Ματθαίου τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ, (ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΓ´), 16 Νοεμβρίου 2025, (Αριθμ. 50. 1/ 2025)
Τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατὰ τὰ Ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς καί τινων ἑορτῶν
Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου, Α.Π.Θ.
Α. 1. Η σημερινή Κυριακή είναι πολύ σημαντική, γιατί αίρεται η συνέχεια των Κυριακών εκ του αναγνωσμάτων εκ του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου, όπως και των διατεταγμένων αποστολικών αναγνωσμάτων, και κυριαρχούν τα αναγνώσματα της εορτής του Απόστολου και Ευαγγελιστού Ματθαίου.
2. Στο Τυπικὸν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας αναγράφεται η εορτή ως εξής: «ἄθλησις τοῦ ἁγίου καὶ πανευφήμου ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου [....]. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ σύναξις ἐν τῷ σεπτῷ ἀποστολείῳ τοῦ ἁγίου καὶ κορυφαίου τῶν ἀποστόλων Πέτρου τῷ συγκειμένῳ τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ». Μάλιστα, πρέπει να αναφέρω ότι προεβλέπετο το ίδιο ευαγγελικό ανάγνωσμα, όπως στο σύγχρονο Τυπικό, αλλά ως προς το αποστολικό ανάγνωσμα καταγράφεται διπλή εκδοχή: Πρὸς Ἐφεσίους δ´, 7-13, ή Α´ Κορινθ. δ´, 9-16, αμφότερα έχοντα ως περιεχόμενο το έργο των Αποστόλων. Επιπλέον, ας σημειωθεί ότι το προαναφερθέν Ἀποστολείο είχε αποτελέσει ένα σημαντικό εκκλησιαστικό τοπόσημο για την Κωνσταντινούπολη, καθώς σ᾽αυτό εορτάζονταν εορτές με μνήμες των Αποστόλων, των οποίων τα λείψανα δεν είχαν μεταφερθεί και εναποτεθεί στην Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, ή εορτές που σχετίζονταν επίσης και με την αυτοκρατορική παρουσία, ή με τη συμμετοχή των αξιωματούχων της δημόσιας ζωής και της αυτοκρατορικής εθιμοτυπίας.
3. α. Ο Απόστολος Ματθαίος, γιος του Αλφαίου, αυτάδελφος του Απόστολου Ιάκωβου, καταγόταν και αυτός από τη Γαλιλαία, όπως όλοι οι Δώδεκα Απόστολοι, μία περιοχή ανοιχτή προς τα έθνη, σε αντίθεση με την Ιουδαία με την ισχυρή παρουσία των Φαρισαίων και ασφαλώς τα Ιεροσόλυμα με κέντρο το Ναό, κέντρο όλου του Ισραήλ, εγχώριου, της διασποράς και των προσηλύτων, αν και εκεί, με την επέμβαση της Ρωμαϊκής αρχής, είχε σπάσει εν μέρει η ιουδαϊκή αποκλειστικότητα με την επιβολή ακόμη και Αρχιερέα εκ Παρθίας, εκ των αιχμαλώτων Ισραηλιτών υπό των Πάρθων, και η σφραγίς εδίδετο στον Αρχιερέα από το βασιλέα των Ιουδαίων κατά την περίοδο της Ηρωδιανής Δυναστείας. Ο Απόστολος Ματθαίος ήταν τελώνης, φοροεισπράκτορας, κατώτερος, δηλαδή, υπάλληλος της ρωμαϊκής αρχής, της τάξης των τελωνών, η οποία δεν έχαιρε τιμής από τον κόσμο, είτε γιατί τους αντιμετώπιζε ως συνεργάτες της κατοχικής αρχής, είτε γιατί και οι ίδιοι οι τελώνες, προκειμένου να προσποριστούν κάποιο προσωπικό όφελος, έκαναν κατάχρηση της εξουσίας. Εξ αυτής της φήμης και το ειρωνικό σχόλιο των Φαρισαίων που ακούμε στο σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: «διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν;».
β. Πάντως, ο Απόστολος Ματθαίος αποτελεί ιδιαίτερη προσωπικότητα, καθώς έχει γράψει το Ευαγγέλιό του στα εβραϊκά, μάλλον αραμαϊκά της εποχής του Χριστού, και μεταφράστηκε στα Ελληνικά, ίσως στην περιοχή της Παλαιστίνης, όπου πρωτοκήρυξε, πορευθείς εν συνεχεία προς τα έθνη στην περιοχή της Αιθιοπίας. Η μετάφραση στη λεγόμενη κοινή ελληνική γλώσσα πρέπει να θεωρηθεί φυσική συνέπεια, καθώς ήταν η καθημερινή γλώσσα των λαών όχι μόνο της Μεσογείου της ελληνιστικής περιόδου, διαδόχου του βασιλείου του Μ. Αλεξάνδρου και των επιγόνων, αλλά και της περιόδου της κατάκτησής τους από τους Ρωμαίους, οι οποίοι στη νομοθεσία τους χρησιμοποιούσαν τη λατινική γλώσσα. Ωστόσο, η ελληνική υπήρξε η γλώσσα της καθημερινότητας αλλά και της επιστήμης, της συνεννόησης των λαών και του πολιτισμού, της μελέτης ολόκληρης της κλασικής γραμματείας. Ας αναλογισθούμε επιπλέον ότι ήδη από τις αρχές του 3ου π. Χ. αιώνα, με ορόσημο την περίοδο του Πτολεμαίου Β´του Φιλαδέλφου (309-246), στην Αλεξάνδρεια είχε μεταφραστεί η Παλαιά Διαθήκη στα ελληνικά. Είναι το γνωστό σε όλη την εκκλησιαστική ελληνόφωνη γραμματεία και τη λειτουργική χρήση κείμενο των Εβδομήκοντα (Ο´), στο οποίο γίνονται και πλείστες παραπομπές και στα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Αυτό είναι το λειτουργικό κείμενο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το οποίο αφομοιώθηκε καθ᾽ όλη τη ζωή της Εκκλησίας, αναφέροντας εν συνόψει, όπως είναι οι Ψαλμοί, τα Κοινωνικά προ της Θείας Μεταλήψεως, τα Προφητικά Αναγνώσματα, τα Κοντάκια, οι Κανόνες και οι Καταβασίες, η νηπτική πράξη και η εικονογραφία, η ερμηνευτική Πατερική Γραμματεία, η συνοδική πράξη, αλλά και η εν γένει Λογοτεχνία και η καθημερινή ζωή των Ορθόδοξων λαών. Τώρα, το πώς τυρβάζονται οι βιβλικοί θεολόγοι, είναι μια δική τους ιστορία, τα «παράλληλα ρήματα».
γ. Η αρχή και η κατακλείδα του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου είναι οι σημαντικοί πόλοι ένταξης στην κοινή μαρτυρία τόσο των αυτοπτών του Χριστού όσο και στη σύνολη αγιογραφική καταγραφή. Ο Απόστολος Ματθαίος αρχίζει τη γενεολογία του Χριστού φτάνοντας στον Αβραάμ. Ουσιαστικά υπερβαίνει το Μωσαϊκό Νόμο, συνδέοντας την καταγραφή του με το βιβλίο της Γενέσεως και τελειώνει με την προτροπή του Αναστάντος Χριστού στους ένδεκα (Ματθ. κη´, 16-20) να πορευτούν στα έθνη διδάσκοντας όσα εκείνος τους δίδαξε και να βαπτίσουν τους προσερχόμενους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και ότι θα είναι για πάντα μαζί τους. Αναξάρτητα από τις συζητήσεις των βιβλικών θεολόγων για την χρονολόγηση της κατακλείδος, το βέβαιο είναι ότι η αγιοτριαδική βαπτισματική ομολογία, που αποτέλεσε, εξάλλου, και τον πυρήνα των πρώτων βαπτιστηρίων Συμβόλων Πίστεως και εν συνεχεία του Συνοδικού Συμβόλου Πίστεως Νικαίας- Κωνσταντινουπόλως, υιοθετηθέντος ως του λειτουργικού Συμβόλου Πίστεως όλων των Ορθοδόξων, αποτελεί πράξη των ίδιων των Αποστόλων. Είναι η κυρίαρχη μαρτυρία της Αποστολικής κοινότητας, βάσει της οποίας διακρίνεται από τον Ισραήλ και την αναφορά του πρώτου άρθρου του Δεκαλόγου περί του μόνου ενός Θεού, του Κυρίου του σύμπαντος Κόσμου και ουδενός ετέρου.
δ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην αρχή του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου τίθεται ως θέμα ότι πρόκειται για το Ευαγγέλιο του Χριστού, στο Κατά Λουκάν η αναφορά γίνεται στους αυτόπτες και γενομένους υπηρέτες του Λόγου με τα προδρομικά γεγονότα για τη γέννηση του Προδρόμου Ιωάννη, ενώ η γενεαλογία του στο τέταρτο κεφάλαιο εκκινεί από το Χριστό προς τους φερόμενους κατά σάρκα Ισραήλ προγόνους και φτάνει στη δημιουργία του Αδάμ. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης με την αρχή: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος...», τον οποίο ομολογεί ως το δημιουργό του κόσμου, συνδέει με ένα τρόπο οικουμενικό το Λόγο, που ενηνθρώπησε (σὰρξ ἐγένετο), δηλαδή το Χριστό, με την πρώτη ημέρα της δημιουργίας του κόσμου κατά το βιβλίο της Γενέσεως: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. 2 ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. 3 καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς. 4 καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους. 5 καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία».
ε. Με μία ενιαία θέαση των καίριων σημείων των τεσσάρων Ευαγγελίων μπορούμε να σημειώσουμε ότι σ᾽ αυτά δρα ο Λόγος του Θεού Πατρός, άσαρκος, ένσαρκος και έν προοπτική ως «ἀοράτως συνών», ή Πνευματικώς ορώμενος προς μία πανοραματική ώθηση, η οποία εκβάλλει στο μυστήριο του βαπτίσματος και της Θείας Λειτουργίας ως έργο του Αγίου Πνεύματος, όπως αποτυπώνεται στις Πράξεις, τις Επιστολές και την Αποκάλυψη της εγρήγορσης και της συνεχούς αναμονής, μία θέαση που βρίσκεται, επομένως, συναπτά προς την αγιογραφική καταγραφή και το Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας- Κωνσταντινουπόλεως.
Β. Το Αποστολικό Ανάγνωσμα, προερχόμενο από την Επιστολή Προς Ρωμαίους, μία από τις πλέον σημαντικές Επιστολές του Απόστολου Παύλου με θέματα που απασχόλησαν και απασχολούν τη χριστιανοσύνη για τη δικαιοσύνη ως δικαίωση, περί χάριτος, καλών έργων αλλά και για τη δικαιϊκή αντίληψη περί απολύτου, ή απλού προορισμού, θέματα που ουκ ολίγη ευθύνη φέρουν οι καλούμενοι θεολόγοι της Δύσης και μεταφορά στην Ορθόδοξη Ανατολή, όπως είναι φυσικό σ᾽ ένα κόσμο ανοιχτό, ωστόσο για την εκκλησιαστική ζωή των Ορθοδόξων το παρόν Αποστολικό Ανάγνωσμα παρέχει ερείσματα ομολογίας περί της πίστεως στον Κύριο Ιησού Χριστό ως κοινού αγαθού προς όλη την ανθρωπότητα, το άνοιγμα προς τα έθνη χωρίς διάκριση προς τον Ισραήλ, μία θέαση επίσης του κόσμου και της ζωής θεολογικής και νηπτικής προσεγγίσεως με την επίκληση του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χριστού αδιαλείπτως και το θεμέλιο της πνευματικής πατρότητος για την πορεία της κατά Χριστόν βιωτής των Ορθοδόξων χριστιανών, ό,τι αποτελεί το φιλοκαλικό ήθος των Ορθοδόξων, που ευαγγελίζονται εν τω ονόματι του Θεού της ειρήνης όχι μόνο την ειρήνη που υπερέχει του όποιου διανοήματος και συστήματος σκέψης, αλλά που αγωνιά πραγματικά για την ειρήνη όλης της ανθρωπότητος ως κοινωνίας αδελφών και συνασκητών, μία πρόταση οικουμενικότητας και διαλλαγής.
Γ. Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα αναφέρεται στην κλήση για την αποστολική διακονία του Απόστολου και Ευαγγελιστή Ματθαίου. Δεν πρέπει να μας δημιουργούνται ερωτηματικά που ο εξιστορών είναι ο ίδιος ο Ματθαίος· αυτός είναι ένας τρόπος των άκρως αγιακών προσώπων, τα οποία αποκρύπτουν την ταυτότητά τους, όταν είναι θέματα είτε που αφορούν στο κοινό της Εκκλησίας, είτε από άκρα συνοχή και έκσταση στο ίδιο το γεγονός. Εξάλλου, η άμεση ανταπόκριση του Ευαγγελιστή αποδεικνύει ότι βρίσκονται στο σπίτι του Ματθαίου, πράγμα που σημαίνει και την άμεση ενημέρωση των οικείων του. Κι ενώ δεν παρέχεται κάποια μαρτυρία για τη συζήτηση στο σπίτι, καταγράφεται το πικρό σχόλιο εν είδει ερωτήματος από Φαρισαίους, προφανώς της Καπερναούμ: «διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν;». Μας είναι γνωστό ότι ο Χριστός πολεμήθηκε κυρίως από τους Φαρισαίους της εποχής του, τους με μεγάλα λόγια τιμητές του Νόμου και των Προφητών, όπως γίνεται σε κάθε εποχή από τους εκάστοτε φαρισαίους. Είναι δε γεγονός ότι ο Χριστός τους αντιμετώπισε ευθέως χρησιμοποιώντας ελεγκτικά τα ίδια τους επιχειρήματα. Οι Φαρισαίοι, ως θεωρούντες εαυτούς δικαίους, δεν είχαν ανάγκη θεραπείας και ιατρείας, συν που θεωρούσαν εαυτούς και αναμάρτητους. Θέτοντας το θέμα της θεραπείας και του ελέους ο Χριστός δεν έχει σκοπό να κάνει αντιρρητική συζήτηση με τους Φαρισαίους, αλλά να κηρύξει μετάνοια για όλους τους βασανισμένους ανθρώπους, μία μετάνοια που είναι η αρχή της πραγματικής ένταξης στην Εκκλησία.
Αποστολικό Ανάγνωσμα: Ῥωμ. ι´, 11- ια´, 2: «11 λέγει γὰρ ἡ γραφή· πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται. 12 οὐ γὰρ ἔστι διαστολὴ Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος· ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν· 13 πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται. 14 πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος; 15 πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; καθὼς γέγραπται· ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά! 16 Ἀλλ᾿ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ εὐαγγελίῳ· Ἡσαΐας γὰρ λέγει· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; 17 ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Θεοῦ. 18 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἤκουσαν; μενοῦνγε εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν. 19 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἔγνω Ἰσραήλ; πρῶτος Μωϋσῆς λέγει· ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ᾿ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς. 20 Ἡσαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ λέγει· εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι. 21 πρὸς δὲ τὸν Ἰσραὴλ λέγει· ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα. ια΄ 1 Λέγω οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ; μὴ γένοιτο· καὶ γὰρ ἐγὼ Ἰσραηλίτης εἰμί, ἐκ σπέρματος Ἀβραάμ, φυλῆς Βενιαμίν. 2 οὐκ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ ὃν προέγνω».
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. θ´, 9-13:«9 Καὶ παράγων ὁ ῾Ιησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον, καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ.10 Καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἀνακειμένου ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἰδοὺ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ ᾿Ιησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ. 11 καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαῖοι εἶπον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν; 12 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες. 13 πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν. οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου