Κρίση παιδείας ἐν συντόμω
Καθηγήτρια Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου
I. Ἡ ἔνταση ποὺ παρατηρεῖται στὶς
μέρες μας γιὰ τὴν ἔρευνα ἐπὶ τοῦ ἐπιστητοῦ τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν, ὅπως ἐπίσης
καὶ ἡ θέση τῶν ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν στὴν ὀργάνωση τῶν Πανεπιστημίων, εἶναι
θέματα, ποὺ ἀνάγονται στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽50[1],
δηλ. στὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ δυτικὸς λεγόμενος κόσμος ἀνασκοπεῖ τὴ μεταπολεμικὴ
κοινωνιοπολιτική του αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν οἰκονομική του ἀνασυγκρότηση[2].
Ἡ προσπάθεια γιὰ ταχεία ἀνόρθωση ἀπὸ τις ἐκτεταμένες πολεμικὲς καταστροφὲς ἀλλὰ
καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῆς πολεμικῆς βιομηχανίας ποὺ ἀναπτύχθηκε μὲ τὸν ἀνταγωνισμὸ
γιὰ παγκόσμια ἐπιβολὴ ἀπὸ τὶς δυνάμεις ποὺ κυριάρχησαν μεταπολεμικὰ ἀνέδειξαν ἀναγκαιότητες
καὶ πρακτικὲς ποὺ ἦταν ἄγνωστες ἐν πολλοῖς στὴν ἀκαδημαϊκὴ κοινότητα,
τουλάχιστον τῆς προπολεμικῆς Εὐρώπης, ποὺ εἶχε ὑπηρετήσει κατεξοχὴν ἐθνικοὺς
στόχους[3].
Σ᾽ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἀκόμη καὶ οἱ θεωρητικὲς ἐπιστῆμες, ὅπως τὰ θεωρητικὰ
μαθηματικὰ καὶ ἡ φυσική, στὸ μέτρο ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δημιουργήσουν οἰκονομικὸ
ἀνταγωνισμὸ θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν, τουλάχιστον ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας, ἀντιπαραγωγικὲς
ἐπιστῆμες. Ἡ σύνδεση τῆς ἐπιστήμης μὲ τὴν παραγωγή, καὶ ἐσχάτως μὲ μία κατὰ
παραγγελία καινοτομία στὴν ὑπηρεσία μιᾶς ἀμέσου ἐφαρμόσιμης παραγωγικῆς
διαδικασίας δὲν ἀφήνει εὐρὺ περιθώριο στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ ἀρχεγονικοῦ «ὀρέγεσθαι
τοῦ οἰδέναι». Ἀκόμη καὶ τοῦ θείου Ἀλβέρτου θὰ τοῦ ἀπερρίπτετο τὸ αἴτημα γιὰ
χρηματοδότηση ἐπὶ τῆς διερευνήσεως τοῦ γαλάζιου τοῦ οὐρανοῦ, μία πρόταση ποὺ δὲν
ἔχει τὴν παραμικρὴ σχέση μὲ τὴν ἐπιχειρηματικότητα καὶ τὴν ἐμπορευματοποίηση τῆς
παιδείας καὶ τῆς ἔρευνας, ποὺ δέχονται ὡστόσο οὐκ ὀλίγη κριτική[4].
Ὑπὸ τὸ φῶς τῶν νέων οἰκονομικῶν καὶ
κοινωνικῶν συνθηκῶν οἱ λεγόμενες ἀνθρωπιστικὲς ἐπιστῆμες ἐπλήγησαν περισσότερο,
ἀφοῦ σ᾽ αὐτὲς ἡ πρακτικὴ ἐφαρμογὴ καὶ τὰ παραγόμενα ἀγαθὰ εἶναι ἐνπολλοῖς ἀνέφικτο
νὰ ἀποτιμηθοῦν μὲ χρηματοοικονομικοὺς ὅρους.
Ἡ βαθμιαῖα διαμορφούμενη τάση
περιορισμοῦ τῶν ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν στὴν Εὐρώπη ἄρχισε νὰ μορφοποιεῖται μὲ τὶς
κρατικὲς περικοπὲς κυρίως στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽80 στὰ Βρεταννικὰ
πανεπιστήμια[5],
τὰ ὁποῖα ἐπιδόθηκαν σὲ ἕνα εἶδος ἐπιχειρηματικότητας μὲ τὴ μεταξὺ ἄλλων
προσέλκυση φοιτητῶν, προσβλέποντας στὴν καταβολὴ ὑψηλῶν διδάκτρων, πράγμα ποὺ ἦταν
ἀδιανόητο ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ ἱστορικὰ πανεπιστήμια τῆς κεντρώας Εὐρώπης.
Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἐπιχορηγήσεις ἢ τὴ
χρηματοδοτούμενη ἔρευνα ἀπὸ ἑταιρεῖες μὲ τὴν ὑπογραφὴ πρωτοκόλλων συνεργασίας τὸ
πανεπιστήμιο στὸν εἰκοστὸ αἰώνα ὑπῆρξε ἡ δημοκρατικὴ κατάκτηση τῆς ἐλευθερίας
τοῦ πνεύματος τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης, οἱ ὁποῖοι εἶχαν βγεῖ θριαμβευτὲς μέσα ἀπὸ
σκληρὲς ἀντιπαραθέσεις μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία καὶ τὴν ἄκαμπτη αὐθεντία
της, ὅπως ἐπίσης καὶ μὲ τὴ φεουδαλικὴ ἢ τὴ γραφειοκρατικὴ ὀργάνωση τῆς
κοινωνίας στὴν κεντρώα Εὐρώπη, τὴν πανεπιστημιακὴ ὀργάνωση τῆς ὁποίας μιμήθηκαν
σὲ συνδυασμὸ μὲ το κολλεγιακὸ σύστημα τὰ πρῶτα πανεπιστήμια τῆς Ἀμερικῆς[6],
καὶ τὰ ὁποῖα θὰ ἀποτελέσουν τὴν ὀμπροσθοφυλακὴ τῆς ἔρευνας ἀμέσως μετὰ τὴ λήξη
του Β´ παγκόσμιου πολέμου[7].
Τὴν ἴδια περίοδο ἐμφανίζεται στὰ
πανεπιστήμια καὶ τὰ ἐρευνητικὰ κέντρα μία σημειωτικὴ ὁρολογίας εἰλημμένης ἀπὸ τὸν
κόσμο τῆς ἐπιχειματικότητος, ποὺ καθιερώνεται ὡς νοοτροπία στὰ τέλη τῆς
δεκαετίας τοῦ ᾽70, ὁπότε φαίνεται νὰ κλείνει ἡ περίοδος τῶν «παχέων ἀγελάδων»
γιὰ τὴν τριτοβάθμια ἐκπαίδευση, ἀκόμη καὶ στὴν Ἀμερική[8],
καὶ νὰ ἀνοίγει μαζὶ καὶ ἡ
περιπέτεια τῶν ἀνθρωπιστικῶν καὶ κοινωνικῶν σπουδῶν[9].
Ἀπό τὸ Πανεπιστήμιο ποὺ ἐφοδίαζε τὴν κοινωνία μὲ τὴν κάθε εἴδους ἡγεσία της[10],
τὸ πανεπιστήμιο κλήθηκε, ἰδίως στὶς χῶρες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, νὰ συνδεθεῖ μὲ
τὴν παραγωγὴ καὶ τὴν ἀπασχόληση καὶ μάλιστα νὰ διαμορφώσει τὸν ἑνιαῖο εὐρωπαϊκὸ
χῶρο τῆς τριτοβάθμιας ἐκπαίδευσης μὲ τὴ γενιὰ τῶν εὐρωπαίων πολιτῶν (Generation
E)[11].
II. Στὴν Ἑλλάδα ἡ εὐρωπαϊκὴ ὁλοκλήρωση
γιὰ τὴν τριτοβάθμια ἐκπαίδευση ξεκίνησε μὲ ἀποσπασματικὸ τρόπο. Συνήθως οἱ κρατικὲς
παρεμβάσεις γίνονται ἐκ τῶν «ἄνω», μὲ προσωπικὲς προκαταλήψεις τῶν κυβερνώντων,
χωρὶς οὐσιαστικὸ διάλογο μὲ τοὺς ἐνδιαφερόμενους, μὲ διαρροὲς πρὸς τοὺς
δημοσιογράφους καὶ τοὺς κομματικοὺς παράγοντες, ἢ μὲ τὸν τρόπο τῶν παράλληλων
μονολόγων. Ἐξάλλου ἐκ τῶν «ἄνω» διεσπάρησαν ἀνὰ τὴν ἐπικράτεια τμήματα ΑΕΙ καὶ
ΤΕΙ, ἀνάλογα μὲ τὶς πιέσεις τῶν τοπικῶν παραγόντων καὶ τῶν «ἐθνικῶν» ἐκπροσώπων.
Τμήματα ἐμφανίζονταν στὰ ἀπογραφικὰ δελτία καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων ἡ Σύγκλητος ἐπικύρωνε
τὴν ἵδρυση, τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας ἀποφασίζει καὶ γιὰ τὸ τελευταῖο
μάθημα ἑνὸς Μεταπτυχιακοῦ Προγράμματος.
Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς ἐπιβολῆς μιᾶς
νομοθεσίας χωρὶς τὴ συνδρομὴ τῆς πανεπιστημιακῆς κοινότητας καὶ τὸν ἀπαραίτητο ἐσωτερικὸ
διάλογο ἀναδύει ἀνὰ τριετία σχεδὸν τὴν ἐπαγγελία «μεταρρυθμίσεων», ποὺ οὐσιαστικὰ
ὁδηγοῦν σὲ ἀποπροσανατολισμὸ ἀπὸ τὰ πραγματικὰ προβλήματα γιὰ τὴ βελτίωση τῆς
παρεχόμενης παιδείας καὶ μιᾶς στοχευμένης ἐρευνητικῆς ὀργάνωσης, ἡ ὁποία θὰ
βοηθοῦσε τὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη καὶ τὴ συνεργασία τουλάχιστον στοὺς ἀνοιχτοὺς ὁρίζοντες
τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ἡ προπαρατεθείσα βιβλιογραφία εἶναι ἐνδεικτικὴ τῶν
ζυμώσεων ποὺ συντελοῦνται στὰ πανεπιστήμια ἀνὰ τὸν κόσμο, ὅμως στὴν Ἑλλάδα ὁ ὅποιος
διάλογος ἀνακόπτεται ἀπὸ τὴν ἐξουσιαστικὴ ἀντίληψη τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας τοῦ
τόπου ποὺ θεωρεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ νομοθετεῖ ἐρήμην τῶν «ὑπηκόων».
Στὴν περίπτωση τῶν ἀνθρωπιστικῶν
σπουδῶν, ἰδίως δὲ τῶν θεολογικῶν πραγμάτων, ἡ μόνη πρόταση γιὰ μιὰ σταθερὴ
προοπτικὴ θὰ ἦταν ἡ κοινὴ συστράτευση καὶ ἡ ἀπομόνωση ὅλων ἐκείνων τῶν δυνάμεων
ποὺ δροῦν μὲ ἀποκλεισμοὺς καὶ ἀποκλειστικότητες καὶ ἀπίστευτη ὑποδούλωση τοῦ κοινωνικοῦ σώματος στὸν
παντὸς εἴδους καταδυναστευτικὸ ἔλεγχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου