ELLENOPHONIA

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Νικ. Παρασκευόπουλος,(Κοσμήτορας ΝΟΠΕ ΑΠΘ) Ελευθερία, Πόλις και παιδεία


Ελευθερία, Πόλις και παιδεία
                                        
Νικ. Παρασκευόπουλος
Κοσμήτορας Σχολής Ν.Ο.Π.Ε.


1. Η δίδυμη επέτειος της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης και του μεγάλου ΟΧΙ στον ιταλικό φασισμό και στον γερμανικό ναζισμό, δεν αποτελεί απλώς φόρο τιμής στην Ελληνική Ιστορία.
Η άρνηση του αυταρχισμού και του σκότους στοχεύει πάντοτε σε ένα μέλλον φωτός και ελευθερίας, το οποίο αυτή τη στιγμή στοχαζόμαστε.
Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι και στριμωγμένοι, εξαιτίας του οικονομικού χρέους, αμαρτήματος δικού μας αλλά και των άλλων, πολιτικών και οικονομικών παραγόντων. Η Ιστορία γνωρίζει την παιδεία, ως πηγή ελπίδας ή έστω ως ασπίδα απέναντι στους δύο μεγάλους κινδύνους: την κοινωνική κατάρρευση και την καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος.
Έχει άραγε αντοχές ο ανθρωπισμός; Αποτελεί μια ζωντανή δυναμική η ελληνική ιστορία, ή απομένει σαν παρηγοριά και εθνικιστικό ιδεολόγημα;
Ο ελληνικός λαός, που εμπιστεύεται το μέλλον των νέων στην παιδεία, είναι υποχρεωμένος να αναρωτηθεί. Προϋποθέτει η παιδεία συνθήκες ελευθερίας και πολιτικής οργάνωσης, την πόλιν και σήμερα την εθνική κυριαρχία; Μήπως υπερβάλλουμε και θα μπορούσαμε να στηριχθούμε στη λογική και στις υπαγορεύσεις του οικονομικού συστήματος;
Η κλασσική απάντηση είναι υπέρ της πρώτης εκδοχής. Ήδη η μελέτη της αρχαίας ελληνικής ιστορίας παρέχει τις πρώτες ασφαλείς μαρτυρίες: Ο ανθρωπισμός, η ηπιότητα, η κοινωνική διαλλαγή, είναι αρετές που αναπτύσσονται ακριβώς στο πλαίσιο της δημοκρατικής πόλης. Δεν είναι σύμπτωση, ότι τα κείμενα όπου γίνονται αναφορές στις παραπάνω αξίες είναι πολιτικά.
Πολλοί θαυμάζουν την ελληνική γλώσσα του ανθρωπισμού. Ας προσγειωθούμε: εκείνοι βρήκαν τις λέξεις, επειδή βρήκαν τις έννοιες, επειδή δημιούργησαν τα ωραία πράγματα. Αν τα παραμελήσουμε, όπως ο μέσος Έλληνας που νομίζει π.χ. ότι επιείκεια σημαίνει χατίρι, τότε θα σείουμε τις λέξεις σαν σημαίες πλαστικές σε άγονους αγώνες.

2. Βέβαια, η αποσύνδεση της παιδείας από την ελευθερία και την πολιτική οργάνωση, ιδίως από τη δημοκρατία, φαίνεται κάποτε εφικτή.
Ο θαυμαστός πολιτισμός των Ομηρικών επών δεν αποτελεί έργο της δημοκρατίας, αλλά των αριστοκρατικών γενών. Ανατολικές δεσποτείες και δυτικές φεουδαρχίες καλλιέργησαν γνώσεις και τέχνες σε διάφορους τομείς.
