Θεολογικὲς προϋποθέσεις τῆς ἑρμηνευτικῆς στὸ ἔργο τοῦ π. Ἰωάννη
Ρωμανίδη
Πρὶν σαράντα ἀκριβῶς χρόνια τέτοια πάλι ἐποχὴ στὴ
Θεσσαλονίκη στὴν αἴθουσα 14, μὲ τὰ
παράθυρα ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Λαογραφικὸ Μουσεῖο καὶ Ἀρχεῖο, ὅπου ἐργαζόμουν, τοῦ
Κεντρικοῦ Κτιρίου τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς, ὅπου στεγαζόταν καὶ τὸ πλεῖστον τῶν
δραστηριοτήτων τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς εἰσῆλθα νὰ παρακολουθήσω, περίπου ὡς
«κατάσκοπος», τὴ διδασκαλία τῶν μαθημάτων τῶν θεολόγων, φοιτήτρια στὸ Γ´ ἔτος τῆς
Φιλοσοφικῆς Σχολῆς. Ἤδη εἶχα ἐπιλέξει νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὸ Corpus τῶν Ἑρμητικῶν
κειμένων, μιὰ συλλογὴ θεουργικῶν κειμένων μὲ ἑρμηνευτικὲς ἀναφορὲς στὰ δρώμενα
τῶν θρησκειῶν τοῦ Ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου. Λέω ὡς «κατάσκοπος», γιατὶ ἡ ὑποδομή
μου στὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἦταν στοιχειακὴ καὶ ἡ συμμετοχὴ στὴ λειτουργικὴ
πράξη ὑποτυπώδης. Ἤμουν τυχερὴ ποὺ τὸ πρῶτο θεολογικὸ μάθημα ποὺ ἄκουσα ἦταν γιὰ
τὸ περιεχόμενο τῆς Ἀπολογίας καὶ τοῦ Διαλόγου πρὸς Τρύφωνα τοῦ μάρτυρος Ἰουστίνου,
κείμενα ποὺ ἀναδύθηκαν τὴν ἴδια περίοδο ποὺ ἤδη γνώριζα, καὶ μοῦ εἶχε
δημιουργήσει τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ σύγκρουση τοῦ παλαιοῦ μὲ τὸ νέο, ποὺ εἰσερχόταν
στὴν ἱστορία τῶν λαῶν τῆς Μεσογείου μὲ μία δυναμικὴ ἀναπότρεπτη καὶ μὲ μία
δύναμη ἀφομοιωτικὴ ποὺ τὰ παλαιὰ παρήρχοντο μὲ ρυθμοὺς σαρωτικούς.
Κάπως ἔτσι μπορεῖ νὰ προσληφθεῖ ἡ παρουσία τοῦ π. Ἰωάννη
στὴ Θεσσαλονίκη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽70, ἀνατρεπτικὴ πρὸς θεολογικὲς διατυπώσεις
ποὺ φαίνονταν σὰν νὰ μὴν μποροῦν νὰ παρακολουθήσουν τὸ κοινωνικὸ γίγνεσθαι, σὰ
νὰ ἔβγαιναν ἀπὸ μία μακρὰ περίοδο στερεοτύπων, τὰ ὁποῖα ἦταν περισσότερο
κακέκτυπες ἀπομιμήσεις παρὰ παγιωμένες καὶ ἀποσαφηνισμένες ἀπαντήσεις σὲ ἐρωτήματα
ποὺ εἶχαν τεθεῖ ἀπὸ τὴ ζώσα ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα.
Ὁ π. Ἰωάννης εἰσῆλθε
στὴ ζωὴ τοῦ ΑΠΘ, καὶ ὄχι μόνο, μὲ μία φρεσκάδα καὶ ρωμαλεότητα σκέψης, ποὺ
ξάφνιασε καὶ τάραξε τὴν ἐπίπλαστη ἠρεμία μιᾶς κοινωνίας ποὺ ἦταν ἕτοιμη, ὡστόσο,
νὰ φέρει στὸ προσκήνιο λανθάνουσες κοινωνικὲς δυνάμεις, καινούργιους ἐκφραστικοὺς
τρόπους μὲ την υἱοθέτηση τῆς δημοτικῆς γλώσσας στὴν ἀκαδημαϊκὴ ζωὴ καὶ μὲ ἐπὶ
θύραις τὴν ἀνανέωση τῶν μακροχρόνιων θεσμοθετήσεων ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Πανεπιστημίου.
Ὁ ἴδιος προερχόμενος ἀπὸ ἕνα κόσμο προωθημένης τεχνολογίας, διαλόγου μεταξὺ τῶν
ἐπιστημῶν, ἀμφισβήτησης τῶν ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν, γνώστης τῶν θεολογικῶν
ρευμάτων Ευρώπης καὶ Αγγλοσαξωνικοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ τῆς διασπορᾶς τῶν Ὀρθοδόξων,
κοσμοπολίτης καὶ κυνηγός τῆς νηπτικῆς πράξης ἔχει ὡς κέντρο τοῦ θεολογικοῦ του
προβληματισμοῦ τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο καὶ τὴν πορεία του μέσα στὴν ἱστορία. Δὲν
εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα ἄρθρα του δημοσιεύεται σὲ συνέχεια
στα 1955-56 στὸ
St. Vladimir's Seminary Quarterl μὲ τίτλο
Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα κατὰ τὸν Ἀπόστολο
Παῦλο, (Original Sin according to St. Paul), ποὺ θα το μεταφράσει ἀργότερα
ὁ μακαριστὸς καθηγητὴς Σάββας Ἀγουρίδης
,
στὴ Νέα Σιών, ἐνῶ καὶ ἡ διδακτορική του διατριβή, ποὺ εἶχε ὑποβληθεῖ στὴ
Θεολογικὴ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν, φέρει τὸν τίτλο
Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα.
Γιὰ τὸ
θέμα ἔχουν γραφεῖ (καὶ γράφονται) ἄπειρα ἄρθρα, διατριβὲς καὶ αὐτοτελεῖς
μελέτες, ὅμως γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία, καὶ στὴ συνέχεια γιὰ τὸ διαχριστιανικὸ
διάλογο, τὸ ἄρθρο τοῦ π. Ρωμανίδη ἐκφεύγει ἀπὸ ἀπὸ τὴν ἀντίθεση Θεὸς-ἄνθρωπος, ἀπὸ
τὸ ἐρώτημα, ἂν δηλ. τὸ θέμα τῆς σωτηρίας προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος
τὴν «ὑπομένει» κατὰ προορισμὸ καὶ ὁλικὴ σύνθλιψη, ἤ, ἂν αὐτὴ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ
νομοτέλεια τῶν καλῶν ἔργων, μιᾶς διαδικασίας δηλ. ἄκρως ἐλεγχόμενης, ποὺ ἔχει ὡς
ἀποτέλεσμα τὴ δικαίωση, ὁπότε πρωταγωνιστὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ ὄχι ὁ Θεός.
Ὁ π. Ἰωάννης
φαίνεται ὅτι εἶχε διαμορφώσει πολὺ νωρίς, ἀπὸ τὰ πρῶτα γραπτά του μία βασικὴ ἀρχή,
ποὺ διέπει τὴν ἑρμηνευτική του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἑνώνοντας τὸ λόγο τῆς
δημιουργίας μὲ τὰ ἔσχατα, τὴ διήγηση τῆς Γενέσεως
καὶ τὸ λόγο τῆς θεώσεως καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἑρμηνευτική,
δομημένη στὴ μαρτυρία τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος ἁγίων καὶ ἑνὸς λόγου ποὺ μένει στὴν ἑνότητα
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου ὑπὸ τὴ διακράτηση τῆς ἀκτίστου χάριτος τοῦ ἀποκαλυπτόμενου
Θεοῦ ἐν δυνάμει καὶ δόξη. Σ᾽ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ὁ ἄνθρωπος ἀναμετρᾶται προσκαίρως ὄχι
μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ μὲ τὶς ἀντίθεες δυνάμεις,ἐνῶ βρίσκεται συνεχῶς σὲ πορεία ἀποδοχῆς
τοῦ ἀρχικοῦ δώρου τῆς ἀκτίστου χάριτος.
Μὲ τον
π. Ἰωάννη ὁ θεολογικὸς λόγος ἀποδομεῖται κατὰ τὴ συστηματικὴ ἐξωτερικὴ
διαρρύθμιση, ποὺ μπορεῖ νὰ εἰσάγει τὸν ἀτομικὸ αὐτοσχεδιασμὸ καὶ τὴν προσωπικὴ
αὐθαιρεσία, ἢ ἀκόμη τὸ θρησκευτικὸ βίωμα μιᾶς ψυχολογικῆς ἀνάγκης ἢ
παρέκκλισης. Ἀπαιτεῖται ὁ στηριγμὸς τῶν ἁγίων, εἴτε ὡς πράξη βίου εἴτε ὡς
κειμενικὴ τεκμηρίωση μὲ κριτήριο τὸν ἔλεγχο ἀπὸ τὴ συνοδικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας,
ὅπως καρποφορεῖ στὴ λατρεύουσα κοινότητα στὴ συγκεκριμένη ἐποχὴ καὶ στὸ
συγκεκριμένο περιβάλλον. Πρόκειται γιὰ τὴ σύνθεση πράξης καὶ θεωρίας, νήψης καὶ
καταγραφῆς σὲ ἁρμονία μὲ τὴ λειτουργικὴ πράξη καὶ μαρτυρία. Μ᾽ αὐτὴ τὴν ἑνοποιητικὴ
ματιὰ ὁ θεολογικὸς λόγος ἀπαιτεῖται νὰ ἔχει ἄμεση ἀντιστοίχηση στὴ μαρτυρία τῆς
ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας ἐν συνόδω, πράξη τε καὶ θεωρία, ὡς θεωτικὴ ἐμπειρία
καὶ ὁμολογία, ἀπαγορευομένης τῆς φιλαρέσκειας τοῦ ἰδιωτικοῦ λόγου. Μία τέτοια θεολογία εἶναι ἐφαρμοσμένη ἐπιστήμη,
μὲ τὸν ἔλεγχο τῆς μετανοίας καὶ τὴν παρηγορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ κρίνει πᾶν
ἔργον ἀνθρώπου.
Ἐκκινώντας,
λοιπόν, ὁ π. Ἰωάννης ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἑρμηνεύει τὸν ἀποδεικτικὸ λόγο τῶν
Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων εἴτε μὲ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὶς διατυπώσεις τῶν
Πατέρων τῆς Α´καὶ Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἴτε μὲ τὴν ἀνατροπὴ τῶν Λατινικῶν
παρεκκλίσεων κατὰ τὴν Ὄγδοη Οἰκουμενική, ἢ τὴ Σύνοδο τοῦ 1351, ἢ ἐμμένοντας σὲ
καιροὺς θεολογικῆς δυστοκίας στὸν παραβολικὸ λόγο τῆς λειτουργικῆς πράξης καὶ
τοῦ ἰδιασμοῦ τῆς νήψεως. Σὲ καμία ὅμως περίπτωση δὲν ἀποδέχεται τὸ θεολογικὸ αὐτοσχεδιασμὸ
καὶ μία χαώδη καὶ ἐκτὸς ἱστορικοῦ ἢ γραμματολογικοῦ πλαισίου χρήση τῆς θεολογικῆς
ὁρολογίας, τὴν αὐθαίρετη μεταφορὰ μιᾶς ἔξωθεν ὁρολογίας, ἄνευ κρίσεως τῶν κοινῶν
ἐννοιῶν στὴ θεολογία καὶ τὴν ἀποσάθρωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος. Εἶναι
χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἡ κριτική του ἐναντίον τῆς προσεγγίσεως τῆς Ἁγίας
Γραφῆς ἀπὸ τοὺς σύγχρονους βιβλικοὺς θεολόγους, ποὺ κάνουν ἅλμα χρονικὸ εἴκοσι
σχεδὸν αἰώνων, ἐμμένοντες σὲ μία ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἐκκλησιαστικὴ
συνέχεια ἑρμηνεία.
Μὲ τὴν εὐκαιρία
τῆς παρούσας σύντομης κατάθεσης, θέλω νὰ εὐχαριστήσω τὸ Σεβασμιώτατο
Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο γιὰ τὴ φιλοξενία λόγου ἀλλὰ κυρίως γιατὶ κρατᾶ
τὰ θεολογικὰ βήματα τοῦ κοινοῦ μας δασκάλου καὶ δημιουργικοῦ θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας
μας μακαριστοῦ πατρὸς Ἰωάννη.
.
J. S. Romanides, St. Vladimir's Seminary Quarterly, 4:1 -2, 1955-6.