στην πόλη της Αθήνας, του τόσο σημαντικού κέντρου της κλασικής και ελληνορωμαϊκής περιόδου, των Αγίων Ιεροθέου και Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Εξ αυτών ο Κανόνας του Αγίου Ιεροθέου, έργο του Οσίου Θεοφάνους του Γραπτού (778-845), βασίζεται στο βίο του Αγίου, όπως αποτυπώθηκε στην παράδοση της Εκκλησίας, αλλά συγχρόνως απηχεί τη νηπτική πράξη και τη συνοδική ερμηνεία των συνεπειών του άρρητου έργου του Χριστού στους θεηγόρους Αγίους της Αποστολικής περιόδου της Εκκλησίας και την έκλαμψη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος επ᾽ αυτών κατά τη λειτουργική πράξη της δεύτερης περιόδου της Εικονομαχίας με την παραγωγή Κανόνων και Στιχηρών Προσομοίων

2. Ο Άγιος Ιερόθεος μαζί με τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και τη γυναίκα του δεύτερου Αγία Δάμαρι, ανήκει στον πυρήνα της πρώτης εκκλησίας των Αθηνών, που προήλθε από το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στην Πνύκα κατά τη μαρτυρία των Πράξεων: «Τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς». (Πράξ. ιζ΄, 34). Αμφότεροι ήσαν μέλη της Γερουσίας του Αρείου Πάγου, ενώ φαίνεται ότι ο Άγιος Διονύσιος υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος και εν συνεχεία προχείρισε τον Άγιο Ιερόθεο, έχοντας αναλάβει ο ίδιος ιεραποστολική δράση.

3. Ο Όσιος Θεοφάνης ο Γραπτός, ο οποίος συγκρότησε και τον Κανόνα στον Άγιο Διονύσιο, διασώζει την παράδοση της Εκκλησίας ότι αμφότεροι, μαζί με τον αγαπημένο ακόλουθο του Αποστόλου Παύλου Απόστολο Τιμόθεο, παραβρέθηκαν στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Αυτήν την παράδοση αποτυπώνει το Θεοτοκίο, ήχ. β´, μετά το Εξαποστειλάριο του Ιερομάρτυρος Διονυσίου: «Ἐν τῇ σεπτῇ κοιμήσει σου, Παναγία Παρθένε, παρῆν ὁ Διονύσιος, σὺν τῷ Ἱεροθέῳ, καὶ Τιμοθέῳ τῷ θείῳ, ἅμα τοῖς, Ἀποστόλοις, ἕκαστος ὕμνον ᾄδοντες, πρόσφορον τῇ σῇ μνήμῃ· μεθ᾽ ὧν καὶ νῦν, πᾶσα γλῶσσα βρότειος ἀνυμνεῖ σε, τὴν τοῦ Θεοῦ λοχεύτριαν, καὶ τοῦ κόσμου προστάτιν».

4. Οι Κανόνες των δύο Αγίων φαίνεται ότι έχουν προκύψει από την επίδραση που άσκησαν στη νηπτική πράξη και την ερμηνεία των μυστηρίων της Εκκλησίας τα λεγόμενα Αρεοπαγιτικά κείμενα, κυρίως το Περὶ θείων ὀνομάτων και Περὶ οὐρανίας ἱεραχίας, τα οποία προτάθηκαν ως έργα του Αγίου Διονυσίου στις συζητήσεις του 532 μεταξύ των μοναχών της Κωνσταντινούπολης και του Σεβήρου Αντιοχείας στο πλαίσιο μιας μονοφυσιτικής ερμηνείας βασικών διατυπώσεων του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ώστε να επαναδιατυπωθεί κατά Σεβήρο ο Όρος της Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος (451). Ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς θεολόγων και φιλολόγων για τα Αρεοπαγιτικά κείμενα το βέβαιο είναι ότι είναι τα πρώτα κείμενα που ερμηνεύουν τη Θεία Λειτουργία ως το μυστήριο της Θείας Οικονομίας σε μία ενότητα κτίση-δημιουργία, ιστορία και τελείωση. Ακόμη τίθεται σε συζήτηση σε γενικές γραμμές το ίδιο το κείμενο της Θείας Λειτουργίας, που, ως μυστήριο μόνο των βαπτισμένων μελών, δεν ετίθετο σε κοινό δημόσιο διάλογο παρά μόνο με έμμεσες αναφορές. Η ενέργεια αυτή προήλθε, βέβαια, από το Σεβήρο Αντιοχείας, που από την αμφισβήτηση της Χαλκηδόνος έφτασε στην οργάνωση χωριστής εκκλησιαστικής κοινότητας με θεμελίωση ιδιαίτερης ιεραρχίας, πράγμα που είχε και ως συνέπεια τη χαλάρωση ως προς τη δημοσιοποίηση των λόγων αλλά και της ερμηνείας της Θείας Ευχαριστίας. Το ευεργετικό στοιχείο, ωστόσο, ήταν η εκρηκτική προαγωγή της λειτουργικής και υμνολογικής πράξης της Εκκλησίας, η μετάβαση από το Κοντάκιο στους Κανόνες, διά των οποίων συνοψίζεται Παλαιά και Καινή Διαθήκη, η εικονογραφική αποτύπωση του Μυστηρίου της Θείας Οικονομίας και με μεγαλύτερη ένταση και οργάνωση η νηπτική πράξη, που θα αποτελέσει το φωτοειδή καρπό της αγιοσύνης για όλα τα μέλη της Εκκλησίας, ως κοινή δωρεά και προκοπή βίου. Επ᾽ αυτού ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής με τις ερμηνευτικές του προτάσεις στους Λόγους του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και τα Αρεοπαγιτικά κείμενα φθάνει να συνδέσει το Μυστήριο της Θείας Ενανανθρωπήσεως με την κλήση σε εκκλησιασμό των πάντων, ένα κοινό όραμα για την Εκκλησία ως την Πεντηκοστή των εθνών και σύμπαντος του κόσμου. Είναι αυτό το στοιχείο που θα αξιοποιηθεί σε μία ενότητα λειτουργικής και πατερικής ερμηνείας, συνοδικής πράξης και νηπτικού βίου από τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό και αργότερα εν τη ιστορική πορεία από τους ησυχαστές Άγιους Πατέρες, οι οποίοι συνοψίζουν ολόκληρη τη φιλοκαλική παραγωγή και νηπτική πράξη της Εκκλησίας συμπεριλαμβάνοντας και τους λαϊκούς.

 

Β. Στο Αποστολικό Ανάγνωσμα ο Απόστολος Παύλος με ένα έντονα προσωπικό τόνο, έχοντας κάνει έκκληση στους Κορίνθιους να κρατήσουν την ενότητα της εκκλησιαστικής τους κοινότητας, ανεξάρτητα από την προέλευση των πιστών, καθώς μάλιστα τους έχει εξηγήσει την ταυτότητα δικαιοσύνης και χάριτος, ως ενότητα πίστης στο Χριστό, προβάλλει τον ανακαινισμένο άνθρωπο κατά την καινή κτίση εν Χριστώ του πέμπτου κεφαλαίου ως κατάσταση υιοθεσίας, ως την καινή επαγγελία της αγιοσύνης και της καθαιρέσεως του αποστατικού πνεύματος της πτώσης, ως ανάπλαση. Είναι ένας λόγος που αίρει είτε τη δουλεία, είτε τη μισθία, κάθε υποκριτική, δηλαδή συμπεριφορά, ή όποια ηθικιστική τακτοποίηση υποχρεώσεων και ανάγει τον άνθρωπο στην τάξη της υιότητος, μιας ζωντανής φωτοειδούς σχέσης ανθρώπου- Θεού αλλά και μεταξύ των ανθρώπων  ως αδελφών και όχι ανταγωνιστών ή αδελφοκτόνων. Ουσιαστικά είναι άρση του στίγματος του Αδάμ αλλά και του Κάιν.

 

Γ. 1. Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα είναι απόσπασμα από την Επί του Όρους Ομιλία. Συνήθως γίνεται προσφυγή, ιδίως, στο παρόν απόσπασμα από χριστιανούς και μη, είτε προς ατομικό έλεγχο των χριστιανών, ή συλλογικό έλεγχο της Εκκλησίας, ως και η Εκκλησία να διαχειρίζεται τα πράγματα ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η Επί του Όρους Ομιλία ειπώθηκε καταρχάς ως έλεγχος του Ισραήλ περί μη τηρήσεως του Νόμου, και γι᾽ αυτό οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, που υποτίθεται ότι γνώριζαν το Νόμο, ήταν οι πρώτοι που αμφισβήτησαν το Χριστό. Δεύτερον ο Χριστός, ο οποίος είχε κάνει την κλήση και εκλογή των Δώδεκα Αποστόλων, όπως πληροφορούμαστε από τους στίχους 13-16 του αυτού κεφαλαίου (13 καὶ ὅτε ἐγένετο ἡμέρα, προσεφώνησε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ, καὶ ἐκλεξάμενος ἀπ᾽ αὐτῶν δώδεκα, οὓς καὶ ἀποστόλους ὠνόμασε, 14 Σίμωνα, ὃν καὶ ὠνόμασε Πέτρον, καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον, 15 Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ἁλφαίου καὶ Σίμωνα τὸν καλούμενον Ζηλωτὴν, 16 Ἰούδαν Ἰακώβου καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώτην, ὃς καὶ ἐγένετο προδότης), ομιλεί ανακεφαλαιώνοντας το Νόμο, τις νομικές, δηλαδή, διατάξεις που αφορούσαν στις σχέσεις μεταξύ των μελών της Συναγωγής, αίροντας την ιουδαϊκή αποκλειστικότητα, προβάλλοντας τον άνθρωπο της χάριτος, τον ανακαινισμένο εν Χριστώ άνθρωπο. Γι᾽ αυτό το κήρυγμά του διενεργείται ενώπιον του ὄχλου, μεταξύ του οποίου συμπεριλαμβάνονται και άνθρωποι αλλόφυλοι, παροικούντες στη Γαλιλαία.

2. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο της δημόσιας παρουσίας του Χριστού, γιατί εξαρχής αποκαλύπτεται προς πάντας ως Θεός και ομιλεί για όλους τους ανθρώπους. Η ευθύνη, ασφαλώς, του Ισραήλ ήταν βαρύνουσα, γιατί αυτοί έχοντες την προφητική παράδοση όφειλαν να αναγνωρίσουν τον εν σαρκί αποκαλυφθέντα Λόγο του Θεού, το διενεργήσαντα τις Θεοφάνειες στον Αβράμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, το Μωϋσή και τους άλλους Αγίους Προφήτες. Αίρονας την ιουδαϊκή αποκλειστικότητα ο Χριστός αίρει και όλες τις συμβάσεις του βίου των ανθρώπων. Έτσι το θέμα δεν είναι απλώς η αγάπη, η αγαθοποιΐα και ο δανεισμός, αλλά η συμφιλίωση ολόκληρου του ανθρώπινου γένους στο πρόσωπο του εν σαρκί αποκαλυφθέντος Λόγου, γιατί «αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς», και γιατί το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας αφορά σε όλο το ανθρώπινο γένος, κατά τη φιλανθρωπία και τον οικτιρμό του Θεού Πατρός. Πρόκειται, λοιπόν, για θεοφανικό κήρυγμα μυσταγωγίας και όχι για ένα κήρυγμα ανθρώπινης ηθικιστικής τακτοποίησης βίου και συμπεριφοράς και υποκρισίας.

3. Διαβάζοντας από την αρχή το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, όπως κατανέμονται οι ευαγγελικές περικοπές κάθε μέρα της εβδομάδος στο Ορθόδοξο εορτολόγιο της περιόδου, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι, πορευόμενοι προς τα Χριστούγεννα, αρχίζει να εκδιπλώνεται εκ των κάτω χρονικά η γενεολογία του Χριστού, παιδαγωγούμενοι εις Χριστόν, παλαιός και νέος Ισραήλ.

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Β´ Κορινθ. στ´, 16- ζ´, 1: «16 Τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. 17 διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, 18 καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ.- 1 Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ. στ´, 31-36: «31 καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. 32 καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. 33 καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. 34 καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾽ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. 35 πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. 36 Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί».

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2025

 

Ἀνάμνησις τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνανίου, ἑνὸς τῶν Ἑβδομήκοντα, καὶ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ῥωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ, 1 Οκτωβρίου 2025 (1-10-2023), (Αριθμ. 45Β–2)

(ΣΗΜΕΙΩΜΑ)

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

Α. α. Με απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος η εορτή της Αναμνήσεως της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας μετεφέρθη την 28η Οκτωβρίου. Η αφορμή του εορτασμού είναι η φανέρωση της Παναγίας στο μοναχό Ανδρέα, τον Όσιο Ανδρέα το Σαλό, και τον ακόλουθό του Επιφάνιο, σε μία αγρυπνία τους στην Παναγία των Βλαχερνών, όπου, σύμφωνα με την υμνολογία της ημέρας, η Παναγία, ακολουθούμενη από πλήθος αγγέλων και τους Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Ευαγγελιστή Ιωάννη φανερώνεται και απλώνει τη σκέπη της ως προστασία και σκέπη του πιστού λαού της Βασιλεύουσας, σε μία περίοδο πολιορκίας από τους Άραβες επί Λέοντος ΣΤ´ του Σοφού (886-911): «Μέγα καὶ παράδοξον θαῦμα σήμερον, ὁ θαυμαστὸς Ἀνδρέας τεθέαται, ἐν τῷ περιβλέπτῳ ναῷ τῶν Βλαχερνῶν· ἡ γὰρ Παντάνασσα Δέσποινα, λαμπροφανὴς ἐπιστᾶσα, ὑπ᾽ Ἀγγέλων δορυφορούντων προπεμπομένη, μέσον δὲ τοῦ Βαπτιστοῦ, καὶ Θεολόγου Ἰωάννου χειροκρατουμένη, ἔνδον τῶν ἀδύτων εἰσελθοῦσα καὶ τὸ ἐκεῖσε φρουρούμενον μαφόριον αὐτῆς ἀναπτύξασα, τὸ τῆς παρθενίας φρικτὸν τεκμήριον, μεθ᾽ οὗ τὴν ἄχραντον κεφαλὴν αὐτῆς περιέσκεπεν, ἐν κόσμῳ περιοῦσα, καὶ τοῦτο ἐφαπλώσασα, τὸν πιστὸν λαὸν περιέσκεπεν· ὃ καὶ κατιδὼν ὁ ἱερὸς Ἐπιφάνιος, φόβῳ καὶ χαρᾷ συσχεθεὶς τὸν διδάσκαλον ἐπηρώτα· ὢ τοῦ θαύματος, τὴν χάριν αὐτῆς ἡ Βασίλισσα, διὰ τοῦ μαφορίου αὐτῆς τοῖς πιστοῖς διένειμεν, οὗ τινός θαύματος τὴν ἀνάμνησιν ἑορτάζοντες, τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν, σκέπασον καὶ ἡμᾶς ἐν τῇ Σκέπῃ σου Πανάχραντε, καὶ ῥῦσαι κολάσεως τὰς ψυχὰς ἡμῶν», Εἰς τὴν Λιτήν, Ἰδιόμελο α´, ἦχος α´. Πάντως η εορτή έχει εισαχθεί μεταγενέστερα, γιατί δεν απαντά Στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας αλλά ούτε στα Μεσαιωνικά Σλαβικά Μηνολόγια, που ακολουθούν ενπολλοίς το Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας.

β. Αναφέρω τα Μηνολόγια, γιατί είναι ένα είδος που, λόγω της δομής τους, επιδέχονται ελάχιστες μεταβολές. Η εορτή, που συνδέεται με το προαναφερθέν ιστορικό γεγονός, εμφανίσθηκε στο Άγιο Όρος στα μέσα του 19ου αι. και συνδέεται αφενός μεν με την κατασκευή παρεκκλησίων της Αγίας Σκέπης με χορηγίες από Ρώσους, ή προσδεδεμένους με τη ρωσική επιρροή στο Άγιο Όρος στα μέσα του 19ου αι., ή ακόμη και με τη θεωρία του «ξανθού γένους», και αφετέρου με την Ακολουθία που συνέγραψε ο μοναχός Ιάκωβος Νεασκητιώτης το 1848, ο οποίος είχε σχέσεις με τους κύκλους ρωσικής επιρροής. Το στοιχείο που δεν πρέπει να παραθεωρείται είναι ότι η εορτή αναδύθηκε στη Ρωσία από τον Άγιο Ανδρέα Μπογκολιούμπωφ (1157-1174), συντάκτη Ακολουθίας στα σλαβονικά, αρκετά περίεργο γεγονός, σε μία περίοδο που, λόγω των Σταυροφοριών και των Σελτζούκων, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε υποστεί όχι μόνο πλήγματα ανεπανόρθωτα ως πολιτική οντότητα αλλά αναγκάσθηκε να διαχειρισθεί, πολλές φορές και με υποχωρήσεις, τη Λατινική πίεση. Η πτώση της Κωνσταντινούπολης, εξάλλου, το 1204 και η κατοχή της Αγίας Σοφίας από τους Λατίνους, ήταν η κατάληξη ενός δράματος που μετρούσε προϊστορία σχεδόν τετρακόσια χρόνια και εκατό σχεδόν χρόνια επίμονης πολιορκίας. Έτσι ένας Σκύθης Άγιος, ο Άγιος Ανδρέας ο Σαλός, με ένα όραμα στην Παναγία των Βλαχερνών θα μπορούσε να είναι ένα όχημα για ένα φερτό όραμα μιας νέας Ορθόδοξης Αυτοκρατορίας με ένα πρίγκιπα, μάλιστα, Άγιο, ονόματι Ανδρέα από Βλαδίμηρο και μάλιστα σε μία ημερομηνία συνεορτής ενός Αγίου, του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού, που έζησε σε μοναστήρι της Θεοτόκου, διακόνησε στην Παναγία των Βλαχερνών και στην υμνολογική παράδοση της Εκκλησίας κατονομάζεται ως ποιητής των Κοντακίων, άρα και του Ακαθίστου Ύμνου κατά μία παράδοση!

γ. Επίσης η κατασκευή παρεκκλησίων της Αγίας Σκέπης σε μοναστήρια του Αγίου Όρους στα μέσα του 19ου αι. της δημιουργίας των εθνικών κρατών σ᾽ ολόκληρη την κατακερματισμένη πια Ευρώπη με παράλληλη και τη δημιουργία Ρωσικής Αποστολής στα Ιεροσόλυμα το 1847 και οθωμανική αναγνώρισή της το 1857 ελάχιστα περιθώρια αφήνει για τη στόχευση αντικατάστασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τη Μόσχα. Το πώς η Μητέρα Εκκλησία αντιμετώπισε την πρόκληση αυτή, μάς παρέχεται ένα μέγα ιστορικό δίδαγμα, καθάρσεως με τη σύνοδο κατά του εθνοφυλετισμού το 1872, ανοχής, ελέους και οιμουμενικότητος της ελληνόφωνης ερμηνείας του κόσμου τριών χιλιάδων χρόνων γραπτού λόγου και ζωής ως οικουμενικού γεγονότος και καθόλου φυλετικής διάκρισης!

 

B. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας για την Ακολουθία του Αγίου Αποστόλου Ανανία, γνωστού από το όραμά του στις Πράξεις των Αποστόλων (9, 10-18) για να μεταβεί προς συνάντηση του Αποστόλου Παύλου, μετά το όραμα του δευτέρου καθοδόν προς Δαμασκό, ο οποίος Απόστολος Ανανίας είναι και ο βαπτιστής του Αποστόλου Παύλου. Τα λείψανα του Αποστόλου Ανανία μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, προφανώς στην Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, καθώς αναφέρεται πάντα ως Απόστολος. Ιδιαιτέρως ο Απόστολος Ανανίας εορτάζεται στη Δαμασκό, όπου σώζεται η οικία του ως εκκλησία, θεωρούμενη ως ο τόπος του βαπτίσματος του Αποστόλου Παύλου.

 

Γ. Η μνήμη του Αγίου Ρωμανού, ποιητή και μελωδού των κοντακίων, όπως μνημονεύεται στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας, «Τελεῖται... ἐν τῷ αὐτῷ τῆς ἁγίας ἀειπαρθένου Θεοτόκου ναῷ ἐν τοῖς Κύρου». Πρόκειται για το παρεκκλήσιο του αββά Κύρου, αφιερωμένο στη Θεοτόκο, πλησίον της εκκλησίας του Αγίου Μωκίου στον έβδομο λόφο, όπου ήταν και το Προφητείο του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστή, σύμφωνα, μάλιστα, με το Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας. Ο Άγιος Ρωμανός, γεννημένος στην Έμεσα της Συρίας, μία πόλη γνωστή από τον Άγιο Παύλο Εμέσης, ένα Πατέρα που μεσολάβησε στη μετασυνοδική περίοδο της Γ´ Οικουμενικής Συνόδου, ώστε να αρθεί το σχίσμα μεταξύ Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας (Αγίων Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Ιωάννου Αντιοχείας) με την Έκθεση των Διαλλαγών, πέρασε από την εκκλησία της Αναστάσεως της Βηρυτού και εν συνεχεία έζησε στην Κωνσταντινούπολη επί Αναστασίου Α' (491-518) και πρόλαβε και τα μέσα της βασιλείας Ιουστινιανού. Προφανώς έζησε στο μοναστήρι της Θεοτόκου «ἐν τοῖς Κύρου», ενώ διακόνησε στην Αγία Σοφία και το μοναστήρι των Βλαχερνών. Έτσι, μολονότι η θεολογική του παραγωγή φέρει το ιδιαίτατο βάρος της Γ´ και Δ´ Οικουμενικής Συνόδου και θα ήταν εύλογο να εορτάζεται η μνήμη του ιδίως στην Παναγία των Βλαχερνών, ένθα και η εσθήτα της Θεοτόκου, παρέμεινε να τιμάται η μνήμη του στο μοναστήρι που έζησε, ένθα και το παρεκκλήσιο το αφιερωμένο στη Θεοτόκο.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2025

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Α´ ΛΟΥΚΑ, 28 Σεπτεμβρίου 2025 (24-9-23),

(Αριθμ. 43Β2)

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

Α. Όπως ἐχω ήδη σημειώσει κατά την εορτή της Συλλήψεως τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου η αρχή των Κυριακών του Λουκᾶ, θα έλεγα του Ευαγγελιστή των Εθνών, είναι μείζονος σημασίας για την περίοδο ώς τα Χριστούγεννα, καθώς εγκαινιάζεται το νέο έτος Κυρίου: «Κατά το Τυπικὸ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, (με τη μορφή που διασώθηκε του 10ου-11ου αι.) η εορτή φέρει τον τίτλο: «τὸ νέον ἔτος καὶ ἡ σύλληψις τῆς ἁγίας Ἐλισάβετ, ὅτε συνέλαβεν τὸν προφήτην, πρόδρομον καὶ βαπτιστὴν Ἰωάννην», και η σύναξη γινόταν στο Προφητείο του «ἐν τοῖς Σπαρακίου», ή Σφαρακίου, (πλησίον, δηλαδή, της Παναγίας των Χαλκοπρατείων), και ότι η ακολουθία «τῆς λειτουργίας, καθάπερ εἰς τὸ γενέσιον αὐτοῦ». Πρέπει να σημειωθεί ότι το αναφερόμενο νέο έτος αφορούσε στη γέννηση του Οκταβιανού Αυγούστου, του «μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς» και εφαρμόσθηκε στην Ανατολή από το Μεγάλο Κωνσταντίνο, δημοσίως ως αρχή της ινδίκτου. Αργότερα, περί το 462 καθιερώθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως αρχή της ινδίκτου, καθώς ήδη από το 457 τη στέψη του αυτοκράτορα την έκανε ο Πατριάρχης, πράγμα που σήμανε την ακύρωση όποιας νοηματοδότησης μιας αυτοκρατορικής ρωμαϊκής λατρείας, ή δημόσιας εορτής. Εκκλησιαστικά η 23η Σεπτεμβρίου ήταν μία ημερομηνία με διττή σημασία με δεδομένο ότι στο Α´ κεφάλαιο του Ευαγγελίου του Λουκά ιστορείται η σύλληψη του Ιωάννη αλλά συγχρόνως αμέσως μετά και μέχρι τα Χριστούγεννα τα Ευαγγελικά Αναγνώσματα είναι από το Ευαγγέλιο του Λουκά. Πάντως, η μεταφορά της ινδίκτου την 1η Σεπτεμβρίου μπορεί να μην είναι άσχετη και με την εορτή του Γενεθλίου της Θεοτόκου την 8η Σεπτεμβρίου, ενώ οι επτά προηγούμενες ημέρες να αποτελούν και την προεόρτια περίοδο, πράγμα σύνηθες στο εορτολόγιο της Εκκλησίας».

 

Β. Το Αποστολικό Ανάγνωσμα προέρχεται από το έκτο κεφάλαιο της Β´ Προς Κορινθίους Επιστολής. Η Επιστολή στάλθηκε από τη Μακεδονία κατά τις εσωτερικές μαρτυρίες της. Έχει χαρακτήρα παρακλητικό και ενισχυτικό για την άρση του σχίσματος και την απάλειψη της αμφισβήτησης του έργου του Παύλου ως Αποστόλου του Ευαγγελίου. Εκείνο που συνιστά ο Απόστολος Παύλος στους Κορίνθιους είναι να αντιληφθούν ότι άρχισε ο καιρός της χάριτος, είναι ο ευπρόσδεκτος καιρός, η ημέρα της σωτηρίας και ότι οποιαδήποτε ενέργειά τους, παρά τις αντιφατικότητες και δυσκολίες του βίου, θα πρέπει να είναι μαρτυρία της νέας ζωής, διακονία Θεού. Εξάλλου, τίποτα δεν προέρχεται από τον άνθρωπο, τα πάντα είναι δωρεά του Θεού, εναπόκειται στους χριστιανούς, δεχόμενοι τη δικαιοσύνη του Θεού, να δρούν είτε με συστολή είτε με παρρησία αναλόγως των περιστάσεων, ώστε οι ενέργειές τους, ή απραξία τους, (τα αριστερά και τα δεξιά όπλα) να μην αποτελέσουν κατάκριμα της διακονίας του κοινού σώματος της Εκκλησίας, γιατί εν τέλει η χάρη του Θεού είναι ο πλουτισμός των χριστιανών, κι όποιος την έχει, όποιος ετοιμάζεται να γίνει δεκτικός αυτής, αυτός είναι που κατέχει τα πάντα.

 

Γ. 1. Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα μπορεί να συνδεθεί, ως έχει ήδη σημειωθεί με την εορτή του Γενεθλίου της Θεοτόκου, ή το πρόσωπο του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή, του μεγίστου Θεολόγου, αφού έχουμε την αρχή της κλήσεως των πρώτων Μαθητών. Έχει προηγηθεί στο τρίτο κεφάλαιο του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου η βάπτιση του Χριστού από τον Ιωάννη, στο τέταρτο οι πειρασμοί και το κήρυγμα στις Συναγωγές της Ιουδαίας, οι θεραπείες και οι θεοσημίες, η θεραπεία της πεθεράς του Σίμωνος και με την αρχή του πέμπτου κεφαλαίου ο Χριστός ανοίγει το κήρυγμά του στον ὄχλο, προς όλο τον κόσμο. Πρέπει να σημειωθεί και πάλι ότι οι Ισραηλίτες της Ιουδαίας, των Ιεροσολύμων, θεωρούσαν τους Ισραηλίτες της Γαλιλαίας δεύτερης κατηγορίας, λόγω επιμειξιών και εγκαταστάσεων και άλλων εθνοτήτων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στη Γαλιλαία. Ασφαλώς, στους ακροατές του Χριστού εκτός Συναγωγών, στον όχλο, περιλαμβάνονταν και μη Ιουδαίοι, ή προσήλυτοι. Σημειωτέον ότι οι προσήλυτοι είναι ένα στοιχείο που προσέφερε στον Ισραήλ το οικουμενικό στοιχείο, ένα θεόσδοτο άνοιγμα προς τα έθνη. Εξάλλου, μετά το κήρυγμα από το πλοίο του Σίμωνος- Πέτρου προς τον όχλο και την υπερπληθώρα των ιχθύων από το Σίμωνα και τους αδελφούς Ιάκωβο και Ιωάννη, παιδιά του Ζεβεδαίου, συγγενείς του Χριστού, που ήσαν και μεταξύ τους γνωστοί, ο Χριστός καλεί τον Πέτρο λέγοντας: «Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν». Είναι κλήση που αφορά σε όλους τους ανθρώπους, όχι μόνο στους οικείους του Νόμου. Οι τρεις τους έβγαλαν τις βάρκες στη στεριά και ακολούθησαν το Χριστό. Στο ίδιο σημείο θα τους συναντήσει ο Χριστός μετά την Ανάσταση, όταν, απογοητευμένοι με τη Σταύρωση, ξαναγύρισαν στη Γεννησαρέτ και άρχισαν να επιδιορθώνουν τις βάρκες! Ας σημειωθεί ακροτελεύτια ότι ο Πέτρος, ο οποίος ήταν προηγουμένως αυτόπτης μάρτυρας της θεραπείας της πεθεράς του, δεν είχε φανεί να του είχε δημιουργήσει το γεγονός ιδιαίτερη εντύπωση. Μετά τη θεραπεία πάει στην παραλία και ετοιμάζεται να ψαρέψει, η πληθωρική ψαριά τον εντυπωσιάζει, ως γνώστη του επαγγέλματος, ίσως και όλες οι θεοσημίες, ομολογεί την αναξιότητά του, αλλά και τη θεότητα του Χριστού, γιατί πέφτει στα γόνατα του Χριστού, τον αποκαλεί Κύριο, ένα όνομα που κυριαρχεί στο Σύμβολο της Πίστεως, ώς κοινό όνομα και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Η περιγραφή, εξάλλου, μάς παραπέμπει στην πίστη ενός Ισραηλίτη, που γνωρίζει την πρώτη εντολή του Δεκαλόγου. Έτσι εξηγείται και η άμεση ανταπόκριση στην κλήση.

2. Πορευόμενη η Εκκλησία προς το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού, ως γεγονός που αφορά σε όλο τον κόσμο, εγκαινιάζει την ανάγνωση του Ευαγγελίου του Λουκά, τρεις σχεδόν μήνες πριν, για να κατηχηθούμε άπαντες με ασφάλεια, όπως σημειώνει ο Ευαγγελιστής από τις πρώτες γραμμές του Ευαγγελίου του, αυτός ένας προσήλυτος, ή ένας χριστιανός εξ εθνών!

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Β´ Κορινθ. στ´, 1-10: «1 Συνεργοῦντες δὲ καὶ παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς· 2 - λέγει γάρ· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας - 3 μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, 4 ἀλλ᾽ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, 5 ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, 6 ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, 7 ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, 8 διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, 9 ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, 10 ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοί, πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ. ε´, 1-11: «1 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, 2 καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ’ αὐτῶν ἀπέπλυνον τὰ δίκτυα. 3 ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. 4 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· Ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. 5 καὶ ἀποκριθεὶς Σίμων εἶπεν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, δι᾽ ὅλης νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. 6 καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. 7 καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον, καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. 8 ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· Ἔξελθε ἀπ᾽ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· 9 θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, 10 ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. 11 καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ».

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

 

Ἡ μετάστασις τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, 26 Σεπτεμβρίου 2025 (26-9-23) (Αριθμ. 44Α1)

 

Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν

Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

Α. 1. Εορτάζει σήμερα η Εκκλησία τη μετάσταση του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου. Είναι ο νεότερος από τους Αποστόλους, παιδί, όπως και ο Απόστολος Ιάκωβος, του Ζεβεδαίου, από τη Βηθσαϊδά, και της Μυροφόρου Σαλώμης, συγγενικού προσώπου της Παναγίας, η οποία είχε παρακολουθήσει μαζί με την Παναγία και την Αγία Μαρία τη Μαγδαληνή τη Σταύρωση. Την Κυριακή, Α´ Λουκά, συναντoύμε τους αδελφούς Ζεβεδαίου στο πλοιάριο του πατέρα τους στη λίμνη Γεννησαρέτ, μαζί με το Σίμωνα- Πέτρο, από το πλοιάριο του οποίου κήρυξε στον ὄχλο ο Χριστός, και μετά εγκαταλείπουν τα πλοιάρια στη στεριά και ακολουθούν το Χριστό. Στη Σταύρωση του Χριστού ο Ιωάννης αναλαμβάνει να φροντίσει μετά την Παναγία. Εκτός από το Ευαγγέλιο, που η Εκκλησία το αναγινώσκει από το βράδυ της Αναστάσεως και καθόλη τη διάρκεια της Πεντηκοστής, έχουν διασωθεί, ενταγμένες στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης, οι τρεις Καθολικές Επιστολές και η Αποκάλυψη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, που γράφτηκε στην Πάτμο σε περίοδο εξορίας του από την Έφεσο, της οποίας φέρεται ως επίσκοπός της, στην Έφεσο, στην οποία είχε κηρύξει περί το 55 και ο Απόστολος Παύλος, μία πόλη οικονομικό κέντρο και συγχρόνως περίφημη στον αρχαίο κόσμο για το ναό της Εφέσιας Αρτέμιδος, όπου μαρτύρησε με βάναυσο μαρτύριο και ο Απόστολος Τιμόθεος από τα χέρια του ειδωλολατρικού πλήθους, και όπου συγκλήθηκε πιθανόν στον Ι. Ν. στη μνήμη του Ευαγγελιστή Ιωάννου, που λείψανά του σώζονται μέχρι σήμερα, και η περίφημη Γ´ Οικουμενική Σύνοδος το 431, η οποία αποτελεί με το δογματικό ορισμό της Παναγίας ως Θεοτόκου το κέντρο της ερμηνείας του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός και το σταθερό θεμέλιο της συνοδικής συγκροτήσεως της Εκκλησίας για τις επόμενες Οικουμενικές Συνόδους, τις τοπικές και την Ενδημούσα Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη μέχρι σήμερα. Είναι το σημείο που κατά την εαρινή εορτή τελείται η υπαίθριος Πατριαρχική Θ. Λειτουργίια. Καθώς η Έφεσος υπήρξε κέντρο ειδωλολατρίας και πορνικών μυστηρίων, γι᾽ αυτό στην υμνολογία λέγεται ότι ο Ιωάννης κατήγαγε τα είδωλα[1].

2. Ο τάφος του στην Έφεσο εθεωρείτο πηγή ιαμάτων, ενώ στην υμνολογία της Εκκλησίας πέρασε η πίστη ότι μετά την ταφή του, μετέστη, όπως πριν η Παναγία: «Τὴν τῶν Ἀποστόλων ἀκρότητα, τῆς θεολογίας τὴν σάλπιγγα, τὸν πνευματικὸν στρατηγόν, τὸν τὴν οἰκουμένην Θεῷ καθυποτάξαντα, δεῦτε οἱ πιστοὶ μακαρίσωμεν, Ἰωάννην τὸν ἀοίδιμον, ἐκ γῆς μεθιστάμενον, καὶ γῆς οὐκ ἀφιστάμενον, ἀλλὰ ζῶντα καὶ μένοντα, τὴν φοβερὰν τοῦ Δεσπότου δευτέραν ἔλευσιν, ἣν ἀκατακρίτως ὑπαντῆσαι ἡμᾶς αἴτησαι, φίλε μυστικέ, Χριστοῦ ἐπιστήθιε, τοὺς ἐκ πόθου ἐκτελοῦντας τὴν μνήμην σου» (Στη Λιτή, ε´ Στιχηρό Ιδιόμελο). Εξάλλου, στο τελευταίο κεφάλαιο του Κατὰ Ἰωάννην Ευαγγελίου, λίγο παραπάνω από το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, όπου ο Χριστός εμφανίζεται μετά την Ανάσταση στους Μαθητές στη λίμνη Γεννησαρέτ και ζητά από τον Πέτρο τρεις φορές, κατ᾽ αντιστοιχίαν της τριπλής αρνήσεως, την επιβεβαιώση ότι τον αγαπά, ότι θα γίνει ποιμήν, ότι θα τον ακολουθήσει, δίδεται η μαρτυρία από τον ίδο τον Ιωάννη ότι υπήρχε η φήμη ότι ο Χριστός θα τον άφηνε στη γη μέχρι τη δεύτερη έλευσή του: «22 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; σύ ἀκολούθει μοι. 23 ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει· καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει, ἀλλ᾽ Ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ;» (Ἰω. κα´, 22-23).

 

Β. 1. Η μνήμη του Ευαγγελιστή Ιωάννη εορτάζεται στις 8 Μαΐου, ακριβώς στην κατακλείδα του διαστήματος (4 Απριλίου έως τις 8 Μαΐου) εντός του οποίου κυμαίνεται έως έσχατο χρονικό σημείο και ο εορτασμός του Πάσχα. Με τη μνήμη του ο Ευαγγελιστής, ο οποίος σφράγισε με την αυτοπτική του μαρτυρία τη ζωή της Εκκλησίας στις δυο πρώτες γενιές των χριστιανών, είναι κι ο ίδιος παρών στο γεγονός της Αναστάσεως απτά, εορταστικά και εορτολογικά και όχι μόνο με την ευαγγελική του καταγραφή «Ἐν ἀρχῇ ἦν ο Λόγος...». Είναι παρών πάλι και με την εορτή της μεταστάσεως τρεις μήνες προ των Χριστουγέννων, ως ο Ευαγγελιστής που καταφάσκει με τρόπο εμφατικό το γεγονός της Σαρκώσεως και πάντα με θέαση την ενότητα του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας από κτίσεως κόσμου μέχρι τους άπειρους αιώνες της Βασιλείας του Θεού, του αεί ερχομένου ἐν δόξῃ, όπως θριαμβευτικά καταγράφεται στο τέλος της Αποκαλύψεως[2]. Από την αρχή του Ευαγγελίου του, («1 Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. 2 Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. 3 πάντα δι᾽ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν 4 ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων.... ») ουσιαστικά μάς ανάγει στην πρώτη στιγμή της Δημιουργίας, ή το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, κατ᾽ αντιστοιχία της Γενέσεως, είναι η συνέχεια της καταγραφής της προφητικής ανακεφαλαιώσεως, όπου κατ᾽ άμφω ο δρων είναι ο εις και ο αυτός άσαρκος και ένσαρκος Λόγος, συνεκφαίνων τον Πατέρα και υποδεικνύων τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, ο αυτός Δημιουργός και ανακαινιστής του γένους των ανθρώπων (Γενέσεως α´, 1-3: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. 2 ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. 3 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς»).

2. Στην υμνολογία της εορτής έρχεται και επανέρχεται το πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελίου με σαφείς προεκτάσεις στην παράδοση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας και την ομολογία της Αγίας Τριάδος σ᾽ ένα πλαίσιο φωτοείδειας που έχει αποτυπωθεί στο Σύμβολο της Πίστεως και τους Όρους των Οικουμενικών Συνόδων. (Στη Λιτή, Στιχηρό Ιδιόμελο, στο Δόξα, ἦχ. δ´, ποίημα Βυζαντίου: «Ἀναπεσὼν ἐν τῷ στήθει τοῦ Διδασκάλου Χριστοῦ, ἐν τῷ δείπνῳ Κυρίου, ἠγαπημένε Μαθητά, ἐκεῖθεν ἔγνως τὰ ἄρρητα, καὶ τὴν οὐράνιον πᾶσιν ἐβρόντησας φωνήν· Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον, εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενον, Χριστὸς ὁ Θεός, καὶ Σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν», επίσης Κάθισμα, ἦχ. πλ. δ´: «Τῆς σοφίας τῷ στήθει ἀναπεσών, καὶ τὴν γνῶσιν τοῦ Λόγου καταμαθών, ἐνθέως ἐβρόντησας· Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καλλιγραφήσας πρῶτος, τὴν ἄναρχον γέννησιν, καὶ καταγγείλας πᾶσι, τοῦ Λόγου τὴν σάρκωσιν· ὅθεν καὶ τῇ γλώττῃ, σαγηνεύσας τὰ ἔθνη, τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ἐκδιδάσκεις τοῖς πέρασι, Θεολόγε Ἀπόστολε· πρὲσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου», και το Εξαποστειλάριο: «Βροντῆς υἱὸς γενόμενος, βροτοῖς ἐθεολόγησας, τό, ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, Ἀπόστολε Ἰωάννη, ἐπιπεσὼν τῷ στήθει γάρ· Πιστῶς τῷ τοῦ Δεσπότου σου, κἀκεῖθεν ἀρυσάμενος, θεολογίας τὰ ῥεῖθρα, τὴν κτίσιν πᾶσαν ἀρδεύεις». Περιεκτικό όλων είναι το Δοξαστικό του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλως Γερμανού, ή του Βυζαντίου, ἦχ. β´: «Τὸν υἱὸν τῆς βροντῆς, τὸν θεμέλιον τῶν θείων λόγων, τὸν ἀρχηγὸν τῆς θεολογίας, καὶ κήρυκα πρώτιστον, τῆς ἀληθοῦς δογμάτων Θεοῦ σοφίας, τὸν ἠγαπημένον Ἰωάννην καὶ Παρθένον, μερόπων γένος κατὰ χρέος εὐφημήσωμεν· οὗτος γάρ, ἄληκτον ἔχων τὸ θεῖον ἐν ἑαυτῷ, τό, Ἐν ἀρχῇ μὲν ἔφησεν ὁ Λόγος· αὖθίς τε τὸ πρὸς τὸν Πατέρα ἀχώριστον, καὶ τὸ ἴσον μετὰ ταῦτα, τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας, δεικνύων ἡμῖν δι' αὐτοῦ, τὴν ὀρθοδοξίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, δημιουργόν τε ὄντα σὺν τῷ Πατρί, καὶ ζωὴν φέροντα, καὶ φῶς ἀληθινόν, τὸν αὐτὸν ἔδειξεν ἡμῖν. Ὢ θαύματος ἐκστατικοῦ καὶ πράγματος ἐκπληκτικοῦ! ὅτι πλήρης ὢν τῆς ἀγάπης, πλήρης γέγονε καὶ τῆς θεολογίας, δόξῃ καὶ τιμῇ καὶ πίστει, θέμεθλος ὑπάρχων, τῆς ἀκραιφνοῦς ἡμῶν πίστεως, δι' ἧς τύχοιμεν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως».

3. Οι σύγχρονοι θεολόγοι, που ασχολούνται με λεκτικά σχήματα, ερήμην των κειμένων της ενιαίας εκκλησιαστικής παραδόσεως, αντιμετωπίζουν τον εικονισμό του φωτός (φως ο Πατήρ, φως ο Υιός, φως το Άγιο Πνεύμα) ως ένα τυπικό σχήμα, γιατί το φως π.χ. είναι λεπτότατο κατά τη φύση, προσιδιάζον προς το άϋλο του Θεού. Πρόκειται για επιδράσεις από το αρχαιοελληνικό κοσμοείδωλο της αντιθέσεως αισθητών και νοητών, που ουδόλως συνάδει με την εκκλησιαστική ερμηνευτική, η οποία δομείται με την ομολογία του αποκαλυφθέντος ασάρκου Λόγου στους Προφήτες, δημιουργού του φωτός και πάσης κτίσεως, του αυτού και ενανθρωπήσαντος και περιβαλλομένου το φως ὡς ἱμάτιον.

 

Γ. Συγκρίνοντας τις δύο εορτές του Ευαγγελιστή πρέπει να σημειώσουμε ότι ουσιαστικά συμπίπτουν κατά τα Προφητικά Αναγνώσματα, που προέρχονται από τις Καθολικές Επιστολές του Ιωάννου, το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, τα Στιχητά του Εσπερινού, τα Στιχηρά Ιδιόμελα, τα Στιχηρά Προσόμοια, το Απολυτίκιο, το Κάθισμα και το Δοξαστικό της Θείας Λειτουργίας. Η εαρινή μνήμη του Αγίου είναι ενταγμένη στο αναστάσιμο πλαίσιο με αντίστοιχους τους Κανόνες και η σημερινή στο θεομητορικό πλαίσιο της διακονίας της Παναγίας ως προχειρισμού της Θείας Ενανθρωπήσεως με αντίστοιχους Κανόνες.

 

Δ. Όλα τα Αναγνώσματα της εορτής έχουν ως άξονα την αγάπη, όχι ως μία ατομική αρετή, πρώτα πρώτα είναι η αγάπη του Θεού ως ενέργεια που ουσιώνει την κτίση, (φῶς), τη συντηρεί και τη σώζει, πρωτίστως τον άνθρωπο. Μπορούμε να πούμε ότι η αγάπη του Θεού είναι το ίδιο το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας, το οποίο αποτελεί ως κοινότητα βίου το μέτρο της αγάπης για όλα τα κτιστά όντα και, ιδίως, για τον άνθρωπο!

 

Ε. Ας σημειωθεί ότι οι δύο εορτές του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού ετελούντο στην Κωνσταντινούπολη όχι στην Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων αλλά στο Αποστολείο του Αγίου Ιωάννου, πλησίον της Αγίας Σοφίας, «τῆς ἁγιωτάτης Μεγάλης Ἐκκλησίας» με κοινό εορτασμό και απερχόμενη λιτή από τη Μεγάλη Εκκλησία στο Αποστολείο, δηλαδή ήσαν πατριαρχικές εορτές, όπως υπό το αυτό σκεπτικό και όλες οι εορτές του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου συναρτώντο στην Αγία Σοφία, καθώς δημιουργήθηκε ξεχωριστό Προφητείο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου εντός του Ναού των Αγίων Θεοδώρων στον τρίτο λόφο, τον οποίο είχε ιδρύσει ο ύπατος Σφωράκιος, ή Σπαράκιος (το 452, ένα χρόνο μετά τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος) και ο οποίος Ναός υπήγετο και αυτός κατευθείαν στην Αγία Σοφία. Στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας φέρεται ως Ευαγγελικό Ανάγνωσμα εκείνο του ΙΑ´ Εωθινού Ευαγγελίου. Σημειωτέον επίσης ότι όλα τα Αναγνώσματα Εσπερινού και της κυριώνυμης ημέρας προέρχονται από τα κείμενα του Ευαγγελιστή, ακόμη και τα φερόμενα ως Προφητικά.

 

Αποστολικό Ανάγνωσμα: Α´ Ἰω. δ´, 12-19: «12 Θεὸν οὐδεὶς πώποτε τεθέαται· ἐὰν ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν μένει καὶ ἡ ἀγάπη αὐτοῦ τετελειωμένη ἐστὶν ἐν ἡμῖν. 13 ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ μένομεν καὶ αὐτὸς ἐν ἡμῖν, ὅτι ἐκ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ δέδωκεν ἡμῖν. 14 Καὶ ἡμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ πατὴρ ἀπέσταλκε τὸν υἱὸν σωτῆρα τοῦ κόσμου. 15 ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ. 16 καὶ ἡμεῖς ἐγνώκαμεν καὶ πεπιστεύκαμεν τὴν ἀγάπην ἣν ἔχει ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν. Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ. 17 Ἐν τούτῳ τετελείωται ἡ ἀγάπη μεθ' ἡμῶν, ἵνα παρρησίαν ἔχωμεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, ὅτι καθὼς ἐκεῖνός ἐστι, καὶ ἡμεῖς ἐσμεν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ. 18 φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾽ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ. 19 Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς».

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ἰω. ιθ´, 25-27 και κα´, 24-25: «25 Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται ταῦτα ἐποίησαν. εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. 26 Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου, 27 εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια- 24 Οὗτός ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. 25 ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾽ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν».



[1]. Στιχηρό Προσόμοιο β´, πλ. β´, στο Μικρό Εσπερινό της Μεταστάσεως: «Τὴν ζάλην μετεποίησε, τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων πρίν, εἰς γαλήνην, ὁ Ἀπόστολος Χριστοῦ, τὸν κόσμον ὁδηγήσας, ἐν πίστει ὀρθοδόξῳ· καὶ νῦν πρεσβεύει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν», όπως ο Χριστός. Βλ. Επίσης Στη Λιτή στο Καὶ νῦν, Θεοτοκίο: «Ὁ σὺν Πατρὶ καὶ Πνεύματι δοξολογούμενος Υἱός, ἐν ὑψίστοις ὑπὸ τῶν Χερουβίμ, τὸν πρωτόπλαστον ἀναπλάσαι βουλόμενος, ὅλον ἑαυτὸν ἐκένωσεν ἀφράστως ἐν μήτρᾳ, σου, Θεοτόκε πανύμνητε, καὶ ἐκ σοῦ ἀνατείλας, ἐφώτισε πάντα τὸν κόσμον Θεότητι, ῥυσάμενος εἰδωλομανίας, καὶ ἐν ἑαυτῷ θεώσας εἰς οὐρανοὺς συνανήγαγε τὸ ἀνθρώπινον, Χριστὸς ὁ Θεός, καὶ Σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν».

[2]. Ἀποκ. κβ, 20-21: «Λέγει ὁ μαρτυρῶν ταῦτα· Ναὶ ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ. 21 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων· Ἀμήν».

 

 

 

ΝΙΚΟΥ ΑΘ. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, «Ἡ διπλή θεολογική μεθοδολογία τῶν πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας»

 

Ἀπόσπασμα ἀπό: Νίκου Ἀθ. Ματσούκα, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία AEἰσαγωγὴ στὴ Θεολογικὴ γνωσιολογία (Θεολογία και Οικουμένη 1), Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Κυριακίδη 2016, σσ. 137-149. Πρώτη ἔκδοση 1985. Ἠλεκτρονική ἐπεξεργασία, ἄδεια καὶ ὑπογραμμίσεις ἀπὸ Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.

 

(σ. 137)Κατά τόν 14ο αἰώνα, καί κυρίως κατά τή σύγκρουση καί ἀναμέτρηση ἡσυχαστῶν καί ἀντιησυχαστῶν, τῆς θεολογικῆς μεθόδου τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τῆς ἀντίστοιχης μεθόδου τῶν σχολαστικῶν Δύσης καί Ἀνατολῆς προβλήθηκε ὁλοφάνερα στό προσκήνιο ὄχι μόνο ἡ διαφορά μεταξύ δυτικῆς καί ἀνατολικῆς θεολογίας, ἀλλά κατεξοχήν καί ἡ διπλή θεολογική μεθοδολογία τῶν πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας[71]. Θά ἔλεγε κανείς πώς ἐκεῖνος ὁ καιρός καί ἐκεῖνες οἱ ἀναμετρήσεις ἦταν μιά μοναδική εὐκαιρία γιά νά φανεῖ στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὀρθόδοξη πατερική γραμμή πού, παρ’ ὅλες τίς διαφοροποιήσεις της σέ ἐπιμέρους, καί τήν ποικιλία τῶν χαρισμάτων, ἀποτελεῖ τήν κοινή ὁδό πού ὁδηγεῖ στή θεογνωσία καί στή θεοπραξία. Καί αὐτή ἡ γραμμή τῶν πατέρων εἶναι διπλή, καί ἡ καθεμιά ἔχει τή δική της λειτουργικότητα καί ἰδιαιτερότητα. Ὡστόσο καί οἱ δυό αὐτές γραμμές, λειτουργικά (σ. 138) συνδεδεμένες μεταξύ τους, δέν ἐκτρέπονται ἀπό τήν κοινή ὁδό τῆς ἀλήθειας. Εὐθύς ἐξαρχῆς θά μποροῦσαν κατά γενικό τρόπο νά μνημονευθοῦν ἐδῶ αὐτές οἱ δυό γραμμές μέ τά δικά τους ὀνόματα· πρόκειται γενικῶς γιά τή χαρισματική θεολογία καί γιά κάθε ἐπιστήμη. Οἱ δυό αὐτές γραμμές, δηλαδή οἱ δυό θεολογίες, ἡ χαρισματική καί ἡ ἐπιστημονική, σίγουρα ἀναφέρονται στή βασική διάκριση κτιστοῦ καί ἀκτίστου, τήν ὁποία μέ ποικιλία ἐκφραστικῶν τρόπων κάνει ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ἀπό τά πρῶτα της βήματα. Μέ ἄλλα λόγια στό κτιστό ἀναφέρεται ἡ ἐπιστημονική θεολογία καί στό ἄκτιστο ἡ χαρισματική.

G. Podskalsky σ' ἕνα ἀξιόλογο ἔργο του[72] ἔθεσε ἐξονυχιστικά τό θέμα τῆς θεολογίας καί τῆς φιλοσοφίας στό Βυζάντιο σέ σχέση πρός τή σχολαστική παράδοση τῆς Δύσης. Ἡ ἀντιπαράθεση τῶν δύο κόσμων στό παραπάνω ἔργο εἶναι ἐντυπωσιακή. Ἐνῶ στήν προσεγμένη ἐπιμέρους ἔρευνα τῶν θεμάτων εἶναι ἀναλυτικός καί ἐξαντλητικός, στά καίρα συμπεράσματά του εἶναι ἄκρως δογματικός. Τό βασικό του συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ ἀναμέτρηση, πού εἶχε γίνει κατά τή συνάντηση σχολαστικῆς καί ὀρθόδοξης θεολογίας τόν 14o καί 15o αἰώνα, ἔδειξε πώς οἱ δυό παρατάξεις δέν μποροῦσαν νά συμφωνήσουν, ἐπειδή ἡ Δύση εἶχε προηγμένη ἐπιστημονική καί φιλοσοφική ἀνάπτυξη, ἐνῶ τό Βυζάντιο ἁπλῶς μιά πνευματική θεολογία, στηριγμένη στή νοοτροπία τῆς ἁπλῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ἄν, ὅπως πιστεύω, ὁ Podskalsky δέν εἶχε μερικές προϋποθέσεις καί εἶχε μελετήσει πιό προσεχτικά τίς πηγές τοῦ Βυζαντίου, σίγουρα δέν θά κατέληγε σ’ αὐτό τό συμπέρασμα. Γιατί ἡ αἰτία τῆς διαμάχης καί τῆς ἀσυνεννοησίας, πέρα ἀπό τούς εὐνόητους πολιτικοκοινωνικούς λό(σ. 139)γους, δέν ὀφείλεται σέ καμιά ἐπιστημονική ἀνεπάρκεια τοῦ Βυζαντίου –ἀπό τό Βυζάντιο ἄλλωστε καί γενικῶς ἀπό τήν Ἀνατολή πήγαιναν οἱ ἐπιστῆμες στή Δύση–, ἀλλά στό γεγονός ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι πατέρες εἶχαν τή διπλή θεολογική μεθοδολογία, ἐνῶ οἱ σχολαστικοί μιά καί ἑνιαία κατά βάση πορεία στή θεολογική τους σκέψη. Σ’ αὐτό τό βιβλίο λοιπόν ὁ συγγραφέας ἔθεσε πράγματι ἕνα σπουδαῖο καί πάντοτε ἐπίκαιρο θέμα. Κι ἔτσι πρέπει νά τεθεῖ καί ἐδῶ, ἀλλά συνάμα νά ἐπισημανθοῦν οἱ πραγματικές ὄψεις τοῦ προβλήματος.

Ἐξάλλου πολύ σωστά ὁ Podskalsky ἔχει ἐπιλέξει τούς δύο παραπάνω αἰῶνες γιά νά παρουσιάσει τή θεολογία καί τή φιλοσοφία στό Βυζάντιο καί στή Δύση. Πράγματι κατά τή συνάντηση ἐκείνη, ἐκεῖνο τόν καιρό πού ἔπνεαν στήν Ἀνατολή τά πρῶτα ἀναγεννητικά ρεύματα τῆς Δύσης, μέσα στίς ἀντιθέσεις ἀναδύθηκαν γυμνοί οἱ δυό κόσμοι, ἔτσι ὥστε νά μπορεῖ κανείς νά τούς μελετήσει μέ τήν ὅσο τό δυνατόν μεγαλύτερη ἄνεση καί εὐχέρεια. Ἀντιθέσεις εἴχαμε καί πρίν μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης, καί κυρίως στά δυό μεγάλα σχίσματα, ἐπί πατριαρχῶν τοῦ Μεγάλου Φωτίου καί τοῦ Μιχαήλ Κηρουλαρίου, ἀλλά οἱ ἐποχές ἐκεῖνες δέν παρέχουν τόσο εὐρύ πεδίο στήν ἔρευνα καί στήν κατανόηση τοῦ πνευματικοῦ ὑποβάθρου τῶν δύο κόσμων, ὅσο ὁ 14ος καί ὁ 15ος αἰώνας. Ἔτσι μποροῦμε καθαρά καί ξάστερα νά δοῦμε σέ κεῖνες τίς ἀντιθέσεις τήν ἑνιαία μεθοδολογία τῶν σχολαστικῶν καί τή διπλή τῶν ὀρθόδοξων πατέρων. Ὡστόσο προηγουμένως χρειάζονται ὁρισμένες διευκρινίσεις.

Στήν Ἀνατολή, ἤδη ἀπό τόν πρῶτο αἰώνα τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστιανισμοῦ, στό χωνευτήρι τῶν ἑτερόκλητων ἰδεῶν μπαίνουν καί οἱ θεολογικές ἀλήθειες. Εἶναι γνωστή ἡ δραματική πορεία ἀπό τούς ἀπολογητές ὥς τούς ἀντιαιρετικούς, τίς θεολογικές σχολές τῆς Ἀλεξάν-(σ. 140)δρειας καί τῆς Ἀντιόχειας, τούς μεγάλους Καππαδόκες καί τούς μετέπειτα μυστικούς πατέρες, καί γενικῶς ὥς τή μετέπειτα διαρκῶς συνεχιζόμενη ζωντανή παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Σ’ ὅλη αὐτή τή διάρκεια, ἀπαρχῆς κιόλας, ἡ θεολογία στή συνολική της ἔκφραση, ἐνῶ παλεύει μέ ὅλο τό χωνευτήρι τῶν ἱδεῶν, μ’ ὅλες τίς αἱρετικές ἀποκλίσεις καί ἐναντίον ἐπιστημονικῶν καί φιλοσοφικῶν ἰδεῶν, δέν παγιδεύεται ὡς πρός τήν ἐκτίμηση τῆς θύραθεν σοφίας καθεαυτῆς· τήν θέλει ὄχι ὑπηρέτρια ἤ κυρία στή θεολογία, ἀλλά ἁπλῶς ὡς τή γνώση πού ἀσχολεῖται μέ τήν κτίση, καί μέ ὁτιδήποτε ἀπ’ αὐτή τήν περιοχή τῆς κτίσης πού ἔχει σχέση πρός τή θεολογία. Τό ἀξιοσημείωτο στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι τό γεγονός ὅτι ποτέ δέν μπερδεύει τίς περιοχές τῆς ἐπιστήμης τῶν δεδομένων τῆς κτίσης μέ τή λειτουργία τῆς θεολογίας ὡς χαρίσματος.

Ἤδη ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ἐμφάνισης καί ἐμπέδωσης τοῦ Χριστιανισμοῦ στό χῶρο γενικῶς τῆς Ἀνατολῆς καί ἀργότερα τοῦ Βυζαντίου οἱ ἐπιστῆμες διαρθρώνονται σέ μιά ἱεράρχηση, ὅπως ἀκριβῶς γινόταν στήν κλασική Ἀρχαιότητα καί στούς ἑλληνιστικούς χρόνους. Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι ἀπό τόν Ἀριστοτέλη ὥς τόν Ἰωάννη Δαμασκηνό καί ἐφεξῆς γίνεται ἡ ἴδια συγκεντρωτική δουλειά· ἐπιστημονικές γνώσεις συγκεντρώνονται ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ τότε ἐπιστητοῦ (φυσικοῦ καί πνευματικοῦ) καί διαρθρώνονται ἀρχιτεκτονικά σέ μιά πυραμίδα. Κατά τήν Ἀρχαιότητα στήν κορυφή αὐτῆς τῆς πυραμίδας ἦταν ἡ φιλοσοφία, ἐνῶ στό Βυζάντιο ἡ θεολογία. Ὡστόσο πρέπει ἐδῶ νά τονιστεῖ μέ ἔμφαση τό γεγονός ὅτι στό Βυζάντιο ποτέ ἡ θεολογική ἐπιστήμη (ὅπως εἶναι ἡ σημερινή) δέν ἀποτελοῦσε μιά ἐπιστήμη δίπλα στίς ἄλλες τίς θεωρητικές, τίς πρακτικές καί τίς ποιητικές κατά τή διαίρεση τοῦ Ἀριστοτέλη λόγου χάρη. (σ. 141) Τέτοια ἐπιστήμη, ἔστω καί μέ ὑποτυπώδη μορφή καί ὀργάνωση ὑπῆρχε, ἀλλά ἦταν ἁπλῶς συνδεδεμένη μέ τή θεολογία ὡς λειτουργία τοῦ χαρίσματος. Ἀλλά αὐτό ἀκριβῶς δείχνει καί τή στενή σχέση αὐτῆς τῆς ἐπιστήμης πρός ὅλες τίς ἄλλες τῆς γνωστῆς πυραμίδας. Αὐτό τό σύνολο τῶν ἐπιστημῶν ἦταν ὁλόκληρο στή διάθεση τοῦ θεολόγου πού ἔκανε θεολογική ἐπιστήμη· ἡ σύνδεση μέ ἄλλα λόγια ἦταν αὐτονόητη: ὁτιδήποτε χρειαζόταν (καί χρειαζόταν τά πάντα) ἡ θεολογική ἐπιστήμη τό ἔπαιρνε ἀπ’ αὐτές τίς ἐπιστῆμες· ἦταν γιά τή θεολογική ἐπιστήμη, ὄχι ὅμως γιά τή χαρισματική θεολογία.

Τόν ἴδιο ἀκριβῶς ρόλο μέ τίς ἐπιστῆμες εἶχε καί ἡ φιλοσοφία· ἴσως μάλιστα ἀκόμα πιό δυνατό καί ἀποφασιστικό, μιά καί γινόταν σχεδόν ἐξολοκλήρου ἡ γλώσσα τῆς θεολογίας. Κάθε φορά ὅμως, καί κυρίως ἀπό τήν πλευρά τῆς φιλοσοφίας, πού ἐπιστῆμες καί φιλοσοφία διεκδικοῦσαν, διαμέσου αἱρέσεων καί ἄλλων συναφῶν ἐκδηλώσεων, νά ἀντικαταστήσουν ἤ νά ἐξηγήσουν τή λειτουργία τῆς χαρισματικῆς θεολογίας, τότε οἱ πατέρες ἦταν κατηγορηματικοί: ἀπέρριπταν τή θύραθεν γνώση ὡς δαιμονική. Ὅσοι λοιπόν δέν ἔχουν ξεκαθαρίσει αὐτό τό πράγμα ἀδυνατοῦν νά συμβιβάσουν τή δριμύτατη γλώσσα ὅλων τῶν πατέρων ἐναντίον τῆς φιλοσοφίας, καί συνάμα τούς πλούσιους καρπούς τῆς ἐπιστημονικῆς καί φιλοσοφικῆς τους ἐνασχόλησης[73]. Γι’ αὐτό μερικοί (σ. 142) ἐντοπίζουν καί ἀντιφάσεις ἤ, ὅπως ὁ Podskalsky, διωγμό καί ἀποδοκιμασία ἐναντίον τῆς φιλοσοφίας. Ἄλλοι πάλι ἁπλῶς ἐπισημαίνουν ὥς ποιό βαθμό οἱ πατέρες εἶναι ὑπέρ καί ὥς ποιό σημεῖο κατά τῆς φιλοσοφίας. Ἀλλά αὐτά τά ὑπέρ καί τά κατά τά ἐκτιμοῦν ποσοτικά, καί ὄχι σύμφωνα μέ τή διπλή μεθοδολογία τῶν πατέρων. Ἔτσι ἡ ἀσάφεια ὡς πρός τό βαθμό αὐτῆς τῆς ἐναντιότητας καί τῆς φιλικότητας τῶν πατέρων ἀπέναντι στή φιλοσοφία εἶναι προφανής καί αὐτονόητη.

Ἐδῶ θά ἀρκεστῶ μονάχα σέ ὁρισμένα χαρακτηριστικά καί βασικά παραδείγματα, ὅπου καταρχήν εἶναι καταφανής ἡ ἐπιστημονική μέθοδος, πού κατά καιρούς εἶχαν ἐφαρμόσει οἱ ὀρθόδοξοι πατέρες σέ θέματα τῆς κτιστῆς πραγματικότητας, δηλαδή τῆς ἐπιστημονικῆς θεολογίας καί τοῦ τρόπου τῆς ἀποσαφηνισμένης διατύπωσης τῶν ἀληθειῶν τῆς δογματικῆς διδασκαλίας. Ἤδη ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρεύς πρίν ἀπό τούς μεγάλους Καππαδόκες εἶχε παρατηρήσει ὅτι γιά τόν Θεό δέν μπορεῖ κανείς νά χρησιμοποιεῖ ἀποδείξεις ἐπιστημονικές· ὁ Θεός εἶναι πέρα ἀπό τέτοιες ἀποδείξεις, καί γι’ αὐτό ὡς πρός τήν καθαρή ἐπιστημονική μέθοδο μένει ἀναπόδεικτος[74]. Σ’ αὐτό τό σημεῖο θά λέγαμε μέ τή μεταγενέστερη θεολογική γλώσσα ὅτι οἱ ἐπιστημονικές ἀποδείξεις ὑπάρχουν (σ. 143) μόνο στήν κτιστή πραγματικότητα. Ὁ Μ. Βασίλειος σέ πολλά μέρη τῆς Ἑξαημέρου διατυπώνει ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες ὄχι μόνο ἀνταποκρίνονταν σέ ἐπιστημονικές θέσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλά καί σήμερα μποροῦν νά θεωρηθοῦν πρωτοπορειακές. Ὁ θαυμασμός μας, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, γιά τό μεγαλεῖο τῆς δημιουργίας δέν μειώνεται διόλου, ἄν μάθουμε μέ τήν ἔρευνα τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἔγιναν ὅλα τά θαυμαστά ἔργα[75]. Αὐτές οἱ διευκρινίσεις θέλουν νά ποῦν ὅτι ἄλλο πράγμα εἶναι τό «ποιός» ἔκανε τόν κόσμο, καί ἄλλο τό «πῶς» ἔγινε αὐτός ὁ κόσμος. Ὥς τά τέλη τοῦ 19ου αἰώνα στή Δύση δέν εἶχε ἀκόμα γίνει αὐτή ἡ διάκριση μεταξύ τοῦ «ποιός» καί τοῦ «πῶς», καί γι’ αὐτό μάλωναν καί μοχθοῦσαν νά συμβιβάσουν ἐπιστήμη καί θρησκεία! Ἄλλωστε τόν ἀντίκτυπο ἀπό τούς ἀπολογητικούς καβγάδες τόν ζήσαμε καί τόν ζοῦμε ἀκόμα καί σήμερα στό χῶρο τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Ὁ ἴδιος ὁ Μ. Βασίλειος, ὅπως καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὑποστηρίζει τήν ἄποψη, μέ βάση τίς τότε ἐπιστημονικές ἀντιλήψεις, ὅτι ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου ὁλοκληρώθηκε ἀπό ἀρχικές σπερματικές καταβολές[76]. Τέτοιες πρωτοπορειακές ἀπό(σ. 144)ψεις, πού βρίσκουμε τόν τέταρτο αἰώνα σέ θεολογικούς κύκλους τῆς Ἀνατολῆς, δέν μποροῦμε νά ἐντοπίσουμε στή Δύση οὔτε τόν 19° αἰώνα! Ἀπεναντίας καταπολεμᾶται μέ θεολογικά ἐπιχειρήματα ἡ θεωρία τοῦ Δαρβίνου! Ἐξάλλου ὁ Μ. Βασίλειος θά μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ πρόδρομος τῆς ὀνοματοκρατίας (nominalismns) τοῦ 14ου αἰώνα, καί ἄρα πρόδρομος τῶν νεότερων ἐπιστημολογικῶν ἀντιλήψεων. Ἀποκρούοντας τίς γνωσιολογικές θέσεις τῶν Εὐνομιανῶν ὑποστηρίζει ὅτι ἀπό τίς αἰσθήσεις ἔχουμε τά πρῶτα νοήματα γιά νά φτάσουμε στήν ἐπινόηση τῶν διαφόρων ὀνομάτων πού δίνουμε στά πράγματα. Τέτοιες ἀπόψεις θά τίς ζήλευε καί ὁ John Locke[77]! Τέλος ὅταν διαβάζει κανείς τήν Ἔκδοση ἀκριβή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ διαπιστώνει πόσο εὔκολο καί αὐτονόητο εἶναι γιά τό συγγραφέα τῆς δογματικῆς νά παραθέτει παράλληλα μέ τίς θεολογικές γνώσεις ποικίλες ἐπιστημονικές: ἀστρονομικές, γεωλογικές, ψυχολογικές, μαθηματικές καί ἄλλες. Οἱ γνώσεις αὐτές ἀναφέρονται μονάχα στήν κτιστή πραγματικότητα.

Πέρα ἀπό αὐτά μεγαλύτερη ἴσως σπουδαιότητα ἀκόμα καί ἀπό τά ἑρμηνευτικά Ὑπομνήματα ἔχει ἡ γλώσσα τῶν πατέρων, ἡ ὁποία, ἐνῶ δανείζεται ἀπό τήν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα ὅλους τούς τεχνικούς ὅρους, τελικά τούς ζωντανεύει μέσα στό νέο περιεχόμενο τῆς σκέψης. Δαψιλής εἶναι ἡ χρήση ἀκόμα καί τῆς μαθηματικῆς γλώσσας, καί μάλιστα τῆς θεωρητικῆς: τῆς ἔννοιας τοῦ ἀριθμοῦ, τῶν συνεχῶν καί ἀσυνεχῶν ποσῶν καί ἄλλων μαθηματικῶν παραστάσεων[78]. Γιά τή μετάπλαση τῆς φιλοσο(σ. 145)φικῆς γλώσσας ἀπό τή θεολογία ἀρκοῦν μόνο δυό κύρια παραδείγματα. 1) Ἡ βασική διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί (σ. 146) ἄκτιστου, ἕνα καί μοναδικό θεμέλιο τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, ὅπου ἄλλωστε καί οἰκοδομοῦνται ἡ ἐπιστημονική καί ἡ χαρισματική θεολογία, ἔχει τήν προέλευσή της ἀπό τή φιλοσοφική γλώσσα τοῦ γενητοῦ καί τοῦ ἀγενήτου. Στήν προκειμένη περίπτωση ὅμως εἶναι καταφανής ἡ μετάπλαση τῆς φιλοσοφικῆς ὁρολογίας μέσα στό κλίμα τῆς θεολογίας. Τό γενητό καί τό ἀγένητο τῆς φιλοσοφίας σημαίνουν βέβαια δυό διαφορετικά πράγματα, μά καί τά δυό εἶναι ἀδημιούργητα, δηλαδή ἄκτιστα. Τό γενητό εἶναι ἁπλῶς τό μεταβαλλόμενο, ἄμορφο καί ρευστό, γιά τό ὁποῖο δέν ἰσχύει ὁ νόμος τῆς ταυτότητας Α=Α. Ἀπεναντίας τό ἀγένητο εἶναι τό ἀναλλοίωτο, ἡ μορφοποιητική ἀρχή τοῦ γενητοῦ, καί τό ἀΐδιο. Γιά τό ἀγένητο ἰσχύει ὁ νόμος τῆς ταυτότητας. Χαρακτηριστική διαφορά μεταξύ γενητοῦ καί ἀγενήτου, ἡ ὁποία θεμελιώνει καί τή διαρχία, εἶναι ἡ διάκριση μεταξύ ὑλικοῦ καί ἰδεατοῦ, αἰσθητοῦ καί νοητοῦ. Ἑπομένως γενητό εἶναι μονάχα τό ὑλικό καί αἰσθητό.

Ἡ σχέση κτιστοῦ καί ἀκτίστου εἶναι πέρα γιά πέρα διαφορετική, συγκρινόμενη μέ τή σχέση γενητοῦ καί ἀγενήτου. Τό κτιστό εἶναι δημιούργημα, καί δέν εἶναι μόνο τό αἰσθητό, ἀλλά ἀκόμα καί τό νοητό δημιούργημα, ὅπως εἶναι ἡ ψυχή λόγου χάρη. Καί δημιούργημα ἀπό τό μή ὄν, ἤ ἀπό τό μηδέν, σημαίνει ὄχι προέλευση ἀπό τό (ἀνύπαρκτο ἄλλωστε) τίποτα, ἀλλά αὐτό πού δέν προέρχεται ἀπό τή θεία οὐσία, μά ἀπό τή θεία βουλητική ἐνέργεια. Ἔτσι κτιστό καί ἄκτιστο ἀπό τό ἕνα μέρος διαφοροποιοῦνται ριζικά σέ μιά σχέση ἑτερότητας, καί ἀπό τό ἄλλο εἶναι ἀδιανόητο πράγμα ὄχι μονάχα ἡ μορφοποίηση ἀλλά καί τό ἴδιο τό εἶναι τοῦ κτιστοῦ δίχως τήν ἐξάρτησή του ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ ἀκτίστου. Στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι σαφής ἡ μετάπλαση τῆς φιλοσοφικῆς ὁρολογίας στό κλίμα τῆς θεολογικῆς σκέψης. 2) Οἱ ἰδέες ἤ τά εἴδη ἤ οἱ (σ. 147) τύποι καί τά ἀρχέτυπα διαδραματίζουν βασικό ρόλο σέ μιά περιοχή τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, κυρίως τῆς πυθαγόρειας, τῆς πλατωνικῆς καί τῆς ἀριστοτελικῆς. Οἱ παραπάνω νοητοί τύποι, νοούμενοι σέ μιά κλειστή καί διαρθρωμένη τάξη, καθορίζουν νομοτελειακά κάθε γίγνεσθαι τῆς φυσικῆς καί τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας. Οἱ πατέρες ὅμως, ὕστερα ἀπό τήν καθιέρωση θά λέγαμε τῆς διάκρισης μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, καί τῆς κατ’ ἐνέργειαν καί ὄχι κατ’ οὐσίαν σχέσης μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο πραγμάτων, ἐνῶ παίρνουν τή φιλοσοφική γλώσσα αὐτῶν τῶν κλειστῶν τύπων τή μετατρέπουν σέ μιά δυναμική βουλητική πραγματικότητα. Γιατί τό κτιστό, ὡς προερχόμενο μόνο ἀπό τή θεία βουλητική ἐνέργεια, καί ὄχι ἀπό τή θεία οὐσία, διακρατεῖται καί προάγεται μονάχα στή σχέση του μέ τή θεία ἐνέργεια. Ἔτσι τό γίγνεσθαι δέν τό καθορίζουν οἱ νοητοί τύποι ἤ οἱ ἰδέες ἤ κάποια ἀρχέτυπα, ἀλλά οἱ «δημιουργικοί λόγοι» τῶν ὄντων, πού νοοῦνται ὡς «θελήματα καί προορισμοί» τοῦ Θεοῦ, στήν ἴδια τή θεία βουλητική ἐνέργεια. Ἡ σχέση παραμένει πάντοτε ἐνεργειακή. Ἔτσι ἡ πατερική θεολογία μέ τή σχέση κτιστοῦ καί ἀκτίστου, καί τούς λόγους τῶν ὄντων μᾶς δίνει τήν εἰκόνα ἑνός σύμπαντος, πού καθορίζεται ἀπό σχέσεις καί ὄχι ἀπό κλειστά ἀρχέτυπα. Μήπως αὐτή δέν εἶναι καί σήμερα ἡ εἰκόνα πού μᾶς δίνει ἡ ἐπιστήμη[79];

Ἡ χρήση τῆς ἐπιστήμης καί τῆς φιλοσοφικῆς γλώσσας ἀπό τήν πατερική θεολογία γίνεται μόνο καί μόνο γιά τήν ἀποσαφήνιση κτιστῶν πραγμάτων, καί φυσικά καί τῆς ἴδιας τῆς γλώσσας. Ἡ ἐμπειρία τῆς θεολογίας ὡς χαρίσματος εἶναι ἄλλο πράγμα. Καί τά δύο συνδεόμενα λειτουργικά δέν μποροῦν ν’ ἀλλάξουν ρόλο καί σκοπό· ἡ (σ. 148) καθεμιά λειτουργία ἔχει ἀναντικατάστατη ἰδιαιτερότητα. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς συνδυάζονται ἁρμονικά ἡ λόγια παράδοση καί ἡ ἁπλοϊκή πνευματικότητα. Ὁ Μ. Ἀντώνιος, λόγου χάρη, δέν καλλιεργεῖ τίποτα ἀπό τήν ἐπιστημονική καί τή λόγια θεολογία· ἄλλωστε δέν ξέρει νά διαβάσει οὔτε τήν Ἁγία Γραφή. Ὡστόσο ὁ Μ. Ἀθανάσιος τόν ἔχει ὡς πρότυπο. Λόγια καί ἁπλοϊκή θεολογία ἔχουν μιά ἀκατάλυτη σύμπνοια καί ἁρμονία, γιατί κινοῦνται στή διπλή θεολογική μεθοδολογία. Στήν ὀρθόδοξη ζωή καί σκέψη ποτέ τά γράμματα δέν χωρίστηκαν ἀπό τόν φωτισμένο καί γυμνασμένο νοῦ. Ἄλλωστε μονάχα γυμνασμένος νοῦς κατανοεῖ τά θεῖα μυστήρια, καί ἔχοντας σωστή θεογνωσία δέν πέφτει σέ ἀτοπήματα. Ὅσοι εἶναι ἀγράμματοι γυμνάζουν τό νοῦ διαβάζοντας τούς λόγους τῆς κτίσης καί τῆς ἱστορίας[80].

Ἡ ἐπιστημονική καί λόγια θεολογία λοιπόν εἶχε καί ἔχει διαρκῶς ἁρμονική σχέση πρός τή θεολογία τοῦ χαρίσματος. Ἐπιστήμη καί γλώσσα χρησιμοποιοῦνται γιά τήν ἔρευνα καί τή γνώση τῶν κτιστῶν πραγμάτων, καί γιά τήν ἀποσαφήνιση καθεμιᾶς δογματικῆς διδασκαλίας. Δίπλα σέ τούτη τή λειτουργία στέκει ἡ χαρισματική θεολογία συναδελφωμένη μέ τήν ἐπιστημονική· ποτέ οἱ δυό λειτουργίες (σ. 149)δέν συγχέονται· εἶναι μέλη μιᾶς ἑνότητας, καί ὡς μέλη ἔχουν μιά ἰδιαιτερότητα ἀναντικατάστατη. Πάντως ἡ ἐπιστημονική θεολογία δέν θά ὑπῆρχε διόλου, θά ’ταν ἀδιανόητη, ἄν στό κλίμα τῆς κοινότητας δέν εὐδοκιμοῦσε ἡ θεολογία τοῦ χαρίσματος. Καί αὐτό συμβαίνει, γιατί ἡ θεολογία τοῦ χαρίσματος ὡς ἐμπειρική ζωή παράγει καί ἀφήνει ὅλα τά ἁπλά καί συγκεκριμένα μνημεῖα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀπό τό ἕνα μέρος, καί συγχρόνως ἡ ἴδια ἀποτελεῖ μιά ἐμπειρική πραγματικότητα ἀπό τό ἄλλο. Ὡστόσο, ἄν γιά ὁποιονδήποτε λόγο ὑπάρχουν ἐνδεχομένως θεολόγοι πού ἁπλῶς ἐρευνοῦν ἐπιστημονικά αὐτά τά μνημεῖα κι αὐτή τή ζωντανή πραγματικότητα, δίχως οἱ ἴδιοι νά γεύονται τή θεολογία τοῦ χαρίσματος, τοῦτο ἀποτελεῖ ἄλλο θέμα. Ἡ ἰδεώδης πραγματικότητα εἶναι τό κλίμα τῆς πατερικῆς θεολογίας: ὁ συνδυασμός μέ ἁρμονικό τρόπο τῆς λόγιας καί τῆς χαρισματικῆς θεολογίας.

 



[71]. Μέσα στούς ποικίλους πολιτικούς καί κοινωνικούς παράγοντες ἡ ἔριδα χρωματίστηκε ἀπό τήν προϋπάρχουσα θεολογική φαρέτρα τῆς κάθε παράταξης.

[72]. Gerhard Podskalsky, Theologie und Philosophie in Byzanz, München 1977. Βλ. καί βιβλιοκρισία τοῦ Νίκου Ματσούκα στό περιοδικό Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 66, 1983.

[73]. Πρβλ. δυό ἀπόψεις τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στόν ἴδιο λόγο, στόν Θεολογικό πρῶτο PG 36, 13CD: «Οὐ παντός, ὦ οὗτοι, τό περί Θεοῦ φιλοσοφεῖν, οὐ παντός· οὐχ οὕτω τό πρᾶγμα εὔωνον, καί τῶν χαμαί ἐρχομένων. Προσθήσω δέ, οὐδέ πάντοτε οὐδέ πᾶσιν οὐδέ πάντα, ἀλλ’ ἔστιν ὅτε, καί οἷς καί ἐφ’ ὅσον. Οὐ πάντων μέν ὅτι τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ, καί πρό τούτων, καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων, τό μετριώτατον». PG 36, 25Α: «Ἐγώ σοι κἀνταῦθα παρέξομαι πλατείας ὁδούς· φιλοσόφει μοι περί κόσμου ἤ κόσμων, περί ὕλης, περί ψυχῆς, περί λογικῶν φύσεων βελτιόνων τε καί χειρόνων, περί ἀναστάσεως, κρίσεως, ἀνταποδόσεως, Χριστοῦ παθημάτων. Ἐν τούτοις γάρ καί τό ἐπιτυγχάνειν οὐκ ἄχρηστον, καί τό διαμαρτάνειν ἀκίνδυνον». Στήν προκειμένη περίπτωση, ἄν δέν κατανοήσει κανείς τούτη τή διπλή μεθοδολογία, μονάχα παράλογο θά μποροῦσε νά χαρακτηρίσει τό Γρηγόριο Θεολόγο. Καί τοῦτο, γιατί ἡ (φαινομενική) ἀντίφαση τῶν παραπάνω ἀπόψεων βρίσκεται στόν ἴδιο λόγο, στήν ἀρχή καί στό τέλος!

[74]. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματεῖς Δ, PG 8, 1365Α: «Ὁ μέν οὖν Θεός ἀναπόδεικτος ὤν, οὐκ ἔστιν ἐπιστημονικός».

[75]. Μ. Βασιλείου, Εἰς τήν Ἑξαήμερον PG 29, 25Α: «Οὐ γάρ ἐλαττοῦται ἡ ἐπί τοῖς μεγίστοις ἔκπληξις, ἐπειδάν ὁ τρόπος καθ’ ὅν γίνεται τί τῶν παραδόξων ἐξευρεθῆ· εἰ δέ μή ἀλλά τό γε ἁπλοῦν τῆς πίστεως ἰσχυρότερον ἔστω τῶν λογικῶν ἀποδείξεων».

[76]. Μ. Βασιλείου, Εἰς τήν Ἑξαήμερον ΡG 29, 149C: «Ἑκάστου γένους τάς ἀπαρχάς νῦν, οἱονεῖ σπέρματά τινα τῆς φύσεως προβληθῆναι κελεύει· τό δέ πλῆθος αὐτῷ ἐν τῇ μετά ταῦτα διαδοχῇ ταμιεύεται, ὅταν αὐξάνεσθαι καί πληθύνεσθαι δέῃ». Γρηγορίου Νύσσης, Περί τῆς Ἑξαημέρου ΡG 44, 72Α: «... ὅτι πάντων τῶν ὄντων τάς ἀφορμάς καί τάς αἰτίας καί τάς δυνάμεις συλλήβδην ὁ Θεός ἐν ἀκαρεῖ κατεβάλετο καί ἐν τῇ πρώτῃ τοῦ θελήματος ὁρμῇ ἡ ἑκάστου τῶν ὄντων οὐσία συνέδραμεν, οὐρανός, αἰθήρ, ἀστέρες, πῦρ, ἀήρ, θάλασσα, γῆ, ζῶα, φυτά...». Βλ. λεπτομέρειες στή μελέτη τοῦ Ν. Ματσούκα, Ἐπιστημονικά, φιλοσοφικά καί θεολογικά στοιχεῖα τῆς Ἑξαημέρου τοῦ Μ. Βασιλείου, σελ. 75 κ.ἑ.

[77]. Μ. Βασιλείου, Κατ’ Εὐνομίου 1 PG 29, 524Β. Βλ. παραπομπή 22 τοῦ πρώτου κεφαλαίου.

[78]. Μ. Βασιλείου, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 17, 43 PG 32, 148ΑΒ: «Τίνα οὖν ἔχει χώραν τό μέν συναριθμεῖσθαι τό δέ ὑπαριθμεῖσθαι λέγειν, ἐν μιᾷ καί τῇ αὐτῇ συστοιχίᾳ κατεταγμένων τῶν ὀνομάτων; Ὅλως δέ τί τῶν πάντων ἐξέστη ποτέ τῆς ἑαυτοῦ φύσεως ἀριθμούμενον; Ἀλλ’ οὐχί τά μέν ἀριθμητά διαμένει οἷα πέφυκεν ἐξ ἀρχῆς, ὁ δέ ἀριθμός σημεῖον γνωριστικόν τοῦ πλήθους τῶν ὑποκειμένων παρ’ ἡμῶν ἐφαρμόζεται;». 17, 42 PG 32, 145Α: «Ἡμεῖς τοῖς μέν ὁμοτίμοις φαμέν τήν συναρίθμησιν πρέπειν· τοῖς δέ πρός τό χεῖρον παρηλλαγμένοις τήν ὑπαρίθμησιν» 17, 43 PG 32, 148ΑΒ: «Τῶν γάρ σωμάτων τά μέν ἀριθμοῦμεν, τά δέ μετροῦμεν, τά δέ σταθμώμεθα· καί ὧν μέν συνεχής ἡ φύσις, μέτρῳ καταλαμβάνομεν, ὧν δέ διωρισμένη ἀριθμῷ ὑποβάλλομεν». Μαξίμου Ὁμολογητοῦ Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων ἀπόρων PG 90, 569C: «Πᾶς γάρ ἄρτιος ἀριθμός ἀκίνητος κέντρον οὐκ ἔχων· κίνησιν δέ τῷ πρό αὐτοῦ, ἤ τῷ μετ’ αὐτόν συντιθέμενος· ποιεῖ γάρ περιττόν ἀριθμόν. Πᾶς γάρ περιττός ἀριθμός καθ’ ἑαυτόν κινητός, κατά τήν τῶν ἄκρων αὐτοῦ πρός τό μέσον ἴσην ἀπόστασιν». Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 3, 8 PG 94, 1012D-1013ΑΒ: «Εἰ δέ τις ἐρωτῶν περί τῶν τοῦ Κυρίου φύσεων, εἰ ὑπό τό συνεχές ποσόν ἀναφέροιντο ἤ ὑπό τό διωρισμένον, ἐροῦμεν ὅτι αἱ τοῦ Κυρίου φύσεις οὔτε ἕν σῶμά ἐστιν οὔτε μία ἐπιφάνεια οὔτε μία γραμμή, οὐ χρόνος οὐ τόπος, ἵνα ὑπό τό συνεχές ἀναχθῶσι ποσόν· ταῦτα γάρ εἰσι τά συνεχῶς ἀριθμούμενα. Ἰστέον δέ, ὡς ὁ ἀριθμός τῶν διαφερόντων ἐστί καί ἀδύνατον ἀριθμεῖσθαι τά κατά μηδέν διαφέροντα· καθ’ ὅ διαφέρουσι, κατά τοῦτο καί ἀριθμοῦνται». Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὅτι οὐχί καί ἐκ τοῦ υἱοῦ ἀλλ’ ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται τό Ἅγιον Πνεῦμα 26, Ἔκδοση B. Bobrinsky, στή σειρά Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγγράμματα, τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 53-54: «Οὐ μήν, ἀλλ’ ἐπεί παρά τῶν θεολόγων ποτέ μέν ὁ Πατήρ μέσος εἶναι λέγεται Υἱοῦ καί Πνεύματος, ποτέ δέ ὁ Υἱός μέσος τοῦ Πατρός τε καί τοῦ Πνεύματος, ποτέ δέ τό Πνεῦμα μέσον Πατρός τε καί Υἱοῦ, οὐκ ἄν εἴη τό Πνεῦμα τρίτον ἀπό τοῦ Πατρός, οὐδ’ ἄν ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι ἔχοι. Τοῖς γάρ ἐφεξῆς τρισί σημείοις οὐκ ἄν εἴη ποτέ τι τῶν ἑκατέρωθεν κειμένων ἄκρων μέσον· ἀλλ’ ἔοικεν ἡ ἐπί τῆς θεολογίας μεσότης νοουμένη τοῖς ἐπί τῶν γωνιῶν τοῦ ἰσοπλεύρου τριγώνου σημείοις ἄκροις· ἐκεῖ γάρ ἕκαστον μέσον ἑκατέρων εὑρίσκεται. Ἄν δέ καί τόν μεσότητα πρῶτον ἔχοντα ἐν ἀριθμοῖς ἐπισωρεύσας ὡς ἐπιπέδῳ θῇς, οὕτω τόν τε πρῶτον ἐνεργείᾳ τρίγωνον ἀποτελέσεις ἀριθμόν, καί ἥν ἄν λάβῃς τῶν ἐν αὐτῷ μονάδων μέση δυοῖν ὑπολοίποιν ἔσται. Εἴ τις οὖν ἀρχήν καί αἴτιον τῶν δύο κέντρων ὑποθοῖτο τό ἕν, προσεχῶς καί ἀμέσως ἐξ ἀνάγκης ἐκεῖνο πρός ἑκάτερον ἔχει, κἄν ταῖς μονάσι δήπου τόν αὐτόν τρόπον».

[79]. Δημητρίου Θ. Δημαρᾶ, Φιλοσοφία τῆς Μαθηματικῆς, σελ. 347-48. Η. Autrum, Humanbiologie, Berlin 1973, σελ. 118.

[80]. Σωκράτους, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 4, 23 ΡG 67, 516C: «Τῷ δικαίῳ Ἀντωνίῳ προσῆλθέν τις τῶν τότε σοφῶν, πῶς διακαρτερεῖς εἶπεν, πάτερ, τῆς ἐκ τῶν βιβλίων παραμυθίας ἐστερημένος; Τό ἐμόν βιβλίον ἔφη Ἀντώνιος, φιλόσοφε, φύσις τῶν γεγονότων ἐστί, καί πάρεστιν ὅτε βούλομαι τούς λόγους ἀναγινώσκειν τούς τοῦ Θεοῦ». 6, 7 ΡG 67, 685C-688Α: «Ἀλλά συναρπάζει ( Θεόφιλος) τούς πλείστους τῶν μοναχῶν, ἀνθρώπους ἀκεραίους, ἰδιώτας δέ τῷ λόγῳ, τούς πολλούς δέ ἀγραμμάτους ὄντας... ὅσοι μέν οὖν γεγυμνασμένον εἶχον τόν νοῦν οὐ συνηρπάγησαν ὑπό τοῦ σοφίσματος». Πρόκειται γιά τό διωγμό ἐναντίον τῶν Μακρῶν ἀδελφῶν πού τούς κυνήγησε ὁ Θεόφιλος ὡς ὠριγενιστές. Ἐδῶ ὁ Σωκράτης λέει ὅτι ὁ Θεόφιλος κατόρθωσε νά παρασύρει ἀγράμματους μοναχούς.