Δειγματοληπτικά, μπορούμε να θυμίσουμε, πρώτα την κοινοτική αυτοδιοίκηση και τις συσσωματώσεις στον ελληνικό χώρο επί Τουρκοκρατίας. Δύο μορφές που λάμπρυναν την Ιστορία του ΑΠΘ, ο Ν. Πανταζόπουλος και ο Α. Μάνεσης, διαφωνούσαν επί πολύ για το βαθμό αυτονομίας και εισφοράς αυτών  των κοινωνικών κυττάρων, αφού ο δεύτερος θεωρούσε ότι ο ιστορικός τους ρόλος έχει υπερτιμηθεί. Δεν ξέφευγαν από το βασικό υπόβαθρο των ανοχών της Τουρκικής δεσποτείας και των φαινομένων οικογενειοκρατίας και τοπικισμού. Ποιος όμως αμφισβητεί την πολιτιστική, ακόμη και την εκπαιδευτική εισφορά αυτών των κοινοτήτων;
Μια άνοδος της πολιτιστικής κίνησης καταγράφεται στη Θεσσαλονίκη κατά τον 19ο αιώνα. Τρία δημογραφικά στοιχεία, το ελληνικό, το τουρκικό και το ισραηλιτικό, παρά την δεσποτεία, κατόρθωναν να παρέχουν το εκπαιδευτικό έργο που στη συνέχεια, με την απελευθέρωση της πόλης, αξιοποιείται.
Διαβάζω, επιπλέον, ένα εντυπωσιακό κείμενο: Άρθρα από το καταστατικό του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινουπόλεως, αποτυπωμένο στο Διάταγμα του Σουλτάνου Αβδούλ – Αζίζ στα μέσα του 19ου αιώνα και μεταφρασμένο στους «Οθωμανικούς Κώδικες» Νικολαϊδη.
Άρθρ. 111. Εκάστη των σχολών έχει ένα διευθυντήν, εκλεγόμενον κατ’ έτος υπό του καθηγητικού συλλόγου της σχολής εξ αυτών των καθηγητών.
Άρθρ. 112. Ο διευθυντής εκάστης σχολής συγκαλεί, ει χρεία, τους καθηγητάς της σχολής και συσκέπτεται μετ’ αυτών περί των κατ’ αυτήν.
Άρθρ. 113. Οι διευθυνταί των σχολών απαρτίζουν υπό την προεδρείαν του πρυτάνεως το πανεπιστημιακόν συμβούλιον, όπερ αποφασίζει περί του προγράμματος των μαθημάτων, περί της εν τω Πανεπιστημίω πειθαρχίας, περί των υπαρχόντων πραγμάτων και των εισακτέων βελτιώσεων εις το κατάστημα.
Άρθρ. 126. Τα έξοδα του Πανεπιστημίου εισίν: οι μισθοί του Πρυτάνεως, των καθηγητών και των υπαλλήλων· τα προς θέρμανσιν του καταστήματος απαιτούμενα· αι επισκευαί και η εις την βιβλιοθήκην επιχορήγησις.
Το δεσποτικό κράτος, ο Σουλτάνος, εγγυάται λοιπόν την παροχή των βασικών δαπανών για τη λειτουργία του Πανεπιστημίου, ακόμη και για τις βιβλιοθήκες. Παράλληλα, κατοχυρώνει την αυτοδιοικητική ανάδειξη των διευθυντών των Σχολών και των Πανεπιστημιακών Συμβουλίων. Στη σημερινή, ήδη ισχύουσα μεταρρύθμιση, των ελληνικών πανεπιστημίων οι θεσμικές εγγυήσεις για την υποδομή λείπουν, ενώ κρίσιμες για την εκπαίδευση αποφάσεις ανατίθενται σε όργανα που δεν εκλέγονται από τις Σχολές, αλλά ορίζονται άνωθεν. Αυτός ο πρόσφατος αξιακός αναπροσανατολισμός δεν μοιάζει προοδευτικός, αλλά μάλλον οπισθοδρομικός, τείνοντας προς τα ισχύοντα πριν από τον Σουλτάνο.
Μήπως λοιπόν η ιστορία και η πράξη διαψεύδουν τους ωραίους λόγους, μαρτυρώντας τη δυνατότητα ανάπτυξης της παιδείας ακόμη και ερήμην των συνθηκών ελευθερίας και πολιτικής συγκρότησης;

3. Η απάντηση είναι ότι υπάρχει ένα είδος γνώσης, αυτό που διασφαλίζει και υψώνει την ανθρωπότητα, που δεν μπορεί να παραχθεί και να μεταδοθεί χωρίς πολιτική ελευθερία και ανιδιοτέλεια.
Αυτή ακριβώς είναι η παιδεία που αναπτύχθηκε στην ατμόσφαιρα της δημοκρατικής πόλης – κράτους, αποτελώντας φυτώριο καλλιτεχνικών και διανοητικών επιδόσεων, μοναδικών και ανεκτίμητων για τον παγκόσμιο πολιτισμό. Σε ένα κλασσικό και πολυμεταφρασμένο έργο, στο τρίτομο έργο του για την Παιδεία, ο Γερμανός φιλόλογος W. Jaeger, καθηγητής για πολλά χρόνια στο πανεπιστήμιο του Harvard, έγραφε:
«Η κοσμοϊστορική σημασία των Ελλήνων ως παιδαγωγών, νομίζομεν, απορρέει από την συνειδητήν των αντίληψιν περί της θέσεως του ατόμου μέσα εις την κοινότητα».
Δεν πρόκειται για νέα, αναδρομικής ισχύος, ιδέα: Ήδη ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια και ο Πλάτων στην Πολιτεία χαρακτήριζαν την παιδεία απαραίτητο όρο για την άριστη πολιτεία.
Είναι ιδίως ευεξήγητο το γεγονός ότι η στερεότερη σύνδεση της παιδείας με την πόλη αποδίδεται στον Πρωταγόρα. Όσοι σήμερα αναφέρονται σε θεσμούς αριστείας, ίσως δεν συνειδητοποιούν τη σύνδεση της λέξης με την αρετή, την αρετή του πολίτη. Για τον Πρωταγόρα, το σύνολο του δήμου νομιμοποιείται να παρέχει αγωγή: «παντ’ άνδρα εικότως αποδέχονται περί ταύτης της αρετής σύμβουλον, δια το ηγείσθαι παντί μετείναι». Ακολουθεί η κλασσική αποτύπωση του διαφωτισμού: «ότι δε αυτήν (αρετήν) ον φύσει ηγούνται είναι ουδ’ από του αυτομάτου, αλλά διδακτόν τε και εξ επιμελείας παραγίγνεσθαι ώ αν παραγίγνηται, τούτο [σοι] πειράσομαι αποδείξαι».  Κατά τον Πρωταγόρα, η αρετή είναι παρασκευαστή και διδακτή. Προχωρεί μάλιστα ο φιλόσοφος σε μια διάκριση που ενδιαφέρει τις νεωτερικές μας τάσεις: «… ουκ επί τέχνη, έμαθες, ως δημιουργός εσόμενος, αλλ’ επί παιδεία, ως τον ιδιώτην και τον ελεύθερον πρέπει».
Σύγχρονος με τον Πλάτωνα, ο Ισοκράτης, εκφράζει ανάλογες ιδέες: «τοσούτον δε απολέλοιπεν η πόλις ημών περί το φρονείν και λέγειν τους άλλους ανθρώπους, ώσθ’ οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους αλλά της διανοίας δοκείν είναι και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας».
Αλλά και ένας ακόμη στοχαστής της δημοκρατίας, ο Αρίστιππος, αποθησαυρίζει τις ίδιες ιδέες: καλύτερα επαίτης παρά απαίδευτος: ο επαίτης δεν έχει χρήματα, ο απαίδευτος δεν έχει ανθρωπιά.
Όταν εξάλλου ο Δημ. Πολιορκητής διατάσσει τον Στίλπωνα να κάνει έναν κατάλογο των πραγμάτων που άρπαξαν από το σπίτι του τελευταίου, ο Στίλπων απαντά: την παιδεία πάντως δεν άρπαξε κανείς από το σπίτι μου.

4. Το δεύτερο παράδειγμά μας μπορεί να απέχει χιλιετίες, ακριβώς επειδή οι διαφορές συνιστούν όρο και όχι εμπόδιο των συγκρίσεων. Η εποχή μας παρέχει επίσης ένα ενδιαφέρον ιστορικό πρότυπο συσχετισμού της παιδείας με την πολιτική οργάνωση και την ελευθερία. Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες εκείνες που αποτυπώνουν τις αρχές της δημοκρατικής πολιτικής οργάνωσης, του κράτους δικαίου και της κοινωνικής αλληλεγγύης σε ένα κείμενο με κορυφαία θεσμική και συμβολική αξία, στο Σύνταγμα. Στο άρθρο 16 ορίζεται ότι η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους, ότι έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, ότι όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας σε όλες της βαθμίδες της σε κρατικά εκπαιδευτήρια και ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα (ν.π.δ.δ.) με πλήρη αυτοδιοίκηση. Η σύγχρονη ελληνική Ιστορία δεν διέψευσε, ή τουλάχιστον δεν διέψευσε απολύτως, την κορυφαία θεσμική επιταγή.
Στην μεταπολεμική περίοδο σταδιακά, και με σταθμό βέβαια τη δεκαετία του ογδόντα, διαπλάστηκε η στενή σχέση του δημόσιου πανεπιστημίου με τη δημοκρατία και την ανιδιοτελή γνώση. Θεμέλιος λίθος αυτής της σχέσης είναι πάντοτε η ισότητα στη φοίτηση. Με τη λιτή διατύπωση του Ι. Μανωλεδάκη:
«Η ισότητα στη μάθηση αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την ουσιαστική κατοχύρωση και λειτουργία της δημοκρατικής αρχής».
Στο πανεπιστήμιο φορέας και εγγύηση των αρχών της ισότητας, της αδέσμευτης παραγωγής γνώσης και της πολυφωνίας είναι η αυτοδιοίκησή του. Τα συλλογικά όργανα των ΑΕΙ κατά πάρεργο ασκούν διαχειριστικό έργο. Αποτελούν κυρίως πλαίσιο διαλόγου των ζητημάτων της παιδείας. Το ακαδημαϊκό παράδειγμα θάλλει μόνο μέσα σε συνθήκες ελεύθερης ανταλλαγής απόψεων. Αντίστροφα, το αυταρχικό κράτος δεν αφήνει τίποτε έξω από τον έλεγχό του [Α. Μάνεσης, σελ. 312]. Διεκδικεί το μονοπώλιο της αλήθειας, απεχθάνεται τους διανοούμενους και την κριτική σκέψη.
Με την πάροδο του χρόνου έχει γίνει βέβαια ευανάγνωστη μια ιστορική εξέλιξη του ευρωπαϊκού πανεπιστημίου. Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο καταγράφεται η εκρηκτική του ανάπτυξη: μεγέθυνση, αλλά και αύξηση επιρροής στην κοινωνική, πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ζωή. Στην Ελλάδα το φαινόμενο παρατηρείται ιδίως στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μέσα στο μεταδικτατορικό κλίμα αισιοδοξίας. Η σύνδεση της παιδείας με το δημόσιο συμφέρον και η κριτική προσέγγιση της γνώσης συνιστούσαν τότε αυτονόητες αξίες.
Κάποτε μάλιστα η ενίσχυση και η μαζικοποίηση αυτή οδηγούσαν σε καταχρήσεις, καθώς ο ακαδημαϊκός χώρος ερχόταν σε επαφή με κάποια πάγια ελαττώματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας: οικογενειοκρατία, αδιαφορία για το δημόσιο συμφέρον και τους κανόνες, καταγγελίες για εντατικοποίηση των σπουδών κ.λπ. Η κατάχρηση, ωστόσο, δεν έφθασε ποτέ να συγκροτεί έναν κανόνα.

5. Το ανασχετικό αυτής της ανάπτυξης κύμα εμφανίστηκε με διαφορά φάσης στην Ευρώπη γενικά αφενός, στην Ελλάδα ειδικά αφετέρου. Ήδη κατά τη δεκαετία του ’70 η Παγκόσμια Τράπεζα όριζε στις εκθέσεις της, ότι οι δημόσιες επενδύσεις πρέπει να εστιάζονται στη στοιχειώδη εκπαίδευση, ενώ οι ανώτερες βαθμίδες θα πρέπει να αφήνονται στα ενδιαφέροντα των επιχειρήσεων.
Η γνώση αρχίζει έκτοτε να αντιμετωπίζεται σαν πρώτη ύλη της οικονομίας και η ζήτηση πανεπιστημιακών σπουδών σαν ζήτηση ανταγωνιστικού και κερδοφόρου εμπορεύματος (Wright / Rabo, 2).
Στην Ελλάδα το ανασχετικό αυτό κύμα εμφανίζεται μετά τα τέλη της δεκαετίας του ’90, όχι σαν αντιμεταρρύθμιση, αλλά σαν αναγκαία οικονομική προσαρμογή, λόγω της σύγκλισης και της ένταξης στην Ο.Ν.Ε. Οι αλλαγές είναι σοβαρές: περιορισμοί του τακτικού προϋπολογισμού και των υπέρ της παιδείας επενδύσεων, καθήλωση δημόσιων κονδυλίων για την έρευνα, χαλάρωση όρων για εξωπανεπιστημιακή απασχόληση, ίδρυση νέων πανεπιστημιακών τμημάτων αλλά χωρίς κεντρικό ακαδημαϊκό σχεδιασμό και χωρίς ενίσχυση των υποδομών.
Είναι φανερό ότι σήμερα οι μακρόσυρτες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις συναντώνται με τις ριζικές ποιοτικές μεταβολές που χαρακτηρίζουν το μετανεωτερικό κόσμο εν μέσω παγκοσμιοποίησης και, κατ’ εξοχήν στη χώρα μας, οικονομικής κρίσης.
Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν σε έξωθεν παρεμβατισμό στα εθνικά πράγματα, όπως είναι η περίθαλψη και η υγεία, και βιώνονται λογικά ως απώλεια εθνικής κυριαρχίας. Η παιδεία ειδικά επηρεάζεται σε βάθος, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και θεσμικά.

6. Αυτή τη στιγμή στη χώρα μας διατυπώνονται κατά τις Συνόδους των Πρυτάνεων σοβαρές αντιρρήσεις για το μεταρρυθμιστικό ρεύμα στην ανώτατη εκπαίδευση, οι οποίες στηρίζονται στο συνταγματικό θεμέλιο. Η νομοθετική εξουσία, θεσπίζοντας τη δυνατότητα του Υπουργού να καθορίζει τα συλλογικά όργανα του Πανεπιστημίου, έδειξε να μη σέβεται το Σύνταγμα, που κατοχυρώνει την πλήρη αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ. Οι ελπίδες για το σεβασμό αυτό στον Ανώτατο χάρτη αποβλέπουν τώρα στη Δικαιοσύνη αλλά και στη στάση επιφανών παραγόντων της εκτελεστικής εξουσίας. Πάντως, ακόμη και τα Συντάγματα μεταρρυθμίζονται. Χρήσιμο είναι λοιπόν να θυμηθούμε τις πιο σταθερές στον ιστορικό χρόνο σχέσεις των θεσμών της παιδείας με τους ουσιαστικούς όρους παραγωγής και μετάδοσης της γνώσης.
Ας σημειωθεί  εξαρχής, ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία συνιστά ένα σκοπό στο χώρο της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας και της επιστήμης. Αντίθετα, για την ιδιωτική οικονομία η ακαδημαϊκή ελευθερία συνιστά μέσο: θετικά, ως εργαλείο ανάπτυξης (ελεύθερος ανταγωνισμός) ή αρνητικά, όπως τα Συντάγματα που εμποδίζουν τις ιδιωτικοποιήσεις.
Η άρση της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ επομένως απασχολεί όχι μόνο ως αντισυνταγματικότητα, ούτε μόνο επειδή θίγει ένα ιστορικό ταμπού, αλλά επειδή έτσι αίρεται η θεμελιακή θεσμική εγγύηση για το δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου και για τη δυνατότητα καλλιέργειας της ανιδιοτελούς γνώσης. Το βασικό ζήτημα είναι ακριβώς αν η γνώση θα μπορεί να αναπτύσσεται χωρίς όρια, όταν θα εξαρτάται από την αγορά ή από διατάκτες εξωτερικούς που λογοδοτούν μόνο σε μετόχους. Αναγόμαστε έτσι στο γενικότερο ερώτημα, αν είναι συμβατές ως συστήματα η δημοκρατία και η κυριαρχία της αγοράς, αν και η πρώτη προϋποθέτει ισοδυναμία της ψήφου, ενώ η δεύτερη κυριαρχία του οικονομικά ισχυρότερου.
Ας προσέξουμε χωριστά τα πεδία της διδασκαλίας και της έρευνας.

7. Στη διδασκαλία, ο κυρίαρχος ιδιωτικός χαρακτήρας οδηγεί σε παραγνώριση αντικειμένων, τα προϊόντα των οποίων δεν ενδιαφέρουν την αγορά (κλασικές σπουδές, καλές τέχνες, φιλολογία, νομική κ.λπ.), καθώς και αντικειμένων που ανταγωνίζονται τα συμφέροντα των χρηματοδοτών (π.χ. μελέτη περιβάλλοντος που υπαγορεύει δαπάνες για μείωση ρύπων).
Η αγορά έχει εντωμεταξύ μετρήσει και αποτυπώσει την απόδοση της εκπαίδευσης με ένα υ: Υψηλή αύξηση της απασχολησιμότητας με τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ελάχιστη με την πρόσθεση ενός πρώτου πανεπιστημιακού πτυχίου στο λυκειακό, υψηλή και πάλι μετά από εξειδικευμένα μεταπτυχιακά ή διδακτορικό. Οι 16ετείς σπουδές κρίνονται οικονομικά ασύμφορες. Ο νέος θα μπορούσε να αποκατασταθεί αποτελεσματικότερα, λέγεται, αν στο όνομά του είχε γίνει αποταμίευση αντίστοιχου ποσού, παρά με την καταβολή διδάκτρων και άλλων δαπανών για 16 χρόνια.
Πόσο εύκολα εξάλλου σε ένα ίδρυμα χρηματοδοτούμενο από μια εταιρία τεχνολογικού εξοπλισμού, μπορεί ο καθηγητής να διδάξει ότι προϊόντα όπως τα δικά της έχουν επιβλαβή ακτινοβολία και πρέπει να αποσυρθούν; Είναι βέβαιο, εντωμεταξύ, ότι στο δημόσιο – κρατικό πανεπιστήμιο ο καθηγητής πολιτικής επιστήμης μπορεί ακίνδυνα για τον ίδιο να κατακρίνει τις κρατικές λειτουργίες και ο ποινικολόγος την Αστυνομία και τον ποινικό δικαστή.

8. Αντίστοιχες παρατηρήσεις αφορούν την έρευνα.
 Ήδη κατά τη δεκαετία του ’90 είναι διακριτά τα χαρακτηριστικά της γνώσης ως δημόσιου ή ως ιδιωτικού αγαθού. Όλοι γνωρίζουν ότι η χρήση της υπάρχουσας γνώσης δεν προϋποθέτει έκδοση αντιγράφων και επομένως τιθασσεύεται δύσκολα, καθώς και ότι η ελεύθερη κυκλοφορία της έχει μεγάλη κοινωνική αξία. Καθώς όμως η χρηματοδότηση και η στοχοθεσία της έρευνας υπόκεινται στην αυξανόμενη ιδιωτική επιρροή, γίνονται αισθητές και οι παρενέργειες.
Ενδεικτικά:
Α) Ευνοούνται οι εφαρμογές, ενώ παραμελείται η βασική γνώση. Ποιο θα ήταν σήμερα, λέγεται, το αγοραίο κέρδος από το πυθαγόρειο θεώρημα ή από την διερεύνηση δημοκρατικών αξιών;
Β) Παραμελείται επίσης η έρευνα που έχει αβέβαιη απόδοση, ή απόδοση που ξεπερνά τα χρονικά όρια των επενδυτικών οριζόντων. Έχει ακουστεί μάλιστα μια κωμική δικαιολογία γι’ αυτό: οι χρηματοδότες της έρευνας συνήθως είναι ηλικιωμένοι, και για ψυχολογικούς λόγους δεν ενδιαφέρονται για τα μακροπρόθεσμα.
Γ) Παραμελείται η χρηματοδότηση της έρευνας εκείνης που μπορεί να ωφελήσει ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.
Στο διεθνή χώρο, ενώ ακόμη κάποιοι οπαδοί του νεοφιλελεύθερου πανεπιστημίου αγορεύουν, η παγκόσμια κοινωνία αρχίζει να προβληματίζεται: Αλήθεια, γιατί οι φαρμακευτικές εταιρίες αφήνουν χωρίς σκευάσματα εκατομμύρια ανθρώπους να πεθαίνουν στον τρίτο κόσμο; Μήπως επειδή αυτοί δεν έχουν αγοραστική δύναμη και δεν ενδιαφέρουν, ως καταναλωτές; Οι ίδιες επιχειρήσεις ερευνούν, παράγουν και διανέμουν πανάκριβα προϊόντα αμφίβολης αποτελεσματικότητας.
Εν έτει 2010 μάλιστα είναι ορατή μια όψιμη τάση: προγραμματίζεται η ιδιοποίηση και η αποκλειστική χρήση της νέας γνώσης, έστω και αν αυτή είναι βασική, έστω και αν η ελεύθερη διάδοσή της συνιστά ζωτικό οικουμενικό συμφέρον για δικαιοσύνη, ειρήνη ή υγεία. Προωθούνται δηλαδή και διαπλέκονται θεσμοί καινοτομίας, ευρεσιτεχνίας και πνευματικής ιδιοκτησίας, που εξυπηρετούν την τελική ιδιοποίηση της οποιασδήποτε γνώσης, ακόμη και της βασικής. Το προκύπτον έτσι δικαίωμα εκμετάλλευσης, συνιστά στην πραγματικότητα δικαίωμα αποκλεισμού των πολλών φτωχών πολιτών, δηλαδή της ανοιχτής κοινωνίας, από κοινωφελή προϊόντα. Με κοινωνιολογικούς όρους, αντί η έρευνα αυτή να καταπολεμά τον κοινωνικό αποκλεισμό, τον μεθοδεύει.
Ο επίλογος είναι απλός: εν μέσω οικονομικής κρίσης, ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον της ερχόμενης γενιάς αποτίθενται στην παιδεία. Η ζωογόνα ανάπτυξή της είναι αδύνατη χωρίς ελευθερία, δημοκρατία και ανιδιοτέλεια. Αναμφίβολα, μεταξύ της Πόλης και του κόσμου, της εθνικής κυριαρχίας και της οικουμενικότητας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της ελευθερίας και της παιδείας τα διλήμματα τίθενται μόνο ως εκβιασμοί. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για αμοιβαίες προϋποθέσεις, αφού όχι μόνο για την ευημερία, αλλά και για την επιβίωση ζητούμενο είναι η συνύπαρξη αυτών των αξιών. Οι οιωνοί τώρα είναι δυσμενείς. Στην επέτειο αυτή για τελευταία φορά είχε την ευκαιρία να μιλήσει ένας Κοσμήτορας εκλεγμένος από τη Σχολή του, αφού πλέον οι Κοσμήτορες θα ορίζονται όχι από τις Σχολές τους αλλά άνωθεν. Η Ιστορία φαίνεται να μας προσπερνά. Δεν θα παύσουμε όμως να προσπαθούμε να την συγκαθορίζουμε, να αντιτάσσουμε ένα δικό μας περίεργο ΟΧΙ στον ετερόφωτο κόσμο.



Δεν υπάρχουν σχόλια: