ELLENOPHONIA

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Άννα Παναγιωταρέα, Ο νόμος-κουρελού της κ. Α.Διαμαντοπούλου 26/2/12

Aristotle University

Blog της Άννας Παναγιωταρέα και των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών της, στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Ο νόμος-κουρελού της κ. Α.Διαμαντοπούλου 26/2/12

Για λόγους προσωπικής ευαισθησίας αποφεύγω να αναφέρομαι τακτικά σε  όσα  συμβαίνουν στο Πανεπιστήμιο, επί υπουργίας  Α.Διαμαντοπούλου.  Όμως όσο περνά ο καιρός και η κ. υπουργός εξακολουθεί  να  επιβάλει τις απόψεις του ταλαίπωρου Πανάρετου, αφαιρούνται και οι δικές μου δικαιολογίες. Ενας λόγος περισσότερος όταν παιδιά που θέλουν να σπουδάσουν αλλά η οικογένεια τους δεν έχει χρήματα, θα βρεθούν στο περιθώριο.  Για παράδειγμα:Στο Πανεπιστήμιο χιλιάδες  φοιτητές σιτίζονται  στην λέσχη. Αν κλείσει, όπως θέλει η κ. Διαμαντοπούλου,  θα πρέπει να καταφύγουν  στα συσσίτια της πιο κοντινής ενορίας. Στο Πανεπιστήμιο  χιλιάδες φοιτητές για να εξοικονομήσουν  τα απολύτως αναγκαία εργάζονται σε σπίτια πλένοντας και σιδερώνοντας, σε αγρούς, σε ξενοδοχεία, στα μπάρ. Είναι οι τυχεροί γιατί η κ. Διαμαντοπούλου σκέφτεται καταργήσει τις Εστίες, όπου καταφεύγουν οι μη έχοντες. Φαίνεται ότι εκείνη δεν σπούδασε,  όπως πολλοί από μας, δουλεύοντας σκληρά…
Για το Πανεπιστήμιο το Υπουργείο Παιδείας ανέλαβε εργολαβικά-και με το αζημίωτο!- εκστρατεία κατασυκοφάντησης. Το ρεφραίν: «Οι καθηγητές  πληρώνονται πλουσιοπάροχα, ελάχιστα εργαζόμενοι». Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα οι καθηγητές υποστηρίζουν την δουλειά τους και δυσκολότερα  θα πούνότι πένονται. Δεν υπερασπίζονται τη δουλειά τους γιατί αυτό που μετράει είναι η αναγνώριση στα μάτια των φοιτητών τους και της ακαδημαϊκής κοινότητας. Δεν μιλούν για τον μισθό τους γιατί ντρέπονται: Ο μισθός του λέκτορα δεν ξεπερνά τα 900 ευρώ και του καθηγητή- με 35 χρόνια προϋπηρεσία- τις 2.500. Δεν  δόθηκε επί μία δεκαετία ούτε ένα ευρώ αύξηση.Εχει κατακρεουργηθεί η μισθοδοσία τους χωρίς να λαμβάνονται  τα τυπικά και  ουσιαστικά προσόντα, οι πέντε αλλεπάλληλες αξιολογήσεις  για  την ανέλιξη στις βαθμίδες, οι άπειρες ώρες προετοιμασίας, διδασκαλίας, έρευνας και εργαστηρίων που απαιτούνται. Το να πετάμε την πέτρα του αναθέματος είναι εύκολο, αν όχι ανακουφιστικό.  Όμως, το να αναγνωρίζει η πολιτεία την προσφορά τους στο μέλλον της χώρας είναι το αναγκαίο.
Και σα να μην φτάνει ότι το Υπουργείο δεν στέλνει ούτε τα λειτουργικά έξοδα του Πανεπιστημίου-πχ. αίθουσες παγωμένες γιατί δεν υπάρχουν χρήματα για  πετρέλαιο…-έχει βαλθεί να εξοντώσει και την εσωτερική συνοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας προσπαθώντας να επιβάλλει ένα νόμο εκ γενετής  ανάπηρο. Κι όμως πρώτοι οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι απαιτούν τον εκσυγχρονισμό του Πανεπιστήμιου. Αυτόν η κ. Διαμαντοπούλου τον εννοεί ως «copy-paste” καναδέζικων προτύπων που προσκόμισε  ο μοιραίος Πανάρετος, από τα ταξίδια του. Η συζήτηση είναι ατέρμονη και δεν είναι τη στιγμής. Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, έντιμος ακαδημαϊκός δάσκαλος, με εμπειρία και πολύχρονη  επιστημονική  ενασχόληση δεν πρέπει να επωμιστεί τη ναυαγιαίρεση της κ. Διαμαντοπούλου,  ούτε και να αναλάβει το κόστος των μεγάλων λαθών της πείσμονος υπουργού. Ας  θυμηθεί  τι   δίδαξε  ο μεγάλος Κων. Καραμανλής: Εδωσε εντολή στον Γιάννη Βαρβιτσιώτη, υπουργό Παιδείας  και ανήγγειλε -από τηλεοράσεως- ότι ο νόμος 815/79  δεν ισχύει. Ψηφισμένος νόμος ήταν και  με συντριπτική πλειοψηφία. Τη στιγμή που η κοινωνία  βρίσκεται  σε αναβρασμό, πρωτίστως στο Πανεπιστήμιο πρέπει να επέλθει ηρεμία. Και μετά υπάρχει ο χρόνος για πραγματική μεταρρύθμιση. Όχι για  την «κουρελού», που θέλει εδώ και τώρα να επιβάλλει η κ. Διαμαντοπούλου.
Α.Π

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Δ. Λιάλιου, Μεταφορά πίστωσης













Θεσσαλονίκη, 20 Φεβρουαρίου 2012


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ



Αριθμ. Πρωτ.  20950










ΘΕΜΑ: Μεταφορά πίστωσης για διορισμό σε θέση Δ.Ε.Π.

ΣΧΕΤ.: Το με αριθμό Φ.122.1/36/15530/Β2/14-2-2012 έγγραφο σας.


ΠΡΟΣ
Το Υπουργείο Παιδείας,
Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων
Διεύθυνση Προσωπικού
Ανωτάτης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης 
Τμήμα Α΄ Ανώτερου Διδακτικού
Προσωπικού
Αν. Παπανδρέου 37, Μαρούσι
15180, Αθήνα



Παρακαλούμε, η δυνατότητα μεταφοράς πίστωσης που παρέχεται σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο ανωτέρω σχετικό σας έγγραφο σε όσους υπηρετούν ως μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και έχουν εκλεγεί σε θέση Δ.Ε.Π., προκειμένου να μην καθυστερεί ο διορισμός τους λόγω μη διάθεσης πίστωσης, να επεκταθεί και σε όσους είναι διορισμένοι στο Δημόσιο με άλλες σχέσεις εργασίας όπως: Σε μέλη Δ.Ε.Π. που είναι διορισμένα σε χαμηλότερη βαθμίδα ή σε άλλο Α.Ε.Ι., σε αντίστοιχες θέσεις σε Τ.Ε.Ι., σε βοηθούς, επιμελητές και επιστημονικούς συνεργάτες, σε θέση Ε.Τ.Ε.Π., Ε.Ε.ΔΙ.Π., σε διδάσκοντες Ξένης Γλώσσας, σε αντίστοιχες θέσεις σε Τ.Ε.Ι., σε διοικητικούς υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού Δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), καθώς και σε εκπαιδευτικούς Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Με τη δυνατότητα αυτή μεταφέρεται η πίστωση και ως εκ τούτου δεν αυξάνεται ο συνολικός αριθμός των υπηρετούντων στο δημόσιο τομέα.
                          

                  
                          Με εκτίμηση
                      Η Αντιπρύτανις


                   ΔΕΣΠΩ ΑΘ. ΛΙΑΛΙΟΥ
               Καθηγήτρια Τμ. Ποιμαντικής
                και Κοινωνικής Θεολογίας

ΑΠΘ, Συγκλητική Επιτροπή, Διερεύνηση προβλημάτων ν. 4009/2012

AΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ  ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ  ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Επιτροπή της Συγκλήτου του Α.Π.Θ. (Συνεδρίαση Συγκλήτου 2842/14.12.2011)
για τη διερεύνηση προβλημάτων και δυσλειτουργιών
κατά την εφαρμογή του ν.4009/2012
με στόχο την υποβολή προτάσεων, για τη βελτίωση της κατάστασης.
Ν. Παρασκευόπουλος, Κοσμήτορας Σχολής ΝΟΠΕ, ως Πρόεδρος,
Σπ. Παυλίδης, Κοσμήτορας Σχολής Θετικών Επιστημών,
Χρ. Αναγνωστόπουλος, Πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών,
Αλ. Γαρύφαλλος, αναπληρωτής Πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής,
Α. Γιαννακουδάκης, Πρόεδρος του Τμήματος Χημείας,
Γ. Δέλλιος, εκπρόσωπος της βαθμίδας του αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Νομικής,
Δ. Κωβαίος, Πρόεδρος της Γεωπονικής Σχολής και
Ι. Μουρέλος, Πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ / ΑΣΥΛΟ (άρθρο 3§2)
Πρόβλημα
Η παράγραφος 2 του άρθρου 3 του Ν. 4009/2011 είναι περιττή. Η εφαρμογή της κοινής νομοθεσίας για τις αξιόποινες πράξεις στους χώρους των ΑΕΙ όπως και σε όλους τους χώρους της Ελληνικής Επικράτειας είναι αυτονόητη και ποτέ δεν αμφισβητήθηκε. Άλλο θέμα η επέμβαση ή ο περιορισμός της αστυνομικής επέμβασης στους χώρους των ΑΕΙ χωρίς άδεια ακαδημαϊκού οργάνου, θεσμοί και φαινόμενα που στο παρελθόν έχουν συνδεθεί με καταχρήσεις.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Κατά τη γνώμη που επικράτησε, η παράγραφος 2 του άρθρου 3 του Ν. 4009/2011 θα πρέπει να αντικατασταθεί ως εξής: «Η επέμβαση της Αστυνομίας στους χώρους των ΑΕΙ σε περίπτωση τέλεσης κακουργημάτων ή πλημμελημάτων κατά της ζωής χωρεί κατά την κοινή νομοθεσία. Στις λοιπές περιπτώσεις απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Πρύτανη. Σε κάθε περίπτωση το Πανεπιστήμιο έχει ευθύνη φύλαξης των χώρων του. Στις αξιόποινες πράξεις που τελούνται εκεί εφαρμόζεται η κoινή νομοθεσία».
Αιτιολογία
Η προτεινόμενη ρύθμιση εξειδικεύει το συνταγματικά κατοχυρωμένο καθεστώς της ακαδημαϊκής ελευθερίας, εξαρτώντας τη δυνατότητα αστυνομικής παρέμβασης σε περίπτωση τέλεσης ελαφρών συγκριτικά αξιόποινων πράξεων από γνώμη του Πρύτανη, πάγια ή κατά περίπτωση.
Εναλλακτική πρόταση
Κατά τη γνώμη ενός μέλους της επιτροπής, στην προτεινόμενη ρύθμιση δεν ενδείκνυται να περιλαμβάνονται οι λέξεις «κατά της ζωής», δηλαδή η σύμφωνη γνώμη του Πρύτανη θα πρέπει να απαιτείται μόνον επί πταισμάτων. Και τούτο, με το σκεπτικό ότι και τα λοιπά πλημμελήματα (λ.χ. σωματική βλάβη, παράνομη κατακράτηση, παράνομη βία) προσβάλλουν καίρια υψηλής αξίας έννομα αγαθά του ανθρώπου, εξίσου συνταγματικά κατοχυρωμένα, η θυσία της αποτελεσματικής προστασίας των οποίων δεν αντισταθμίζεται από το ενδεχόμενο υπέρβασης των ενδεδειγμένων ορίων δράσης των οργάνων της Πολιτείας κατά την παροχή νόμιμης προστασίας στο θύμα.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

 ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΕΙ (άρθρο 5)
Πρόβλημα
Κατά  τις προβλέψεις του άρθρου 5 ο Οργανισμός των ΑΕΙ έχει κανονιστική ισχύ. Επομένως η σημασία του είναι καθοριστική για το παρόν και το μέλλον των ελληνικών πανεπιστημίων. Στην κανονιστική του εμβέλεια ανήκουν και θέματα οργανωτικής δομής και λειτουργίας των ιδρυμάτων, τα οποία με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς ρυθμίζονταν από τον ίδιο το νόμο, όπως οι προϋποθέσεις και τα ειδικά προσόντα για την εκλογή σε θέση καθηγητή, η διάρκεια των σπουδών κ.λπ. Ο Οργανισμός κατά το άρθρο 5 παρ. 1 εγκρίνεται με Προεδρικό διάταγμα εκδιδόμενο με πρόταση αρμόδιων  Υπουργείων, ύστερα από πρόταση του Πρύτανη μετά από γνώμη της Συγκλήτου και έγκριση του Συμβουλίου. Σύμφωνα με τα παραπάνω, τις προϋποθέσεις για την εκλογή  καθηγητή, πέραν του διδακτορικού και της συνάφειας του γνωστικού αντικειμένου, τις ορίζουν με τον Οργανισμό τους ως εσωτερικό τους θέμα τα πανεπιστήμια της χώρας. Η ανομοιομορφία και ανισοδυναμία προσόντων, που φυσιολογικά θα προκύψουν, συνεπάγονται τη δυνατότητα καθηγητές εκλεγμένοι με λιγότερα τυπικά προσόντα να καλούνται ως εκλέκτορες σε πανεπιστήμια που κατά τον Οργανισμό τους προϋποθέτουν υψηλότερα προσόντα, άρα να αξιολογούν καθηγητές τυπικά κατώτερης μεν βαθμίδας, αλλά με καθεστώς που απαιτεί περισσότερα ακαδημαϊκά προσόντα από αυτά που διαθέτουν οι ίδιοι. Γενικό πρόβλημα συνιστά επίσης ο καθορισμός αρμοδιοτήτων και έργων, όπως η ίδρυση σχολής μεταπτυχιακής ή δια βίου εκπαίδευσης, από τον Οργανισμό ο οποίος υπόκειται στην έγκριση του κατά το άρθρο 8 Συμβουλίου, οργάνου δηλαδή στο οποίο μπορούν να συμμετέχουν άτομα με ανεπαρκή ή και ανύπαρκτα ακαδημαϊκά προσόντα.
Προτεινόμενη ρύθμιση
O Οργανισμός των ΑΕΙ πρέπει να διαμορφώνεται και να αποφασίζεται από τις Συγκλήτους των Ιδρυμάτων. Από το κανονιστικό του πεδίο θα πρέπει να αφαιρεθούν οι βασικοί ουσιαστικοί και διαδικαστικοί όροι για την εκλογή και εξέλιξη των καθηγητών, οι οποίοι θα πρέπει να ορίζονται από τον νομοθέτη.
Αιτιολογία
Ο ενιαίος νομοθετικός καθορισμός των τυπικών προσόντων για τις καθηγητικές βαθμίδες εγγυάται ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοκρατίας στην παρεχόμενη εκπαίδευση και στην έρευνα. Ο Οργανισμός μπορεί να προβλέπει πέραν των ενιαίων βασικών, ουσιαστικούς ή διαδικαστικούς όρους που εξειδικεύουν αλλά δεν αναιρούν τους βασικούς. Εξάλλου η ανάθεση της ευθύνης για σύνταξη και απόφαση του Οργανισμού σε ένα συλλογικό όργανο με ακραιφνή ακαδημαϊκό χαρακτήρα, όπως η Σύγκλητος, κατοχυρώνει τα ακαδημαϊκά του χαρακτηριστικά.
Εναλλακτική πρόταση
Ένα από τα μέλη της επιτροπής συμφωνεί με την ανάγκη ενιαίου καθορισμού στο νόμο των προσόντων και της διαδικασίας επιλογής και εξέλιξης των καθηγητών για όλα τα ΑΕΙ (άρθρ. 5§2ε-στ), θεωρεί όμως ότι κατά τα λοιπά το άρθρο 5 μπορεί να παραμείνει ως έχει, με τη διαφορά ότι στην §1 θα πρέπει να επέλθει μεταβολή έτσι ώστε ο Οργανισμός αυτός –καθώς και ο Εσωτερικός Κανονισμός του ιδρύματος(άρθρο 6)- να εγκρίνεται από την 9μελή/7μελή σύνθεση του Συμβουλίου, αποτελούμενη μόνον από τα εσωτερικά μέλη (βλ. π.κ. κεφ. Δ΄ υπό Ι, 4), ύστερα από πρόταση του Πρύτανη που θα πρέπει να διατυπώνεται μετά από «σύμφωνη» -και όχι απλή- γνώμη της Συγκλήτου (βλ. π.κ. κεφ. Δ΄ υπό Ι 4).


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄: ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΕΙ

Ι. ΤΜΗΜΑΤΑ – ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ (άρθρο 7§§1-2)
Πρόβλημα
 Εντελώς ασαφής είναι η διάκριση μεταξύ Τμήματος και Προγράμματος Σπουδών (άρθρο 7 παρ. 2) καθώς και η διάκριση των αρμοδιοτήτων τους. Ακόμη, σοβαρό λειτουργικό πρόβλημα ανακύπτει με την πλήρη αποκοπή  του Τμήματος από την ακαδημαϊκή και διοικητική λειτουργία, αφού κατά το νόμο ως «βασική ακαδημαϊκή και διοικητική μονάδα» ορίζεται πλέον η Σχολή (άρθρο 7§1), ενώ το Τμήμα, αυτό που εκπροσωπεί μια ολόκληρη αυτοτελή επιστήμη και φέρει το κύριο βάρος της επιστημονικής έρευνας, χαρακτηρίζεται απλώς ως «βασική εκπαιδευτική μονάδα» (άρθρο 7§2). Τέλος, ενώ «το τμήμα αποτελεί τη βασική εκπαιδευτική μονάδα», ταυτόχρονα ορίζεται ότι αυτό «αποτελείται από το σύνολο των καθηγητών της σχολής που διδάσκουν σε ένα πρόγραμμα σπουδών» (άρθρο 7§2). Αναπάντητο μένει έτσι το ερώτημα για τους διδάσκοντες από άλλες σχολές και τμήματα, δηλαδή καθηγητές που διδάσκουν σε περισσότερα του ενός προγράμματα σπουδών. Σε ποιο Τμήμα ανήκουν; Μετέχουν στις Συνελεύσεις περισσοτέρων Τμημάτων;
Προτεινόμενη ρύθμιση
Κατά την ομόφωνη άποψη της επιτροπής, η ίδια η φύση των πραγμάτων αναδεικνύει ως βασική ακαδημαϊκή μονάδα το Τμήμα, το οποίο, πέραν των εκπαιδευτικών, θα πρέπει να έχει και σαφείς ακαδημαϊκές και διοικητικές αρμοδιότητες, καθοριζόμενες από το νόμο και εξειδικευόμενες από τον Οργανισμό και τον Εσωτερικό Κανονισμό του ιδρύματος. Η Συνέλευση του Τμήματος θα πρέπει να έχει καθοριστική γνώμη για το Πρόγραμμα Σπουδών και για τη συγκρότηση των επιτροπών επιλογής ή κρίσης των διδασκόντων στο γνωστικό πεδίο της αντίστοιχης Επιστήμης. Το Τμήμα δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με ένα Πρόγραμμα Σπουδών, αλλά θα πρέπει να μπορεί να προτείνει τη συγκρότηση περισσοτέρων του ενός Προγραμμάτων, είτε μόνο του είτε σε σύμπραξη με άλλα Τμήματα. Για την αποφυγή υπερβολών ή επικαλύψεων την τελική έγκριση θα πρέπει να δίνει ή Σύγκλητος. Η Συνέλευση του Τμήματος θα πρέπει να λειτουργεί με ειδική σύνθεση, όταν συζητούνται θέματα τυχόν επιμέρους Προγραμμάτων Σπουδών. Στη σύνθεση αυτή θα πρέπει να μετέχει το σύνολο των διδασκόντων στο αντίστοιχο Πρόγραμμα Σπουδών.
Αιτιολογία
 Το Τμήμα αποτελεί τη βασική ακαδημαϊκή μονάδα, διότι αντιστοιχεί σε μια αναγνωρισμένη, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, αυτοτελή Επιστήμη.
ΙΙ. ΓΝΩΜΗ ΣΥΓΚΛΗΤΟΥ (άρθρο 7§1)
Πρόβλημα
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 για τα Προγράμματα Σπουδών ζητείται απλή γνώμη της Συγκλήτου, ενώ η έγκριση τους ανατίθεται στο Συμβούλιο.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Κατά την ομόφωνη άποψη της Επιτροπής προτείνεται να διατυπωθεί η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 7 ως εξής:  «….Τα προγράμματα σπουδών οργανώνονται ή καταργούνται με απόφαση του πρύτανη, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση της κοσμητείας και σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου….»
Αιτιολογία
Κρίνεται ότι για ένα τόσο σημαντικό θέμα, που αφορά τον πυρήνα της ακαδημαϊκής λειτουργίας, είναι απαραίτητη η σύμφωνη γνώμη και όχι μόνο μια απλή έκφραση γνώμης της Συγκλήτου. Διότι μόνον η Σύγκλητος, το μοναδικό  όργανο του ιδρύματος στο οποίο εκπροσωπούνται όλοι οι επιστημονικοί κλάδοι, είναι σε θέση να διαγνώσει και να αποτρέψει υπερβολές και επικαλύψεις ύλης αλλά και να αντισταθεί, με πειστικά επιχειρήματα, στο όποιο ενδεχόμενο αντιεπιστημονικής απόρριψης ενός γνωσιολογικά εύλογου και εκπαιδευτικά αναγκαίου Προγράμματος Σπουδών.
ΙΙΙ. ΣΧΟΛΕΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (άρθρο 7§4)
Πρόβλημα
Είναι γεγονός ότι η εξάρτηση των Μεταπτυχιακών Σπουδών από το Τμήμα και η αντιστοίχησή τους προς τα Προπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών είχε οδηγήσει σε κάποιες περιπτώσεις σε υπερβολικές εξειδικεύσεις, στεγανά και προβλήματα κατά τον προσδιορισμό των αντικειμένων έρευνας και διδασκαλίας. Ωστόσο, εξίσου ακραία φαίνεται και η επιχειρούμενη στο νέο νόμο πλήρης αποσύνδεση των μεταπτυχιακών σπουδών από το προπτυχιακό επίπεδο, με την ανάθεσή τους σε μία ή περισσότερες ξεχωριστές Σχολές Μεταπτυχιακών Σπουδών. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε τεράστιες νέες υποδομές σε προσωπικό, κτίρια, μέσα και οργάνωση, υποδομές που δεν υπάρχει προοπτική να δημιουργηθούν στο ορατό μέλλον, άρα είναι βέβαιο ότι θα θέσει σε κίνδυνο αυτή τούτη τη δυνατότητα πραγματοποίησης μεταπτυχιακών σπουδών, προκαλώντας σοβαρά λειτουργικά προβλήματα και γραφειοκρατικές επιπλοκές.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Κατά την ομόφωνη απόφαση της Επιτροπής, ενδιάμεση λύση, που αποφεύγει τα στεγανά χωρίς να χάνει την επαφή με τις υφιστάμενες ακαδημαϊκές μονάδες και την πολύτιμη υποδομή τους, αποτελεί η ίδρυση Τμήματος Μεταπτυχιακών Σπουδών ανά Σχολή. Παράλληλα θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα ίδρυσης διασχολικών μεταπτυχιακών προγραμμάτων, μετά από προγραμματική συμφωνία μεταξύ περισσοτέρων Σχολών, που θα εγκρίνεται από τη Σύγκλητο και θα καθορίζει τον τρόπο διοίκησης και λειτουργίας τους.
ΙV. ΙΔΡΥΣΗ-ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ-ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΣΧΟΛΩΝ (άρθρο 7§§6-7) 
Πρόβλημα
Δεν διασφαλίζεται επαρκώς η δεσπόζουσα σημασία των ακαδημαϊκών κριτηρίων κατά τη λήψη απόφασης για ίδρυση, συγχώνευση, κατάτμηση, μετονομασία ή κατάργηση Σχολών.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Κατά την ομόφωνη άποψη της Επιτροπής, προτείνεται να διαμορφωθεί η ρύθμιση ως εξής: Άρθρ. 7§7 εδ. α΄: Η συγχώνευση, κατάτμηση ή κατάργηση Α.Ε.Ι., καθώς και η ίδρυση, συγχώνευση, κατάτμηση ή κατάργηση  σχολών, σύμφωνα με τα ανωτέρω, πρέπει να αποφασίζονται με ακαδημαϊκά κριτήρια και να είναι σύμφωνες με τις ανάγκες και δυνατότητες της εθνικής οικονομίας. Άρθρ. 7§7 εδ. β΄: Για την έκδοση των ανωτέρω προεδρικών διαταγμάτων, η πρόταση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων πρέπει να συνοδεύεται από ειδική τεκμηρίωση και, στην περίπτωση ίδρυσης, συγχώνευσης, κατάτμησης, μετονομασίας και κατάργησης Σχολών, από σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου του οικείου Ιδρύματος.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ  Δ΄: ΟΡΓΑΝΑ ΤΩΝ ΑΕΙ  ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΤΟΥΣ

Ι. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ (άρθρο 8)
Πρόβλημα
Το προβλεπόμενο από το νόμο Συμβούλιο Διοίκησης προσκρούει πολλαπλά στη συνταγματική επιταγή της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ. Το εν λόγω Συμβούλιο προβλέπεται να ασκεί κατεξοχήν διοικητικά έργα καθώς και έργα σχετικά με την εκπαιδευτική και ερευνητική πολιτική, χωρίς στη σύνθεσή του να εκπροσωπούνται οι βασικές ακαδημαϊκές δομές (Σχολές – Τμήματα). Το εκλογικό σύστημα για τα εσωτερικά μέλη αποκλείει πρακτικά την εκλογή υποψηφίων από μικρές Σχολές ή Τμήματα και καλεί στην υπερψήφιση υποψηφίων μη γνωστών άμεσα ή γνωστών μόνο από το βιογραφικό τους. Το έλλειμμα προσωπικής γνωριμίας αφήνει περιθώρια υπαγόρευσης της ψήφου από τρίτους (κομματικούς μηχανισμούς κ.λπ.). Την αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ πλήττει επίσης η συμμετοχή εξωτερικών μελών σε Συμβούλιο με διοικητικές αρμοδιότητες. Η έμμεση εκλογή των μελών αυτών από τα εσωτερικά μέλη δεν θεραπεύει το πρόβλημα, αφού δεν συνιστά σύστημα επιλεγμένο από τα ΑΕΙ για τη διοίκησή τους, αλλά επιβάλλεται αναγκαστικά παρά τη συνταγματική επιταγή της πλήρους αυτοδιοίκησης. Τέλος, με την εν λόγω ρύθμιση μετατίθεται μεγάλο ποσοστό της αποφασιστικής εξουσίας για καθαρά ακαδημαϊκές υποθέσεις σε πρόσωπα τα οποία ενδέχεται να μην έχουν καμία ακαδημαϊκή ιδιότητα ή και οποιαδήποτε σχέση με το ακαδημαϊκό έργο. Μεταξύ των θεμάτων για τα οποία καλούνται να αποφασίζουν τα πρόσωπα αυτά περιλαμβάνεται  η έγκριση του Οργανισμού και του Εσωτερικού Κανονισμού του Ιδρύματος, δηλαδή πράξεων που καθορίζουν ευθέως και λεπτομερώς την οργάνωση της ακαδημαϊκής λειτουργίας (άρθρ. 5§2α) και μάλιστα σε απολύτως εξειδικευμένα ζητήματα, όπως οι κανονισμοί λειτουργίας των κλινικών, εργαστηρίων, βιβλιοθηκών και μουσείων των Σχολών (άρθρ. 5§2γ και 6§1θ), ο καθορισμός των ειδικών προσόντων και προϋποθέσεων επιλογής και εξέλιξης των καθηγητών (άρθρ. 5§2ε), οι κανόνες δεοντολογίας των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας (άρθρ. 5§2ιδ), οι αρχές λειτουργίας και ο οδηγός των προγραμμάτων προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών (άρθρ. 5§2ιστ και 6§1α), η αλληλεξάρτηση ή ο τρόπος αναπλήρωσης των μαθημάτων (άρθρ. 5§2ιστ), η ποσοστιαία αναλογία μεταξύ υποχρεωτικών και επιλεγόμενων μαθημάτων (άρθρ. 6§1β), οι μέθοδοι αξιολόγησης της προόδου των φοιτητών και ο ειδικότερος τρόπος και η διαδικασία των εξετάσεων (άρθρ. 5§2ιστ και 6§1α) κ.ά. Ακόμη, μεταξύ των θεμάτων αυτών περιλαμβάνεται η εκλογή και παύση των Κοσμητόρων των Σχολών (άρθρ. 8§10ι), δηλαδή οργάνων που είτε ευθέως είτε μέσω της συμμετοχής τους στην Κοσμητεία έχουν –εκτός των διοικητικών- και σημαντικές αποφασιστικές αρμοδιότητες καθαρά ακαδημαϊκού χαρακτήρα (άρθρ. 9§§5-10). Ως βοηθήματα σχηματισμού κρίσης για την επιλογή των Κοσμητόρων προβλέπονται η ανοικτή ακρόαση των υποψηφίων ενώπιον της κοινότητας της Σχολής και η παράθεση των ακαδημαϊκών και διοικητικών τους προσόντων από τριμελή επιτροπή συγκέντρωσης υποψηφιοτήτων (άρθρ. 9§2β), στοιχεία που σε καμία περίπτωση δεν είναι ικανά να άρουν την έλλειψη εξειδικευμένης γνώσης και εμπειρίας των εξωτερικών μελών για συνεπή αξιολογική κατάταξη των ακαδημαϊκών και λοιπών προσόντων των υποψηφίων. Κατά συνέπεια και στις δύο περιπτώσεις (έγκριση Οργανισμού-Εσωτερικού Κανονισμού και εκλογή Κοσμητόρων) είναι βέβαιο ότι τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου δεν μπορούν, για καθαρά αντικειμενικούς λόγους, να εκπληρώσουν το έργο που τους ανατίθεται, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει ο κίνδυνος επηρεασμού τους (από κόμματα, παρατάξεις, τρίτους ή άλλα μέλη) και, πάντως, λήψης απόφασης με μη ακαδημαϊκά κριτήρια.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Το Συμβούλιο του Ιδρύματος να διατηρήσει από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 8 παρ. 10 αρμοδιότητες μόνο τις εποπτικές – ελεγκτικές  καθώς και όσες αποβλέπουν στη σύνδεση του Ιδρύματος με κοινωνικούς φορείς της ημεδαπής ή της αλλοδαπής καθώς και με τους παράγοντες της οικονομίας. Επίσης, να εγκρίνει τον οικονομικό απολογισμό του Ιδρύματος (τακτικό και επενδύσεων). Οι παράγραφοι 11-14 του ίδιου άρθρου να παραμείνουν ως έχουν. Ενόψει των παραπάνω προτεινόμενων αρμοδιοτήτων, η συμμετοχή ενός φοιτητή στη σύνθεση του Συμβουλίου αντενδείκνυται. Προτείνεται η αντικατάστασή του από ένα επιπλέον εσωτερικό μέλος (τροποποίηση άρθρου 8 παρ. 2β και κατάργηση άρθρου 8 παρ. 6).
Αιτιολογία
Η ανάθεση στο Συμβούλιο αρμοδιοτήτων διοικητικών και αποφασιστικών για τη διαμόρφωση της εκπαίδευσης και της έρευνας αντιβαίνει πρόδηλα στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ. Επίσης, πλήττει τον αξιοκρατικό τους χαρακτήρα, αφού αναθέτει σε πρόσωπα χωρίς αναγνωρισμένους ακαδημαϊκούς τίτλους τη διαμόρφωση πολιτικής και δραστηριοτήτων που προϋποθέτουν ειδικές γνώσεις υψηλότατου επιπέδου. Αντιθέτως, η ανάθεση στο Συμβούλιο ελεγκτικού-εποπτικού έργου, τόσο στο οικονομικό όσο και στο διοικητικό επίπεδο, θα συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία των ΑΕΙ και στη σύνδεσή τους με τον κοινωνικό χώρο και την Πολιτεία. Ενόψει της συνταγματικής επιταγής για εποπτεία των ΑΕΙ από το κράτος (άρθρ. 16 παρ. 5 εδάφιο 2), το όργανο αυτό θα πρέπει να εντάσσεται στη δημόσια διοίκηση. Η διαδικασία εκλογής των μελών του θα πρέπει να ρυθμίζεται στον ίδιο το νόμο και να ελέγχεται ως προς τη νομιμότητα από το αρμόδιο Υπουργείο, το οποίο εκδίδει στη συνέχεια πράξη διορισμού των μελών. Ως εκ τούτου, οι διοικητικές και ακαδημαϊκές αρμοδιότητες του Συμβουλίου που προβλέπονται από το Ν. 4009/2011 θα πρέπει να ανατεθούν στη Σύγκλητο, κατά τα οριζόμενα παρακάτω.  Λυσιτελής, ενόψει των παραπάνω κωλυμάτων, δεν θα ήταν ούτε η ανάθεση των ίδιων αρμοδιοτήτων στα εσωτερικά μέλη του Συμβουλίου. Η τελευταία αυτή εκλογή θα οδηγούσε στην αναγνώριση αποφασιστικής γνώμης σε ελάχιστα, 7 ή 9 τον αριθμό μέλη, με αποτέλεσμα στο βουλευόμενο και αποφασίζον όργανο να μην παρίστανται φορείς όλων των απαιτούμενων γνώσεων, ούτε καν κατά ευρύτερο γνωστικό πεδίο (πχ να μη μετέχει κανείς καθηγητής γεωπονικής, νομικής, ψυχολογίας κλπ).
Εναλλακτική πρόταση
Κατά τη γνώμη ενός μέλους της επιτροπής: Από τις οριζόμενες στο νόμο αρμοδιότητες του Συμβουλίου (άρθρ. 8§10), η μεν εκλογή κοσμητόρων θα πρέπει να υπαχθεί στην αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης του συνόλου των καθηγητών της Σχολής (άρθρ. 8§10ι), η δε προεπιλογή τριών και ο αποκλεισμός των λοιπών υποψηφίων για τη θέση του Πρύτανη (άρθρο 8§15 εδ. γ΄) θα πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί με ευθεία εκλογή του Πρύτανη από το σύνολο των καθηγητών του ιδρύματος μεταξύ όλων των υποψηφίων που συγκεντρώνουν τα τυπικά προσόντα που προβλέπει ο νόμος (βλ. και π.κ. υπό V, 4). Κατά τα λοιπά οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου θα πρέπει να διακριθούν α) σε εποπτικές, ελεγκτικές, οικονομικές και ανάπτυξης συνεργασιών, επί των οποίων θα αποφασίζει η 15μελής/11μελής σύνθεση και β) σε ακαδημαϊκές, επί των οποίων δικαίωμα ψήφου θα πρέπει να έχουν μόνο τα 9 ή 7 εσωτερικά μέλη, με τη σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου για ιδιαιτέρως σοβαρά ακαδημαϊκά ζητήματα (λ.χ. Οργανισμός, Εσωτερικός Κανονισμός, βλ.π.π. κεφ. Β΄ υπό 4). Για την παροχή δυνατότητας εκπροσώπησης και σε μικρότερες σχολές, ο αριθμός των εσωτερικών μελών του Συμβουλίου ανά Σχολή δεν θα πρέπει καταρχήν να υπερβαίνει το ένα μέλος (άρθρ. 8§4β).
ΙΙ. ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΗ ΨΗΦΟΣ (άρθρο 8§4 εδάφ. β΄ και σχετική Υ.Α.)
Πρόβλημα
Πρόκειται για ένα εντελώς ασυνήθιστο εκλογικό σύστημα που στηρίζεται σε μια πολύπλοκη και αδιαφανή μεθοδολογία αλλεπάλληλων γύρων καταμέτρησης, συνεχών μεταφορών και πιστώσεων ψήφων και αντίστοιχων εκλογικών κατανομών, σε κάθε γύρο των οποίων εκλέγεται ο υποψήφιος με τις περισσότερες ψήφους ή αποκλείεται ο υποψήφιος με τις λιγότερες ψήφους. Με τον τρόπο αυτό, όμως, παραβιάζεται η θεμελιώδης αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου και αποκλείεται στην πράξη η εκλογή υποψηφίων που προέρχονται από μικρότερες Σχολές ή Τμήματα.
Κατάργηση του συστήματος της ταξινομικής ψήφου  και αντικατάστασή του με ένα απλούστερο και αντιπροσωπευτικότερο εκλογικό σύστημα.


 ΙΙΙ. ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ (Άρθρο 8 παρ. 5)
Πρόβλημα
Παρότι ο νόμος αναθέτει στα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου αποφασιστικές αρμοδιότητες που επηρεάζουν καίρια την ακαδημαϊκή λειτουργία, ούτε στα προσόντα για την εκλογή τους προβλέπεται έστω ένα πτυχίο πανεπιστημίου ή διδακτορικό δίπλωμα, ούτε τα κριτήρια επιλογής τους εξειδικεύονται επαρκώς (λ.χ. τι συνιστά «διάκριση του υποψηφίου στην πολιτική ζωή», θα εκλέγονται και ενεργοί πολιτικοί ή βουλευτές των πολιτικών κομμάτων ως μέλη του Συμβουλίου;) .   
Προτεινόμενη ρύθμιση
Να προβλεφθούν στο νόμο συγκεκριμένα ακαδημαϊκά προσόντα (πτυχίο, διδακτορικό) και να προσδιορισθούν σαφέστερα τα κριτήρια για την επιλογή εξωτερικών μελών του Συμβουλίου Διοίκησης.
ΙV. ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΣΥΓΚΛΗΤΟΥ(άρθρο 8§§19-20)
Πρόβλημα
Τόσο η σύνθεση όσο και οι αρμοδιότητες της Συγκλήτου οδηγούν σε σημαντική απίσχνανση της λειτουργίας του ανώτατου βουλευόμενου οργάνου των Πανεπιστημίων. Δεν μετέχουν σε αυτήν εκπρόσωποι των Τμημάτων, ως συλλογικών δομών συγκροτημένων με βάση ένα αυτοτελές γνωστικό αντικείμενο. Οι μετέχοντες καθηγητές, αντίστοιχοι προς τον αριθμό των Σχολών, έχουν διετή θητεία, κατά τη διάρκεια της οποίας προφανώς σωρεύουν διοικητική εμπειρία την οποία δεν έχουν επαρκή χρόνο ώστε να αξιοποιήσουν. Εξάλλου, η προβλεπόμενη κατά το νόμο (άρθρο 8 παράγρ. 20) Σύγκλητος είναι αποψιλωμένη από κρίσιμες διοικητικές αρμοδιότητες, οι οποίες ανατίθενται στο Συμβούλιο κατά τα προβλεπόμενα παραπάνω.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Η Σύγκλητος του Ιδρύματος να έχει τις οριζόμενες από το άρθρο 8 παρ. 20 αρμοδιότητες και επιπλέον όλες τις διοικητικές αρμοδιότητες του Συμβουλίου που προβλέπονται από το άρθρο 8 παρ. 10 του ίδιου νόμου. Να μετέχουν ο Πρύτανης, οι αναπληρωτές Πρυτάνεις, οι Κοσμήτορες, οι Διευθυντές των Τμημάτων και άνευ ψήφου ένας φοιτητής από καθεμιά Σχολή ή ανεξάρτητο Τμήμα. Όταν συζητούνται θέματα που αφορούν ειδικές κατηγορίες του προσωπικού να καλείται να μετάσχει και ένας εκπρόσωπος τους. Η θητεία των μελών της Συγκλήτου να ταυτίζεται με το χρόνο θητείας των μελών της στις ακαδημαϊκές δομές τις οποίες εκπροσωπούν.
Αιτιολογία
Κατά τη γνώμη που επικράτησε στην Επιτροπή, η Σύγκλητος πρέπει να έχει τις παραπάνω διοικητικές αρμοδιότητες, επειδή αυτές συνδέονται με το εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο. Η άσκησή τους, επομένως, συνήθως προϋποθέτει ειδικές γνώσεις, οι οποίες διασφαλίζονται με τη συμμετοχή στις διαβουλεύσεις μελών που εκπροσωπούν όλες τις Σχολές και τα Τμήματα. Ο συμμετοχικός αυτός χαρακτήρας της σύνθεσης της Συγκλήτου διασφαλίζει επίσης τη διευρυμένη διαφάνεια και πολυφωνία, καθώς και τη λογοδοσία των μελών  προς τα συλλογικά ακαδημαϊκά όργανα (Σχολές, Τμήματα) που τους έχουν εκλέξει.
Εναλλακτική πρόταση
Κατά τη γνώμη ενός μέλους της Επιτροπής: Ο αριθμός των μελών της Συγκλήτου, με δικαίωμα ψήφου, θα πρέπει να μην περιορίζεται στο νόμο αριθμητικά (άρθρ. 8§19) αλλά να καθορίζεται από τον αριθμό των ακαδημαϊκών μονάδων του Ιδρύματος (Σχολών και Τμημάτων). Στη σύνθεση της Συγκλήτου  θα πρέπει να προστεθούν με δικαίωμα ψήφου οι αναπληρωτές πρύτανη, εκλεγόμενοι όμως όπως και ο Πρύτανης, οι δε μη ανανεούμενης θητείας εκπρόσωποι των καθηγητών ανά Σχολή (άρθρ. 8§19γ) να αντικατασταθούν από τους (επανεκλέξιμους) Διευθυντές των Τμημάτων. Οι αρμοδιότητες της Συγκλήτου, τέλος, λαμβάνοντας υπόψη τα προτεινόμενα παραπάνω υπό Ι 4 για το Συμβούλιο, μπορούν να παραμείνουν ως έχουν στο άρθρο 8§20, με μόνη διαφορά την ανάγκη μετατροπής της προβλεπόμενης στα εδάφ. ια΄-ιγ΄-ιδ΄ απλής γνώμης  σε «σύμφωνη» γνώμη.
V. ΕΚΛΟΓΗ ΠΡΥΤΑΝΗ – ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΕΣ ΠΡΥΤΑΝΗ (άρθρο 8§15-18)
Πρόβλημα
Η κρισιμότητα των καθηκόντων του Πρύτανη και των αναπληρωτών του, ενόψει του διοικητικού, εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου, καθώς και η ουσιαστική και θεσμική λειτουργία εκπροσώπησης του πανεπιστημίου στον εθνικό και διεθνή χώρο, επιβάλλουν την επιλογή προσώπου με δημοκρατικά και ιδίως αξιοκρατικά κριτήρια χωρίς προεπιλογές ή αποκλεισμούς. Ωστόσο, ο νόμος (άρθρο 8 παρ. 15) προβλέπει την εκλογή με διαδικασία που οργανώνει το Συμβούλιο, το οποίο προεπιλέγει τρεις υποψηφίους μεταξύ όλων όσων συγκεντρώνουν τα τυπικά προσόντα. Η προεπιλογή αυτή συνεπάγεται αντιστρόφως αποκλεισμό όλων των υπολοίπων, πλην των τριών εκλεκτών, και αντίστοιχα αποκλεισμό της δυνατότητας των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας να τους ψηφίσουν. Επιπλέον κατά το άρθρο 8 παρ. 16α αναγνωρίζεται η δυνατότητα εκλογής Πρύτανη που δεν θα προέρχεται από την κοινότητα του Ιδρύματος. Η δυνατότητα αυτή αναιρεί ένα βασικό χαρακτηριστικό της αυτοδιοίκησης, την ταύτιση ιδιότητας διοικούμενου και διοικούντος.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Προτείνεται η άμεση εκλογή του Πρύτανη και μέχρι τεσσάρων  αναπληρωτών του από το σύνολο των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ο αριθμός των αναπληρωτών πρυτάνεων να ορίζεται στον Οργανισμό του κάθε ιδρύματος.
Αιτιολογία
Η εκλογή ως Πρύτανη προσώπου που δεν θα ανήκε στο οικείο ίδρυμα, δεν θα περιβαλλόταν με την απεριόριστη εμπιστοσύνη των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, θα προσέκρουε στην επιταγή της πλήρους αυτοδιοίκησης των πανεπιστημίων και θα προκαλούσε διαρκή προβλήματα διοίκησης. Επίσης, η άμεση κι όχι από τον Πρύτανη εκλογή των αναπληρωτών πρυτάνεων συνιστά εγγύηση ουσιαστικής συμφωνίας.
Εναλλακτική πρόταση
Κατά την άποψη ενός μέλους της επιτροπής: Τα δύο πρώτα εδάφια του άρθρου 8§16 περ.γ΄ θα πρέπει να διατυπωθούν ως εξής: «Το Συμβούλιο, με απόφασή του, που λαμβάνεται με πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου των μελών του, ανακηρύσσει ως υποψηφίους όσους συγκεντρώνουν τα τυπικά προσόντα που προβλέπονται στην §15. Μέσα σε προθεσμία δύο ημερών από την ανακήρυξη των υποψηφίων καλούνται όλοι οι καθηγητές του ιδρύματος να εκλέξουν τον πρύτανη του ιδρύματος….». Το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει και για τους αναπληρωτές πρύτανη, οι οποίοι, ενόψει του ενδεχόμενου πλήρους αναπλήρωσης του Πρύτανη σε κάποιες περιπτώσεις, δεν μπορεί παρά να εκλέγονται και όχι να ορίζονται με απόφαση του Πρύτανη (άρθρ. 8§17). Κατά τα λοιπά η ρύθμιση του νόμου μπορεί να παραμείνει ως έχει, με την επιφύλαξη «σύμφωνης» γνώμης της Συγκλήτου για την περ. ιζ΄ του άρθρου 8§18. Η δυνατότητα εκλογής Πρύτανη που δεν είναι καθηγητής του ιδρύματος δεν προσβάλλει, υπό το πρίσμα αυτό, την αρχή της αυτοδιοίκησης, δεδομένης της εκλογής του από το σύνολο των καθηγητών του ιδρύματος χωρίς προεπιλογή και αποκλεισμούς εκ μέρους του Συμβουλίου.
VΙ. ΕΚΛΟΓΗ ΚΟΣΜΗΤΟΡΑ (άρθρο 8§10 εδ. ι΄)
Πρόβλημα
Κατά την ομόφωνη άποψη της Επιτροπής η μη εκλογή του Κοσμήτορα από τα μέλη της Σχολής, αλλά ο ορισμός του από το Συμβούλιο, συνιστά ίσως, σε συνδυασμό και με τις υπερβολικά διευρυμένες αρμοδιότητες του Κοσμήτορα (βλ. π.κ. υπό VIII, IX), το σημαντικότερο πρόβλημα του νόμου. Και τούτο, διότι ένα τόσο κομβικό όργανο διοίκησης, με αποφασιστική αρμοδιότητα σε ιδιαιτέρως λεπτά ακαδημαϊκά ζητήματα (λ.χ. επιλογή μελών επιτροπών εξέλιξης ή κρίσης καθηγητών με βάση την εγγύτητα του γνωστικού αντικειμένου), απαραίτητο είναι να διαθέτει την ευρύτερη δυνατή εμπιστοσύνη των καθηγητών της Σχολής που καλείται να διοικήσει, άρα και να αναδεικνύεται ευθέως από αυτούς. Η καχυποψία και το έλλειμμα αντιπροσώπευσης που θα συνοδεύει αναπόφευκτα τον διορισμένο Κοσμήτορα, είναι βέβαιο ότι θα αποτελεί μόνιμο έναυσμα για αμφισβητήσεις του κύρους των αποφάσεών του, άρα σοβαρό λόγο δυσλειτουργίας.  
Προτεινόμενη ρύθμιση
Η παράγραφος 10 εδάφιο (ι) του άρθρου 8 θα πρέπει να αντικατασταθεί με θέσπιση της εκλογής του Kοσμήτορα από το σύνολο των καθηγητών της Σχολής (και με μικρή συμμετοχή των φοιτητών της τάξης του 5%), ενώ η παύση του να μπορεί να αποφασιστεί μετά από απόφαση της Συγκλήτου για περιπτώσεις σοβαρού διοικητικού παραπτώματος ή ποινικού αδικήματος ή λόγους υγείας.
Αιτιολογία
Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι αναγκαία, γιατί ο Kοσμήτορας επωμίζεται πολλές και πολύ σοβαρές αρμοδιότητες που αφορούν τη λειτουργία της Σχολής και, ως εκ τούτου, πρέπει να αποτελεί  τον κεντρικό πυρήνα της αναγκαίας για ένα αυτοδιοικούμενο ίδρυμα αντιπροσωπευτικότητας.
VΙΙ. ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ ΚΟΣΜΗΤΟΡΑ (άρθρο 9§3)   
Πρόβλημα
Η αρνητική κρίση, δηλαδή ο αποκλεισμός υποψήφιου Κοσμήτορα από τη Γενική Συνέλευση της Σχολής, είναι εντελώς ακατάλληλη για ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Ο αποκλειόμενος υποψήφιος, ενδεχομένως άριστος ως δάσκαλος αλλά μη αρεστός στους συναδέλφους του, πολύ δύσκολα θα μπορεί να συνεχίσει αποτελεσματικά το εκπαιδευτικό του έργο μετά από μια επικεντρωμένη στο πρόσωπό του αρνητική κρίση των συναδέλφων του. Μονόδρομος παραμένει η ευθεία εκλογή του Κοσμήτορα με τη θετική ψήφο των καθηγητών της Σχολής του.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Να καταργηθεί η παράγραφος 3 του άρθρου 9 και να προβλεφθεί εκλογή του Κοσμήτορα από το σύνολο των καθηγητών της Σχολής.
VIII. ΟΡΙΣΜΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ/ΕΞΕΛΙΞΗΣ (άρθρο 9§5 ε΄)
Πρόβλημα
Ιδιαιτέρως άστοχη είναι η προβλεπόμενη στο νόμο αρμοδιότητα του επιλεγμένου από το Συμβούλιο Κοσμήτορα για ορισμό των μελών που θα συγκροτούν τις επιτροπές επιλογής ή εξέλιξης ή αξιολόγησης των καθηγητών της Σχολής. Και τούτο διότι ο Κοσμήτορας, για τα Τμήματα της Σχολής που κείνται εκτός της δικής του επιστήμης, αυτονόητο είναι ότι δεν μπορεί να έχει αρμοδίως άποψη ως προς την εγγύτητα ή συνάφεια του επιστημονικού έργου των κριτών προς το έργο του κρινομένου (λ.χ. Κοσμήτορας προερχόμενος από το Τμήμα Νομικής δεν μπορεί να έχει άποψη για την καταλληλότητα των κριτων υποψηφίου για το Οικονομικό Τμήμα). Το λεπτό ζήτημα της εγγύτητας των γνωστικών αντικειμένων κριτή-κρινομένου απαιτεί συχνά σε βάθος εξέταση και μπορεί να φωτισθεί επαρκώς μόνο με διεξοδική συζήτηση μεταξύ των μελών της Συνέλευσης του οικείου Τμήματος.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Κατά την ομόφωνη άποψη της επιτροπής, ο ορισμός των Επιτροπών επιλογής-εξέλιξης-αξιολόγησης καθηγητών θα πρέπει να υπαχθεί στις αρμοδιότητες της Συνέλευσης του Τμήματος. Στις αρμοδιότητες του Κοσμήτορα θα πρέπει να ανήκουν μόνον τα θέματα που είναι κοινά για όλα τα Τμήματα που εντάσσονται στην ίδια Σχολή.
ΙΧ. ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (άρ. 9§10 ζ΄)
Πρόβλημα
Εξαιρετικά ευαίσθητο σημείο αποτελεί και η κατάρτιση των Προγραμμάτων Σπουδών από ολιγομελείς Επιτροπές (5μελείς) που ορίζονται από τον Κοσμήτορα. Καταρχήν διότι πουθενά ο νόμος δεν διασφαλίζει ότι τα μέλη των Επιτροπών αυτών θα έχουν γνωσιολογική συνάφεια με τα γνωστικά αντικείμενα του υπό κατάρτιση Προγράμματος. Επιπλέον, τυχόν ασαφώς καταρτιζόμενα προγράμματα σπουδών θα εγκυμονούν σοβαρότατο κίνδυνο συνολικά για την επιστημονική γνώση, που είναι σαφώς διαρθρωμένη σε καθορισμένες επιστήμες. Δηλαδή τον κίνδυνο να διασπαστεί η ενότητα κάθε επιστήμης, που μόνον αυτή επιτρέπει τη σφαιρική και κριτική προσέγγισή της, και να τεμαχισθεί αυτή σε πλειάδα αποσπασματικών πληροφοριών ασύνδετων μεταξύ τους. Η Σχολή μπορεί να αποτελείται από Τμήματα, τα οποία θα οργανώνουν «διαφορετικά και ευέλικτα δομημένα προγράμματα σπουδών». Αλλά χωρίς να μπορεί να εμβαθύνει κανείς με στοιχειώδη πληρότητα σε ορισμένη επιστήμη, το «ευέλικτο» πρόγραμμα σπουδών καταντά αβαθές συμπίλημα ασύνδετων γνώσεων. Συνάμα εκλείπει και κάθε ουσιαστική δυνατότητα για πραγματική σύνδεση των επιμέρους επιστημονικών κλάδων, η διεπιστημονικότητα, την οποία, ωστόσο, ο νόμος δηλώνει ότι προωθεί. Έτσι όμως για καμία επιστήμη δεν θα μπορούν πλέον οι φοιτητές να σχηματίσουν σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα. Διατυπώνεται μάλιστα ο φόβος ότι όλα αυτά είναι ενδεχόμενο να εξωθήσουν πολλά Τμήματα στην επιδίωξη να καταστούν ανεξάρτητες (μονοτμηματικές) Σχολές, ακριβώς προκειμένου να αποφύγουν την έκθεση της επιστήμης τους  στους προαναφερθέντες κινδύνους
Προτεινόμενη ρύθμιση
Τα Προγράμματα Σπουδών πρέπει να συνδέονται με τα Τμήματα και όχι απευθείας με τη Σχολή. Με προτάσεις των Τμημάτων να μπορούν να οργανωθούν Προγράμματα Σπουδών με αντικείμενο εξειδικευμένο ή συνθετικό. Η αντιστοίχιση των Τίτλων Σπουδών με τα αντίστοιχα πτυχία των Τμημάτων να γίνεται από τη Σύγκλητο (εναλλακτική πρόταση ενός μέλους: με σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου) και με τα κριτήρια τα οποία θα προβλέπει ο Οργανισμός του ιδρύματος. Οι σχετικές αποφάσεις να υποβάλλονται και στο Συμβούλιο, για διατύπωση γνώμης, κατά τη οποία το Συμβούλιο να οφείλει να λάβει υπόψη του και την επάρκεια του Προγράμματος Σπουδών για την κάλυψη των αναγκών απόκτησης επαγγελματικών δικαιωμάτων από τους πτυχιούχους της Σχολής. Στις αρμοδιότητες όλων των οργάνων διοίκησης του ιδρύματος και των ακαδημαϊκών μονάδων θα πρέπει να προστεθεί η υποχρέωση διαρκούς παρακολούθησης και διαβούλευσης με τους αντίστοιχους επαγγελματικούς και δημόσιους φορείς σχετικά με τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων.


Χ. ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΟΣΜΗΤΕΙΑΣ (άρθρο 9§8)
Προτεινόμενη ρύθμιση
 Η Κοσμητεία  θα πρέπει να αποτελείται από τον Κοσμήτορα και τους Διευθυντές των Τμημάτων. Κατά τις συνεδριάσεις της να μπορούν να παρίστανται, χωρίς δικαίωμα ψήφου, και οι αναπληρωτές Διευθυντές των Τμημάτων καθώς και ανά ένας εκπρόσωπος των φοιτητών, των εργαζομένων και των ΕΔΙΠ, οι οποίοι να μπορούν να διατυπώνουν γνώμες και να καταθέτουν εισηγήσεις.
Εναλλακτική πρόταση
Ένα μέλος της Επιτροπής, συμφωνώντας με τα παραπάνω, διατυπώνει τη γνώμη ότι η δυνατότητα άνευ ψήφου παράστασης στις συνεδριάσεις της Κοσμητείας εκπροσώπου των φοιτητών, των εργαζομένων και των ΕΔΙΠ, θα πρέπει να δίνεται μόνο κατά τη διάρκεια συζήτησης επί θεμάτων του ειδικότερου ενδιαφέροντός τους.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄: ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΩΝ ΑΕΙ

Ι. ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ (άρθρο 16)
            Πρόβλημα
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ.7, με απόφαση της Κοσμητείας της Σχολής, η οποία λαμβάνεται ύστερα από εισήγηση καθηγητή της Σχολής,  μπορούν να καλούνται ως επισκέπτες μεταδιδακτορικοί ερευνητές, Έλληνες ή αλλοδαποί νέοι επιστήμονες, κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος, για την προώθηση των ερευνητικών δραστηριοτήτων της σχολής. Η όλη διαδικασία επιλογής είναι πολύ συνοπτική, καθώς συμμετέχουν σε αυτή μόνο ο καθηγητής που εισηγείται και η Κοσμητεία, που λαμβάνει την τελική απόφαση. Και τούτο, ενώ η μόνη που μπορεί να έχει σαφή επίγνωση των αναγκών του κάθε Τμήματος και είναι σε θέση να αξιολογήσει τα προσόντα των νέων επιστημόνων, που θα κληθούν να συνδράμουν με τις γνώσεις που διαθέτουν, είναι η Συνέλευση του οικείου Τμήματος.
            Προτεινόμενη ρύθμιση
Να αντικατασταθεί η διατύπωση "ύστερα από εισήγηση καθηγητή της Σχολής" από τη διατύπωση "ύστερα από εισήγηση της Συνέλευσης του οικείου Τμήματος".
ΙΙ. ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΕΚΛΟΓΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ (άρθρο 17)
            Πρόβλημα
Ο νόμος αρκείται σε μια ελάχιστη βάση προσόντων, την κατοχή διδακτορικού διπλώματος και τη συνάφεια του συνολικού έργου των υποψηφίων προς το γνωστικό αντικείμενο της προς πλήρωση θέσης (άρθρο 17 παρ. 1), και καταλείπει την εξειδίκευση των υπόλοιπων απαιτούμενων προσόντων για την εκλογή καθηγητών όλων των βαθμίδων σε προσεχείς ρυθμίσεις του Οργανισμού για καθένα ΑΕΙ της χώρας ξεχωριστά (άρθρο 17 παρ. 3). Έτσι, όμως, ελλοχεύει ο κίνδυνος να υπάρξουν πολύ αποκλίνουσες ρυθμίσεις από το ένα Πανεπιστήμιο στο άλλο. Τούτο σημαίνει ότι καθηγητές εκλεγμένοι με λιγότερα τυπικά προσόντα σε ένα Πανεπιστήμιο να καλούνται ως εκλέκτορες σε πανεπιστήμια που κατά τον Οργανισμό τους προϋποθέτουν υψηλότερα προσόντα, άρα να αξιολογούν καθηγητές τυπικά κατώτερης μεν βαθμίδας, αλλά με καθεστώς που απαιτεί περισσότερα ακαδημαϊκά προσόντα από αυτά που διαθέτουν οι ίδιοι. Θα πρόκειται καταφανώς για «ανομοιόμορφη ρύθμιση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων», αντιτιθέμενη στη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4  Συντ).
            Προτεινόμενη ρύθμιση
Η Επιτροπή κρίνει ομόφωνα ότι απαιτείται νομοθετική θέσπιση ενιαίων κριτηρίων εκλογής καθηγητών για όλα τα ΑΕΙ.
ΙΙΙ.  ΕΚΛΟΓΗ - ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ (άρθρο 18)
            Πρόβλημα
α) Η διάταξη του άρθρου 18 παρ. 3 είναι βαθιά προβληματική ως προς τους επίκουρους καθηγητές, για τον λόγο ότι εσφαλμένως προβαίνει σε ρύθμιση της εξέλιξης από κοινού για αναπληρωτές και επίκουρους καθηγητές, λησμονώντας ότι κατ' άρθρο 16 παρ. 2 οι επίκουροι δεν είναι μόνιμοι, αλλά εκλέγονται με τετραετή θητεία, με δυνατότητα ανανέωσης για άλλη μια (επίσης τετραετή) θητεία ύστερα από κρίση. Οι επίκουροι έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την προκήρυξη θέσης στην επόμενη βαθμίδα, εφόσον έχουν συμπληρώσει ελάχιστη παραμονή έξι ετών, αλλά πάντως πριν από τη συμπλήρωση των οκτώ ετών. Έτσι, άν εκλεγεί άλλος -εξωτερικός- συνυποψήφιος στη θέση του αναπληρωτή καθηγητή, για την οποία ο υπηρετών επίκουρος έχει ζητήσει εξέλιξη, πώς θα μπορέσει ο τελευταίος να παραμείνει στη δική του θέση, αν έχει λήξει η θητεία του, προκειμένου μετά από τρία χρόνια να μπορέσει να ζητήσει εκ νέου προκήρυξη της θέσης που θα έχει ήδη καταληφθεί από άλλον; Αλλ’ ακόμη και αν ο υπό κρίση επίκουρος είναι μοναδικός υποψήφιος και δεν γίνει την πρώτη φορά δεκτή η εξέλιξή του, πως θα μπορέσει να ζητήσει την επαναπροκήρυξή της μετά από τριετία, αν στο μεταξύ λήξει και η δεύτερη τετραετής θητεία του:
β) Η διάταξη του άρθρου 18 παρ. 5 θεσπίζει ότι εφεξής υποψήφιος καθηγητής οποιασδήποτε βαθμίδας θα πρέπει να έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον έναν από τους τρεις κύκλους πανεπιστημιακών σπουδών εκτός του Ιδρύματος, στο οποίο θέτει υποψηφιότητα, εκτός αν έχει αποδεδειγμένα εργαστεί για τουλάχιστον τρία έτη σε άλλο ΑΕΙ ή ερευνητικό κέντρο της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Η στόχευση της διάταξης φαίνεται εύλογη, αλλά για χώρα με διασπορά πολλών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στο εσωτερικό της. Αντιθέτως, σε χώρα με μικρή ακαδημαϊκή διάρθρωση στην επικράτειά της, όπως η Ελλάδα, η ρύθμιση αυτή σε αρκετές περιπτώσεις θα αποδειχθεί υπέρμετρα αυστηρή, αποκλείοντας τεχνητά υποψηφίους ενδεχομένως καθ' όλα άξιους.
           Προτεινόμενη ρύθμιση
Η Επιτροπή κρίνει ομόφωνα ότι α) θα πρέπει να διευκρινισθεί από το νομοθέτη η ανώτατη διάρκεια θητείας του επίκουρου καθηγητή σε περιπτώσεις επαναπροκήρυξης της εξέλιξής του μετά από ανεπιτυχή πρώτη κρίση, και β) θα πρέπει να τεθεί μεταβατική διάταξη ώστε η ρύθμιση του άρθρου 18§5 να μην ισχύει για όσους έλαβαν πτυχίο πριν τη θέσπιση του Ν.4009/2011 και να τροποποιηθεί η ρύθμιση του ίδιου άρθρου, έτσι ώστε να αρκεί εργασία ενός έτους σε άλλο ΑΕΙ ή ερευνητικό κέντρο του εσωτερικού ή του εξωτερικού.          
ΙV. ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ (άρθρο 19)
           Πρόβλημα
Εκτιμάται πως, ακόμη κι όταν καταστρωθούν τα αποκαλούμενα μητρώα εσωτερικών και εξωτερικών κριτών, πάλι θα αποβαίνει πρακτικά δυσχερής η εκλογή και εξέλιξη συναδέλφων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19. Εννοείται ότι αυτό μόνο σε πολύ προχωρημένο στάδιο εφαρμογής του νόμου θα γινόταν εφικτό. Διότι, εκτός των άλλων, πρέπει να προηγηθεί η σύνταξη του Οργανισμού του ΑΕΙ. Ακολουθεί ένα δείγμα μόνο από τα πλείστα δυσεπίλυτα πρακτικά προβλήματα, τα οποία αναμένεται να ανακύψουν στην εφαρμογή του άκρως προβληματικού, νομοθετικά και νομοτεχνικά, άρθρου 19:
α) Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως ορθώς έχει επισημάνει η Έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής, πριν από την ψήφιση του νόμου, δεν συνάδει με τη συνταγματική απαίτηση για «πλήρη αυτοδιοίκηση» ενός Τμήματος το γεγονός ότι σε επιτροπή κρίσης μέλους ΔΕΠ η πλειοψηφία των κριτών ενδέχεται να είναι εξωτερικοί κριτές, είτε ημεδαποί ή και αλλοδαποί, όπως αφήνεται ανοιχτό στην παρ. 2 του άρθρο 19 του νέου νόμου. Με ποιο κίνητρο άραγε, από την άλλη πλευρά, και πώς θα μπορούσε να υποχρεωθεί κριτής ή «εμπειρογνώμων» της αλλοδαπής να εμπλακεί σε μία διαδικασία μελέτης και αξιολόγησης υποψήφιων καθηγητών τόσο απαιτητική και χρονοβόρα και για τον ίδιο; Εάν πάλι αυτός παραιτηθεί, αφού στο μεταξύ θα έχει ορισθεί ως μέλος της ειδικής επταμελούς επιτροπής, θα πρέπει βεβαίως να αναπληρωθεί από άλλον αλλοδαπό κριτή (παρ. 2). Και ούτω καθ' εξής. Αυτό όμως σημαίνει ότι είναι πολύ πιθανό να γίνονται επανωτές αναβολές της τελικής συνεδρίασης, προκειμένου τελικά να διενεργηθεί κάποια κρίση.
β) Για την υποβοήθηση της αξιολόγησης των υποψηφίων καθιερώνεται στην παρ. 4 ένας κανόνας και μία εξαίρεση. Η επιτροπή υποχρεούται να ζητήσει αξιολόγηση για κάθε υποψήφιο κατ' αρχήν από δύο καθηγητές αλλοδαπής, που ανήκουν στο μητρώο εξωτερικών μελών. Εδώ, πρώτον, δεν διασαφηνίζεται αν οι εν λόγω καθηγητές θα είναι ή όχι μέλη της επταμελούς επιτροπής. Δεύτερον και κυριότερο, πώς θα μπορέσουν αυτοί να αξιολογήσουν υποψηφίους, το έργο των οποίων θα είναι γραμμένο ως επί το πλείστον σε γλώσσα ελληνική; Σε ποια συγκριτική βάση θα κριθούν περαιτέρω οι υποψήφιοι, εάν υπάρχει τέτοιο γλωσσικό φράγμα ανάμεσα σε ορισμένους αξιολογητές και τους υποψηφίους; Η εξαίρεση που γίνεται δεκτή, εφόσον κάτι τέτοιο δεν γίνεται εφικτό, συνίσταται σε ότι η επιτροπή υποχρεούται τότε να ζητήσει αξιολόγηση από καθηγητές από το μητρώο εσωτερικών μελών και -συγχρόνως- «από δύο καθηγητές ή ερευνητές που υποδεικνύονται από τον υποψήφιο και που δεν ανήκουν υποχρεωτικά στα μητρώα του ιδρύματος» (παρ. 4). Γίνεται φανερό, όμως, ότι στη συνήθη περίπτωση, στην οποία θα υπάρχουν περισσότεροι του ενός υποψήφιοι, η ρύθμιση καταντά ανεφάρμοστη, εάν οι υποψήφιοι διαφωνήσουν ως προς την προτιμώμενη από καθέναν από αυτούς δυάδα αξιολογητών. Και εδώ επίσης μένει ασαφές αν οι αξιολογητές μπορεί να μην είναι καν μέλη της επταμελούς επιτροπής. Ακόμη βαρύτερη αδυναμία της όλης ρύθμισης στην παρ. 4 είναι ότι δεν προβλέπεται καθόλου πώς θα επιτευχθεί η σύνθεση των επί μέρους αξιολογήσεων, πώς θα σχηματισθεί δηλαδή κοινή συνισταμένη ως προς κάποιο τελικό πόρισμα για τον «καταλληλότερο» υποψήφιο! Το μόνο που προβλέπεται είναι ότι για την επιλογή θα συντάσσεται «ειδικά αιτιολογημένο πρακτικό» σχετικά με την ικανότητα των υποψηφίων (παρ. 6). Αλλά αυτό το πρακτικό προφανώς θα συντάσσεται μονάχα εκ των υστέρων, δηλαδή ύστερα από την έκβαση της κρίσης. Άρα δεν θα μπορεί να δώσει ικανοποιητική απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα, εν όψει της τελικής αξιολόγησης μεταξύ των μελών της επιτροπής.
               γ) Από την παρ. 5 προκύπτει ότι απαρτία θα υπάρχει στη συνεδρίαση της επταμελούς επιτροπής, εφόσον είναι παρόντα τουλάχιστον τέσσερα μέλη της. Αλλά η εκλογή υποψηφίου θα γίνεται νόμιμα, εφόσον συντρέξει πλειοψηφία «του συνόλου» των επτά μελών, δηλαδή πάλι τέσσερα. Εάν τώρα είναι παρόντα 4 μέλη εν απαρτία, πρακτικά αυτοί θα πρέπει να ομοφωνήσουν για την εκλογή κάποιου από τους υποψηφίους. Ειδάλλως κανείς από τους υποψηφίους δεν θα εκλέγεται. Πράγματι, σε τόσο ολιγάριθμο εκλεκτορικό σώμα, ακόμη κι αν παραστούν και τα επτά μέλη της επιτροπής, τυχόν διχογνωμία μεταξύ τους ως προς τον «καταλληλότερο» υποψήφιο εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε αδυναμία να εκλεγεί εν τέλει οποιοσδήποτε. Διαγράφεται λοιπόν σοβαρός κίνδυνος, η εκλογή να αποβαίνει πολύ συχνότερα άγονη, σε σύγκριση με ότι συνέβαινε υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Τούτο θα αποβεί αληθινά ολέθριο, εάν προσεχώς ισχύσει και για τα Πανεπιστήμια η δρακόντεια αρχή για δραστική περικοπή προσωπικού του δημόσιου τομέα, όπου «σε κάθε δέκα λειτουργούς που αποχωρούν από τη δημόσια υπηρεσία μόλις ένας καινούργιος θα προσλαμβάνεται». Ευχερώς μπορεί κανείς να εικάσει ότι κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε απορφανισμό του διδακτικού προσωπικού, μέσα σε ελάχιστα χρόνια. Δηλαδή σε μη ιάσιμο πλήγμα στη φέρουσα διδακτική ικανότητα των Τμημάτων.
            δ) Η «τηλεδιάσκεψη» μεταξύ των εκλεκτόρων θα πρέπει στο εξής να διεξάγεται σε ξένη γλώσσα κοινής συνεννόησης, υποθέτουμε την αγγλική, ώστε οι αλλοδαποί κριτές να μπορούν να κατανοούν τι υποστηρίζεται μεταξύ των ημεδαπών κριτών, προκειμένου να καταφέρουν να ψηφίσουν μετά λόγου γνώσεως (άρθρο 19 παρ. 5 και 10). Προς τούτο, όμως, θα απαιτηθεί κατά πάσα πιθανότητα «η μετάφραση του έργου των υποψηφίων στη γλώσσα αυτή» (άρθρο 19 παρ. 10).  Ολόκληρου άραγε του έργου τους ή μόνο τμήματος αυτού; Κανονικά θα πρέπει να γίνεται μετάφραση του συνολικού έργου καθενός από τους υποψηφίους, αφού κάθε αλλοδαπός κριτής δεν θα έχει αλλιώς πρόσβαση στο έργο που θα  είναι γραμμένο σε άλλη γλώσσα από τα αγγλικά. Και θα πρέπει, βεβαίως, ο αλλοδαπός κριτής να είναι σε θέση να σχηματίσει μια σχετικά ασφαλή, άρα αναλυτική, εικόνα συνόλου για το έργο καθενός από τους υποψηφίους, ώστε η ψήφος του να είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Διότι, ως εκλέκτορας, θα κληθεί να ψηφίσει τον «καταλληλότερο» υποψήφιο με βάση το συνολικό έργο αυτού και όχι μόνο με βάση τις δημοσιευμένες στα αγγλικά μελέτες του. Ειδάλλως η ψήφος του αλλοδαπού κριτή κάλλιστα θα μπορεί να προσβληθεί δικαστικά ως αναιτιολόγητη, εκ μέρους μη εκλεγέντος συνυποψήφιου. Περαιτέρω, πόσους μήνες ή χρόνια θα χρειάζεται άραγε προσεχώς καθένας από τους υποψηφίους, ώστε να μεταφράσει ειδικά για το σκοπό αυτό το έργο του στα αγγλικά ή σε άλλη ξένη γλώσσα που θα του υποδειχθεί; Το πρόβλημα της ρύθμισης αυτής έγκειται στην υποχρεωτική -όχι απλώς προαιρετική- συμμετοχή αλλοδαπών κριτών σε όλες τις ακαδημαϊκές κρίσεις. Τούτο προδίδει, αν όχι πνεύμα ξενομανίας, μία ιδιαιτέρως υποτιμητική εικόνα των συντακτών του νόμου έναντι του ελληνικού επιστημονικού δυναμικού.
 ε) Κατά τα λοιπά, η διαδικασία εκλογής ή εξέλιξης θα εκτυλίσσεται ερήμην του οικείου Τμήματος, αφού μόνο τα επτά μέλη της επιτροπής θα διαβουλεύονται και θα ψηφίζουν και μάλιστα εν στενώ κύκλω, όχι δημοσίως. Πράγματι, στην παρ. 5 προβλέπεται απλώς ότι η επιτροπή θα συνεδριάζει «ύστερα από πρόσκληση του Κοσμήτορα» και τίποτε περισσότερο. Επομένως, τούτο δεν θα γίνεται πλέον στο ανοιχτό και διαφανές πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος, ώστε οι καθηγητές να πληροφορούνται δημοσίως και άμεσα τα της εκλογής ή και να εκφράζουν γνώμη για ζητήματα νομιμότητας, έστω κι αν δεν ανήκουν στο οικείο εκλεκτορικό σώμα. Η κατάργηση της δημοσιότητας της σχετικής συζήτησης πλήττει μια καλή ακαδημαϊκή πρακτική, που είχε καθιερωθεί στη χώρα μας, προσβάλλοντας συνάμα τη δυνατότητα ενός Τμήματος να γνωρίζει τις ακαδημαϊκές κρίσεις που διενεργούνται στους κόλπους του.
στ) Στην παρ. 9 προβλέπεται με κάπως αινιγματική διατύπωση ένα «ηλεκτρονικό σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισης», μεταξύ άλλων, για την «παρακολούθηση και δημοσιοποίηση των διαδικασιών εκλογής και εξέλιξης των καθηγητών του ιδρύματος». Εάν αυτό προβλέπεται ως υποκατάστατο μιας αυθεντικής δημοσιότητας της συνεδρίασης, τότε είναι ακατάλληλο να επιτελέσει την αποστολή για την οποία γίνεται λόγος στο ανωτέρω στοιχείο ε'. Κανένα τεχνικό μέσο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη ζωντανή συζήτηση μεταξύ παρόντων σε συνέλευση προσώπων.
           Προτεινόμενη ρύθμιση
Κατά την επικρατούσα γνώμη, οι κρίσεις των καθηγητών πρέπει να διεξάγονται στο πλαίσιο της Συνέλευσης του Τμήματος. Οι επιτροπές εκλογής και εξέλιξης πρέπει να αποτελούνται από 11 τουλάχιστον μέλη, εκ των οποίων τα εξωτερικά μέλη να είναι τρία. Επίσης, η Επιτροπή κρίνει ομόφωνα πως εάν, εξαιτίας του γνωστικού αντικειμένου της προκηρυχθείσας θέσης, μέρος του έργου του υποψηφίου ή ενός εκ των υποψηφίων έχει εκπονηθεί στα ελληνικά, αναγκαία προϋπόθεση για τον ορισμό ως μέλους της επιτροπής επιλογής ή εξέλιξης είναι η επαρκής γνώση της ελληνικής γλώσσας. Τέλος προτείνεται: α) Η συμμετοχή μέλους από ΑΕΙ της αλλοδαπής να είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική και β) η δυνατότητα διεξαγωγής της όλης διαδικασίας κρίσης σε ξένη γλώσσα (με αντίστοιχη υποχρέωση των υποψηφίων για ξενόγλωσση μετάφραση του έργου τους) να απαλειφθεί, ως πολιτισμικά προσβλητική και απαράδεκτη,
            Αιτιολογία
Η αύξηση του αριθμού των μελών των επιτροπών εκλογής και εξέλιξης από επτά σε έντεκα διασφαλίζει μεγαλύτερη αντιπροσωπευτικότητα στους κόλπους των επιτροπών και διαφάνεια στην όλη διαδικασία. Για τον ίδιο λόγο η Επιτροπή θεωρεί τη Συνέλευση του Τμήματος ως τον πλέον αρμόδιο χώρο για τη διεκπεραίωση των κρίσεων του προσωπικού. Τέλος, η επαρκής γνώση της ελληνικής γλώσσας ως αναγκαία προϋπόθεση για τη συμμετοχή στις παραπάνω επιτροπές συνάδει και με την πρόσφατη (14.12.2011) απόφαση της Συγκλήτου του ΑΠΘ κατ' άρθρο 77 παρ.3 του Ν. 4009/2011 (άρθρο 3 παρ. 2).
Εναλλακτικές προτάσεις
Ένα μέλος της Επιτροπής, αφού συμφωνεί με 11μελή τουλάχιστον σύνθεση των επιτροπών εκλογής και εξέλιξης, με την ανάγκη επαρκούς εκ μέρους τους γνώσης της ελληνικής γλώσσας, καθώς και με τα υπό στοιχεία α’ και  β’ προτεινόμενα προτείνει: α)Τα εξωτερικά μέλη των (11μελών) επιτροπών να είναι τέσσερα, β) κατά τα λοιπά να παραμείνει ως έχει το άρθρο 19, για τους εξής λόγους: Πρώτον, αφού οι επιτροπές κρίσης θα εκλέγονται από τη Συνέλευση του Τμήματος, όπως ομόφωνα προτάθηκε σε προηγούμενο σημείο (βλ. π.π. κεφ. Δ΄ υπό VIII), δεν κρίνεται αναγκαία η διεξαγωγή της όλης κρίσης ενώπιον της ίδιας Συνέλευσης, κάτι που θα απέκλειε πρακτικά και τη χρήσιμη δυνατότητα της τηλεδιάσκεψης. Δεύτερον, κατά την ορθότερη ερμηνεία του άρθρου 19§4, δεν τίθεται θέμα διαφωνίας μεταξύ των υποψηφίων ως προς τα πρόσωπα των πρόσθετων δύο αξιολογητών που θα υποδείξουν, διότι ο κάθε υποψήφιος έχει σε κάθε περίπτωση -και όχι κατ΄ εξαίρεση- το δικαίωμα να υποδείξει τους δικούς του δύο αξιολογητές για το δικό του μόνο έργο και όχι και για το έργο των συνυποψηφίων του.
Ένα άλλο μέλος της Επιτροπής έχει τη γνώμη η εκλογή καθηγητή να γίνεται με την πλειοψηφία των παρόντων.

V. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ (άρθρο 21)
Πρόβλημα
Οι καθηγητές πρώτης βαθμίδας και οι αναπληρωτές, προκειμένου να αξιολογηθούν ανά πενταετία από τριμελή επιτροπή, προερχόμενη εκτός του ιδρύματος, θα είναι υποχρεωμένοι να υποβάλουν «έκθεση προγραμματισμού για την επόμενη πενταετία» (παρ. 2). Εδώ ο νομοθέτης δείχνει να συγχέει το έργο του πανεπιστημιακού δασκάλου με επιχείρηση που μπορεί να συγκροτεί εκ των προτέρων πενταετές πλάνο δράσης. Απαιτεί κάτι που εκ των πραγμάτων είναι επιστημονικά αδύνατο να προσχεδιασθεί με ακρίβεια και δη σε βάθος πενταετίας. Είναι όμως και ανελεύθερη η ρύθμιση αυτή, αφού πλήττει τη συνταγματικά καθιερωμένη ακαδημαϊκή ελευθερία του καθηγητή να κάνει σχέδια και να τροποποιεί, να αναιρεί, να μεταθέτει ερευνητικούς στόχους και να προτάσσει άλλους, που εκείνος ορίζει στην ακαδημαϊκή του δραστηριότητα, αδέσμευτος από δηλώσεις προς οποιονδήποτε. Το μείζον πρόβλημα στη ρύθμιση αυτή είναι ότι θα θέσει το σύνολο του καθηγητικού δυναμικού της χώρας σε μια αέναη γραφειοκρατική διαδικασία, με σπατάλη ενέργειας για έναν σκοπό δίχως πρακτικό αποτέλεσμα. Θα τους στερεί πολύτιμο χρόνο από το κυρίως αντικείμενό τους, που είναι η διδασκαλία και η έρευνα, με αποτέλεσμα αργά ή γρήγορα η διαδικασία αυτή να εκφυλισθεί στην πράξη και να θέσει έτσι σε κίνδυνο την όλη διαδικασία αξιολόγησης, που είναι αναγκαία και χρήσιμη. Άλλωστε, η όποια αξιολόγηση αφορά στο υπάρχον έργο και δεν μπορεί να περιλαμβάνει στόχους, η υλοποίηση των οποίων δεν έχει ακόμη ξεκινήσει.
            Προτεινόμενη ρύθμιση
Η Επιτροπή κρίνει ομόφωνα ότι η έκθεση προγραμματισμού για την επόμενη πενταετία δεν θα πρέπει να είναι δεσμευτική για τον καθηγητή, ούτε να αποτελεί κριτήριο για την αξιολόγησή του.
VI. ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ (άρθρο 29)
            Πρόβλημα
 Ως προς το Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό (ΕΕΠ) για τα ΤΕΙ στην παρ. 1 περ. γ' ζητούνται ως τυπικά προσόντα διορισμού το πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και «συναφές διδακτορικό δίπλωμα». Αντιθέτως για το ίδιο προσωπικό για τα ΑΕΙ καμία αναφορά δεν γίνεται σε τυπικά προσόντα. Πρόκειται μάλλον για κενό, το οποίο μόνο νομοθετικά μπορεί να καλυφθεί.
            Προτεινόμενη ρύθμιση
            Θα πρέπει να ορισθεί και για τα ΑΕΙ αντίστοιχη ρύθμιση.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄: ΣΠΟΥΔΕΣ

Ι. ΤΙΤΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΙ ΟΧΙ  ΠΤΥΧΙΟ(άρθρα 30§2α΄∙ 33§§ 7, 10, 12-13∙ 34)
Πρόβλημα
Στο άρθρο 2 περ. ια΄ του νόμου ορίζεται ότι «τίτλος σπουδών» είναι «το πτυχίο ή δίπλωμα που απονέμεται ύστερα από την επιτυχή ολοκλήρωση οποιουδήποτε από τους τρείς κύκλους σπουδών». Τα άρθρα 30, 33 και 34 του ίδιου νόμου, ενώ προκειμένου περί μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών (2ος και 3ος κύκλος) αναφέρονται σε «δίπλωμα» (άρθρ. 30§§3-4), ειδικά για τον πρώτο κύκλο σπουδών αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν τον ακριβή όρο «πτυχίο» και κάνουν λόγο για «τίτλο σπουδών» γενικά (§2 περ α΄). Το γεγονός αυτό προκαλεί εύλογους φόβους, οι οποίοι ενισχύονται, όταν παρακάτω το άρθρο 40 του νόμου, αναφερόμενο σε προγράμματα σπουδών συνεργασίας μεταξύ ΑΕΙ και χωρίς να διευκρινίζει σαφώς αν αυτά θα πρέπει να πληρούν πάντοτε τις προϋποθέσεις κάποιου από τους αναγνωρισμένους τρεις κύκλους σπουδών, κάνει λόγο πάλι για «απονομή τίτλου σπουδών» γενικά, ενώ θα έπρεπε, για τις περιπτώσεις προγραμμάτων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ενός εκ των τριών κύκλων, να προβλέπει τη χορήγηση απλού «πιστοποιητικού κατάρτισης», όπως αυτό του άρθρου 30§2 περ. γ΄. Υπό το πρίσμα αυτό δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο διάβρωσης του επιπέδου μόρφωσης που εγγυάται παραδοσιακά η ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου σπουδών με τη λήψη «πτυχίου». Το «πτυχίο» ανταποκρίνεται σε ένα ενιαίο και ολοκληρωμένο πρόγραμμα σπουδών, ενώ ένας «τίτλος σπουδών», υπό το φώς και του άρθρου 40, θα μπορούσε ενδεχομένως να αποκτηθεί και με συλλογή πιστωτικών μονάδων από ετερόκλητα επιστημονικά πεδία, κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα την πρόσκτηση αποσπασματικών και κατακερματισμένων γνώσεων, στη βάση μιας –αποκρουστέας- αντίληψης που αποδίδει σημασία μάλλον στην ποικιλία παρά στην ποιότητα και το βάθος της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Ομοφώνως κρίνεται αναγκαία, στα άρθρα 30 (§2 περ.α΄), 33 (§§ 7, 10, 12-13) και 34 του νόμου, η αντικατάσταση του γενικού όρου «τίτλος σπουδών» με τον ακριβή όρο «πτυχίο».
ΙΙ. ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΤΡΙΕΤΟΥΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ  ΣΧΟΛΩΝ (άρθρο 30§2 εδ. α΄, β΄)
Πρόβλημα
Στο άρθρο 30 §2 θεσπίζονται τα 180 ECTS ως ελάχιστο όριο για την ολοκλήρωση του Προγράμματος Σπουδών πρώτου κύκλου (εδ. α΄) και τα 60 ECTS ως υποχρεωτικός -μη δυνάμενος να αποκλίνει ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω- αριθμός πιστωτικών μονάδων για κάθε ακαδημαϊκό έτος. Ο συνδυασμός των δύο αυτών ρυθμίσεων δημιουργεί σοβαρά προβλήματα: α) Ανοίγει το δρόμο για τριετή προγράμματα σπουδών, κάτι που εκτός από δυσχέρειες μετάβασης για τους ήδη φοιτούντες και δυσχέρειες αναγνώρισης ισοτιμίας μεταξύ παλαιού και νέου πτυχίου, θα προκαλέσει αναμφίβολα μια σοβαρή υποβάθμιση των σπουδών. β) Ο αυστηρός καθορισμός των 60 ECTS/έτος ισοδυναμεί κατ’ουσία με πλασματική μείωση ή αύξηση του «φόρτου εργασίας» κάθε έτους, αφού στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να τηρηθεί επακριβώς ένας τέτοιος καταμερισμός στην επιστημονικά ενδεδειγμένη αλληλουχία των επιμέρους στοιχείων της διδακτέας ύλης.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Ομόφωνα προτείνεται να απαιτούνται κατ’ ελάχιστο 240  ECTS για την ολοκλήρωση του Προγράμματος Σπουδών πρώτου κύκλου και να υπάρχει ευχέρεια απόκλισης από τα 60 ECTS/έτος, προς τα πάνω ή κάτω, μέχρι  5 μονάδες.
ΙΙΙ. ΣΥΝΤΟΜΟΙ ΚΥΚΛΟΙ ΣΠΟΥΔΩΝ (άρθρο 30§2 εδ. γ΄  )
Πρόβλημα
Η δυνατότητα οργάνωσης διετών, μονοετών ή και μικρότερης διάρκειας προγραμμάτων σπουδών (μέγιστο 120 ECTS), μέσα στα πλαίσια λειτουργίας των ακαδημαϊκών μονάδων που διεκπεραιώνουν τον πρώτο κύκλο σπουδών (ο νόμος εντάσσει τη σχετική ρύθμιση μέσα στη διάταξη για τον πρώτο κύκλο σπουδών), ενέχει τον κίνδυνο στροφής των Τμημάτων στην ταχύρρυθμη επαγγελματική κατάρτιση και ανάλωσης του έμψυχου δυναμικού τους σε βάρος του κύριου έργου τους, της επίτευξης υψηλού επιπέδου προπτυχιακών σπουδών. Εξάλλου η οργάνωση τέτοιων προγραμμάτων απαιτεί την ύπαρξη υποδομών (πρόσθετα μέλη ΔΕΠ, αίθουσες, γραμματειακή υποστήριξη) που σήμερα δεν υπάρχουν και δεν φαίνεται πιθανό να υπάρξουν στο ορατό μέλλον.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Η δυνατότητα οργάνωσης προγραμμάτων σπουδών σύντομου κύκλου θα πρέπει να παρέχεται στο πλαίσιο της Σχολής δια βίου μάθησης.
ΙV. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ (άρθρο 32)
       Παράγραφος 2
 Βλ. τα αναφερόμενα παραπάνω στο κεφ. Δ΄, υπό ΙΧ.
      Παράγραφος 3
Πρόβλημα: Ο νόμος δεν θέτει κανένα όριο στον αριθμό των πιστωτικών μονάδων που θα μπορούν να αναγνωρισθούν, άρα και της διάρκειας της επιτρεπτής φοίτησης σε άλλο ίδρυμα, δημιουργώντας έτσι κίνδυνο ασάφειας ως προς τη Σχολή κύριας φοίτησης.
Προτεινόμενη ρύθμιση: Προτείνεται να τεθεί όριο δυνατότητας αναγνώρισης μέχρι 60 πιστωτικών μονάδων. Ακόμη, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη στα μέλη της επιτροπής, αντί του όρου «πιστωτικές μονάδες», που χρησιμοποιεί γενικά ο νόμος, θα ήταν προτιμότερος ο όρος «εκπαιδευτικές» ή «διδακτικές» μονάδες.
      Παράγραφος 4
Πρόβλημα: Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας συνήθως έχει ήδη συντελεσθεί κατά την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αντιθέτως υπάρχει ανάγκη για εκμάθηση αλλοδαπής επιστημονικής ορολογίας.
Προτεινόμενη ρύθμιση
 Τα προγράμματα Σπουδών πρώτου κύκλου θα πρέπει να περιλαμβάνουν υποχρεωτικά μαθήματα για την εκμάθηση της αντίστοιχης επιστημονικής ορολογίας μιας τουλάχιστον  ξένης γλώσσας.
V. ΧΡΟΝΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ –ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ (άρθρο 33)
Προβλήματα
Δεν είναι κατανοητό, γιατί ο νόμος αποφεύγει να συνδέσει ο ίδιος τον υπολογισμό του βαθμού του τίτλου σπουδών με τις πιστωτικές μονάδες και αναθέτει τη ρύθμιση του θέματος σε υπουργική απόφαση (§14). Επίσης, η χρονική διάρθρωση των σπουδών ορίζεται στο νόμο με τρόπο που σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να προσκρούσει σε ιδιομορφίες κατά Τμήμα ή Σχολή.
Προτεινόμενες ρυθμίσεις
Ο υπολογισμός του βαθμού του πτυχίου θα πρέπει να στηρίζεται στις πιστωτικές μονάδες και να είναι ενιαίος ως σύστημα για όλη τη χώρα. Επί του θέματος αναγκαία κρίνεται η έκφραση γνώμης από το σύνολο των Πρυτάνεων. Στον Εσωτερικό Κανονισμό του ιδρύματος να μπορούν να ορίζονται, εκ των προτέρων και με αντικειμενικά κριτήρια, περιπτώσεις δικαιολογημένης απόκλισης από την ορισμένη χρονική διάρθρωση των σπουδών, με ταυτόχρονη όμως διασφάλιση του ισοδυνάμου του εκπαιδευτικού αποτελέσματος. Η παρ. 13 του άρθρου 33 να προσαρμοσθεί στην πρόταση που έγινε παραπάνω για την παρ. 4 του άρθρου 32.
VI. ΦΟΙΤΗΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (άρθρο 36§ 2ε)
Πρόβλημα
Δίνεται η δυνατότητα μετακίνησης του φοιτητή σε άλλα ΑΕΙ για 1 χρόνο. Όμως, μεταξύ των ίδιων Σχολών σε διαφορετικά ΑΕΙ υπάρχει διαφορετική κατανομή μαθημάτων. Η μετακίνηση αυτή γίνετε έτσι προβληματική.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Στο άρθρο 36 η παρ. 2ε του Ν. 4009/2011 να  αντικατασταθεί από ρύθμιση που θα συσχετίζει τη μετακίνηση με τα κριτήρια της παρ. 2 του άρθρου 34.
VII.  ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ (άρθρο 37§1)
Πρόβλημα
 Τα  Ενημερωτικά Φυλλάδια Μαθήματος ορίζονται έντυπα ενώ όλα τα άλλα  ηλεκτρονικά;
Προτεινόμενη ρύθμιση
Στο άρθρο 37β παρ. 1 πρέπει να προστεθεί :
«Κάθε διδάσκων οφείλει να διανέμει σε όλους τους φοιτητές που έχουν εγγραφεί στο μάθημα, ή να αναρτήσει στο διαδίκτυο, κατά την πρώτη εβδομάδα των μαθημάτων και με δαπάνες του ιδρύματος στο οποίο ανήκει, αναλυτικό διάγραμμα μελέτης το οποίο περιλαμβάνει τη διάρθρωση της ύλης του μαθήματος, σχετική βιβλιογραφία, άλλη τεκμηρίωση και συναφή πληροφόρηση».

VIII.  ΣΧΟΛΗ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (άρθρο 38)
Πρόβλημα
Εφόσον το μεταπτυχιακό σηκώνει το κύριο βάρος της έρευνας, η αποκοπή του από την προπτυχιακή εκπαίδευση θα αποδυναμώνει την αναγκαία και εκεί έρευνα.  Ποιοι  θα διδάσκουν στα προπτυχιακά και ποιοι στα μεταπτυχιακά; Μήπως έτσι ελλοχεύει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν κατηγορίες ΔΕΠ, που άλλοι ως κύριο έργο θα έχουν τη διδασκαλία σε προπτυχιακό επίπεδο και άλλοι θα έχουν κυρίως ερευνητικό έργο και θα διδάσκουν στο Μεταπτυχιακό; Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 6, όταν τα προγράμματα Μεταπτυχιακών και Διδακτορικών Σπουδών υπερβαίνουν τα 10 (που στο ΑΠΘ τα υπερβαίνουν), τότε στη Κοσμητεία συμμετέχουν οι Σχολές εκ περιτροπής. Αυτό σημαίνει ότι Προγράμματα μεγάλων Σχολών μπορεί να μην εκπροσωπούνται για μεγάλο διάστημα στη Κοσμητεία. Όπως και στην περίπτωση των Προπτυχιακών, έτσι και στην περίπτωση των Μεταπτυχιακών Σπουδών στη συγκρότηση του προγράμματος δε συμμετέχουν οι διδάσκοντες, αλλά αυτό καταρτίζεται πάλι από ολιγομελή επιτροπή  που συγκροτείται από την Κοσμητεία ή σε περίπτωση συνεργασίας σχολών από τις Κοσμητείες των προπτυχιακών σπουδών, με αποτέλεσμα να μπορούν να προκύψουν ελλείμματα ειδικών γνώσεων κατά τη στιγμή της κατάρτισης.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Επομένως οι παρ. 1, 4 και 5 του άρθρου 38 του Ν.4009/2011 πρέπει να διατηρηθούν. Κατά τα λοιπά έχουμε τη γνώμη ότι τα Τμήματα Μεταπτυχιακών  Σπουδών πρέπει να λειτουργούν ανά Σχολή, επομένως τόσο η συγκρότησή τους όσο και η διοικητική τους λειτουργία πρέπει να διασφαλίζεται από τις αντίστοιχες Σχολές.(Βλέπε και παραπάνω στο κεφ. Γ’ υπό ΙΙΙ).

IX. ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ (άρθρο 39)
Πρόβλημα
Η προβλεπόμενη θέσπιση Προγράμματος Μαθημάτων Διδακτορικών Σπουδών θα είναι δυσλειτουργική εάν δεν θα λαμβάνονται υπόψη οι γενικότερες δυνατότητες και ανάγκες των οικείων Σχολών. Εξάλλου, τα κριτήρια απαλλαγής από την παρακολούθηση των μαθημάτων που θα προβλέπονται από το Εσωτερικό Κανονισμό εμπεριέχουν δυνατότητες καταστρατήγησης. Η Κοσμητεία μπορεί να κατευθύνει τη ροή της έρευνας με απόλυτη δικαιοδοσία. Δεν υπάρχουν περιθώρια αντιρρήσεων ενός υποψηφίου διδάκτορα. Κατά την εξέταση της Διδακτορικής Διατριβής καταργείται η πλειοψηφία, απαιτείται ομοφωνία και των 3 εξεταστών. Έτσι όμως η ακαδημαϊκή πρόοδος φαίνεται να ματαιώνεται ενόψει των διαφωνιών, που αποτελούν χαρακτηριστικό των επιστημονικών κρίσεων. Θα υπάρξει τεράστια δυσκολία ανεύρεσης πρόθυμων κριτών.
Ο ένας κριτής θα προέρχεται από το εξωτερικό (ή μετά αιτιολόγηση από την Ελλάδα)
Επομένως θα απαιτείται μετάφραση όλης της διδακτορικής διατριβής
Προτεινόμενες ρυθμίσεις
Ο ορισμός των μελών των εξεταστικών επιτροπών πρέπει να γίνεται από τη Γενική Συνέλευση του Τμήματος. Ο αριθμός των μελών αυτών πρέπει να παραμείνει στους επτά. Ο επιβλέπων καθηγητής να μπορεί να είναι μέλος της εξεταστικής επιτροπής. Ένα από τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής να μπορεί να είναι από Πανεπιστήμιο του εξωτερικού. Πάντως τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής τα οποία ανήκουν στο ίδιο Τμήμα αν μη μπορούν να υπερβαίνουν τα τέσσερα. Το σύνολο των μελών της εξεταστικής επιτροπής θα πρέπει να γνωρίζει τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένη η διδακτορική διατριβή. Για την έγκριση της διδακτορικής διατριβής πρέπει να είναι σύμφωνα πέντε μέλη της εξεταστικής επιτροπής.
X.  ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΕΙ  ΜΕ ΑΛΛΑ ΑΕΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ (άρθρα 40-42)
Πρόβλημα
Προβλέπονται Προγράμματα Σπουδών συνεργασίας διαφορετικών σχολών ΑΕΙ ημεδαπής ή αλλοδαπής και μένει ανοιχτή η πιθανότητα δημιουργίας προγραμμάτων ταχύρρυθμων που δεν θα καλύπτονται από τις αναγκαίες ακαδημαϊκές απαιτήσεις. Η ίδια έλλειψη εγγυήσεων χαρακτηρίζει και τη συνεργασία ΑΕΙ και ερευνητικών κέντρων.
Στις παραπάνω προτάσεις συνεργασίας πρέπει να τηρούνται οι γενικές εγγυήσεις για τα  Προγράμματα Σπουδών, εφόσον αυτά καταλήγουν σε τίτλο σπουδών. Μπορούν να προβλέπονται και ταχύρρυθμα προγράμματα τα οποία θα καταλήγουν σε χορήγηση ειδικού πιστοποιητικού. (Βλ. και τα αναφερόμενα παραπάνω στο κεφ. Ζ’υπό Ι)
XI.  ΕΠΩΝΥΜΕΣ ΕΔΡΕΣ (άρθρο 47)
Πρόβλημα
Σε ό,τι αφορά τις επώνυμες έδρες αυτές ιδρύονται με απόφαση του Πρύτανη μετά από έγκριση του Συμβουλίου, ύστερα από εισήγηση της Κοσμητείας. Παρατηρούμε ότι πάλι απουσιάζει η συμμετοχή στη διαδικασία κάποιου συλλογικού οργάνου. Θα μπορούσε να είναι απαραίτητη η απόφαση Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος. Επίσης, για τη διασφάλιση του κύρους του Ιδρύματος, θα έπρεπε ίσως στο Νόμο να αναφέρονται κάποιες περιοριστικές διατάξεις, όπως για παράδειγμα η μη εμπλοκή του δωρητή στη διαδικασία πλήρωσης και λειτουργίας της επώνυμης έδρας. Ακόμη θα μπορούσε να υπάρχει και αριθμητικός περιορισμός των επωνύμων εδρών, αλλά και διατάξεις που να προστατεύουν το πανεπιστήμιο από την άκριτη εμπλοκή κερδοφόρων επιχειρήσεων, οι οποίες θα είχαν απλώς εμπορικά ή διαφημιστικά συμφέροντα.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Οι χορηγίες δεν θα πρέπει να αφορούν έδρες αλλά κλινικές, εργαστήρια, βιβλιοθήκες, μουσεία. Στην περίπτωση των χορηγιών ο χορηγός δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει στη λειτουργία, τη στελέχωση και την έρευνα των κλινικών, εργαστηρίων, βιβλιοθηκών και μουσείων.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄: ΦΟΙΤΗΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

Άρθρο 50. Συμβούλια φοιτητικής μέριμνας και σπουδών
Πρόβλημα
Τα συμβούλια φοιτητικής μέριμνας και τα ειδικά συμβούλια σπουδών που θεσπίζονται έχουν καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα καθώς δεν προβλέπονται διαδικασίες υλοποίησης των προτάσεων.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Κατά τη συζήτηση φοιτητικών  θεμάτων στη Σύγκλητο ή στις Σχολές θα πρέπει  να ζητείται η γνώμη των Συμβουλίων φοιτητικής Μέριμνας και Σπουδών.
Άρθρο 53. Φοιτητική μέριμνα
Πρόβλημα (παρ. 1α)
Στην παρ. 1 περιπτ. α’ ορίζεται ότι τη σχετική περίθαλψη παρέχει αποκλειστικά το ΕΣΥ.  
Προτεινόμενη ρύθμιση
Να ορισθεί διαζευκτικά ότι την ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη  την παρέχει είτε το Ίδρυμα είτε οι υπηρεσίες του ΕΣΥ. Το υπόλοιπο κείμενο του εδαφίου α παραμένει ως έχει.

Πρόβλημα (παρ. 1β σίτιση-στέγαση).
Δεν καθορίζεται σαφώς από πού θα προέρχονται οι πόροι για την εξασφάλιση των ανωτέρω, ούτε προβλέπεται η εξασφάλισή τους. Μπορεί συνεπώς να ανατεθεί από την ομάδα των Υπουργείων τεράστιο έργο φοιτητικής μέριμνας στα ιδρύματα, χωρίς να τους δοθούν οι αναγκαίοι πόροι.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη σίτιση και στέγαση των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών και των υποψηφίων διδακτόρων, με δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού του κράτους με βάση την ατομική και οικογενειακή οικονομική τους κατάσταση και την εντοπιότητά τους, καθώς και την έδρα του ιδρύματος και τις ειδικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτό.
Άρθρο 54. Υποτροφίες – Εκπαιδευτικά δάνεια
Πρόβλημα
Σύμφωνα με τη ρύθμιση της παρ. 1 τα ατομικά και οικογενειακά δεδομένα φαίνονται να αποτελούν κριτήριο και των βραβείων, ενώ αυτά θα έπρεπε να είναι αξιοκρατικά.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Κρίνεται σκόπιμο να γίνει αντιδιαστολή μεταξύ βραβείων, χρηματικών ή μη, τα οποία θα χορηγούνται με βάση την επίδοση, και ανταποδοτικών υποτροφιών (που προβλέπονται στην παράγραφο 2) οι οποίες θα πρέπει να είναι περισσότερες και για τις οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια.
Άρθρο 55 Συνήγορος του Φοιτητή.
Πρόβλημα
Στην παρ. 1 περ. α΄ ορίζεται ότι ο συνήγορος του φοιτητή δεν έχει αρμοδιότητα σε θέματα εξετάσεων και βαθμολογίας των φοιτητών. Κατά τις εξετάσεις προκύπτουν διοικητικά ζητήματα για τα οποία χρειάζεται να εκφράζει γνώμη ο συνήγορος. Μόνο η ουσιαστική αξιολόγηση των επιδόσεων των φοιτητών δεν μπορεί να ελέγχεται από μη ειδικό.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Θα πρέπει να εξαιρούνται από την αρμοδιότητα του Συνηγόρου του φοιτητή μόνο τα θέματα αξιολόγησης επιδόσεων των φοιτητών.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΩΝ ΑΕΙ

Άρθρο 57, Διαχείριση πόρων Α.Ε.Ι.
Πρόβλημα
Στην παρ. 3 ορίζεται:
«Με απόφαση του Πρύτανη, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Συγκλήτου και εγκρίνεται από το Συμβούλιο του Ιδρύματος, μπορούν μέσα στο ίδιο οικονομικό έτος, να μεταφέρονται πόροι, από οποιονδήποτε κωδικό του ετήσιου προϋπολογισμού λειτουργικών εξόδων του ιδρύματος ή του ετησίου προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων σε άλλο κωδικό του ιδίου προϋπολογισμού….».  Είναι προφανές ότι με τον τρόπο αυτό είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν πόροι προερχόμενοι από τρίτους, με συγκεκριμένη στόχευση και οι οποίοι εγγράφονται στον προϋπολογισμό, για άλλους σκοπούς. Η μεταφορά τους θα ερχόταν σε σύγκρουση με τη βούληση των χορηγών κλπ και θα δημιουργούνταν θεσμικά προβλήματα.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Στο άρθρο 57 παρ. 3 να προστεθεί εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο από τη δυνατότητα αυτή μεταφοράς αποκλείονται χρηματοδοτήσεις από δωρεές ή κληρονομίες τρίτων, που έχουν συγκεκριμένη στόχευση.
Άρθρο 58. Νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου για τη διαχείριση της περιουσίας και των κονδυλίων έρευνας των Α.Ε.Ι.
1. Πρόβλημα
Στην παρ. 2 ορίζεται:
«…Ως «περιουσία» που υπόκειται στην αξιοποίηση και διαχείριση του Ν.Π.Ι.Δ. νοούνται τα παντός είδους ακίνητα και κινητά περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος, τα οποία παραχωρούνται σε αυτό κατά χρήση, με απόφαση του πρύτανη, που εγκρίνεται από το Συμβούλιο του ιδρύματος.». Η ρύθμιση αυτή δεν εναρμονίζεται με τη γνώμη της παρούσας επιτροπής για την αρμοδιότητα της Συγκλήτου.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Στην παρ. 2 του άρθρου 58 η αρμοδιότητα αυτή να μεταφερθεί στη Σύγκλητο του Ιδρύματος.
2. Πρόβλημα
Στην παρ. 3α  εισάγεται η αρχή της επιχειρηματικής λογικής στη διαχείριση των οικονομικών Το Ν.Π.Ι.Δ.. θα διαχειρίζεται με αυτήν τη λογική όλους τους πόρους πλην της κρατικής επιχορήγησης, ακόμα και τις δωρεές προς το Ίδρυμα.. Δε μνημονεύεται όμως η ακαδημαϊκή αποστολή ως κύριος σκοπός διαχείρισης του Ν.Π.Ι.Δ.
Προτεινόμενη ρύθμιση
 Η αλλαγή της διατύπωσης σε:
«Η πλήρης καταγραφή της κινητής και ακίνητης περιουσίας του  ιδρύματος, καθώς και η αξιοποίηση και διαχείρισή της η οποία γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες της δημοσιότητας και διαφάνειας του άρθρου 15, της χρηστής και επιμελούς διαχείρισης αλλότριας περιουσίας και της επιχειρηματικής λογικής στο πλαίσιο πάντοτε της ακαδημαϊκής αποστολής των ΑΕΙ. »

3. Πρόβλημα
Στην παρ. 8 δ) ορίζεται ότι το ΔΣ του Ν.Π.Ι.Δ. αποτελείται από 7 μέλη, τον Πρόεδρο και τα έξη μέλη (τρεις καθηγητές/αναπληρωτές και τρία εξωτερικά μέλη, χωρίς κανένα ακαδημαϊκό προσόν) που εκλέγονται από το Συμβούλιο (ένα από τα οποία είναι ό διευθύνων σύμβουλος). Η εκλογή γίνεται μετά από εισήγηση επιτροπής αξιολόγησης, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Συμβουλίου, ύστερα από πρόταση του Πρύτανη, και αποτελείται από τρεις καθηγητές του ΑΕΙ.
Ερώτημα πρώτο: Το συμβούλιο είναι υποχρεωμένο να δεχτεί την πρόταση του Πρύτανη ή όχι ; Ερώτημα δεύτερο: Το συμβούλιο είναι υποχρεωμένο να δεχτεί την εισήγηση της επιτροπής αξιολόγησης ή όχι; Ερώτημα τρίτο: Ο διευθύνων σύμβουλος είναι μέλος του Ιδρύματος ή όχι;
Παρατηρήσεις: Δεν είναι δυνατό να γίνεται διαχείριση της περιουσίας του Ιδρύματος από ΔΣ με διευθύνοντα σύμβουλο εξωτερικό μέλος και ταυτόχρονα  να συμμετέχουν τόσα πολλά εξωτερικά μέλη. Η δυνατότητα της ανανέωσης της τριετούς θητείας του Συμβουλίου του ΝΠΙΔ από το Συμβούλιο του Ιδρύματος αυξάνει την ήδη μεγάλη συγκέντρωση εξουσιών και παρατείνει τη διάρκειά της.
Προτεινόμενες ρυθμίσεις
Εκφράστηκαν δύο απόψεις:
Κατά την πρώτη άποψη το Διοικητικό Συμβούλιο του ΝΠΙΔ θα πρέπει να ορίζεται από το Συμβούλιο του Ιδρύματος.
Κατά τη δεύτερη άποψη η σχετική απόφαση του Συμβουλίου θα πρέπει να υποβάλλεται προς έγκριση στη Σύγκλητο του Ιδρύματος.
Κατά τη γνώμη της επιτροπής προτιμότερη θα ήταν η εννεαμελής σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου (έξι ακαδημαϊκά μέλη και τρία εξωτερικά) για να υπάρχει μεγαλύτερη ευχέρεια συμμετοχής καθηγητών που συνδέονται με αυτοτελείς παραγωγικές μονάδες (π.χ. Πανεπιστημιακό Αγρόκτημα) συνδεόμενες  με το ακαδημαϊκό έργο. Ο Πρόεδρος πρέπει να προέρχεται από τα ακαδημαϊκά μέλη και ο Διευθύνων Σύμβουλος από τα εξωτερικά μέλη. Στο προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 1 μπορούν να ορίζονται και να εξειδικεύονται τα τυπικά και τα επιπλέον ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων που συνεκτιμώνται, καθώς και τα κριτήρια της αξιολόγησης.
4. Πρόβλημα
Το Συμβούλιο κατά το άρθρο 58 παρ. 9 είναι υπερβολικά ολιγάριθμο και με εξασθενημένη σχέση εκπροσώπησης και ως εκ τούτου απρόσφορο ως Γενική Συνέλευση.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Η παρ. 9 του άρθρο 58 να διαμορφωθεί ως εξής: Η Σύγκλητος του ιδρύματος αποτελεί τη γενική συνέλευση του Ν.Π.Ι.Δ.
5. Πρόβλημα: Πόροι του Ν.Π.Ι.Δ.
Στην παρ. η΄ του άρθρου 59 ορίζεται ότι πόροι του Ν.Π.Ι.Δ. είναι και κάθε είδους δάνεια. Δημιουργείται κίνδυνος υπερχρέωσης του Ιδρύματος με δάνεια.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Η δανειοδότηση του ΝΠΙΔ αποτελεί μια δραστηριότητα που συνδέεται με κινδύνους υπερχρέωσης και ως εκ τούτου θα πρέπει να εγκρίνεται από τη Γενική Συνέλευση του ΝΠΙΔ. Στην περίπτωση γ του άρθρου 59 να προστεθεί εν τέλει η φράση: ‘και εγκρίνεται από τη Σύγκλητο του ΑΕΙ’.
6. Πρόβλημα
Τα ποσοστά κρατήσεων που ορίζονται στις περ. ε΄ και στ΄ του άρθρου 59 κρίνονται ως υπερβολικά.
Προτεινόμενη ρύθμιση
Στην περ. ε΄ το ανώτατο όριο πρέπει να είναι 15%. Στην περ. στ΄ η κράτηση θα πρέπει να γίνεται επί της ετήσιας καθαρής αμοιβής, άλλως να μειωθεί το παραπάνω ποσοστό στο ήμισυ. Η σχετική με αυτό παρ 3 του άρθρου 23 του ίδιου νόμου θα πρέπει να καταργηθεί.

Κατανομή της δημόσιας χρηματοδότησης στα Α.Ε.Ι.

Πρόβλημα
Στο άρθρο 63 ορίζεται (παρ. 1,α.): «Η χρηματοδότηση …. Κατανέμεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και δεικτών..». Επίσης στην παρ. 2, α.: «Πρόσθετη χρηματοδότηση, πέραν αυτής της προηγούμενης παραγράφου…κατανέμεται στα ιδρύματα με βάση τους δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων. Ανακύπτουν ερωτήματα σχετικά με την αναλογία τακτικής και πρόσθετης χρηματοδότησης και με την επάρκεια της τακτικής χρηματοδότησης για την αξιοπρεπή λειτουργία των Ιδρυμάτων.
Στην παρ. 2, γ. του ίδιου άρθρου ορίζεται :«Κάθε ίδρυμα …επιλέγει την ομάδα ή ομάδες των δεικτών με βάση την οποία επιθυμεί να αξιολογηθεί.    Ο τρόπος διάθεσης και αξιοποίησης του ποσού της πρόσθετης χρηματοδότησης καθορίζεται από τα όργανα του ιδρύματος…». Είναι φανερό, ότι σε ιδρύματα με πολλές σχολές εντελώς διαφορετικού προσανατολισμού (όπως το Α.Π.Θ.) δεν είναι δυνατό να επιλεγούν αντιπροσωπευτικές ομάδες δεικτών ποιότητας που να αφορούν σε όλο το ίδρυμα. Είναι επίσης φανερό ότι με τον τρόπο αυτό πριμοδοτούνται παλαιά και ήδη καταξιωμένα ιδρύματα και όχι νέα αναπτυσσόμενα. Δεν προκύπτει ποια είναι τα όργανα του Ιδρύματος που καθορίζουν την κατανομή του ποσού της πρόσθετης χρηματοδότησης μεταξύ των σχολών, τμημάτων και εργαστηρίων. (Η Σύγκλητος, το Συμβούλιο, οι Σχολές;)
Προτεινόμενη ρύθμιση
Η παρ. 2 του άρθρου 63 πρέπει να αναμορφωθεί έτσι ώστε οι πρόσθετες των αναγκαίων χρηματοδοτήσεις να προσδιορίζονται με ακαδημαϊκά κριτήρια που θα εξειδικευθούν προσεκτικά (βλέπετε πχ τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 72 παρ. 1, ή την αμφισημία της σχέσης εισερχομένων εξερχομένων ως προς την ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου) και να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιομορφίες ανά Σχολές.



Αρμοδιότητες ΑΔΙΠ
      Προβλήματα
Η ΑΔΙΠ αξιολογεί, πιστοποιεί και προτείνει τη χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων ανάλογα με τις αποδόσεις τους. Η κυβερνητική εν τοις πράγμασι επιλογή του προέδρου της ΑΔΙΠ και η έμμεση εκλογή των μελών της και των επιτροπών πιστοποίησης δημιουργεί κινδύνους άσκησης κομματικών επιρροών και απομάκρυνσης από ακαδημαϊκά κριτήρια αξιολόγησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 71 η χρηματοδότηση ενός προγράμματος Σπουδών και ενός Ιδρύματος συνδέεται άμεσα με το αποτέλεσμα της απόφασης πιστοποίησης του προγράμματος σπουδών αλλά και του εσωτερικού συστήματος διασφάλισης ποιότητας των Ιδρυμάτων. Σε περίπτωση αρνητικής πιστοποίησης ο Υπουργός μπορεί να περιορίσει την χρηματοδότηση του Ιδρύματος και την εισαγωγή νέων φοιτητών στο Πρόγραμμα Σπουδών ή το Ίδρυμα.
Επίσης  μπορεί να «Υποκαθίσταται η πιστοποίηση από διαπιστευμένο φορέα πιστοποίησης της Αλλοδαπής» σε συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών. Αυτό, πιθανώς να οδηγήσει σε άνισες μεταχειρίσεις συναφών προγραμμάτων σπουδών.
Κατά το άρθρο 72, μεταξύ των κριτηρίων αξιολόγησης, δίνεται έμφαση στη ζήτηση στην αγορά εργασίας των αποκτώμενων προσόντων. Μάλιστα αναφέρεται ότι «διαμορφώνονται πρόσθετα κριτήρια για τα προγράμματα σπουδών που οδηγούν στην άσκηση νομοθετικώς ρυθμιζόμενων επαγγελμάτων, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα συγκεκριμένα προγράμματα σπουδών ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των οικείων επαγγελμάτων. Υποτιμούνται έτσι οι λοιπές αναγκαίες γνώσεις.
Στο Συμβούλιο συμμετέχουν καθηγητές των ΑΕΙ και των ΤΕΙ, που θα κρίνουν και θα πιστοποιούν την ποιότητα προγραμμάτων σπουδών. Ίσως θα έπρεπε οι καθηγητές των ΤΕΙ να ήταν αρμόδιοι για την κρίση και πιστοποίηση των Προγραμμάτων μόνο των ΤΕΙ και όχι των ΑΕΙ.
Σύμφωνα με το άρθρο 67 παρ. 3β, τα υποψήφια μέλη του Συμβουλίου αξιολογούνται από τριμελείς επιτροπές που ορίζονται από τον Πρόεδρο με σύμφωνη γνώμη των μελών του Συμβουλίου. Όμως τα μέλη του Συμβουλίου δεν θα έχουν εκλεγεί και συνεπώς ο ορισμός των επιτροπών θα γίνει χωρίς την σύμφωνη γνώμη τους.
Σύμφωνα με το άρθρο 67 παρ. 5, η θητεία του Προέδρου είναι τετραετής ενώ των μελών είναι εξαετής. Όμως, στις μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 80, παρ. β) αναφέρεται ότι η θητεία τριών μελών θα είναι τριετής (μετά από κλήρωση) και των άλλων τριών (που δεν θα κληρωθούν) εξαετής. Από τον συνδυασμό των παραπάνω ρυθμίσεων δεν φαίνεται να μπορεί να λειτουργήσει η επιδιωκόμενη εναλλαγή του ενός τρίτου των μελών του Συμβουλίου.
Προτεινόμενες ρυθμίσεις
Η αρμοδιότητα αξιολόγησης και πιστοποίησης θα πρέπει να ανήκει σε άλλο φορέα σε σχέση με εκείνους που  χρηματοδοτούν τα Ιδρύματα. Η ΑΔ.Ι.Π. είναι χρήσιμο όργανο στο μέτρο που θα αναφέρεται στο Υπουργείο Παιδείας και θα στηρίζει την άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής του. Αντίθετα οι καθαρά ακαδημαϊκές λειτουργίες ακόμα και η διαμόρφωση τους σε πανελλήνιο επίπεδο θα πρέπει να υπόκεινται σε όργανο με σαφέστερα τα ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά. Από τις αρμοδιότητες της ΑΔΙΠ θα πρέπει να αφαιρεθούν οι συμβολές στην διαμόρφωση του ακαδημαϊκού έργου όπως είναι η καθοριστική πιστοποίηση των προγραμμάτων Σπουδών ή στη συγχώνευση, κατάτμηση κλπ Σχολών. Εξάλλου στα κριτήρια αξιολόγησης θα πρέπει να συγκαταλέγεται η ζήτηση στην αγορά εργασίας, όχι όμως σε καθοριστικό βαθμό, επειδή εμφανίζονται κατά καιρούς φαινόμενα ζήτησης εργαζομένων με μειωμένα προσόντα και επειδή υπάρχουν γνωστικές περιοχές για τις οποίες το αγοραίο ενδιαφέρον είναι μειωμένο (ιστορία, φιλοσοφία, καλές τέχνες, μαθηματικά κλπ). Οι καθηγητές των ΑΕΙ και των ΤΕΙ θα πρέπει στο Συμβούλιο της ΑΔΙΠ να πιστοποιούν αντίστοιχα προγράμματα.