ELLENOPHONIA

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

ΚΡΙΣΗ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, εν ΕΕΘΣΘ, ΤΠΚΘ



Κρίση παιδείας ἐν συντόμω
Καθηγήτρια Δέσπω Ἀθ. Λιάλιου

I. Ἡ ἔνταση ποὺ παρατηρεῖται στὶς μέρες μας γιὰ τὴν ἔρευνα ἐπὶ τοῦ ἐπιστητοῦ τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ θέση τῶν ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν στὴν ὀργάνωση τῶν Πανεπιστημίων, εἶναι θέματα, ποὺ ἀνάγονται στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽50[1], δηλ. στὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ δυτικὸς λεγόμενος κόσμος ἀνασκοπεῖ τὴ μεταπολεμικὴ κοινωνιοπολιτική του αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν οἰκονομική του ἀνασυγκρότηση[2]. Ἡ προσπάθεια γιὰ ταχεία ἀνόρθωση ἀπὸ τις ἐκτεταμένες πολεμικὲς καταστροφὲς ἀλλὰ καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῆς πολεμικῆς βιομηχανίας ποὺ ἀναπτύχθηκε μὲ τὸν ἀνταγωνισμὸ γιὰ παγκόσμια ἐπιβολὴ ἀπὸ τὶς δυνάμεις ποὺ κυριάρχησαν μεταπολεμικὰ ἀνέδειξαν ἀναγκαιότητες καὶ πρακτικὲς ποὺ ἦταν ἄγνωστες ἐν πολλοῖς στὴν ἀκαδημαϊκὴ κοινότητα, τουλάχιστον τῆς προπολεμικῆς Εὐρώπης, ποὺ εἶχε ὑπηρετήσει κατεξοχὴν ἐθνικοὺς στόχους[3]. Σ᾽ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἀκόμη καὶ οἱ θεωρητικὲς ἐπιστῆμες, ὅπως τὰ θεωρητικὰ μαθηματικὰ καὶ ἡ φυσική, στὸ μέτρο ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δημιουργήσουν οἰκονομικὸ ἀνταγωνισμὸ θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν, τουλάχιστον ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας, ἀντιπαραγωγικὲς ἐπιστῆμες. Ἡ σύνδεση τῆς ἐπιστήμης μὲ τὴν παραγωγή, καὶ ἐσχάτως μὲ μία κατὰ παραγγελία καινοτομία στὴν ὑπηρεσία μιᾶς ἀμέσου ἐφαρμόσιμης παραγωγικῆς διαδικασίας δὲν ἀφήνει εὐρὺ περιθώριο στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ ἀρχεγονικοῦ «ὀρέγεσθαι τοῦ οἰδέναι». Ἀκόμη καὶ τοῦ θείου Ἀλβέρτου θὰ τοῦ ἀπερρίπτετο τὸ αἴτημα γιὰ χρηματοδότηση ἐπὶ τῆς διερευνήσεως τοῦ γαλάζιου τοῦ οὐρανοῦ, μία πρόταση ποὺ δὲν ἔχει τὴν παραμικρὴ σχέση μὲ τὴν ἐπιχειρηματικότητα καὶ τὴν ἐμπορευματοποίηση τῆς παιδείας καὶ τῆς ἔρευνας, ποὺ δέχονται ὡστόσο οὐκ ὀλίγη κριτική[4].
Ὑπὸ τὸ φῶς τῶν νέων οἰκονομικῶν καὶ κοινωνικῶν συνθηκῶν οἱ λεγόμενες ἀνθρωπιστικὲς ἐπιστῆμες ἐπλήγησαν περισσότερο, ἀφοῦ σ᾽ αὐτὲς ἡ πρακτικὴ ἐφαρμογὴ καὶ τὰ παραγόμενα ἀγαθὰ εἶναι ἐνπολλοῖς ἀνέφικτο νὰ ἀποτιμηθοῦν μὲ χρηματοοικονομικοὺς ὅρους.
Ἡ βαθμιαῖα διαμορφούμενη τάση περιορισμοῦ τῶν ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν στὴν Εὐρώπη ἄρχισε νὰ μορφοποιεῖται μὲ τὶς κρατικὲς περικοπὲς κυρίως στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽80 στὰ Βρεταννικὰ πανεπιστήμια[5], τὰ ὁποῖα ἐπιδόθηκαν σὲ ἕνα εἶδος ἐπιχειρηματικότητας μὲ τὴ μεταξὺ ἄλλων προσέλκυση φοιτητῶν, προσβλέποντας στὴν καταβολὴ ὑψηλῶν διδάκτρων, πράγμα ποὺ ἦταν ἀδιανόητο ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ ἱστορικὰ πανεπιστήμια τῆς κεντρώας Εὐρώπης.
Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἐπιχορηγήσεις ἢ τὴ χρηματοδοτούμενη ἔρευνα ἀπὸ ἑταιρεῖες μὲ τὴν ὑπογραφὴ πρωτοκόλλων συνεργασίας τὸ πανεπιστήμιο στὸν εἰκοστὸ αἰώνα ὑπῆρξε ἡ δημοκρατικὴ κατάκτηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ πνεύματος τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης, οἱ ὁποῖοι εἶχαν βγεῖ θριαμβευτὲς μέσα ἀπὸ σκληρὲς ἀντιπαραθέσεις μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία καὶ τὴν ἄκαμπτη αὐθεντία της, ὅπως ἐπίσης καὶ μὲ τὴ φεουδαλικὴ ἢ τὴ γραφειοκρατικὴ ὀργάνωση τῆς κοινωνίας στὴν κεντρώα Εὐρώπη, τὴν πανεπιστημιακὴ ὀργάνωση τῆς ὁποίας μιμήθηκαν σὲ συνδυασμὸ μὲ το κολλεγιακὸ σύστημα τὰ πρῶτα πανεπιστήμια τῆς Ἀμερικῆς[6], καὶ τὰ ὁποῖα θὰ ἀποτελέσουν τὴν ὀμπροσθοφυλακὴ τῆς ἔρευνας ἀμέσως μετὰ τὴ λήξη του Β´ παγκόσμιου πολέμου[7].
Τὴν ἴδια περίοδο ἐμφανίζεται στὰ πανεπιστήμια καὶ τὰ ἐρευνητικὰ κέντρα μία σημειωτικὴ ὁρολογίας εἰλημμένης ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ἐπιχειματικότητος, ποὺ καθιερώνεται ὡς νοοτροπία στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽70, ὁπότε φαίνεται νὰ κλείνει ἡ περίοδος τῶν «παχέων ἀγελάδων» γιὰ τὴν τριτοβάθμια ἐκπαίδευση, ἀκόμη καὶ στὴν Ἀμερική[8], καὶ νὰ ἀνοίγει μαζὶ καὶ ἡ περιπέτεια τῶν ἀνθρωπιστικῶν καὶ κοινωνικῶν σπουδῶν[9]. Ἀπό τὸ Πανεπιστήμιο ποὺ ἐφοδίαζε τὴν κοινωνία μὲ τὴν κάθε εἴδους ἡγεσία της[10], τὸ πανεπιστήμιο κλήθηκε, ἰδίως στὶς χῶρες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, νὰ συνδεθεῖ μὲ τὴν παραγωγὴ καὶ τὴν ἀπασχόληση καὶ μάλιστα νὰ διαμορφώσει τὸν ἑνιαῖο εὐρωπαϊκὸ χῶρο τῆς τριτοβάθμιας ἐκπαίδευσης μὲ τὴ γενιὰ τῶν εὐρωπαίων πολιτῶν (Generation E)[11].
II. Στὴν Ἑλλάδα ἡ εὐρωπαϊκὴ ὁλοκλήρωση γιὰ τὴν τριτοβάθμια ἐκπαίδευση ξεκίνησε μὲ ἀποσπασματικὸ τρόπο. Συνήθως οἱ κρατικὲς παρεμβάσεις γίνονται ἐκ τῶν «ἄνω», μὲ προσωπικὲς προκαταλήψεις τῶν κυβερνώντων, χωρὶς οὐσιαστικὸ διάλογο μὲ τοὺς ἐνδιαφερόμενους, μὲ διαρροὲς πρὸς τοὺς δημοσιογράφους καὶ τοὺς κομματικοὺς παράγοντες, ἢ μὲ τὸν τρόπο τῶν παράλληλων μονολόγων. Ἐξάλλου ἐκ τῶν «ἄνω» διεσπάρησαν ἀνὰ τὴν ἐπικράτεια τμήματα ΑΕΙ καὶ ΤΕΙ, ἀνάλογα μὲ τὶς πιέσεις τῶν τοπικῶν παραγόντων καὶ τῶν «ἐθνικῶν» ἐκπροσώπων. Τμήματα ἐμφανίζονταν στὰ ἀπογραφικὰ δελτία καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων ἡ Σύγκλητος ἐπικύρωνε τὴν ἵδρυση, τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας ἀποφασίζει καὶ γιὰ τὸ τελευταῖο μάθημα ἑνὸς Μεταπτυχιακοῦ Προγράμματος.
Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς ἐπιβολῆς μιᾶς νομοθεσίας χωρὶς τὴ συνδρομὴ τῆς πανεπιστημιακῆς κοινότητας καὶ τὸν ἀπαραίτητο ἐσωτερικὸ διάλογο ἀναδύει ἀνὰ τριετία σχεδὸν τὴν ἐπαγγελία «μεταρρυθμίσεων», ποὺ οὐσιαστικὰ ὁδηγοῦν σὲ ἀποπροσανατολισμὸ ἀπὸ τὰ πραγματικὰ προβλήματα γιὰ τὴ βελτίωση τῆς παρεχόμενης παιδείας καὶ μιᾶς στοχευμένης ἐρευνητικῆς ὀργάνωσης, ἡ ὁποία θὰ βοηθοῦσε τὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη καὶ τὴ συνεργασία τουλάχιστον στοὺς ἀνοιχτοὺς ὁρίζοντες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ἡ προπαρατεθείσα βιβλιογραφία εἶναι ἐνδεικτικὴ τῶν ζυμώσεων ποὺ συντελοῦνται στὰ πανεπιστήμια ἀνὰ τὸν κόσμο, ὅμως στὴν Ἑλλάδα ὁ ὅποιος διάλογος ἀνακόπτεται ἀπὸ τὴν ἐξουσιαστικὴ ἀντίληψη τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας τοῦ τόπου ποὺ θεωρεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ νομοθετεῖ ἐρήμην τῶν «ὑπηκόων».
Στὴν περίπτωση τῶν ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν, ἰδίως δὲ τῶν θεολογικῶν πραγμάτων, ἡ μόνη πρόταση γιὰ μιὰ σταθερὴ προοπτικὴ θὰ ἦταν ἡ κοινὴ συστράτευση καὶ ἡ ἀπομόνωση ὅλων ἐκείνων τῶν δυνάμεων ποὺ δροῦν μὲ ἀποκλεισμοὺς καὶ ἀποκλειστικότητες καὶ ἀπίστευτη ὑποδούλωση  τοῦ κοινωνικοῦ σώματος στὸν παντὸς εἴδους καταδυναστευτικὸ ἔλεγχο.



[1]. Γιὰ τὴν ἱστορία τῶν πανεπιστημίων τῆς Εὐρώπης βλ. O. Pedersen, The First Universities: Studium generale and the origins of university education in Europe, μτφρ. R. North, Cambridge University Press 22000.

[2]. B. L. R. Smith- J. D. Mayer- A. Lee Fritschler, Closed Minds? Politics and Ideology in American Universities, Brookings Institution Press: Washington, D.C. 2008, σ. 8 ἑξ., και 117 ἑξ.

[3]. W. Rüegg, A History of University in Europe, Universities in the Nineteenth and Early Twentieth Centuries (1800-1945), Cambridge University Press: Cambridge 2004, σ. 637 ἑξ. Πρβλ. ἐπίσης M. R. Nemec, Ivory Towers and Nationalist Minds, Universities, Leadership, and the Development of the American State, The University of Michigan Press: US 2006, καὶ M. McKelvey- M. Holmén, Learning to Compete in European Universities: From Social Institution to Knowledge Business, E. Elgar: Chelteham, UK- Northampton, MA, USA 2009.

[4]. D. Bok, Universities in the Marketplace, The Commercialization of Higher Education, Princeton University Press: Princeton and Oxford 2003.

[5]. Βλ. κριτικὴ ἀπὸ M. Evans, Killing Thinking: The Death of the Universities, Continuum: London-New York 2004, καὶ R. King, Governing Universities Globally Organizations, Regulation and Rankings, E. Elgar, Chelteham, UK- Northampton, MA, USA 2009.

[6]. Πρβλ. ἐνδεικτικά P. F. Grendler, «The Universities of the Renaissance and Reformation», Renaissance Quarterly 57:1 (2004), σσ. 1-42, M. R. van Scoyoc, «Origin and Development of the University», Peabody Journal of Education 39:6 (1962), σσ. 322-333, καὶ W. Ribhegge, «City and Nation in Germany from the Middle Ages to the Present: The Origins of the Modern Civil Society in the Urban Tradition», Journal of Urban History 30 (2003), σ. 25, ὅπου ἐπισημαίνεται ὅτι οἱ δομινικανοὶ καὶ φραγκισκανοὶ θεολόγοι συνέβαλαν στὴ διαμόρφωση τῆς διανόησης στὰ πανεπιστήμια. Βλ. ἐπίσης H. Barnstorff, «The Rise of the German Universities», The Modern Language Journal 23:4 (1939), σσ. 282-290.

[7]. R. L. Geiger, Research and Relevant Knowledge, American Research Universities since World War II, Oxford University Press: New York- Oxford 1999, σ. 30 ἑξ. Στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες τὸ 94% τῆς βασικῆς καὶ τῆς ἐφαρμοσμένης ἔρευνας χρηματοδοτεῖται ἀπὸ τὴ βιομηχανία. Βλ. R. L. Geiger, Knowledge and Money, Stanford University Press: Stanford, California 2004, σ. 182 ἑξ.

[8]. R. L. Morrill, Strategic Leadership, Integrating Strategy and Leadershipin Colleges and Universities, First Rowman and Littlefield, Lanham- New York - Toronto - Plymouth: UK 2010, σ. 56 ἑξ. Πρβλ. καὶ Th. J. Tighe, Who’s in charge of America’s Research Universities? A Blueprint for Reform, State University of New York Press:Albany, US 2003, σ. 141 ἑξ.

[9]. Κατὰ τὴ Γερμανικὴ πρωτοβουλία τοῦ 2004 γιὰ τὴν ἀριστεία τῶν πανεπιστημίων μόνο το 10% ἀφοροῦσε ἐρευνητικὰ κέντρα στὶς ἀνθρωπιστικὲς καὶ κοινωνικὲς ἐπιστῆμες, J. Salmi, The Challenge of Establishing World-Class Universities, The World Bank: Washington, D.C. 2009, σ. 49. Στὴ συζήτηση γιὰ τὴν ἀνώτατη ἐκπαίδευση καὶ τὴ βασικὴ ἔρευνα εἶναι θεμελιακὴ ἡ διάκριση μεταξὺ δημόσιου καὶ ἰδιωτικοῦ πανεπιστημίου, γιατὶ ἡ κοινωνικὴ λογοδοσία καὶ τὸ κοινωνικὸ ἐνδιαφέρον διερμηνεύουν τὶς ἀνάγκες τῆς κοινωνίας καὶ τὸ μελλοντικὸ προσανατολισμό της σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὴ στόχευση τοῦ κεφαλαίου καὶ τῆς βιομηχανίας, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν ἐκ τῶν πραγμάτων τὴ συνισταμένη τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Βλ. G.  B. Arnold, The Politics of Faculty Unionization: The Experience of Three New England Universities, Bergin and Garvey: Westport, Connecticut- London 2000, σ. 133 ἑξ. Γιὰ τὴν Ἑλλάδα τῆς πανσπερμίας τῶν τμημάτων ΑΕΙ καὶ ΤΕΙ ἡ σύγχυση εἶναι ἀναπότρεπτη, καθὼς ἡ ἀδειοδότηση νεοπαγῶν παραρτημάτων ξένων ἱδρυμάτων δημιουργεῖ de facto κατάσταση ἐμπορευματοποίησης τῆς τριτιβάθμιας ἐκπαίδευσης, ὁπότε μένει χῶρος γιὰ τὸ δημόσιο πανεπιστήμιο ἡ ἐπίδοση στὴ βασικὴ καὶ τὴν ἐφαρμοσμένη ἔρευνα, σὲ μία χώρα ὅμως ποὺ δὲν ἔχει ἀνάπτυξη καὶ βιομηχανία καὶ ποὺ οὐδέποτε ὑπῆρξε συνεπὴς μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς Λισαβῶνος τοῦ 2000 γιὰ κρατικὴ χρηματοδότηση τῆς ἔρευνας καὶ τῆς ἀνάπτυξης μὲ 3% τοῦ ΑΕΠ. Βλ. C. Mazza- P. Quattrone- A. Riccaboni, European Universities in Transition: Issues, Models and Cases, Edward Elgar: Cheltenham, UK - Northampton, MA, USA 2008, σ. XIII.

[10]. Ἡ ἀλλαγὴ στὸν προσανατολισμὸ παρήγαγε τὴν ἀλλαγὴ στὴ διοίκηση τῶν πανεπιστημίων. Βλ. R. Deem- S. Hillyard- M. Reed, Knowledge, Higher Education, and the New Managerialism: The Changing Management of UK Universities, Oxford University Press: Oxford- New York 2007. Γιὰ μία ἀνάλυση τῶν προβλημάτων τῆς ἐμπορευματοποίησης τῆς τριτοβάθμιας ἐκπαίδευσης καὶ τὴ ραγδαία αὔξηση τῶν διδάκτρων βλ. T. Hussey- P. Smith, The Trouble with Higher Education: A Critical Examination of our Universities, Routledge: New York- London 2010.

[11]. J. Ritzen, A Chance for European Universities, Or: Avoiding the Looming University Crisis in Europe, Amsterdam University Press: Amsterdam 2009, σσ. 77-80.

Δεν υπάρχουν σχόλια: