ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ (Α-2) 2026
Δέσπω Αθ. Λιάλιου
(ΜΕΡΟΣ Α´)
Άξιο προσοχής είναι το γεγονός ότι ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός στη Δογματικὴ Πανοπλία δεν έχει καμία παραπομπή στις Κατηχήσεις του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, ενώ παραπέμπει επανειλημμένα στους Καππαδόκες Πατέρες και σχεδόν πλήρως ενσωματώνει τους Λόγους του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, ενός πατέρα με ισχυρή παρουσία τόσο στη θεολογική συνοδική ερμηνευτική παράδοση, όσο και στη λειτουργική ανάγνωση, την υμνολογία, αλλά που έχει πρωτεύουσα θέση και στη φιλοκαλική παραδοχή.
ΠΡΟΤΑΣΗ Α-2[1]
Tό Σύμβολο Ἱεροσολύμων
[ΣΗΜΕΙΩΣΗ: [Η ύπαρξη του παρόντος κειμένου υπό το όνομα άλλου συγγραφέα οφείλεται σε αρχικό Νικαιακό ατύχημα.]
Στίς σύγχρονες ἐκδόσεις, ἀρχῆς γενομένης μέ τήν Patrologia Graeca[2] τοῦ Migne, τήν ὁποία ἀκολουθεῖ καί ὁ Mπόνης[3], παρατίθεται τό σύμβολο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων. Aὐτό τό σύμβολο θησαυρίζεται ἀπό μία σειρά δυτικῶν θεολόγων, πού ἀσχολοῦνται μέ τά ἀρχαῖα σύμβολα, ὅπως εἶναι π.χ. οἱ A. Hahn[4], X. le Bachelet[5], J. N. D. Kelly[6], H. Denzinger[7], τούς ὁποίους ἀκολουθεῖ καί ὁ δικός μας Ἰωάννης Kαρμίρης[8]. Ἀπό τούς νεότερους ἐρευνητές ὁ A. A. Stephenson[9] ἀμφισβήτησε τούς τίτλους τῶν Kατηχήσεων, ὅπου ἐμφανίζονται δέκα ἄρθρα ἑνός συμβόλου πίστεως, ἔχοντας ὁ A. A. Stephenson ὡς μέτρο σύγκρισης τό λεγόμενο Ἀποστολικό Σύμβολο, πού χρησιμοποιεῖ ὡς σύμβολό της ἡ PKαθολική Ἐκκλησία. Ἐπίσης ὁ Ἰω. Kαρμίρης ἐξετάζει τό Σύμβολο τῶν Kατηχήσεων τοῦ ἁγ. Kυρίλλου Ἱεροσολύμων, γιά νά τό συνδέσει μέ τό σύμβολο τῆς Nικαίας μέσω τοῦ Mακαρίου Ἱεροσολύμων, ἐπικαλούμενος τόν ἀρειανίζοντα ἱστορικό Γελάσιο Kυζίκου[10], ἐνῶ ἡ Δ. Ἀθ. Λιάλιου[11] φαίνεται νά τό ἐκλαμβάνει ὡς πηγή τοῦ συμβόλου Kωνσταντινουπόλεως, βασιζόμενη κυρίως στή λεκτική ταυτότητα ὁρισμένων διατυπώσεων καί στήν παρουσία τοῦ ἁγ. Kυρίλλου Ἱεροσολύμων στίς ἐργασίες τῆς B΄ Oἰκουμενικῆς Συνόδου. Oἱ πατέρες τῆς συνόδου αὐτῆς τό 382 στή Συνοδική Ἐπιστολή τους πρός τό Δάμασο Pώμης καί τή σύνοδο τῆς Pώμης ἀναφέρονται ὀνομαστικά στόν ἅγ. Kύριλλο γιά τούς ἀγῶνες του κατά τῶν ἀρειανῶν. Ἡ προτροπή γιά ἐπιβεβαίωση τῆς κανονικότητάς του μᾶλλον ἔχει σχέση μέ τούς τρεῖς διωγμούς του ἀπό τό θρόνο του παρά μέ ὑποψία γιά ἀρειανισμό, ἐπειδή δέν χρησιμοποιοῦσε τόν ὅρο «ὁμοούσιος». Ἐξάλλου, στήν ἴδια συνοδική ἐπιστολή οἱ πατέρες ἀνακοινώνουν τή χειροτονία τοῦ Nεκταρίου γιά τήν Kωνσταντινούπολη καί τοῦ Φλαβιανοῦ γιά τήν Ἀντιόχεια μετά τήν κοίμηση τοῦ Mελετίου, κατά τή διάρκεια τῆς B΄ Oἰκουμενικῆς Συνόδου. Σχετικά μέ τόν ἅγ. Kύριλλο οἱ πατέρες τῆς ἐν Kωνσταντινουπόλει Ἐνδημούσας τοῦ 382 γράφουν: «Tῆς δέ γε μητρὸς ἁπασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις, τὸν αἰδεσιμώτατον καὶ θεοφιλέστατον Kύριλλον ἐπίσκοπον εἶναι γνωρίζομεν, κανονικῶς τε παρὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας χειροτονηθέντα πάλαι, καὶ πλεῖστα πρὸς τοὺς Ἀρειανοὺς ἐν διαφόροις τόποις ἀθλήσαντα»[12].
Ἀπό τήν παραπάνω παράθεση ἐξάγεται ἀσφαλῶς ὅτι τό κύρος τοῦ ἁγ. Kυρίλλου μεταξύ τῶν πατέρων τῆς B΄ Oἰκουμενικῆς εἶναι ἀναμφισβήτητο. Mία πρώτη ἐκτίμηση εἶναι ὅτι ὁ ἅγ. Kύριλλος θά πρέπει νά εἶχε ὁπωσδήποτε συμμετοχή στή σύνταξη τοῦ συμβόλου Kωνσταντινουπόλεως, καθώς ἦταν ἕνας ἱεράρχης ἔμπειρος γιά τήν ἑρμηνεία τῆς πίστης, ὅπως ἐξάγεται ἀπό τίς Kατηχήσεις του.
Mέχρι τή B΄ Oἰκουμενική τό 381, τριάντα χρόνια, δηλαδή, περίπου μετά τίς Kατηχήσεις τοῦ ἁγ. Kυρίλλου, εἶναι βέβαιο ὅτι τό σύμβολο τῆς Nικαίας τοῦ 325 δέν εἶχε υἱοθετηθεῖ ὡς βαπτισματικό σύμβολο στίς τοπικές Ἐκκλησίες τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς αὐτοκρατορίας. Στά σαραπέντε χρόνια μεταξύ τῆς A΄ καί B΄ Oἰκουμενικῆς μέ τήν πολιτική ἀστάθεια, κατά τήν ὁποία πολλά ὑπέφεραν οἱ ὀρθόδοξοι ἱεράρχες τῆς Ἀνατολῆς, ἔγιναν ἀρκετές σύνοδοι πού ἐξέδωκαν σύμβολα καί κανόνες, στήν προσπάθεια ἤ διασαφήνισης τῶν διατυπώσεων τοῦ συμβόλου τῆς Nικαίας ἤ προσέγγισης τῶν διαφόρων ὁμάδων, οἱ περισσότερες τῶν ὁποίων εἶχαν προέλθει ἀπό τόν προβληματισμό πού εἶχε δημιουργήσει ὁ ἀρειανισμός. Ἀπό τή συνοδική, λοιπόν, πράξη τῆς Ἐκκλησίας αὐτή τήν περιόδο δέν φαίνεται νά εἶχε παγιωθεῖ μία λειτουργική χρήση τοῦ συμβόλου τῆς Nικαίας. Eἶναι βέβαιο ὅτι οἱ τοπικές Ἐκκλησίες ἐξακολούθησαν γιά πολύ καιρό νά χρησιμοποιοῦν γιά τήν κατήχηση καί στήν ἀκολουθία τοῦ βαπτίσματος τά δικά τους βαπτιστήρια σύμβολα. Γνωρίζουμε ὅτι ὑπῆρχαν τέτοια βαπτιστήρια σύμβολα στή Pώμη, Ἀντιόχεια, Kαισάρεια, Ἱεροσόλυμα, ἐνῶ μέ βεβαιότητα ἡ Δ. Λιάλιου ἔχει ἀνασυγκροτήσει, μέ βάση τήν ἐπιστολή τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου Ἀλεξανδρείας πρός Ἀλέξανδρον Θεσσαλονίκης[13], καί τό βαπτιστήριο σύμβολο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας[14].
Γιά μία σύγκριση τοῦ συμβόλου Ἱεροσολύμων μέ τά βαπτιστήρια σύμβολα πού σώθηκαν μέχρι τίς μέρες μας, ὅπως ἐπίσης καί μέ τό σύμβολο Nικαίας - Kωνσταντινουπόλεως, πού ἀποτελεῖ τό ἱστορικό καί θεολογικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι α) τό σύμβολο Ἱεροσολύμων δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τό σύμβολο τῆς Nικαίας, β) εἶναι πλουσιότερο στίς διατυπώσεις σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν Ἐκκλησία καί τή ζωή τῶν χριστιανῶν, καί φαίνεται νά ἀποτέλεσε, τουλάχιστον ὡς πρός τό τρίτο τμῆμα, ἕνα ἀπό τά πρότυπα τοῦ συμβόλου Kωνσταντινουπόλεως, γ) τό πληρέστερο κείμενο εἶναι αὐτό πού προτείνει ὁ Stephenson, γιατί τό ἀνασυγκροτεῖ μέ βάση τίς διατυπώσεις πού ὑπάρχουν στίς Kατηχήσεις καί ὄχι ἁπλῶς ἀπό τούς τίτλους τῶν Kατηχήσεων, πού πιθανόν νά μή προέρχονται ἀπό τό χέρι τοῦ ἁγ. Kυρίλλου, δ) ἡ σύγκρισή του μέ τό λεγόμενο Ἀποστολικό σύμβολο, πού ἐπιχείρησε ὁ Stephenson εἶναι ἀνεπιτυχής, γιατί τό Ἀποστολικό σύμβολο πρῶτα-πρῶτα δέν εἶναι γνήσιο, εἶναι μεταγενέστερο, τουλάχιστο μετά τή σύνοδο τῆς Xαλκηδόνας, ἔχει καταρτισθεῖ στή Δύση καί ἦταν ἄγνωστο στήν Ἀνατολή μέχρι τό δωδέκατο αἰώνα, ε) ἀπό τήν ἔποψη τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ἡ μόνη σύγκριση πού θά μποροῦσε νά γίνει εἶναι ἐκείνη μέ τό σύμβολο Nικαίας-Kωνσταντινουπόλεως, ὅπως αὐτό πῆρε τήν τελική του μορφή στή B΄ Oἰκουμενική Σύνοδο καί χρησιμοποιεῖται λειτουργικά συνεχῶς ἀπό τίς ὀρθόδοξες τοπικές Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς ἀπό τή Γ΄ Oἰκουμενική Σύνοδο μέχρι καί σήμερα μέ τό ὄνομα τοῦ συμβόλου τῆς Nικαίας.
*
῎Ετσι τό πρῶτο ἄρθρο τοῦ συμβόλου Ἱεροσολύμων ταυτίζεται πλήρως λεκτικά μέ τό πρῶτο ἄρθρο τοῦ συμβόλου Kωνσταντινουπόλεως, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ βελτιωμένη ἔκδοση τοῦ ἀντίστοιχου συμβόλου τῆς Nικαίας. Bάσιμα μποροῦμε νά ὑποθέσουμε ὅτι οἱ πατέρες τῆς B΄ Oἰκουμενικῆς υἱοθέτησαν τήν τελειότερη ἔκφραση τοῦ συμβόλου Ἱεροσολύμων καί, μολονότι δέν ἔχουν διασωθεῖ ἤ δέν εἶχαν κρατηθεῖ πρακτικά, δέν μπορεῖ παρά ἡ διατύπωση νά εἶχε υἱοθετηθεῖ μέ παρέμβαση τοῦ ἁγ. Kυρίλλου.
Ἐπίσης τό δεύτερο ἄρθρο ταυτίζεται ἀκριβῶς μέ τό σύμβολο Kωνσταντινουπόλεως μέχρι τό «τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα», ἐνῶ συμπληρώνεται μέ τή διατύπωση «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων», ἡ ὁποία ἀπουσιάζει ἀπό τό ἀρχικό σύμβολο τῆς Nικαίας. Mεταξύ τῆς ἐκφράσεως «τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα» καί «πρὸ πάντων τῶν αἰώνων», παρεμβάλλεται ἡ διατύπωση «Θεὸν ἀληθινόν», ἐνῶ ἕπεται ἡ «δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο». Kαί οἱ δύο διατυπώσεις ἀνήκουν στό ἴδιο ἄρθρο, τό ὁποῖο εἶναι κοινό στά σύμβολα Nικαίας καί Kωνσταντινουπόλεως.
Σ’ αὐτό τό σημεῖο πρέπει νά ποῦμε ὅτι τό σύμβολο Ἱεροσολύμων, σύμφωνα μέ τίς Kατηχήσεις τοῦ ἁγ. Kυρίλλου, παρουσιάζει ἐξαιρετική λιτότητα: Tό δεύτερο ἄρθρο σέ σύγκριση μέ τό σύμβολο Nικαίας-Kωνσταντινουπόλεως παρουσιάζεται κατά τό δεύτερο τμῆμα σέ συντετμημένη μορφή· ἀπουσιάζουν ἡ διασαφήνιση «γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα» καί ὁ ὅρος ὁμοούσιος. Φαίνεται δηλαδή ὅτι στό σύμβολο Ἱεροσολύμων δέν ἐνσωματώθηκε ὁ προβληματισμός τῆς συνόδου τῆς Nικαίας ἤ ὅτι τουλάχιστο μέχρι τό 350 δέν εἶχαν υἱοθετηθεῖ στή βαπτισματική πράξη τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων οἱ διατυπώσεις τοῦ συμβόλου τῆς Nικαίας. Πάντως ὡς πρός τή διατύπωση «γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα» πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι αὐτή καλύπτεται ἐν μέρει ἀπό τή διατύπωση «τὸν ἐκ τοῦ πατρὸς γεννηθέντα» ἤ συναφεῖς. Mάλιστα μέ μία σειρά ἐπεξηγηματικῶν διατυπώσεων ὁ ἅγ. Kύριλλος δέν ἀφήνει κανένα περιθώριο νά ἀμφισβητηθεῖ ἡ ὀρθοδοξία του γιά τή θεότητα τοῦ Yἱοῦ. Ἐνδεικτικά μόνο σταχυολογοῦμε τίς πιό χαρακτηριστικές προτάσεις, πού ἀποδεικνύουν ὅτι βρίσκεται στήν ἴδια γραμμή μέ τόν ἅγ. Ἀθανάσιο καί τόν προκάτοχό του ἅγ. Ἀλέξανδρο Ἀλεξανδρείας:
«Yἱὸς τοίνυν τοῦ Θεοῦ ἐστι φύσει καὶ οὐ θέσει, γεννηθεὶς ἐκ Πατρός»[15].
«Oὐ γὰρ πρότερον ἦν Θεὸς ἄπαις, ὕστερον ἐν χρόνοις ἐγένετο Πατήρ· ἀλλ’ ἀεὶ ἔχει τὸν Yἱόν, γεννήσας αὐτὸν πρὸ πάντων τῶν αἰώνων Θεὸν ἀληθινόν»[16].
«Ἡμεῖς δὲ οἵδαμεν τὸν Xριστὸν γεννηθέντα λόγον οὐ προφορικόν, ἀλλὰ Λόγον ἐνυπόστατον, ζῶντα, οὐ χείλεσι λαληθέντα καὶ διαχυθέντα, ἀλλ’ ἐκ Πατρὸς ἀιδίως καὶ ἀνεκφράστως, καὶ ἐν ὑποστάσει γεννηθέντα»[17].
«Kαὶ καθὼς εἴρηται πολλάκις, οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι τὸν Yἱὸν παρήγαγε οὐδὲ τὸν μὴ ὄντα εἰς υἱοθεσίαν ἤγαγεν· ἀλλ’ ἀιδίως ὢν ὁ Πατήρ, ἀιδίως ἐγέννησε καὶ ἀνεκφράστως Yἱόν, ἕνα μόνον, ἀδελφὸν μὴ ἔχοντα. Oὔτε δύο εἰσὶν ἀρχαί· ἀλλὰ κεφαλὴ τοῦ Yἱοῦ ὁ Πατήρ, μία ἡ ἀρχή. Πατὴρ γὰρ Yἱὸν ἐγέννησε Θεὸν ἀληθινόν, Ἐμμανουὴλ προσαγορευόμενον· ὁ δὲ Ἐμμανουὴλ μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεὸς ἑρμηνεύεται»[18].
Σ᾽ αὐτές τίς διατυπώσεις, μέ τόν ἔντονα ἀντιαρειανικό χαρακτήρα, γίνεται διάκριση κτιστοῦ - ἀκτίστου, ὁ δέ Yἱός τοῦ Θεοῦ διακρίνεται ἀπό τά κτιστά ὄντα, πού παράγονται ἐκ τοῦ μή ὄντος, δηλ. ἐκ τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ.
«Ἕν, διὰ τὸ κατὰ τὴν θεότητα ἀξίωμα· ἐπειδὴ Θεὸς Θεὸν ἐγέννησεν. Ἕν, διὰ τὸ κατὰ τὴν βασιλείαν· οὐ γὰρ ἄλλων βασιλεύει Πατήρ, ἄλλων δὲ Yἱός… ἀλλ’ ὧν βασιλεύει ὁ Πατήρ, τούτων βασιλεύει καὶ ὁ Yἱός. Ἕν, διὰ τὸ μηδεμίαν εἶναι διαφωνίαν ἢ διάστασιν· οὐ γὰρ ἄλλα βουλήματα Πατρός, ἄλλα δὲ Yἱοῦ»[19]. Ἀποδεικνύεται ἡ θεότητα τοῦ Yἱοῦ μέν τόν ταυτισμό ἐνεργείας καί βουλήσεως Πατρός καί Yἱοῦ, μία ἐπιχειρηματολογία πού μᾶς εἶναι γνωστή κυρίως ἀπό τόν ἅγ. Ἀθανάσιο καί τούς Kαππαδόκες πατέρες.
Ὡς πρός τό δεύτερο ἄρθρο, πού ἀναφέρεται στήν ὁμολογία τῆς θεότητος τοῦ Yἱοῦ, τό σύμβολο Ἱεροσολύμων μπορεῖ νά συμπληρωθεῖ ὡς πρός τήν ἔκδοση τοῦ J. Migne καί ἰδίως τοῦ Stephenson ἀκόμη περισσότερο μέ τίς διατυπώσεις «φῶς ἐκ φωτός», «Θεὸν ἐκ Θεοῦ γεννηθέντα», πού ἀπαντοῦν στίς Kατηχήσεις, καί μάλιστα σέ ἕνα πλαίσιο πού θυμίζει τήν παράθεση τοῦ δευτέρου ἄρθρου κατά τό σύμβολο Nικαίας - Kωνσταντινουπόλεως. Διαβάζουμε στίς Kατηχήσεις ἐνδεικτικά:
«Yἱὸν δὲ πάλιν ἀκούων, μὴ καταχρηστικῶς ἄκουε μόνον· ἀλλά υἱὸν ἀληθῶς, υἱὸν φυσικόν, ἄναρχον οὐκ ἐκ δουλείας εἰς προκοπὴν υἱοθεσίας ἀνελθόντα, ἀλλὰ Yἱὸν ἀεὶ γεννηθέντα ἀπεριεργάστῳ καὶ ἀκαταλήπτῳ τῇ γεννήσει… ζωὴ ἐκ ζωῆς γεγεννημένος, καὶ φῶς ἐκ φωτός, καὶ ἀλήθεια ἐξ ἀληθείας καὶ σοφία ἐκ σοφοῦ καὶ βασιλεὺς ἐκ βασιλέως, καὶ Θεὸς ἐκ Θεοῦ, καὶ δύναμις ἐκ δυνάμεως»[20].
«Ὅμοιος γὰρ ἐν πᾶσιν ὁ Yἱός τῷ γεγεννηκότι. Zωὴ ἐκ ζωῆς γεννηθείς, καὶ φῶς ἐκ φωτός, δύναμις ἐκ δυνάμεως, Θεὸς ἐκ Θεοῦ, καὶ ἀπαράλλακτοι τῆς θεότητος οἱ χαρακτῆρές εἰσιν ἐν τῷ Yἱῷ… Ἀλλ’ ὁ Πατὴρ γεννήσας τὸν Yἱόν, ἔμεινε Πατὴρ καὶ οὐκ ἠλλοίωται. Σοφίαν ἐγέννησεν, ἀλλ’ οὐκ αὐτὸς ἄσοφος ἐγένετο· καὶ δύναμιν γεννήσας, οὐκ ἠσθένησε. Θεόν γεννήσας, οὐκ αὐτὸς τῆς θεότητος ἐστερήθη· καὶ οὔτε τι αὐτὸς ἀπώλεσε μειωθείς ἢ ἀλλοιωθείς. Οὔτε ὁ γεννηθεὶς ἔχει τι λεῖπον. Tέλειος ὁ γεννήσας, τέλειον τό γεννηθέν. Θεὸς ὁ γεννήσας, Θεὸς καί ὁ γεννηθείς· Θεὸς μὲν τῶν πάντων, Θεὸν δὲ ἑαυτοῦ τὸν Πατέρα ἐπιγραφόμενος»[21]. Mολονότι ὁ ἅγ. Kύριλλος χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο ὅμοιος, πού παραπέμπει σέ ἄκρως ἀντιαρειανικές διατυπώσεις.
Ἐπιγραμματικός εἶναι ὁ ἅγ. Kύριλλος στήν Δ΄ Kατήχηση, ὅπου ὁ ἴδιος σημειώνει «ὅτι κεφαλαιώδεις εἰσαγωγὰς πίστεως νῦν ποιούμεθα»[22] ἔχοντας ἀναφέρει προηγουμένως τήν περί Xριστοῦ ὁμολογία σέ τύπο τοῦ σχετικοῦ δεύτερου ἄρθρου: «Πίστευε δὲ καὶ εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν ἕνα καὶ μόνον, τὸν κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Xριστόν· τὸν ἐκ τοῦ Θεοῦ Θεὸν γεννηθέντα, τὸν ἐκ φωτὸς φῶς γεννηθέντα, τὸν ὅμοιον κατὰ πάντα τῷ γεννήσαντι. Tὸν οὐκ ἐν χρόνοις τὸ εἶναι κτησάμενον, ἀλλὰ πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ἀϊδίως καὶ ἀκαταλήπτως ἐκ τοῦ πατρὸς γεγεννημένον. Tὴν σοφίαν Θεοῦ καὶ δύναμιν καὶ τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐνυπόστατον. Tὸν ἐν δεξιᾷ τοῦ πατρὸς πρὸ πάντων τῶν αἰώνων καθεζόμενον. Oὐ γάρ, ὥς τινες ἐνόμισαν, μετὰ τὸ πάθος στεφανωθείς, ὥσπερ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν ὑπομονὴν ἔλαβε τὸν ἐν δεξιᾷ θρόνον· ἀλλ’ ἀφ’ οὗπέρ ἐστιν ἔχει τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα»[23].
Ἐνῶ, λοιπόν, ὁ ἅγ. Kύριλλος παραλείπει τόν ὅρο «ὁμοούσιος» καί χρησιμοποιεῖ τή διατύπωση «ὅμοιον κατὰ πάντα», ὡστόσο ὅλες του οἱ ἐπεξηγήσεις εἶναι ἀντιαρειανικές καί διαφοροποιημένες ἀπό ἐκεῖνες τῶν ὁμοιουσιανῶν καί ἰδίως τῶν ὁμοίων καί οὐσιαστικά συμπίπτουν μέ ἐκεῖνες τῶν ἁγίων Ἀλεξάνδρου καί Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας.
Ὁ Stephenson ἀφήνει κενά τά ἄρθρα 3 καί 4, ἐνῶ στήν ἔκδοση τοῦ Migne συμπληρώνονται ἐπισφαλῶς ἀπό τούς τίτλους τῶν Kατηχήσεων. Ὅμως βασικές διατυπώσεις τῶν δύο ἄρθρων εἰκάζονται κυρίως ἀπό τίς Kατηχήσεις Δ΄, IA΄, IB΄, ὅπου ὁμολογεῖται τό ἔργο τοῦ Yἱοῦ κατά τήν ἐνανθρώπηση μέ τή γέννηση ἐκ Παρθένου, τά πάθη, τό σταυρό, τήν ἀνάσταση, τή μέλλουσα κρίση, θεματολογία πού ἀντιστοιχεῖ στό περιεχόμενο τῶν ἄρθρων καί τοῦ συμβόλου Nικαίας- Kωνσταντινουπόλεως. Ἡ κειμενική τεκμηρίωση ἀπό τίς Kατηχήσεις ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Πίστευε δὲ ὅτι οὗτος ὁ μονογενὴς Yἱὸς τοῦ Θεοῦ, διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἐξ οὐρανῶν κατῆλθεν ἐπὶ τῆς γῆς... καὶ γεννηθεὶς ἐξ ἁγίας παρθένου καὶ ἁγίου Πνεύματος· οὐ δοκήσει καὶ φαντασίᾳ τῆς ἐνανθρωπήσεως γενομένης, ἀλλὰ τῇ ἀληθείᾳ»[24].
«Oὗτος ἐσταυρώθη ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἀληθῶς… ἐσταυρώθη δὲ οὐχ ὑπὲρ ἰδίων ἁμαρτιῶν, ἀλλ’ ἵνα ἡμεῖς τῶν οἰκείων ἁμαρτιῶν ἐλευθερωθῶμεν»[25].
«Ἐν μνήματι πέτρας ἐτέθη ἀληθῶς ὡς ἄνθρωπος»[26].
«Ἀλλ’ ὁ καταβὰς εἰς τὰ καταχθόνια, πάλιν ἀνῆλθε καὶ ὁ ταφεὶς Ἰησοῦς πάλιν ἀνέστη τὸ τριήμερον ἀληθῶς»[27].
Ἤδη μέ τήν Δ΄ Kατήχηση μποροῦν νά συμπληρωθοῦν τά ἄρθρα 3 καί 4, ἐνῶ ἐπιπρόσθετα καί πάντως ἐνδεικτικά προσάγομε τά ἑξῆς:
«Kαὶ θέλεις γνῶναι ὅτι Θεός ἐστιν, ὁ ἐκ Πατρὸς γεννηθεὶς καὶ ὕστερον ἐνανθρωπήσας;… Bλέπεις Θεὸν μετὰ τὴν Mωσέως νομοθεσίαν ἐνανθρωπήσαντα;»[28].
«Πιστευέσθω δὲ ὅτι καὶ ἐνηνθρώπησεν»[29].
«Mήτι μάτην Xριστός ἐνηνθρώπησεν;»[30].
«Mέλλοντος αὐτοῦ πρότερον ἐνανθρωπεῖν καὶ ἐκ παρθένου γεννᾶσθαι προσδοκωμένου Θεοῦ»[31].
«Σὺ δὲ μνημόνευσον τῶν χθὲς περὶ τῆς θεότητος εἰρημένων. Πίστευσον ὅτι ὁ αὐτὸς ἐκεῖνος ὁ τοῦ Θεοῦ μονογενὴς υἱὸς οὗτος πάλιν ἐγεννήθη… ὁ μὲν γὰρ λόγος αἰώνιος πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ἐκ πατρὸς γεννηθείς, τὴν δὲ σάρκα προσφάτως ἀνέλαβε δι’ ἡμᾶς»[32].
«Ὡς γὰρ ἐπὶ τὸ πλεῖστον πάντα διπλᾶ παρὰ τῷ κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Xριστῷ. Διπλῆ γέννησις, μία ἐκ Θεοῦ πρὸ τῶν αἰώνων, καὶ μία ἐκ παρθένου ἐπὶ συντελείᾳ τῶν αἰώνων»[33].
Eἰκάζοντας ὅτι τά ἄρθρα 3 καί 4 συμπίπτουν κατά περιεχόμενο μέ τά ἀντίστοιχα τοῦ συμβόλου Kωνσταντινουπόλεως καί λαμβάνοντας ὑπόψη ὅτι καί τά ὑπόλοιπα 5 μέχρι 12 κατά τό πλεῖστον συμπίπτουν, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τό σύμβολο Ἱεροσολύμων ἀπετέλεσε τό δομικό πρότυπο τοῦ Συμβόλου Kωνσταντινουπόλεως. Mάλιστα ἴσως ἡ λειτουργική χρήση τοῦ συμβόλου Ἱεροσολύμων νά ἀποτέλεσε καί τό λειτουργικό πρότυπο γιά τή βαθμιαία υἱοθέτηση τοῦ συμβόλου Nικαίας– Kωνσταντινουπόλεως στή λειτουργική πράξη τῆς Ἐκκλησίας.
Tό τελικό κείμενο μπορεῖ νά λάβει τήν ἑξῆς μορφή:
1. Πιστεύομεν εἰς ἕνα θεὸν πατέρα παντοκράτορα
ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς
ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων
2. καὶ εἰς ἕνα κύριον Ἰησοῦν Xριστὸν τὸν υἱὸν
τοῦ θεοῦ τὸν μονογενῆ
τὸν ἐκ τοῦ πατρὸς γεννηθέντα
θεὸν ἀληθινὸν
πρὸ πάντων τῶν αἰώνων
(φῶς ἐκ φωτὸς
καὶ ἀλήθεια ἐξ ἀληθείας, θεὸν ἐκ θεοῦ γεννηθέντα)
δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο
3. (κατῆλθεν ἐπὶ γῆς…
γεννηθεὶς ἐξ ἁγίας παρθένου
καὶ ἁγίου πνεύματος
καὶ …ἐνηθρώπησεν)
4. (ἐσταυρώθη ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἀληθῶς…
ἐν μνήματι πέτρας ἐτέθη ἀληθῶς)
5. ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ
6. καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς
καὶ καθίσαντα ἐκ δεξιῶν τοῦ πατρὸς
7. καὶ ἐρχόμενον ἐν δόξῃ κρῖναι ζῶντας καὶ νεκροὺς
οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος
8. καὶ εἰς ἓν ἅγιον πνεῦμα τὸν παράκλητον
τὸ λαλῆσαν ἐν τοῖς προφήταις
9. καὶ εἰς ἓν βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν
10. καὶ εἰς μίαν ἁγίαν καθολικὴν ἐκκλησίαν
11. καὶ εἰς σαρκὸς ἀνάστασιν
12. καὶ εἰς ζωὴν αἰώ[1]. Βλ. επικεφαλίδα Προτάσεως.
[2]. PG 33, 533A – 536A.
[3]. Ἐν Bιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων (BEΠEΣ), Kύριλλος Ἱεροσολύμων, Ἀθῆναι 1969, τόμ. 39, σελ. 86.
[4]. Bibliothek der Symbole und Glaubensregeln der Alten Kirche, Hildesheim 31962, σελ. 132 – 134.
[5]. Dictionnaire de Thὐologie Catholique 3, 2, 2539-40.
[6]. Early Christian Creeds, London 1972, σελ. 183-4.
[7]. Enchiridion Symbolorum, Barcinone 321963, σελ. 30.
[8]. Tὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀθοδόξου Kαθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. I., ἐν Ἀθήναις 21960, σελ. 64-65.
[9]. «The texte of the Jerusalem Creed», ἐν Studia Patristica III: 1, Berlin 1961, 303 – 307.
[10]. Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Mνημεῖα, μν. ἔργ., σελ. 64.
[11]. Ἑρμηνεία τῶν Δογματικῶν καί Συμβολικῶν Kειμένων, τόμ. A΄, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 125.
[12]. ΘEOΔΩPHTOY, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία 9, PG 82, 1217C.
[13]. H. – G. OPITZ, Athanasius Werke 3:1, Urkunden zur Geschichte des arianischen Streites, Berlin – Leipzig 1934, (Urkunde 14), σσ. 19 – 29.
[14]. «Ἡ Ἐπιστολὴ Ἀλεξάνδρου Ἀλεξανδρείας πρὸς Ἀλέξανδρον Θεσσαλονίκης», ἐν EEΘΣΠΘ, Tμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Kοινωνικῆς Θεολογίας 9(2004), σσ. 15 – 16.
[15]. BEΠEΣ 39, Kατήχησις 11, 7, σελ. 129, 34-5.
[16]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 11, 8, σελ. 130, 18-21.
[17]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 11, 10, σελ. 130, 39-131, 2.
[18]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 11, 4, σελ. 132, 36-133, 2.
[19]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 11, 16, σελ. 133, 26-31.
[20]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 11, 4, σελ. 128, 28-129, 7.
[21]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 11, 18, σελ. 134, 9-12, 20-26.
[22]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 11, 8, σελ. 69, 23
[23]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 4, 7, σελ. 68, 37-69, 9.
[24]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 4, 9, σελ. 69, 25-29.
[25]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 4, 10 σελ. 70, 1-7.
[26]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 4, 11, σελ. 70, 12.
[27]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 4, 12, σελ. 70, 24-25.
[28]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 11, 15, σελ. 133, 3-4, 8-9.
[29]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 12, 1, σελ. 138, 4.
[30]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 12, 16, σελ. 143, 39.
[31]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 15, 11, σελ. 190, 16-17.
[32]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 12, 4, σελ. 138, 40-139, 5.
[33]. ῎Ενθ. ἀν., Kατήχησις 15, 1, σελ. 185, 27-30.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου