[Ἀπόσπασμα ἀπό: Δέσπω ἈΘ. Λιάλιου, Ἑρμηνεία τῶν Δογματικῶν καὶ Συμβολικῶν Kειμένων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. A΄, Ἑρμηνεία τῶν Oἰκουμενικῶν Συμβόλων καὶ τῶν συναφῶν ἱ. κανόνων (Θεολογικὴ ἀνάλυση μὲ ἀναφορὲς στὶς πηγές), Θεσσαλονίκη 1992. Νέα έκδοση εν ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ- 9, εκδ. Κυριακίδη: Θεσσαλονίκη 2017, σσ. 25- 37.]
[ σ. 25. Ἀπό τά πολλά ἀρχαῖα, ἰδίως βαπτιστήρια[1], Σύμβολα τρία διακρίνονται γιά τό γενικότερο κύρος μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν. α) Τό Σύμβολο τῆς Νικαίας, πού οὐσιαστικά εἶναι Σύμβολο τῶν Οἰκ. Συνόδων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως, β) τό Ἀποστολικό[2] καί γ) Τό λεγόμενο Ἀθανασιανό[3]. Ἀπό αὐτά θά ἐξετασθῆ τό Σύμβολο τῆς Νικαίας καί γιά τήν προέλευσή του καί γιά τήν ἀναγνώρισή του ἀπό τίς μετέπειτα Οἰκ. Συνόδους καί τήν προσφυγή σ’ αὐτό τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί γιά τήν ἀδιάκοπη λειτουργική χρήση του ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μέχρι σήμερα, γεγονός πού τό τοποθέτησε στό ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος κατά τό διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους.
Μέ τό Σύμβολο τῆς Νικαίας παρατηρεῖται ἐξέλιξη ἐν σχέσει πρός τά προγενέστερα τοῦ 4ου αἰ. Σύμβολα, τά ὁποῖα εἶχαν τοπικό χαρακτήρα καί σχετίζονταν μέ τή λειτουργική πράξη τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν ὡς βαπτισματικές ὁμολογίες πίστεως ἤ ὡς συνοπτικά ὑπομνήματα γιά τήν προετοιμασία τῶν κατηχουμένων. Μέ τό Σύμβολο τῆς Νικαίας καθιερώνεται πέραν τῶν τοπικῶν συνόδων ὁ τύπος τῶν οἰκουμενικῶν συνοδικῶν Συμβόλων[4].
Ὁ ἰσχυρισμός βέβαια τοῦ J. N. D. KELLY ὅτι μέ τό Σύμβολο Νικαίας εἰσάγεται γιά πρώτη φορά ὁ τύπος τῶν συνοδικῶν Συμβόλων δέν εἶναι ἀκριβής, γιατί καί πρίν ἀπό τή Σύνοδο τῆς Νικαίας παρατηρεῖται ὕπαρξη συνοδικῶν Συμβόλων. Τέτοιο π.χ. εἶναι τό Σύμβολο τῆς συνόδου τοῦ 268 στήν Ἀντιόχεια[5], διά τῆς ὁποίας καταδικάσθηκε ἡ διδασκαλία τοῦ Παύλου Σαμοσατέως. Πολύ πιό χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ τό Σύμβολο τῆς συνόδου τοῦ 324/25 στήν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία συνδέεται πολύ περισσότερο μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, καθώς συγκλήθηκε ὡς προσυνοδική πράξη, γιά νά ληφθοῦν ἀποφάσεις περί τῆς ἀρειανικῆς διαμάχης, ἀλλά καί γιατί τό Σύμβολό της, βασισμένο στό βαπτιστήριο Σύμβολο τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας, παρέχει βάσιμες ἐνδείξεις ὅτι εἶναι μία ἀπό τίς πηγές τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας, μάλιστα στό τελευταῖο τμῆμα τῶν ἀναθεματισμῶν[6]. Παρόμοιο παράδειγμα δίδεται στήν ἐπιστολή τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἀλεξανδρείας πρός τόν Ἀλέξανδρο Θεσσαλονίκης[7] τοῦ 324 καί εἰδικότερα τό τμῆμα πού παρατίθεται καί ἀπό τόν Α. ΗΑΗΝ[8]. Τά Σύμβολα αὐτά συχνά κατακλείονται ἀπό μιά σειρά ἀναθεμάτων, τά ὁποῖα ἐπέχουν θέση κριτηρίου τῆς ὀρθοδοξίας γιά ὅλους τούς χριστιανούς. Αὐτή ἡ μορφή ἀντικαθιστᾶ τόν παλαιότερο τύπο ἐρωταποκρίσεων[9] τῶν βαπτιστηρίων Συμβόλων τοῦ 2ου αἰ., πού εἶναι γνωστά μέ τό ὄνομα «ἐκκλησιαστικός κανών», «κανών πίστεως», «κανών ἀληθείας».
Μέ τήν ἐκδήλωση τῆς ἀρειανικῆς διαμάχης ἡ μορφή αὐτή τῶν Συμβόλων, ἐν εἴδει ἐκθέσεως τῆς πίστεως ἀνεξάρτητα ἀπό τή λειτουργική πράξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, θά χαρακτηρίση τόν δ΄ αἰ. Ἡ ἀρχή ἔγινε μέ τόν Ἄρειο πού ὑπερήσπισε τίς θέσεις του ὑποβάλλοντας πρός τόν Ἀλέξανδρο Ἀλεξανδρείας μία περίληψη των θέσεών του[10]. Ὁ ἅγ. Ἀλέξανδρος ἀνταπάντησε μέ ἕνα Σύμβολο, σχόλια καί ἐπεξηγήσεις[11]. Χωρίς νά παραθεωρεῖται ἡ σημασία τῶν βαπτιστηρίων ὁμολογιῶν - Συμβόλων θά πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι μέ τό νέο τύπο τῶν Συμβόλων διαφαίνεται ἔντονα ὡς σκοπός ἡ διατύπωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Στήν περίπτωση μάλιστα του Συμβόλου τῆς Νικαίας κατεβλήθη προσπάθεια, ὥστε τό κύρος του νά εἶναι οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα καί ἡ αὐθεντία του καθολική. Ἐξάλλου ὁ σκοπός, γιά τόν ὁποῖο συγκαλέσθηκε ἡ σύνοδος τῆς Νικαίας, ἀφοροῦσε ὄχι μόνο τή νέα θέση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στό κράτος ἀλλά τήν κατά τό δυνατό εὐρύτερη ἑνότητα τῆς πίστεως καί εἰρήνη μεταξύ τῶν ἐπισκόπων, ὥστε νά ὑπάρχη λειτουργική ἑνότητα ὡς προϋπόθεση τῆς ἑνότητος τῆς μιᾶς Ἁγίας Ἐκκλησίας[12].
Ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας συνῆλθε, σύμφωνα μέ μαρτυρία του ἱστορικοῦ Σωκράτους[13], στίς 30 Μαΐου 325 μέ μία ἀπόκλιση μέχρι τίς 19 Ἰουνίου. Πρέπει νά τονισθῆ τό γεγονός ὅτι δέν διασώθηκαν τά πρακτικά ἤ ἀκόμη μπορεῖ νά εἶναι σωστή καί ἡ ἄποψη ὅτι δέν κρατήθηκαν κἄν πρακτικά. Ἔτσι δέν μᾶς εἶναι ἐπακριβῶς γνωστή ἡ σειρά τῶν γεγονότων, πού ὁδήγησαν τούς πατέρες τῆς Συνόδου στή διατύπωση τοῦ Συμβόλου[14]. Ἀκόμη μέ περίσκεψη θά πρέπει νά ἐξετασθοῦν οἱ μαρτυρίες τῶν τριῶν αὐτοπτῶν μαρτύρων, ἤτοι τοῦ Eὐσταθίου Ἀντιοχείας, ἑνός ἐκ τῶν προέδρων τῆς Συνόδου, τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος γράφει γιά τά γεγονότα τῆς Συνόδου περίπου τριάντα χρόνια μετά καί τοῦ Eὐσεβίου Καισαρείας[15], ὁ ὁποῖος σέ ἐπιστολή πρός τό ποίμνιό του ἀπολογεῖται γιά τή στάση πού κράτησε κατά τή διάρκεια τῆς Συνόδου[16]. Μάλιστα στή διερεύνηση τῶν πηγῶν τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας τό Σύμβολο τῆς ἐκκλησίας Καισαρείας ὡς βαπτιστήριο Σύμβολο, τοῦ ὁποίου ἡ χρονολόγηση ἀνάγεται στά μέσα τοῦ 3ου αἰ., ἀπετέλεσε ἐνδεχομένως πολύτιμη πηγή πλάϊ στά Σύμβολα τῶν ἐκκλησιῶν Ἱεροσολύμων καί Ἀντιοχείας[17]. Πάντως καί μετά τή δημοσίευση τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας συνεχίσθηκε ἡ χρήση τῶν βαπτιστηρίων συμβόλων τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν.
Αὐτό πού κατονομάζεται ὡς Σύμβολο Νικαίας[18] εἶναι στήν πραγματικότητα μία σύνθεση, ἡ ὁποία περιλαμβάνει ἑπτά ἄρθρα, τά πρῶτα, πού ἐγκρίθηκαν ἀπό τούς πατέρες τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, καί τά ὁποῖα ἐπαναβεβαιώθηκαν ἀπό τή Β΄ Οἰκ. Σύνοδο, καί πέντε ἄρθρα, τά ὁποῖα προσετέθησαν ἀπό τή Β΄ Οἰκ. Σύνοδο Κων/πόλεως, ἡ ὁποία διετύπωσε τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τό Ἅγ. Πνεῦμα πιό λεπτομερῶς ἀπ’ ὅ,τι ἡ Α΄ Οἰκ. Σύνοδος, ἤτοι «Καί εἰς τό Πνεῦμα...» μέχρι τέλους.
Ἄν καί δέ μᾶς εἶναι γνωστά, ὅπως ἔχει ἤδη ἀναφερθῆ, τά ἀκριβή γεγονότα, πού ὁδήγησαν τούς πατέρες στή διατύπωση ἑνός νέου Συμβόλου, εἶναι βέβαιο ὅτι ὑπῆρξαν καθοριστικές οἱ συζητήσεις πού διεξήχθησαν μεταξύ τῶν εἴκοσι ἀρειανῶν ἐπισκόπων μέ ἀρχηγούς τούς Eὐσέβιο Νικομηδείας καί Καισαρείας Eὐσέβιο καί τῶν ὀρθοδόξων. Ὁ Eὐσέβιος Καισαρείας ἦταν οὐσιαστικά ὑπό κατηγορίαν, καθώς δέν εἶχε ὑπογράψει τήν ὁμολογία πίστεως τῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας του 325 (Ἰαν. ἤ Φεβρ.)[19] ὑπό τόν Eὐστάθιο Ἀντιοχείας. Οἱ ἀρειανοί, ὅταν προκλήθηκαν, ὑπέβαλαν ὁμολογία πού ἀπορρίφθηκε, ἐνῶ στή συνέχεια ὁ Eὐσέβιος Καισαρείας ὑπέβαλε ἕνα Σύμβολο, βασισμένο στό βαπτιστήριο Σύμβολο, πού χρησιμοποιοῦσε ἡ τοπική ἐκκλησία τῆς Καισαρείας, τό ὁποῖο δέν ἱκανοποίησε τούς αὐστηρούς ὀρθοδόξους, γιατί, ὅπως ἦταν φυσικό, δέν ἀναιροῦσε τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ἡ ὁποία εἶχε ἀναστατώσει πολύ πρόσφατα τήν Ἐκκλησία. Γιά τό σκοπό αὐτό, δηλ. τήν ἐπιγραμματική ἀναίρεση τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως, ἡ σύνοδος προχώρησε στή διατύπωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ὑπερβαίνοντας τήν ἀσάφεια, πού παρουσίαζαν τά παλαιότερα βαπτιστήρια Σύμβολα, τά ὁποῖα ὑπῆρχαν ἐν χρήσει στίς διάφορες κατά τόπους ἐκκλησίες. Ἔτσι προστέθηκαν οἱ φράσεις, «ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», «γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα», «ὁμοούσιον τῷ Πατρί». Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ τελευταία φράση δέν ἀποτελεῖ πλεοναστική ἐπανάληψη τῆς πρώτης. Ὑπό τόν ὅρο «ὁμοούσιον», ὁ ὁποῖος ἔκτοτε ἀπετέλεσε τό κριτήριο τῆς ὀρθοδοξίας, ἐθεώρησαν οἱ πατέρες τῆς Νικαίας ὅτι ἐξεφράζετο τό ταὐτούσιο Πατρός καί Υἱοῦ καί ἀπεφεύγετο κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ κίνδυνος τῆς διθεΐας...]
Συνεχίζεται μέχρι σ. 86
[1]. Ἡ ἀρχή τῶν βαπτιστηρίων Συμβόλων δύναται νά ἀναχθῆ στό χωρίο Ματθ. 28, 19-20. Πάντως τό βέβαιο εἶναι ὅτι τά νέα μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὄφειλαν νά ὁμολογήσουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Χριστός, καί ἑπομένως ἐβαπτίζοντο στό ὄνομά του. Στήν Κ. Διαθήκη γίνεται λόγος περί “διδαχῆς βαπτισμῶν” (Ἕβρ. 6,2), “ὁμολογίας” (Ἑβρ. 3.1, 4.14, 10.23) περί “ὑγιαινούσης διδασκαλίας” (Β΄ Τιμ. 1.13, 4.3) ἤ περί “παραθήκης” ἤ “καλῆς παραθήκης” (Α΄ Τιμ. 6, 20. Β΄ Τιμ. 1,14), τήν ὁποία ἔπρεπε νά φυλάττουν οἱ πιστοί. Πρός τούτοις στά χωρία Φιλιπ. 2.5-11, Α΄ Τιμ. 3,16, Α΄ Πέτρ. 3,18-22 ὑπάρχει, σύντομα πλήν ὅμως σαφῶς, ἡ διδασκαλία περί τοῦ προσώπου καί τοῦ ἔργου τοῦ Ἰησοῦ ὡς Κυρίου καί Θεοῦ. Παράλληλα πρός τίς μονομερεῖς χριστολογικές φράσεις-σύμβολα ἀπαντοῦν στήν Κ. Διαθήκη οἱ διμερεῖς ὁμολογίες-σύμβολα, πού ἀναφέρονται στόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Τό χωρίο Α΄ Κορ. 8, 6 θά χρησιμοποιηθῆ ἀργότερα ἀπό τούς τροπικούς μοναρχιανούς - καθώς τά Α΄ Τιμ. 6,13-14, Β΄ Τιμ. 4,1 καί πλεῖστα ἄλλα). Στήν Κ. Διαθήκη ὑπάρχει ἐπίσης ὁ πυρήνας τῶν τριμερῶν ἤ τριαδικῶν συμβολικῶν τύπων μέ ἀναφορά δηλ. καί στό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐξέλιξη τῶν ὁποίων ἀποτελοῦν τά πολυμερή βαπτιστήρια σύμβολα τῆς μεταποστολικῆς περιόδου (π.χ. Β΄ Κορ. 13,13, Α΄ Κορ. 12, 4-6, Β΄ Κορ. 1,21-22, Γαλ. 3,11-14, Α΄ Πέτρ. 1,2). Πρβλ. J. N. D. KELLY, μν. ἔργ. σ. 23 ἑξ.
Μέ τήν ἐμφάνιση τῶν πρώτων αἱρετικῶν καί δή τῶν γνωστικῶν καί ἀντιτριαδικῶν ἡ Ἐκκλησία ἀφ’ ἑνός μέν προέβη σέ διασαφηνίσεις, μέ τίς ὁποῖες καταπολεμοῦσε τούς αἱρετικούς, ἀφ’ ἑτέρου ἐπέμεινε ἔτι περαιτέρω στή διαφύλαξη τοῦ κανόνος τῆς πίστεως ἤ ἀληθείας ἀποκλείοντας τούς αἱρετικούς καί τούς ἐθνικούς ἀπό τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, πρακτική πού ἐτηρήθη ἀπό τήν Ἐκκλησία τουλάχιστο μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 5ου αἰ. (Πρβλ. ΑΓ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἱεροσολύμων Κατήχ. 6,28 PG 33, 589Β, ΑΓ. ΒΑΣΙΛEΙΟΥ, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κεφ. 27, 66 PG 32, 189Β, ΣΩΖΟΜEΝΟΥ, Ἐκκλ. Ἱστ. Ι, 20 PG 67, 920Β-921Α). Μαρτυρίες γιά ὕπαρξη ἀρχαίων ὁμολογιῶν ἀποστολικῆς προελεύσεως δίδονται ἀπό ἀρχαίους ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, ὅπως ΑΓ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ, Πρός Τραλλιανούς 9 PG 5, 788C-789Α. Μαγν. 8 PG 5, 969Α, Σμυρν. 1 PG 5, 840Α, ΑΓ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ, Α΄ Απολ. Ι, 13 PG 6, 345Β-348Α. 61 PG 6, 420C, ΑΓ. EΙΡΗΝΑΙΟΥ, Κατὰ αἱρέσεων Ι, 10, 12 PG 7, 549Α-553Α. Βιβλ. Ι 9.4. PG 7, 545Β.
Τοῦ β΄ ἤ γ΄ αἰ. διασώθηκαν ἐπίσης τρία βαπτιστήρια Σύμβολα, προδρομικά κατά τινα τρόπο τῶν μετέπειτα πολυμερῶν βαπτιστηρίων Συμβόλων, ἤτοι: Τό περιλαμβανόμενο στό πάπυρο Dêr Balyzeh (1907), τό διασωθέν στήν Ἀποστολική παράδοση τοῦ Ἱππολύτου καί τό χρησιμοποιούμενο ἀπό τήν ἐκκλησία τῆς Ρώμης.
[2]. Τό Ἀποστολικό εἶναι μία παραλλαγή τοῦ βαπτιστηρίου Συμβόλου τῆς Ρώμης, ἐνδεχομένως μετά ἀπό μία περαιτέρω ἀνατολική ἐπίδραση καί μέ τόπο καταγωγῆς τή ΝΔ Γαλλία τόν 6ο ἤ 7ο αἰ. Χρησιμοποιήθηκε στή Δύση καί ἔγινε γνωστό στήν Ἀνατολή κατά τή σύνοδο τῆς Φερράρας (1438). Τό Σύμβολο αὐτό, τοῦ ὁποίου ἤ ἀποστολική καταγωγή ἀσφισβητήθηκε τό 17ο αἰ. καί στή Δύση, ἐπανῆλθε στήν ἐπικαιρότητα μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως. Πάντως ἐξακολουθεῖ νά παραμένη ἄγνωστο μεταξύ τῶν πιστῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί γι’ αὐτό μόνο καταχρηστικά δύναται νά καλεῖται οἰκουμενικό.
Ἐξάλλου καί στό Παγκόσμιο Συμβούλιο στό Τμῆμα “Πίστη καί Τάξη” στή Λωζάνη στά 1927 οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διεχώρισαν τή θέση των, ἀμφισβητήσαντες τήν οἰκουμενικότητα του. J. QUASTEN, Patrology, Ultrecht-Antwerp. 19755, τομ. 1, σσ. 23-29. Πρβλ. J.N.D. KELLY, μν. ἔργ. σ. 368, σημ. 2. Τό κείμενο τοῦ Ἀποστολικοῦ Συμβόλου παρά A. HAHN, Bibliotek der Symbole und Glaubensregeln der alten Kirche (ἀνατ.), Hildesheim 1962, σσ. 29-34, παρά J.N.D. KELLY, μν. ἔργ. σ. 369 καί ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά δογματικά..., μν. ἔργ. σσ. 46-47. Ἀπό τήν πλουσία βιβλιογραφία οἱ σημαντικότερες μελέτες εἶναι: H. LIETZMANN, “Die Anfänge des Glaubensbekenntnisses”, ἐν Festgabe für A. HARNACK, Tübingen 1921, σσ. 226-242. R. SEEBERG, “Zur Geschiche der Entstehung des apostolischen Symbols”, ἐν ZKG 40 (1922), σσ. 1-41 F.J. BADCOCK, “The Old Roman Creed”, ἐν JThSt 23 (1922), σσ. 362-389. Τοῦ ἰδίου, “The Apostles' Creed”, ἐν CH-118(1934), σσ. 40-56. K. LAKE, “The Apostles' Creed”, ἐν HThR 17 (1924), σσ. 173-183. J. de GHELLINCK, “L’ histoire du sumbole des apôtres. A propos d’ un texte d’ Eusèbe”, ἐν RSR 18 (1928), σσ. 118-125. J. LEBRETON, “Les origines du symbole baptismal”, ἐν RSR 20 (1930), σσ. 97-124. R. ABRAMOWSKI, “Symbol des Amphilochius”, ἐν ZNW 29 (1930), σσ. 129-135. E. DOBSCHÜTZ, Das Apostolicum in biblisch – theologischer Beleuchtung, Giessen 1932. C. N. MOEHLMAN, “The Origin of the Apostles’ Creed”, ἐν JR 13 (1933), σσ. 301-319. J. LEBON, “Les anciens symboles dans la définition de Chalcédoine”, ἐν RHE 32: 1 (1936), σσ. 809-876. J. CARPENTER, “Creeds and Baptismal Rites in the first four Centuries”, ἐν JThSt. 44 (1943), σσ. 1-11.
[3]. Ἐπίσης καταχρηστικά οἰκουμενικό πρέπει νά καλεῖται καί τό λεγόμενο Ἀθανασιανό Σύμβολο καί γιατί δέν προέρχεται ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο καί γιατί ἦταν ἄγνωστο στήν Ἀνατολή τουλάχιστο μέχρι τόν 12ο αἰ. καί γιατί οὐδέποτε τοῦ ἀποδόθηκε ἰδιαίτερη αὐθεντία ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, πρᾶγμα πού δικαιολογεῖ τή δήλωση τῶν Ὀρθοδόξων στή σύνοδο τῆς Φερράρας (1438) ὅτι δέν ἐγνώριζαν τίποτε περί τῆς ὑπάρξεως τοῦ Συμβόλου αὐτοῦ. Μολονότι τό Σύμβολο αὐτό ἐκφράζει τή δογματική διδασκαλία τῶν τεσσάρων πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων σχετικά μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τήν Ἁγία Τριάδα –καί γι’ αὐτό ἡ ἀρχή του θά πρέπει νά ἀναχθῆ περίπου στά τέλη τοῦ ε΄ αἰ.– ἐν τούτοις ἡ παρεμβολή τοῦ Filioque μειώνει τό ἐνδιαφέρον γιά τή θεολογική του σημασία. Βλ. J. QUASTEN, Patrology, Westminster 1960, τόμ. 3, σσ. 32-33 καί ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, μν. ἔργ. 95-104.
Γιά τό κείμενο τοῦ Ἀθανασιανοῦ Συμβόλου βλ. C. H. TURNER, “A Critical text of the Quicumquevult”, ἐν JThSt 11 (1910), σσ. 401-411. H. LIETZMANN, Apollinaris von Laodicea und seine Schule I. Tübingen 1904, σσ. 250-253. Τοῦ ἰδίου, Symbole der alten Kirche (Kleine Texte 17/18) Berlin 19312, σσ. 16-18. Α. ΗΑΗΝ, μν. ἔργ. σσ. 174-177. Τό ἑλληνικό καί λατινικό κείμενο σέ παράλληλες στῆλες ἐν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, μν. ἔργ. σσ. 101-104. Μία σειρά ἄρθρων στό Journal of the Theological Studies ἔδωσε τό ἔναυσμα γιά συζητήσεις καί συγγραφές γιά τό χρόνο συντάξεως καί τίς πηγές τοῦ Ἀθανασιανοῦ Συμβόλου. Βλ. Η. ΒRADSHAW, “The Use of the Quicumquevult in the Book of Common Prayer”, ἐν JThSt 5 (1904), σσ. 458-460. R.H. MALDEN, “Quicumque vult salvus esse”, ἐν JTh St 8 (1907), σσ. 301-303. A. MORIN, “L’ origine du symbole d’ Athanase”, ἐν JTh St 12 (1911), σσ. 161-190 καί 337-361. A.E. BURN, “The Authorship of the ‘Quicumque vult’”, ἐν JTh St 27(1925-26), σσ. 19-28. Τοῦ ἰδίου, “The Athanasian Creed”, Oxford 1912. J. STIGLMAYR, “Das ‘Quicumque’ und Fulgentius von Ruspé”, ἐν ZKTh 49 (1925), σσ. 341-357. M.J. RYAN, “The Date of the Athanasian Creed”, ἐν AER 88 (1933), σσ. 625-627. V. LAURENT, “Le symbole Quicumque et l’ Église byzantine Notes et documents”, ἐν EΟ 39 (1936), σσ. 385-404 F. J. BADCOCK, The History of the Creeds, London 19382. E. SCHILTZ, “La comparaison du Symbole Quicumque vult”, ἐν ETL 24 (1948), σσ. 440-445. Καί J. F. BETHUNE-BAKER, An Introduction to the Early History of Christian Doctrine, London 19519, σσ. 252-254.
[4]. N. D. KELLY, μν. ἔργ. σ. 205. Ἑρμηνεία τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας ἀπό τόν ἅγ. Κύριλλο Ἀλεξ. Eἰς τό Ἅγιον Σύμβολον, παρά E. Schwartz, ACO 1.1.4, σσ. 49-61.
[5]. Α. ΗΑΗΝ, μν. ἔργ. σσ. 178-182, R. L. SAMPLE, “The Christology of the Council of Antioch (268C.E) reconsidered”, ἐν CH 48 (1979), σσ. 18-26.
[6]. E. SEEBERG, Die Synode von Antiochien im Jahre 324/25, Ein Beitrag zur Geschichte des Konzils von Nicäa, (ἀνατ.), Darmstadt 19732, σ.σ. 11-12. Πρβλ. ἐπίσης τή μετάφραση ἀπό τά συριακά τοῦ E. SCHWARTZ ἐν H.T. OPITZ, Athanasius Werke, Urkunden zur Geschihte des arianischen Streites, Berlin-Leipzig 1934, τόμ. 3,1 (Urkunde 18), σσ. 36-41, μέ τίτλο “Ἀντίγραφον τῶν ὑπό τῆς συνόδου γεγραμμένων τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ συνηθροισμένης πρός Ἀλέξανδρον ἐπίσκοπον τῆς Θεσσαλονίκης”. Αὐτ. σ. 36.
[7]. H.G. OPITZ, Athanasius Werke, μν. ἔργ. (Urkunde 14), σσ. 19-29.
[8]. Μν. ἔργ. σσ. 19-20 “Πιστεύομεν, ὡς τῇ ἀποστολικῇ ἐκκλησίᾳ ... καθήμενος ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης”. Ἀκριβέστερα παρατίθεται τό κείμενο παρά H. G. OPITZ, Athanasius Werke, μν. ἔργ. (Urkunde 14), σσ. 26, 46-28, 54.
[9]. Τέτοια μορφή παρουσιάζει τό Σύμβολο πού περιέχεται στήν Ἀποστολική Παράδοση τοῦ Ἱππολύτου (ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, μν. ἔργ. σσ. 44-45) τοῦ τέλους τοῦ β΄ ἤ τῶν ἀρχῶν τοῦ γ΄ αἰῶνος. D.L. HOLLAND, “The third Article of the Creed: A Study in Second - and Third-Century Theology”, ἐν SP 13:2 (1975), Berlin 1989. Πρβλ. Τοῦ ἰδίου, “The Earliest Text of the Old Roman Symbol: A Debate with Hans Lietzmann and J. N.D. Kelly”, ἐν CH 34 (1965), σσ. 262-281. Τοῦ ἰδίου, “The Baptismal Interrogation concerning the Holy Spirit in Hippolytus Apostolic Tradition” ἐν SP 10 (1970) Berlin, σσ. 360-365 καί τοῦ ἰδίου «“Credis in spiritum sanctum et sanctam ecclesiam et resurrectionem carnis?” Ein Beitrag zur Geschichte des Apostolikums», ἐν ZNW 61 (1970), σσ. 126-144.
[10]. J. N. D. KELLY, μν. ἔργ. σ. 206. C. KANNENGIESSER, “Arius and Arians”, ἐν TS 44 (1983), σσ. 456-475. T.A. KOPECEK, A History of Neo-Arianism (2 τόμοι), ἐν Patristic Monograph Series 8, Cambridge (Mass). 1979. R. LORENZ, Arius judaizans? Untersuchungen zur dogmengeschichtlichen Einordnung des Arius, Göttingen 1980. H. - I. MARROU, “L’ arianisme comme phénomène alexandrien”, ἐν Académie des inscriptions et Belles Lettre. Comptes rendu 1973, σσ. 533-542. T.E. POLLARD, “The Origins of Arianism”, ἐν JTh St (N.S.) 9 (1958), σσ. 103-111. W. SCHNEE-MELCHER, “Zur Chronologie des arianischen Streites”, ἐν ThLZ 79 (1954), σσ. 393-400. W. TELFER, “When did the Arian Controversy begin?”, ἐν JTh St 47 (1946), σσ. 129-142.
[11]. J. N.D. KELLY, μν. ἔργ. σ. 206 καί Η. Δ. ΜΟΥΤΣΟΥΛΑ, Ἡ ἀρειανική ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μέρος α΄, Ἀθῆναι 1982.
[12]. Ἔνθ. ἀνωτ. σ. 207.
[13]. Ἐκκλ. Ἱστορία, I, 13 PG 67, 109A.
[14]. J. N. D. KELLY, μν. ἔργ. σ. 212. Οἱ πρῶτες συζητήσεις τῶν πατέρων τῆς Συνόδου πρέπει νά εἶχαν ὡς θέμα τή διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς περί τοῦ Λόγου, τῆς Σοφίας καί τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ βάση τά χωρία Παρ. 8,22. Ματθ. 19,17. Μάρκ. 13,32. Λουκ. 2,52. Ἰω. 5,19.10, 30.14, 28. Πράξ. 2,36. Α΄ Κορ. 15,28 Φιλιπ. 2,7 Κολ. 1, 15 Ἑβρ. 1,3, τά ὁποῖα ἐπανέρχονται στίς συγγραφές τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου. Βλ. T.H. BINDLEY - F. W. GREEN, The Oecumenical Documents of the Faith, London 19504, σ. 14. Eἰδικά γιά τά χωρία πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἀρειανοί βλ. J. F. BETHUNE-BAKER, μν. ἔργ. σ. 161 ἑξ. Ἐπί τοῦ θέματος πολύ σημαντική εἶναι ἡ μελέτη τοῦ T. E. POLLARD, Johanniene Christology and the Early Church, Cambridge 1970, ἰδίως στίς σελίδες 141-165 καί τοῦ ἰδίου, “The Exegesis of Scripture and the Arian Cοntroversy”, ἐν BJRL 41 (1959), σσ. 414-429. C. KANNENGIESSER, Holy Scripture and Hellenistic Hermeneutics in Alexandrian Christology: The Arian Crisis (Protocol of the Colloquy of the Center for Hermeneutical studies in Hellenistic and Modern Culture 41), Berkley 1982. H. J. SIEBEN, “Herméneutique de l’ exégèse dogmatique d’Athanase”, ἐν Politique et Théologie chez Atanase d’ Alexandrie. Actes de colloque de Chantilly 23-25 Semtembre 1973, ἐκδ. C. KANNENGIESSER, Paris 1974, σσ. 195-214. H. A. WINSLOW, “Christology and Exegesis in the Cappadocians”, ἐν CH 40 (1971), σσ. 389-396.
[15]. Αὐτόθι. Πρβλ. καί Β. ΦEΙΔΑ, “Ἡ προεδρία τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου”, ἐν EΦ 57 (1975), σσ. 218-268 καί 407-446.
[16]. PG 20, 1536 D-1544C, Ἐπιστολή πρός τούς τῆς παροικίας αὐτοῦ, καί H.G. OPITZ, Athanasius Werke, μν. ἔργ. (Urkunde 22), σσ. 42-47.
[17]. Θέση πού διατυπώθηκε κυρίως ἀπό τόν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, “Τό Σύμβολον Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως”, ἐν Θεολογία 22 (1951), σ. 629. Ὁ Β. ΣΤEΦΑΝΙΔΗΣ δέχεται ὡς πηγή τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας τήν ὁμάδα ἐκείνην τῶν Συμβόλων, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς ἱεροσολυμητική (Ἐκκλ. Ἱστορία, Ἀθῆναι 19784, σ. 178) καί πάντως καταρρίπτει ἐπαρκῶς τήν ἄποψη περί προελεύσεως ἀπό τό Σύμβολο τῆς ἐκκλησίας Καισαρείας (αὐτόθι). Πρός τήν ἱεροσολυμητική κατά κύριο λόγο προέλευση τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας συντείνει βέβαια καί τό γεγονός ὅτι τά Ἱεροσόλυμα καί ἡ γύρω περιοχή ὑπῆρξε ἡ ἀφετηρία δράσεως τῶν Ἀποστόλων καί ἐξαπλώσεως τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦτο σέ συνδυασμό μέ τόν ζ΄ καν. τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας ἀλλά καί μέ τήν ἔκκληση γιά συμφωνία πρός τήν “ἀποστολική πίστη” ἤ τή “διδασκαλία τήν καθολική”, τόν “κανόνα τῆς ἀληθείας” ἤ τόν “κανόνα τῆς πίστεως” (regula veritatis ἤ fidei). Πρβλ. καί ΑΓ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἱεροσολύμων, Κατήχ. 5,12 PG 33, 520B-524A, Κατήχ. 18,31 PG 33, 1053Α, Κατήχ. 17,3 PG 33, 972A. Παράλληλα θά πρέπει νά τονισθῆ ἡ σημασία τῆς παρουσίας τοῦ Eὐσταθίου Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος προσῆλθε στή Σύνοδο τῆς Νικαίας μέ τίς ἀποφάσεις τῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας τῶν ἀρχῶν τοῦ 325, ὅπου εἶχε καταδικασθῆ ὁ ἀρειανισμός καί ἐπί πλέον εἶχε καταρτισθῆ ἐπίσης συνοδικό Σύμβολο (Πρβλ. E. SEEBERG, “Die Synode von Antiochen im Jahre 324/25”, μν. ἔργ. σ. 11-12), τό ὁποῖο κατακλείεται μέ τούς ἀναθεματισμούς, ἐν εἴδει ἀνασκευῆς τῶν θέσεων τοῦ Ἀρείου, “ἀναθεματίζοντας ἐκείνους, οἵ λέγουσιν ἤ νομίζουσιν ἤ κηρύττουσι τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ κτίσμα ἤ γενητόν ἤ ποιητόν καί οὐκ ἀληθῶς γέννημα εἶναι ἤ ὅτι ἦν ὅτε οὐκ ἦν. Ἡμεῖς γάρ ὅτι ἦν καί ἔστι καί ὅτι φῶς ἐστιν, πιστεύομεν. προσέτι δέ κἀκείνους, οἵ τῇ αὐτεξουσίῳ θελήσει αὐτοῦ ἄτρεπτον εἶναι αὐτόν ἡγοῦνται, ὥσπερ καί οἱ ἐκ τοῦ μή ὄντος παράγοντες τήν γέννησιν, καί μή φύσει ἄτρεπτον κατά τόν πατέρα. Eἰκών γάρ ὡς ἐν πᾶσιν, οὕτως καί μάλιστα ἐν τῷδε τοῦ πατρός ἐκηρύχθη ὁ σωτήρ ἡμῶν” (αὐτ.), ὅπως καί τό Σύμβολο τῆς Νίκαιας. Κατά ταῦτα ἡ ὑπόθεση ὅτι οἱ πηγές τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας θά πρέπει νά ἀναζητηθοῦν στήν παράδοση τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Ἀντιοχείας εἶναι ἡ πλέον ἐνδεχόμενη μέ βάση τά ὑπάρχοντα στοιχεῖα, χωρίς ὅμως νά ὑποβαθμίζεται καί ὁ ρόλος τῆς Ἀλεξανδρείας, σέ συνδυασμό μάλιστα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας πρό τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας.
[18]. Τό αὐθεντικό κείμενο τοῦ Συμβόλου Νικαίας διασώζει ὁ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ἐπιστολή ὅτι ἡ ἐν Νικαίᾳ σύνοδος..., παρ. 19-20 PG, 456D-460D (ἡ ἀρίθμηση τῶν σελίδων τῆς PG στό σημεῖο αὐτό εἶναι λανθασμένη), Ἐπιστολή πρός τούς ἐν τῇ Ἀφρικῇ τιμιωτάτους ἐπισκόπους ..., παρ. 3, PG 26, 817B (νόθα), ἔνθα παρατίθεται αὐτούσιο. Πρβλ. ἐπίσης ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ἐκκλ. Ἱστ. I 8.29 PG 67, 68AC καί ΑΓ. ΒΑΣΙΛEΙΟΥ, Ἐπιστ. 125, 2 PG 32, 548 BD. Καί μετά τή διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς Νικαίας παρέμειναν σέ χρήση, ὅπως προαναφέρθηκε, τά βαπτιστήρια Σύμβολα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ λειτουργική του χρήση γενικεύθηκε στήν Ἀνατολή μετά τή Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος καί μέ τήν ἑνιαία μορφή ὡς Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Ἔκτοτε φέρει καί τήν ὀνομασία Σύμβολο, ἐνῶ στήν ἀρχή ὀνομαζόταν “πίστις” ἤ “μάθημα”. Πρβλ. H. M. G. WATKIN, Studies of Arianism, Cambridge 19002, σ. 40, σημ. 1.
[19]. Τά γεγονότα τῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας τῶν 325 παρέμειναν ἄγνωστα μέχρι τίς ἀρχές τοῦ αἰώνα μας, ὁπότε ὁ E. SEEBERG στή μελέτη του Die Synode von Antiochien im Jahre 324/25, Ein Beitrag zur Geschichte des Konzils von Nicäa, (ἀνατύπ), Darmstadt 1973, δημοσίευσε ἀπό τόν παρισινό κώδικα (Cod. Par. Syr. 62) τή συνοδική ἐπιστολή τῶν πενήντα ἐννέα ἐπισκόπων αὐτῆς τῆς συνόδου πρός τόν Ἀλέξανδρον ἐπίσκοπον τῆς Νέας Ρώμης (αὐτ. σ. 9) καί ὁ ὁποία ἐπιστολή ἔχει πολλά κοινά σημεῖα μέ τήν ’Eγκύκλιο ἐπιστολή τοῦ Ἀλεξάνδρου Ἀλεξανδρείας, πού διασώζει ὁ ἱστορικός Σωκράτης (Ἐκκλ. Ἱστ. I, 6 PG 67, 44-53C), ὅπως ἀπέδειξε ὁ E. SEEBERG μέ παράλληλη παράθεση (αὐτ. σσ. 120-121, 127-128, 142-143) τοῦ τμήματος πού ἐμπεριέχει τό Σύμβολο, τό ὁποῖο σημειωτέον πρέπει νά εἶναι ἕνα ἀπό τά πρῶτα συνοδικά Σύμβολα. Ἡ ὁρολογία τοῦ Συμβόλου τῆς Συνοδικῆς Ἐπιστολῆς σαφῶς ἀνήκει σέ περίοδο πρό τῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, οἱ δέ δομικές ὁμοιότητές του μέ τό Σύμβολο ἐπιτρέπουν συσχετισμούς, πού ὀφείλονται ἀναμφισβήτητα στήν παρουσία τοῦ Eὐσταθίου Ἀντιοχείας. Στή Συνοδική Ἐπιστολή ὑπάρχει ἀναφορά στήν ἄρνηση τῶν Θεόδοτος Λαοδικείας, Ναρκίσσου Νερωνεάδος καί Eὐσεβίου Καισαρείας νά καταδικάσουν τόν Ἄρειο καί γι’ αὐτό οἱ ἐπίσκοποι τῆς συνόδου διέκοψαν τήν “κοινωνία” μ’ αὐτούς– πρώτιστα ἐννοεῖται εὐχαριστιακή κοινωνία– “ὅθεν τοσοῦτον σκληρυνθέντων αὐτῶν καὶ οὐκ αἰδεσθέντων τήν ἁγίαν σύνοδον ταῦτα παραιτουμένην καὶ δυσωπουμένην, κεκρίκαμεν πάντες ἡμεῖς οἱ ἐν τῇ συνόδῳ συλλειτουργοὶ μὴ κοινωνεῖν τούτοις μηδὲ ἀξίους αὐτούς εἶναι κοινωνίας διὰ τὴν πίστιν αὐτῶν ἀλλοτρίαν οὖσαν τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας. καὶ ἵνα εἰδῇς γράφομέν σοι, ὅπως καὶ σύ φυλάττῃ ἀπό τῆς πρὸς αὐτοὺς ἢ δέχεσθαι παρ’ αὐτῶν ἐπιστολὰς κοινωνικάς” (E. SEEBERG, αὐτ. σ. 12). Πρβλ. ἐπίσης H. G. OPITZ, Athamasius Werke, μν. ἔργ. σ. 41. Ἐπίσης F. L. CROSS, “The council of Antioch in 324AD”, ἐν ChQR 128(1939), σσ. 49-76. H. CHADWICK, “Ossius of Cordova and the Presidency of the Council of Antioch(325)”, ἐν JThSt 9(1958), σσ. 292-304. J. N. D. KELLY, μν. ἔργ. σσ. 208-211. D. L. HOLLAND, “Die Synode von Antiochen (324/25) und ihre Bedeutung für Eusebius von Caesarea und das Konzil von Nicäa", ἐν ZK 81(1970), σσ. 163-181. L. ABRAMOWSKI, “Die Synode von Antiochen 324/25 und ihr Symbol”, ἐν ZK 86(1975), σσ. 356-366. J. R. NYMAN, “The Synod at Antioch (324-325) and the Council of Nicaea”, ἐν SP 4(1961), σσ. 483-489. Πάντως δέν ἔχει μελετηθῆ ἐπαρκῶς ἡ ἐννοιολογική ἑνότητα τοῦ Συμβόλου τῆς συνόδου τῆς Ἀντιοχείας τοῦ 325 σέ συσχετισμό πρός τό βαπτιστήριο Σύμβολο τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας. Βλ. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά..., μν. ἔργ., τόμ. 1, σσ. 66-67, ὁ ὁποῖος δημοσιεύει τήν πληρέστερη ἀποκατασθεῖσα μορφή αὐτοῦ τοῦ βαπτιστηρίου Συμβόλου. Πρβλ καί J. N. D. KELLY, Early Christian Creeds, London 19723, σσ. 184 -186.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου